Ο Ταΐβανέζος, κάτοικος Καναδά, Dirty Beaches δεν πρέπει να έχει ιδέα για το πόσο δυσανάλογα μεγάλο ντόρο μπορεί να έχει προκαλέσει σε μια μικρή χώρα στην άλλη άκρη του κόσμου, που κατά τα άλλα δεν μπορεί να πάρει τα πόδια της. Επειδή όμως εσχάτως το ελληνικό κοινό επιζητά τις καλοφτιαγμένες lo-fi παραγωγές, η εμφάνιση του Alex Zhang Hungtai την Τρίτη 11/10, στο Bios, είναι μία από τις πιο αναμενόμενες του φθινοπώρου. Ενόψει λοιπόν αυτής, μίλησε μαζί μας για τον ντεμπούτο δίσκο του, για την Ela Orleans και για τους μουσικούς που ταλαντεύονται μεταξύ αυτοπροβολής και αυτολύπησης...
Μέχρι το Badlands συνήθιζες να ηχογραφείς EPs και κασέτες που περιλάμβαναν κυρίως ορχηστρικά. Πώς σου προέκυψε η ανάγκη να προσεγγίσεις την προφορικότητα για τον ντεμπούτο δίσκο σου;
Μετά από πολλούς πειραματισμούς με drone, ορχηστρικά μέρη και άλλα ηλεκτρονικά εγχειρήματα, θέλησα να φτιάξω έναν δίσκο με πιο παραδοσιακή ποπ δομή. Πάντως, σε ορισμένα από τα πρώτα μου τραγούδια ως Dirty Beaches –κυρίως στον δίσκο Old Blood– είχαν χρησιμοποιηθεί φωνητικά.
Η πλειονότητα των κριτικών για το Badlands αναφέρουν το κινηματογραφικό στοιχείο ως κεντρικό για την τραγουδοποιία σου. Εσύ ο ίδιος έχεις επίσης πει ότι σε εμπνέουν οι μοναχικοί ταξιδιώτες, τα μοτέλ και τα ταξίδια με αυτοκίνητο. Γιατί πιστεύεις ότι η συγκεκριμένη ατμόσφαιρα σου είναι τόσο ελκυστική; Οι διάφορες πόλεις στις οποίες έχεις ζήσει έχουν προσθέσει κάποια πραγματική εμπειρία στο προφίλ του «ταξιδιώτη»;
Στο μυαλό μου υπήρχαν κάποιες γενικές αρχικές ιδέες για αυτόν τον δίσκο. Στη συνέχεια έκανα μια ανασκόπηση στα πράγματα που γνώριζα και είχα ζήσει, με την ελπίδα να μπορέσω να προσθέσω σε εκείνες τις πρώτες ιδέες κάτι από τη διαρκή κίνηση της δικής μου εμπειρίας. Αυτήν τη διαρκή κίνηση ήθελα να φωτογραφίσω για το Badlands.
Έγραψες 30 τραγούδια προορισμένα να περιληφθούν στον δίσκο. Με βάση τα λεγόμενά σου, μόνο 8 από αυτά κατάφεραν να προσαρμοστούν στο πλαίσιο της ιστορίας αυτού. Τα υπόλοιπα τραγούδια, όσα έμειναν απέξω, τι πραγματεύονται;
Μερικά από αυτά περιλήφθηκαν στο split album που κυκλοφόρησα πρόσφατα, σε συνεργασία με την Ela Orleans, στη δισκογραφική εταιρεία Night People.
Όλα τα τραγούδια έχουν το ίδιο θέμα αλλά δεν είχαν όλα την ποιότητα να περιγράψουν μια σκηνή σε οπτικό επίπεδο. Ως αποτέλεσμα, αυτά τα τραγούδια έμειναν έξω στην τελική αποτίμηση.
Στην εποχή του Κινεζικού εμφυλίου πολέμου, οι γονείς σου αναγκάστηκαν να μετακομίσουν από την Κίνα στην Ταϊβάν, εξαιτίας της ήττας του κινήματος προς το οποίο πρόσκειντο. Οι γονικές περιγραφές σχετικά με τη ζωή στην Ταϊβάν, η καναδική καταγωγή και τα δέκα χρόνια που έζησες στη Χαβάη ως σπουδαστής, σε έκαναν ποτέ να νιώσεις κι εσύ μετανάστης;
Οι γονείς μου δεν συμμετείχαν σε κάποιο συγκεκριμένο κίνημα. Απλώς, όπως συμβαίνει στις περισσότερες επαναστάσεις, όταν τα πράγματα πάνε στραβά οι πολίτες είναι εκείνοι που πληρώνουν το τίμημα. Ξαφνικά υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι οι οποίοι σου λένε τι μπορείς και τι δεν μπορείς να κάνεις. Όσο για μένα, το μόνο μέρος όπου κανείς δεν με ρώτησε για την καταγωγή μου ήταν η Χαβάη. Είναι το μοναδικό μέρος στη Γη όπου ένιωθα ότι ανήκα. Μέχρι τότε που έληξε η βίζα δηλαδή...
Το Badlands είναι ένα έργο αφιερωμένο στον πατέρα σου, κυρίως στην νεανική του εικόνα, τότε που και ο ίδιος ήταν μουσικός αλλά αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το όνειρό του για να καταταγεί στον στρατό. Είναι ίσως ένας έμμεσος τρόπος να προσφέρεις στον πατέρα σου αυτό που δεν είχε τη δυνατότητα να κάνει ο ίδιος τότε;
Ναι. Κατά κάποιον τρόπο πρόκειται για έναν περίεργο διάλογο μεταξύ πατέρα και γιου. Μερικές φορές είναι δύσκολο να επικοινωνήσεις πράγματα σε ανθρώπους εκείνης της γενιάς, οπότε είναι καλύτερο να εκφράζεις όσα σκέφτεσαι και νιώθεις με κάποιον πιο εναλλακτικό τρόπο.
Ηχητικά, αυτό που δημιουργείς είναι ένα φινιρισμένο μείγμα lo-fi, νεο-νουάρ, και ποπ μουσικής με μια ματιά στο παρελθόν. Υπάρχουν κάποιοι άλλοι καλλιτέχνες με παρεμφερείς καταβολές που να γνωρίζεις και να μπορείς να συστήσεις;
Θαυμάζω πολύ δύο καλλιτέχνιδες με τις οποίες διατηρώ μάλιστα και φιλικές σχέσεις: την Us Girls και την Ela Orleans. Είμαστε και οι τρεις σόλο καλλιτέχνες οι οποίοι δουλεύουμε πάνω σε ηλεκτρονική μουσική, αλλά επιλέγουμε να την ερμηνεύουμε με έναν πιο παραδοσιακό τρόπο. Αυτό συμβαίνει επειδή είμαστε αντίθετοι προς την απάθεια και την αντι-ερμηνευτική συμπεριφορά στις ζωντανές εμφανίσεις πολλών καλλιτεχνών που εμφανίστηκαν από την δεκαετία του 1990 και μετά. Προσωπικά, αντιμετωπίζω τη μουσική σαν παροχή υπηρεσιών και πιστεύω ότι έτσι θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται γενικά από τους καλλιτέχνες. Σαν μια ευχάριστη μορφή εργασίας δηλαδή και όχι σαν μια αυνανιστική μορφή αυτοπροβολής και αυτολύπησης ταυτόχρονα. Για παράδειγμα, οι μουσικοί που δεν τους αρέσει να περιοδεύουν δεν θα έπρεπε καν να θεωρούνται μουσικοί.
Βρίσκεσαι στα μισά της δεύτερης μέσα σε λίγους μήνες περιοδείας σου και πρόκειται να κάνεις μια στάση στην Αθήνα την ερχόμενη Τρίτη. Ποιες είναι οι προσδοκίες σου από εμάς και τι πρέπει να περιμένουμε εμείς από εσένα;
Ανυπομονώ να γευτώ τα ελληνικά φαγητά! Μου αρέσει πολύ να δοκιμάζω γεύσεις που δεν έχω ξαναδοκιμάσει. Ο Δημήτρης, ένας καλός μου φίλος στο Μόντρεαλ (παίζει σε ένα post-punk συγκρότημα), είναι Έλληνας μετανάστης και μου έχει πει τόσα πολλά για το ελληνικό φαγητό, ώστε με έχει ενθουσιάσει. Όσον αφορά στο σόου, νομίζω ότι λόγω του διαδικτύου δεν πλανάται κάποιο μυστήριο γύρω από τις ζωντανές μου εμφανίσεις. Παρ’ όλα αυτά, ποτέ δεν κάνω δύο φορές τα ίδια πράγματα στις συναυλίες! Κάθε μία είναι διαφορετική για μένα και μοναδική με τον δικό της τρόπο –πάντα βέβαια ανάλογα με τον χώρο, το πλήθος, τη συγκυρία και την ενέργεια. Ανυπομονώ πάντως να γνωρίσω όσους Έλληνες αγαπούν τη μουσική μου και να μιλήσω με τον καθένα από αυτούς προσωπικά.