Οι Girls Against Boys μπορεί να έχουν σταματήσει εδώ και χρόνια να βγάζουν δίσκους, συνεχίζουν όμως να περιοδεύουν ανά τον κόσμο και να διατηρούν έτσι το μύθο που τους θέλει να είναι μια από τις πιο δυναμικές μπάντες επί σκηνής. Ο τραγουδιστής τους, Scott McCloud, ή αλλιώς το rock όνειρο κάθε έφηβης στα 1990s, ήταν υπέρ το δέον πρόθυμος να απαντήσει στις ερωτήσεις ενός τέτοιου κοριτσιού, σε μία συνέντευξη όπου αγόρια και κορίτσια δεν είχαν τίποτα να χωρίσουν...
Σε αυτή την περιοδεία σας παίζετε ολόκληρο το Venus Luxure No. 1 Baby, ως κλασικό. Πώς θα σου φαινόταν αν σου έλεγα ότι στην Ελλάδα το House of GVSB είναι ακόμα πιο κλασικό;
«Θα συμφωνούσα. Το Venus ήταν ένας δίσκος που κάναμε όταν ο ήχος μας, ως μπάντας, έφτασε σε μία συνοχή. Όλα είχαν μπει στη θέση τους, οι επιρροές, το στυλ, τα διπλά μπάσα, ο τρόπος που τραγουδούσα, η ανάμειξη της post-punk φασαρίας με την πιο αργή, σκοτεινή μουσική. Κατά αυτή την έννοια, το album αυτό είναι η στιγμή όπου φτάσαμε σε ό,τι ψάχναμε: στον ήχο μας, στον φυσικό ήχο που έβγαινε από τους 4 μας μαζί. Φτάσαμε να παίζουμε τη μουσική που πάντα φανταζόμασταν. Ένα μεγάλο μέρος της τραγουδοποιίας είναι πρώτα να φαντάζεσαι τη μουσική και μετά να την πραγματοποιείς. Όσο για το House of GVSB ήταν νομίζω ό,τι πιο κοντινό στην τελειοποίηση του ήχου μας. Κι εμείς, όπως οι περισσότεροι μουσικοί, είμαστε τελειομανείς και πάντα παλεύουμε να προλάβουμε τη φαντασία μας. Σ’ αυτή την περιοδεία μας παίζουμε τραγούδια από όλα μας τα albums».
Έχουν περάσει περίπου 5 χρόνια από την τελευταία σας κυκλοφορία. Έχετε χάσει την έμπνευση σας;
«Όσο ήμασταν στην Touch & Go περιοδεύαμε ασταμάτητα και ηχογραφήσαμε τρία albums με μικρή χρονική απόσταση μεταξύ τους. Αυτά που συνέβησαν μετά άλλαξαν τα πάντα. Υπογράψαμε στη Geffen και κάναμε ένα album. Σύντομα ανακαλύψαμε ότι ένας όμιλος συγχώνευσης, η Universal Music Group έκλεισε για λίγο τη Geffen. Μείναμε εγκλωβισμένοι σε μια τεράστια δισκογραφική εταιρία, χωρίς να έχουμε κανονικό label. Τρία χρόνια σε αυτή την κατάσταση στέρεψαν την έμπνευσή μας και σκότωσαν την ορμή του group. Το 2002 βγάλαμε ένα δίσκο, You Can’t Fight What You Can’t See, αλλά είχαν ήδη γίνει πολλά. Μετά από μία tour στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη αποφασίσαμε να σταματήσουμε να κάνουμε δίσκους για λίγο, ίσως και για πάντα. Δεν παίξαμε ούτε σε μία συναυλία για τρία ή τέσσερα χρόνια. Αυτή τη στιγμή, μου αρέσει όπως είμαστε. Όταν έχουμε κάτι να προσθέσουμε σε αυτά τα οποία ήδη έχουμε κάνει, θα ηχογραφήσουμε έναν καινούριο δίσκο. Κάνουμε ό,τι θέλουμε, χωρίς δεσμεύσεις από καμία εταιρία, δεν προωθούμε κανένα προϊόν, σταματάμε τις περιοδείες όταν κουραζόμαστε. Έτσι αυξάνεται η ευχαρίστηση μας όταν παίζουμε».
Ποιες είναι οι αγαπημένες σας μπάντες αυτή τη στιγμή στην Αμερική και στην Ευρώπη;
«Δεν ασχολούμαι και τόσο με τη σύγχρονη μουσική όσο παλιότερα. Οι LCD Soundsystem κάνουν cool πράγματα. Αλλά, να σου πω την αλήθεια, με τόσα χρόνια στη μουσική βιομηχανία, από κάποια φάση και πέρα δεν μπορούσα να ακούσω σχεδόν τίποτα. Αναγκάστηκα να ξαναρωτήσω τον εαυτό μου τι ήταν αυτό που μου άρεσε πρωταρχικά στη μουσική. Και αυτό που μου αρέσει είναι ότι η μουσική με πάει κάπου, μου δημιουργεί εικόνες, σχεδόν φωτογραφικές. Μου τη σπάνε τα είδη. Δεν έχει σημασία αν είναι rock, punk, οτιδήποτε. Οι τυπικές δομές δεν με συγκινούν. Μάλλον ευχαριστιέμαι δύσκολα. Ή έχω ανοσία στην ευχαρίστηση (γέλια!)».
Πώς σου φαίνεται το σημερινό post-punk κίνημα της Νέας Υόρκης; Θεώρησες ότι σε κάποια φάση έπρεπε να το εκμεταλλευτείτε;
«Όχι, ποτέ δεν θελήσαμε να εκμεταλλευτούμε αυτό το κίνημα. Στα 1990s, όπως και σήμερα, οι άνθρωποι έπαιρναν έμπνευση από τα ίδια πράγματα. Ποιος θέλει να ανήκει σε ένα στάνταρ είδος; Ήθελε ποτέ κανείς; Τα κινήματα στο τέλος γίνονται παρωδίες. Νιώθω καλά που δεν είμαι μέρος κάποιας «σκηνής» πια. Δεν μπαίνουμε σε διαδικασίες συναγωνισμού, κάνουμε απλώς ό,τι κάνουμε, ό,τι κι αν είναι αυτό».
Ποιο ήταν το μυστικό του sexy ήχου σας; Οι κιθάρες και τα φωνητικά;
«Αυτό που έκανε τον κόσμο να μας θεωρεί sexy ήταν μάλλον ο συνδυασμός ήχων, το τέμπο της μουσικής και η υπαινικτική αίσθηση των στίχων και της ερμηνείας. Ίσως και λίγη ένταση. Και η ίδια η ένταση είναι μια μορφή σεξουαλικής αγωνίας ή προσμονής. Και πάλι, μια υπόθεση κάνω».
Τι γνώμη έχεις για την ηλεκτρονική κατεύθυνση που έχει πάρει τελευταία το rock;
«Ως προς τους ηλεκτρονικούς ήχους, πάντοτε μας άρεσαν. Μας άρεσε να παίζουμε τις κιθάρες μας σα να ήταν σαμπλιέρες. Επανάληψη και παύση. Όταν η ηλεκτρονική μουσική απογειώθηκε στα τέλη του ’90 πάντα θεωρούσα ότι οφειλόταν στη δυναμική που σου είπα πριν: κλιμάκωση, ξέσπασμα, παύση, έκρηξη».
’00s vs ’90s. Τι λες για αυτό; Τι σου λείπει από τα ’90s;
«Δεν είμαι ιδιαίτερα νοσταλγικός. Πάντα υπάρχουν παράπονα. Whatever. Τα πράγματα δεν αλλάζουν τόσο όσο φαίνεται. Οι πολιτικοί έβγαζαν τους ίδιους λόγους και στον Πελοποννησιακό Πόλεμο και σήμερα. Βινύλια, CDs, ψηφιακά downloads, fanzines, blogs. Δεν θέλω να ακούγομαι σα μαλάκας, αλλά μου φαίνονται όλα τα ίδια. Τα πράγματα αλλάζουν στην επιφάνεια, αλλά τα ουσιαστικά πράγματα, οι ουσιαστικές ιδέες διαρκούν επ’ αόριστον».
Τι κάνει μια συναυλία ξεχωριστή και ποια είναι η καλύτερη συναυλία που έχετε κάνει;
«Για μένα καλή συναυλία είναι αυτή που χάνομαι, σε σημείο να μη θυμάμαι που είμαι. Γι’ αυτό μάλλον παίζω μουσική και γι’ αυτό μάλλον ακούνε οι άνθρωποι, για να ξεχάσουν για μια στιγμή τον εαυτό τους. Πέρυσι στο Παρίσι ήταν μια τέτοια περίπτωση. Θυμάμαι, όμως, και το Reading Festival το 1996. Δεν ήμασταν σε κεντρική σκηνή, είχε καμιά 10. 000 άτομα εκεί. Βγήκαμε στη σκηνή και παίξαμε το “Bullet Proof Cupid” από το Venus Luxure, το οποίο ξεκινάει με μια αργή κλιμάκωση. Ένιωθα την προσμονή, και κοιτάζοντας τα πρόσωπά τους καταλάβαινα ότι κάτι ξεχωριστό συνέβαινε. Όταν το τραγούδι έφτασε στην κορύφωσή του ήταν σαν black out για μένα. Αυτό βέβαια δεν συμβαίνει πολύ συχνά, αλλά αρκετά συχνά».
Με ποιες γυναίκες της μουσικής θα θέλατε να συνεργαστείτε;
«Μου αρέσει πολύ η φωνή της Chan Marshall. Η PJ Harvey είναι εκπληκτική και θα ήθελα να κάνω και ένα άγριο rock κομμάτι με την Karen O από τους Yeah Yeah Yeahs».
Μετανιώνεις για τίποτα στην καριέρα σας;
«Παλιότερα ναι, ή, για την ακρίβεια, ευχόμουν κάποια πράγματα να ήταν διαφορετικά. Αλλά όλα αυτά πέρασαν. Δεν ξέρω καν αν θα άλλαζα κάτι αν είχα την ευκαιρία. Το να μοιρολατρείς για το παρελθόν είναι χάσιμο χρόνου κι έτσι αποφάσισα να σταματήσω το εν λόγω χόμπι. Προσπαθώ να ζω τη στιγμή. Το μόνο για το οποίο μετανιώνω είναι που καμιά φορά, ξεχνάω αυτό, να ζω τη στιγμή».
Έχετε αγωνία για το live στην Αθήνα;
«Είμαστε πολύ χαρούμενοι που επιστρέφουμε στην Αθήνα. Είχαμε ξαναπαίξει το 1996, το θυμάμαι πολύ καλά, ήταν ένα από τα αγαπημένα μας show. Μου αρέσει η πόλη, ανυπομονώ και πραγματικά σου λέω ότι είναι μεγάλη χαρά για μας που ξαναερχόμαστε. Καθώς κατεβαίνουμε προς την Ελλάδα, παίζουμε σε πολλές πόλεις, αλλά πιο πολύ ανυπομονώ για το live στην Αθήνα».