Τάνια Σκραπαλιώρη

O τίτλος είναι κοινό μυστικό. Μουσική μπορεί να (λένε ότι) παίζουν πολλοί, οι πραγματικοί DJs είναι πολύ λίγοι. Αυτό θα ακούσεις αν ρωτήσεις οποιονδήποτε από αυτούς τους πολύ λίγους και ο Bengoa, κατά κόσμον Στάθης Καριπίδης, είναι ένας από αυτούς.

Μεγαλωμένος στην Αλεξανδρούπολη, πολιτογραφημένος Αθηναίος για χάρη της ηλεκτρονικής μουσικής, καθορισμένος από τα μαγικά ‘90s, πολύπειρος DJ με αρκετά χιλιόμετρα στα χρυσά αθηναϊκά χρόνια του clubbing και γι’ αυτό ιδανικός leader στην τρέχουσα περίοδο άνθησης των πάρτι που διανύουμε, σοβαρός παραγωγός πίσω από εγχειρήματα που συνδιαμορφώνουν την σύγχρονη house παλέτα (βλέπε B2 Recordings), ο Bengoa αν μη τι άλλο δικαιούται για να ομιλεί για όλα τα καλά και τα καλά της ηλεκτρονικής σκηνής. Και αυτό κάνει, λίγο πριν πλαισιώσει τον Γάλλο DJ και παραγωγό FOLAMOUR, στο πολυαναμενόμενο set του, το Σάββατο 7 Δεκεμβρίου στο Universe, σε διοργάνωση - σύμπραξη της Full Circle και του Plissken.

Πώς ξεκίνησαν όλα, ποιο ήταν το πρώτο ερέθισμα για την ενασχόληση με την ηλεκτρονική μουσική;

Νομίζω ότι πήγαινα γυμνάσιο, κάπου στα μέσα του 1994, οπότε και μου πάσαρε κάποιος  μια κασέτα με το νέο τότε άλμπουμ των Future Sound Of London, το Lifeforms. Τότε άλλαξαν όλα, διότι έως τότε ακούγαμε ότι έπαιζε το ελεύθερο τότε MTV, και ό,τι γράφαμε σε κασέτες από ραδιοφωνικές εκπομπές. Technotronic και τα συναφή δηλαδή. Αυτό το album για εμένα (και για αρκετούς ακόμη) είναι σαν να ήρθε στη γη με μια αχτίδα φωτός από ένα άλλο γαλαξία και μας άλλαξε τη ζωή. Πρόκειται για ένα εντελώς «περίεργο» και πειραματικό για την εποχή δίσκο, ένα κράμα ambient, experimental electronica, breaks & leftfield, με υπέροχα ηχοχρώματα και τοπία, άρτιο τεχνικά, ένα πραγματικό διαμάντι το οποίο ακούω ακόμα και σήμερα με την ίδια χαρά και αγάπη όπως όταν ήμουν παιδί. Αυτός ο δίσκος ήταν το μεγάλο ερέθισμα για να στραφώ εντελώς προς την ηλεκτρονική μουσική - έπειτα το ένα έφερε το άλλο, εκείνη την εποχή είχαμε Prodigy, Stereo Nova, Orb, Liquid, Chemical Brothers, γενικά αυτή ήταν και η χρυσή εποχή για το είδος, ε και μας πήρε μαζί της αναπόφευκτα.

Πώς κατέληξες να διαμορφώσεις το προσωπικό σου style στη house; Ένιωσες ποτέ περιορισμένος από τα στεγανά των ιδιωμάτων και των ειδών; Και πώς το προσπέρασες αυτό;

Με τη house ασχολούμαι από το 1997-1998 περίπου, και κατά περιόδους είχα τα κολλήματα μου σε διάφορα είδη. Η δισκοθήκη μου είναι γεμάτη από deep jazzy house, US west-coast house, New York soulful house, γαλλικό disco house, British deep & tech house, γερμανικό minimal, και κάποια άλλα ευρωπαϊκά στα μέσα της δεκαετίας του 2000. Αυτά που προανέφερα είναι όλα εποχές τις οποίες τις έζησα μεγαλώνοντας. Κάποιες από αυτές μας ξαναήρθαν τα τελευταία χρόνια. Από κάθε εποχή ότι μου άρεσε το κράταγα και ανέτρεχα σε αυτό ανά διαστήματα. Να προσθέσουμε επίσης το Detroit house & Chicago house τα οποία τα γνώρισα σε δεύτερο χρόνο, καθώς όταν αυτά ήταν σε δημιουργική έξαρση εγώ ήμουν 5 χρονών. Έτσι, όταν παίζω μουσική, οι επιλογές που έχω κάνει από όλα αυτά τα είδη όλα αυτά τα χρόνια, μέχρι και πριν μια εβδομάδα που αγόρασα δίσκους τελευταία φορά, συνθέτουν το στυλ μου. Η αισθητική του καθενός του υπαγορεύει το στυλ του θεωρώ. Είσαι σε ένα δισκάδικο και παίρνεις αυτό το δισκάκι και όχι το άλλο. Αυτή η πράξη όταν γίνεται χιλιάδες φορές καθορίζει τη δισκοθήκη σου και κατ’ επέκταση το ύφος σου. Σε δεύτερο χρόνο και εξίσου σημαντικό (αν όχι περισσότερο σημαντικό) είναι το πως θα τα «παντρέψεις»,  τι θα διαλέξεις από όλα αυτά να παίξεις και πότε θα το παίξεις και πως θα το παίξεις. Παλαιότερα θα έλεγα ότι τα σετ μου ήταν περισσότερο generic, προσπαθούσα δηλαδή να παίζω συγκεκριμένα στυλ κατά περιόδους, το οποίο με την πάροδο του χρόνου κάπως με κούρασε. Μεγάλωσα; Δεν ξέρω. Πάντως εδώ και μερικά χρόνια προσπαθώ να μπλεντάρω ό,τι έχω μαζέψει μέσα στο κεφάλι μου αυτά τα 26-27 χρόνια που παίζω, και να το παρουσιάσω όσο πιο όμορφα μπορώ στον κόσμο.

Φέτος ζούμε μια μεγάλη επιστροφή και αντεπίθεση των ‘90s, μιας χρονιάς που καθόρισε πολλά και στην ηλεκτρονική και χορευτική μουσική. Πώς τα έζησες εσύ και πώς βιώνεις αυτήν την επιρροή τους στη σύγχρονη κουλτούρα σε δεύτερο χρόνο;

Είναι μακράν η καλύτερη εποχή για την ηλεκτρονική μουσική μέχρι σήμερα. Δεν έχει ξαναγίνει κάτι τέτοιο και είμαι τόσο χαρούμενος που ήμουν εκεί και το έζησα. Τα 90s είναι η χρυσή κληρονομιά μας και πρέπει να τα φυλάμε σαν τα ματιά μας. Επειδή ακούω κάθε εβδομάδα σχεδόν όλες τις κυκλοφορίες, το ποσοστό των δίσκων που βγαίνουν σήμερα στη δική μου σκηνή (house, nu disco, acid house), είναι κατά 60-70% είτε αντιγραφές είτε μιμήσεις ήχων από τότε. Τα έχουμε τσακίσει τα καημένα τα 90s. Πρέπει να πω ότι πλέον οι δίσκοι που παίζω είναι ένα κράμα 60-70% παλιοί και 30-40% καινούριοι. Αυτό μαρτυρά επίσης το ότι η δεκαετία  2010-2020 αλλά και τα χρόνια μέχρι σήμερα, σπάνια έχουν κάτι original να προσφέρουν. Γι’ αυτό και ανατρέχουμε πίσω στον χρόνο, είτε σε κυκλοφορίες είτε σε «ήχους». Εντάξει, βγαίνει καλή μουσική και σήμερα φυσικά, άλλα η γνώμη μου είναι ότι δεν είχαμε καλές δεκαετίες από το 2010 και μετά, γι’ αυτό και η ποιότητα των 90s ανυψώνεται ακόμη πιο πολύ και τη βλέπουμε γύρω μας συνέχεια. Και θα τη βλέπουμε για πολύ ακόμα θαρρώ.

Πρόσφατα κυκλοφόρησε η συλλογή για τα 5 χρόνια της B2 Recordings. Πώς ήταν αυτό το ταξίδι; Πώς νιώθεις συνδιαμορφώνοντας τη σύγχρονη ηλεκτρονική σκηνή μέσα από εγχειρήματα όπως αυτό;

Παιδί ακόμη κανονικό δεν έχω, αλλά θεωρώ τη B2 Recordings παιδί μου και το να βλέπεις το παιδί σου να μεγαλώνει  και να βρίσκει σιγά σιγά τον εαυτό του είναι πραγματικά κάτι υπέροχο. Πριν κυκλοφορήσω κατι στη Β2, είτε είναι μουσική που κάνω εγώ στο στούντιο, είτε είναι άλλου καλλιτέχνη - ρωτάω τον εαυτό μου αν θα την αγόραζε αν την άκουγε σε δισκάδικο. Αν η απάντηση είναι ναι, τότε προχωράμε. Έχοντας λοιπόν αυτό ως κριτήριο για το τι τυπώνω, το όλο εγχείρημα γίνεται ακόμα πιο ιντριγκαδόρικο κατά κάποιον τρόπο, γιατί είναι ξεκάθαρα αντίκτυπο της αισθητικής σου.  Μετά από 5 χρόνια, όταν βλέπεις ότι κάτι το οποίο έχεις κάνει εντελώς από μηδέν, βασισμένο 100% στο αγύριστο κεφάλι σου να πουλάει δίσκους και να αρχίζει σιγά σιγά να μεγαλώνει και να έχει χαρακτήρα, ε μόνο χαρά μπορεί να σου δώσει.

Έχεις μια νέα κυκλοφορία στα σκαριά που καταφτάνει εντός Δεκεμβρίου, ξανά σε ένα από τα labels του Steve Bug. Θες να μας τη συστήσεις;

Βεβαίως, πρόκειται για το En Route EP το οποίο αποτελείται από 3 original κομμάτια και ένα remix από τον Dompe, έναν ανερχόμενο Γερμανό παραγωγό. Είναι ένας δίσκος για το club, έχω χρησιμοποιήσει το 808 για τα ντραμς μου, οπότε θα διακρίνετε ένα «ρετρό» κάπως ήχο. Και τα τρία κομμάτια τα έγραψα φέτος το καλοκαίρι και έως τώρα έχουμε λάβει πανέμορφα λόγια, εύχομαι να πάει καλά.

Δεν θα είναι η πρώτη φορά συνεργάζεσαι με τον Steve Bug ενώ σου έχει «χαρίσει» και ένα remix στο Memories, Feelings EP. Πώς είναι αυτή η συνεργασία;

Με τον  Steve Bug γνωριζόμαστε πολλά χρόνια και είχαμε προσπαθήσει κατά καιρούς να βγάλουμε κάτι στις εταιρίες του, πάντοτε όμως κάτι συνέβαινε, η ήταν αυτός γεμάτος στο πρόγραμμα, είτε δεν είχα μουσική εγώ, όπως και να έχει ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και έστω μετά από πολλά χρόνια τα καταφέραμε. Είναι πολύ απλός και ταπεινός άνθρωπος, και μην ξεχνάμε ότι ένα από τα label του, η περίφημη Poker Flat Recordings ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την άνθιση της γερμανικής σκηνής στις αρχές του 2000. Τρέφω μεγάλο σεβασμό και εκτίμηση γι’αυτόν και τον ευχαριστώ για το βήμα που έδωσε στη μουσική μου.

Δεν είναι λίγοι οι DJs και οι παραγωγοί που τα καταφέρνουν σε αυτό το περίφημο «έξω». Κάπως φαντάζει πιο εύκολο για έναν DJ/produces από την Ελλάδα να κυκλοφορήσει σε ένα διεθνές label με κύρος και ουσία και να κάνει πράγματα στο Λονδίνο, στη Γερμανία ή και αλλού από το να μπει στους αντίστοιχους κύκλους μια indie π.χ. μπάντα; Που πιστεύεις ότι οφείλεται αυτό; Στην απήχηση και την οικουμενικότητα της ηλεκτρονικής γλώσσας ή στη σοβαρή δουλειά που γίνεται στη σοβαρή πλευρά της ηλεκτρονικής αγοράς;

Και τα δυο, συν του ότι η ηλεκτρονική μουσική έχει μπει για τα καλά και στο mainstream κοινό πλέον. Δείτε πόσα φεστιβάλ υπάρχουν στα οποία το lineup είναι μόνο DJs. Έχει δημιουργηθεί χώρος και η ζήτηση είναι μεγάλη και η παγκόσμια αγορά έχει στραφεί προς τα εκεί. Επίσης, όσο αφορά αυτό για τις μπάντες, ο DJ/producer είναι στις περισσότερες περιπτώσεις ένας άνθρωπος που γράφει σπίτι του μουσική και παίζει και ως DJ μόνος του. Ταξιδεύει μόνος του, χρειάζεται ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο, το rider είναι πολύ απλό. Με το προηγούμενο album που έκανα το 2022 ήρθε η ανάγκη μιας μπάντας για να παίξουμε τα κομμάτια live και ήρθε όλο αυτό μπροστά μου και είδα πόσο δύσκολο είναι. Είναι τα σημεία των καιρών μας αυτά, πλέον τα φεστιβάλ κόβουν εισιτήρια με DJ sets και ο label owner / promoter / festival organiser θα το λάβει αυτό υπ’ όψιν σοβαρά.

Τα τελευταία χρόνια η ηλεκτρονική και dance σκηνή της Αθήνας διανύει μια αδιαμφισβήτητα ανθηρή περίοδο, τουλάχιστον για τα δεδομένα της χώρας και της διεθνούς συγκυρίας. Μεγάλα ονόματα, πολλά πάρτι παντού, ενδιαφέρον από τον Τύπο και κοινό ακόμα και «εκτός φάσης». Είναι όντως ζωντανό το clubbing και αυτή η κουλτούρα ή είναι ψευδαίσθηση «της φάσης»;

Δεν ξέρω τι απ’ όλα αυτά είναι, πάντως είναι θετικό και μακάρι να κρατήσει. Το ότι η dance μουσική μπήκε στο mainstream είναι και αυτό ένας λόγος και το μαρτυρά αυτό που είπες, ότι ακόμα και κοινό που δεν ακούει η δεν άκουγε ηλεκτρονική μουσική πάει σε πάρτι. Να πω την αλήθεια μου, δεν γεννηθήκαμε σε χώρα με κουλτούρα στο party & clubbing και έχουμε περάσει και κάποιοι από εμάς πολύ δύσκολες εποχές, ασχολούμενοι με κάτι το οποίο δεν είχε απήχηση, οπότε αυτό που γίνεται τώρα μόνο με καλό μάτι μπορώ να το δω. Και ο χρόνος θα δείξει.

Παράλληλα η εγχώρια σκηνή μαστίζεται και από τους κινδύνους της ευκολίας και του ό,τι δηλώσεις είσαι. Δεν θέλω να επαναλάβω το κλισέ ότι ένας στους τρεις Έλληνες δηλώνει DJ αλλά υπάρχουν στιγμές που πιστεύεις ότι αυτή είναι η αλήθεια. Εσύ πώς το βιώνεις από μέσα;

Για εμένα η μουσική είναι μια, είναι ελεύθερη, ζούμε σε αυτές τις εποχές και ο καθένας κάνει και λέει ό,τι θέλει και καλώς συμβαίνει αυτό. Αυτό που προσπαθώ να κάνω από την πλευρά μου είναι να εμβαθύνω στην τέχνη μου όσο πιο πολύ μπορώ, να δοκιμάζω καινούρια πράγματα, να σπρώχνω τα όρια μου, να κοιτάω που μπορώ να φτάσω, πως μπορώ να πω την ιστορία μου καλύτερα, να μιξάρω καλά, να διαλέγω σωστά κομμάτια την κατάλληλη στιγμή και όλο αυτό να το κάνω όσο πιο σοβαρά και συγκεντρωμένα μπορώ. Αυτό θα με διαφοροποιήσει από κάποιον που απλά έχει καλό taste, αγόρασε δυο στικάκια και ακουστικά και παίζει μουσική. Διότι μουσική μπορεί να «παίζουν» πολλοί, αλλά πραγματικοί DJs είναι πολύ λίγοι.

Ποια συμβουλή θα είχες να δώσεις σε έναν νέο που θα ήθελε να ασχοληθεί με το DJing και την παραγωγή ηλεκτρονικής μουσικής;

Zantac, Nexium, Xanax, Mucosolvan, Laprazol, λίγο μαγνήσιο για τα νεύρα και οτιδήποτε αναλγητικό κυκλοφορεί. Πάρτε μπόλικα να έχετε.

Τι σημαίνει για εσένα η ηλεκτρονική μουσική; Ποιο πιστεύεις ότι είναι το μεγαλύτερο της όπλο;

Η ηλεκτρονική μουσική είναι η ζωή μου.  Είναι το πιο ποικιλόμορφο είδος μουσικής που υπάρχει, και αυτό είναι και το μεγαλύτερο της όπλο. Η ίδια η φύση της την κάνει έτσι. Synthesizers, drum machines, samplers, δεν έχουν τέλος όλα αυτά. Και όταν δε αρχίσαμε να μπλέκουμε είδη που ήδη υπάρχουν με ηλεκτρονική μουσική, εκεί γεννήθηκε ένα εντελώς καινούριο μουσικό σύμπαν. Ατέλειωτες δυνατότητες καινοτομίας και δημιουργίας, αυτό είναι η δύναμη της ηλεκτρονικής μουσικής.

 

O Bengoa εμφανίζεται στο Universe το Σάββατο 7 Δεκεμβρίου, μαζί με Tolouse Low Trax και FOLAMOUR, σε ένα χειμωνιάτικο all night party που διοργανώνει το Plisskën σε συνεργασία με το Full Circle. Περισσότερα εδώ.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured