O Ηugo Race είναι αναμφισβήτητα ένας από τους πιο ανήσυχους δημιουργούς της γενιάς του. Αναπόσπαστο στοιχείο της πορείας των Bad Seeds στα πρώτα άλμπουμ, στην εποχή της post punk έκρηξης, cult φιγούρα στη μουσική σκηνή της Αυστραλίας κατόπιν, ένας περιπλανώμενος σύγχρονος μπλουζίστας που τόλμησε να μπολιάσει τα τελευταία ακόμα με ηλεκτρονικά στοιχεία. Πάνω από όλα όμως ο Race παραμένει ένας δημιουργικός μουσικός ο οποίος θέλει να βελτιωθεί στο πιάνο, ηχογραφεί συνεχώς σε πολλές γωνιές του κόσμου και δεν διστάζει να βρεθεί σε μια μικρή σκηνή μονάχα με τη κιθάρα του. Συγκεκριμένος λόγος – από την τρέχουσα επικαιρότητα – δεν υπήρχε γι’ αυτή τη συνέντευξη, θεωρούμε όμως πως μια τέτοια φιγούρα έχει πάντα κάτι να πει…
Μοιράζοντας τη ζωή σου ανάμεσα στην Ευρώπη και την Αυστραλία και επισκεπτόμενος τόσα πολλά μέρη, πόσο αλήθεια σε επηρεάζει πραγματικά κάτι τέτοιο όταν ηχογραφείς;
«Είναι πηγή έμπνευσης να ηχογραφείς με διαφορετικούς συνεργάτες σε τόσα πολλά μέρη με τοπικά όργανα ή πηγές. Η μουσική συχνά αντανακλά την ατμόσφαιρα γύρω από αυτό που τη δημιουργεί. Επίσης, το αίσθημα του εφήμερου, αλλάζοντας τα ημισφαίρια, συχνά είναι απελευθερωτικό και μου προσφέρει την ελευθερία να δημιουργώ χωρίς να ανήκω σε μια συγκεκριμένη σκηνή ή μουσική κατηγορία. Αυτή είναι εξάλλου η ελευθερία του να τα καταφέρνεις καθώς προχωράς».
Από ότι γνωρίζω όμως, η Ιταλία των 1960s και των 1970s έχει πια περάσει. Και επίσης το “story” των “trance blues” και του μεταμοντέρνου ηλεκτρονικού έχουν τελειώσει για σένα. Δώσε μας το τρέχον μουσικό σου στίγμα…
«Πειραματίζομαι με παραδοσιακά όργανα της Αφρικής, τα οποία ανακάλυψα στο ταξίδι μου στο Μάλι με τους Dirtmusic. Θα επιστρέψουμε εκεί με το group για να γράψουμε, για την ώρα δουλεύω κάποια ακουστικά κομμάτια για αυτό το project καθώς και υλικό για τη μπάντα των Tamikrest (σ.σ.: τα μέλη τους ανήκουν στη φυλή των Touareg). Φτιάχνω επίσης έναν δίσκο με συνεργασίες καθώς και μια προσωπική δουλειά που καλύπτει όλα τα είδη που αγαπώ: από τραγουδοποιΐα μέχρι κομμάτια των Lilium ή των Dirtmusic που αφήσαμε έξω. Θα έχει electronica, ορχηστρικά, κομμάτια με φωνητικά, κομμάτια τα οποία γράφω και ερμηνεύουν άλλοι καθώς και παραγωγές άλλων, όπως π.χ. του Stefan Rogall των Electric Circus Sideshow. Τέλος, γράφω κάποια soundtracks. Εκεί συνδυάζω πρωτόλεια στοιχεία με ηλεκτρονικά – με τη χρήση hi tech στοιχείων. Γενικά μου αρέσει να χρησιμοποιώ ακραία χαρακτηριστικά, αλλά για να «σκάβω» μέχρι το βασικό πυρήνα της μουσικής».
Γενικά, ποια θα θεωρούσες τη καλύτερη και τη χειρότερη ανάμνηση που σου έρχεται στο μυαλό όταν σε ρωτάνε τόσο συχνά σε συνεντεύξεις για τις εποχές του Nick Cave και των Bad Seeds;
«Το καλύτερο πράγμα για τον Nick Cave και τους Bad Seeds είναι τα πρώιμα χρόνια των πειραματισμών και του αντικομφορμισμού, καθώς παίρναμε με τα κομμάτια μας ρίσκα στην εποχή του post punk των 1980s, όταν άλλοι δεν τολμούσαν κάτι παρεμφερές. Το χειρότερο είναι αυτό που σχολιάζεις… να μας ρωτάνε τόσο συχνά, πράγμα που πρέπει μας υπενθυμίζει το πόσο σπουδαία το αποτιμούν άνθρωποι οι οποίοι απλά δεν υπήρξαν μέρος αυτής της εποχής. Η ζωή δεν είναι το χρήμα και η δόξα είναι μια ψευδαίσθηση… Ο καθένας έχει κάνει τις διαδρομές του, και το να είσαι «μισθοφόρος κιθαρίστας» δεν έχει κανένα σπουδαίο ενδιαφέρον. Για μένα ήταν πιο ενδιαφέρον να ηχογραφήσω το 53rd State από το να παίζω κιθάρα στο From Her to Eternity. Tα media τρέφονται από τον εαυτό τους και το κέρδος που αποφέρει η διασημότητα και ό,τι τη συνοδεύει. Εμένα, με ενδιαφέρει να επενδύω σε άγνωστους παρά να πνίγομαι στη μυθολογία της «ηθικής του κέρδους» της pop εποχής».
Πώς κρίνεις τη μουσική παραγωγή στις μέρες μας; Πιστεύεις ότι το να δίνεις οδηγίες σε άλλους σε διαφοροποιεί καμιά φορά όταν συνθέτεις;
«Για μένα, η παραγωγή είναι η τοποθέτηση των καλλιτεχνών έτσι ώστε να είναι αυτό και αυτοί που είναι ήδη. Επίσης, η παραγωγή ενός δίσκου με κρατάει πιο κοντά στη δημιουργική διαδικασία καθώς και στο πώς πιθανώς αυτή αλλάζει ή παραμένει ίδια από άτομο σε άτομο. Αφήνοντας στην άκρη τις κατευθύνσεις, η έκθεση μου σε άλλους καλλιτέχνες με επηρεάζει σε κάποιο βαθμό αλλά πιστεύω ότι η εξέλιξη μου σαν μουσικός οφείλεται στο γεγονός ότι θέλω να αφομοιώνω τη ζωή σαν μουσική. Γι’ αυτό εξάλλου, έχω περιορίσει και την έκθεση μου σε ευρύτερους καλλιτεχνικούς κύκλους θεωρώντας ότι μια τέτοιου είδους έκθεση είναι ανθυγιεινή για το ψυχισμό μου».
Ποια είναι τα μελλοντικά σου σχέδια; Πώς τα αποφασίζεις; Τελικά, είναι ανάγκη ή φυσική συνέχεια για σένα;
«Φυσική συνέχεια. Το ένα αλληλεπιδρά στο άλλο. Απλά προκύπτουν, δεν υπάρχει κεντρικός σχεδιασμός. Περιοδεύω στην Ευρώπη με τους True Spirit και θα κάνω κάποιες σόλο εμφανίσεις - τις λατρεύω! – τον Απρίλιο, αφού τελειώσω με το project που ηχογραφώ στο Mali με τους Dirtmusic. Νιώθω επίσης την ανάγκη να γράφω. Έχω μια συλλογή δοκιμιακών κειμένων προς έκδοση και ένα από αυτά εκδόθηκε πρόσφατα στην Αυστραλία, πράγμα πολύ ενθαρρυντικό. Επίσης φτιάχνω video art. Κάτι σαν ντοκιμαντέρ, που ξεκινά σαν soundtrack. To project δουλεύεται και ευελπιστώ να το έχουμε έτοιμο σε έναν χρόνο. Θα είναι ένα μυστικιστικό φιλμ ασφαλώς, αποδοσμένο στο κόσμο των τριών διαστάσεων, στον οποίο όλοι νομίζουμε ότι ζούμε και αποτελούμε αναπόσπαστο κομμάτι. Θα αφορά την ανάπτυξη της γνώσης…».
Πώς αισθάνεσαι όταν εμφανίζεσαι ζωντανά στην Ελλάδα; Θα έχει το κοινό εδώ την ευκαιρία να σε δει με τους Sepiatone όπως πριν δυο χρόνια;
«Αγαπώ το να παίζω στην Ελλάδα. Το project των Sepiatone είναι σε ύφεση καθώς ο νέος δίσκος ετοιμάζεται, αλλά με πολύ αργούς ρυθμούς. Αντί για αυτό όμως θα παίξω κομμάτια (σ.σ.: πότε άραγε;) από το 53rd State και το Taoist Priest ακόμη και σε ένα σόλο ακουστικό σετ. Μου αρέσει να δουλεύω μόνος μου και θυμάμαι ακόμη με ενθουσιασμό τη πρώτη σόλο μου εμφάνιση στην Αθήνα, πριν δέκα χρόνια. Αλλά μπορεί να κάτσει να έρθω με τους True Spirit μετά τις εμφανίσεις στην Ιταλία. Αναμείνατε να δούμε πώς θα βολέψει καλύτερα!».
Κλείνοντας, υπάρχει κάτι που θα ήθελες να άλλαζε στη μουσική σου καριέρα;
«Mε ενδιαφέρει η ambient μουσική και άλλες μουσικές εφαρμογές και θα ήθελα να έχω μεγαλύτερη δημόσια έκθεση για τις video art δημιουργίες μου. Θα ήθελα να παίζω επίσης καλύτερα πιάνο…Πέραν όμως αυτών, η μουσική για μένα είναι τρόπος ζωής, όχι καριέρα… και αγαπώ αυτό που κάνω».