Οι μέρες ζυγώνουν για το Synch 2009 (12-13-14/6), το καλύτερο εναλλακτικό φεστιβάλ του φετινού καλοκαιριού, αλλά και ένα από τα πιο ανήσυχα events στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Ευκαιρία λοιπόν για το Avopolis να μιλήσει με έναν από τους πρωταγωνιστές του 2008, τον Bug, τον οποίον οι γραφιάδες έχουν περιχαρακώσει στα dubstep αστικά τοπία – μάλλον αδικώντας τον ηχητικό λαβύρινθο του εγκεφάλου του…
Αν και ασχολείσαι ενεργά με τη μουσική εδώ και σχεδόν είκοσι χρόνια, έπρεπε να κυκλοφορήσει το περσινό London Zoo για να φτάσει η χάρη σου σ’ ένα ευρύτερο κοινό. Πώς εξηγείς αυτή την τροπή των πραγμάτων, με δεδομένο ότι κουβαλάς κάμποσα ακόμα ενδιαφέροντα άλμπουμ στην πλάτη;
«Η ζωή είναι ένα χάος. Το London Zoo απλά συνέβη να βρίσκεται στο σωστό σημείο, την κατάλληλη χρονική στιγμή (ευτυχώς για μένα). Αν με ρωτήσεις, είναι το ίδιο ασυμβίβαστο, όσο καθένα απ’ τα προηγούμενα άλμπουμ μου. Απ’ την άλλη, όσον αφορά στην τραγουδοποιΐα του και στη δόμηση, είναι η πιο ενδελεχής δουλειά μου μέχρι στιγμής – εξαιρώντας το επερχόμενο άλμπουμ που θα κυκλοφορήσει η Hyperdub (King Midas Sound)».
Εδώ και πολλές δεκαετίες, υφίσταται μια συνεχής πολιτιστική διάδραση μεταξύ Αγγλίας και Τζαμάικας. Πολλοί θα μνημονεύσουν τα punk χρόνια, αλλά η ιστορία ξεκινά από πολύ παλιότερα. Θεωρείς τον εαυτό σου, υπό μια έννοια, ενεργό κρίκο αυτής της παράδοσης;
«Είμαι παιδί του post punk (Public Image Limited, Birthday Party, Killing Joke, Crass, 23 Skidoo κτλ.), του John Peel και της γραμμής αίματος του πατέρα και του παππού μου – υπήρξαν κι οι δυο τους μουσικοί. Πάντως το Λονδίνο και το πολυεθνικό του χωνευτήρι έχει αναμφισβήτητα επηρεάσει το μουσικό μου έργο. Όσο για τη Τζαμάικα, η τεράστια επίδρασή της σε κάθε μουσικό είδος έχει πράγματι βαθιές ρίζες στο Λονδίνο, αλλά και γενικότερα στη βρετανική ζωή. Το Λονδίνο, εν τέλει, είναι το απόλυτο μέρος για να εμπνέεσαι από μουσικές μεταλλάξεις και συγκρούσεις».
Έχεις ηχογραφήσει, μεταξύ διάφορων εταιρειών, και για λογαριασμό της Soul Jazz Records. Θες να μοιραστείς μερικές απ’ τις κυκλοφορίες της που ξεχωρίζεις;
«Απλά λατρεύω αυτό που αντιπροσωπεύει η Soul Jazz Records! Στην ουσία κρατάει ζωντανό το post punk πνεύμα της ανεξαρτησίας. Αγνοεί τα κατασκευασμένα καταναλωτικά όρια, κυκλοφορώντας κορυφαίες μουσικές οι οποίες αρνούνται πεισματικά να γκετοποιηθούν. Και τι τραγούδια… Mark Stewart, The Slits, Astral, 1970s jazz και τώρα dubstep... Τι άλλο να ζητήσει κανείς; Βασικά, το γούστο τους είναι σπάνιο…».
Ακούγοντας μερικούς απ’ τους σημαντικότερους εκπροσώπους του dubstep, δεν μπορείς παρά να παρατηρήσεις πολύ διαφορετικές πρώτες ύλες και προσεγγίσεις. Πάρε για παράδειγμα τους Kode9 και Burial. Πάντως, παρά τις εμφανείς διαφορές τους, τελικά διακρίνεις έναν αισθητικό δεσμό ανάμεσα στις μουσικές τους. Τι λες;
«Αυτό που αγάπησα στο dubstep είναι η αρχική του ανομοιογένεια και η αλλοπρόσαλλη αυθεντικότητά του. Τόσοι πολλοί παραγωγοί, όλοι επηρεασμένοι από ωραίες μουσικές, συνεχώς στο κυνήγι του δικού τους ήχου. Είναι πραγματικά κρίμα όταν βλέπεις το είδος να υποβιβάζεται σ’ ένα βαρετά ετοιματζίδικο σκεύασμα. Αλλά, όπως και με κάθε είδος μουσικής, για κάθε σκατένιο 95%, υπάρχει κι ένα 5% πρωτοπορίας, το οποίο αξίζει προσοχής. Όσο για τους Kode9 και Burial, είναι και οι δυο ξεχωριστοί, με εντυπωσιακά άλμπουμ στον κατάλογό τους, μεγάλες διαφορές, αλλά και κάποιες ομοιότητες. Το Spaceape για παράδειγμα, εισάγει έντονα λυρικά και πολιτικά στοιχεία στον ήχο του Kode9, ενώ ο Burial έχει πράγματι σκαρώσει πανέμορφη ηχητική ποίηση. Πάντως, και οι δυο τους είναι απίστευτοι…».
Για κάμποσα χρόνια τώρα έχεις περιπλανηθεί απ’ το industrial στο hip hop και απ’ τη free jazz στο dancehall. Πολλές συνεργασίες, διαφορετικά πρότζεκτ… Τελικά, πόσο δυνατή είναι η φωνή της εξέλιξης μέσα σου;
«Θεωρώ εαυτόν μουσικό νομά, ο οποίος μισεί να αισθάνεται φυλακισμένος από αστυνομίες του γούστου, καρχαρίες της βιομηχανίας, θύματα της μόδας και τραμπούκους της διανόησης. Είμαι εθισμένος στη φρέσκια μουσική έμπνευση και δηλώνω ανοιχτός σε οποιαδήποτε εξωτερική επενέργεια. Είμαι προϊόν του περιβάλλοντός μου, αλλά χρησιμοποιώ τη μουσική ως το προσωπικό μου άλμα πίστης – ως τον τρόπο να αποκωδικοποιώ τούτον τον πλανήτη».
Πολλοί λένε πως η σημερινή μουσική δεν έχει να προσφέρει καινοτομίες. Κάποιοι άλλοι, πιστεύουν ότι τα νέα είδη καίγονται λόγω της ταχύτητας της εποχής. Τελικά, πόσο περίπλοκο είναι το να κρατήσεις μια ισορροπία μεταξύ της εξελικτικής ανάγκης και του χρόνου που απαιτεί η εξερεύνηση ενός ήχου;
«Το σημαντικότερο είναι να μην κοροϊδεύεις τον ίδιο σου τον εαυτό. Οτιδήποτε παράγεις πρέπει να σε εκφράζει ως πρόσωπο. Η μουσική υπάρχει απ’ την αυγή του ανθρώπου και θα συνεχίσει να υπάρχει. Η εξέλιξη αποτελεί κάτι πολύ φυσικό για μένα, καθώς καθρεφτίζει την προσωπική μου ανάπτυξή. Ακινησία σημαίνει θάνατος».
Είναι αλήθεια πως έχεις δουλέψει ως μουσικός δημοσιογράφος; Αν ισχύει και κατέχεις την εμπειρία εκ των έσω, συμφωνείς ότι όλοι τους είναι ένα μάτσο ελιτίστες με χοντρά ζητήματα;
«Ω, ναι, συμφωνώ απόλυτα! Αλλά, όπως και με τους μουσικούς, πάντα υπάρχει ένα μικρό ποσοστό σκληροπυρηνικών, οι οποίοι το κάνουν για τους σωστούς λόγους». (σ.σ: εγώ, πάντως, ομολογώ πως έχω ζητήματα…)
Διαβάζω για το κόλλημα που έχεις με τα ηχοσυστήματα και τη «μπασοθεραπεία». Λοιπόν, θα πρέπει να αναμένουμε την αναδιάταξη των εσωτερικών μας οργάνων κατά τη διάρκεια της εμφάνισής σου στο Synch;
«Όλα εξαρτώνται απ’ τους διοργανωτές και το αν έχουν ρίξει κανένα φράγκο για τα πρέποντα συστήματα! Α, επίσης εξαρτάται από την ύπαρξη φασιστοειδών περιορισμών, που να αφορούν τα μεγέθη της έντασης…».