Ο Γιώργος Γκέκας εμφανίζεται στη γωνία με σκούρα γυαλιά, επίσημα παπούτσια με πολύχρωμες κάλτσες και βιαστικό βήμα. Μπαίνοντας το χώρο, το οξυγόνο πέφτει λιγάκι – αναπνέει βαθιά, κάπως ανυπόμονα. Λέει πολλά, όμως αισθάνομαι πως έχει τόσα να πει, που δεν χωράνε στα λεπτά που χρειάζεται για να αδειάσει το ποτήρι του.
Κάπως έτσι είναι και το ντεμπούτο άλμπουμ του Millέniaλ, που κυκλοφορεί από την Formiggart Records. Σε περίπου σαράντα λεπτά αφηγείται δέκα μικρές ιστορίες, τρυφερές και προσωπικές, με βιντάζ περιτύλιγμα αλλά απόλυτα σύγχρονες. Δέκα μικρές ιστορίες που ζωγραφίζουν το πορτρέτο ενός νέου τραγουδοποιού, που ζει έντονα, αισθάνεται έντονα και γράφει μουσική και στίχους για τις λαχτάρες και τις εμπειρίες του.
Με αφορμή το πρώτο του live, που τιτλοφορείται «Άγρια Νιάτα» και θα πραγματοποιηθεί την Κυριακή 19 Μαΐου, στο Πλαγκτόν στο Βοτανικό, ζητήσαμε να μας απαντήσει σε δέκα συν μία ερωτήσεις, βασισμένες στις δέκα ιστορίες πίσω από τα κομμάτια του.
ΜΙΚΡΗ ΠΟΛΗ:
Κατάγεσαι και έχεις μεγαλώσει στη Ναύπακτο, μια πόλη με σχετική αισθητική κι αρχιτεκτονική ελευθερία (όπως όλες οι παραθαλάσσιες πόλεις, άλλωστε), ενώ εγκαταστάθηκες πρόσφατα στην Αθήνα. Έχοντας και τις δυο εμπειρίες, λοιπόν, διαλέγεις μεγάλη πόλη, ή μικρή;
Γ: Από τα είκοσί μου, βρισκόμουν, σχεδόν πάντα, με το ένα πόδι στην Ναύπακτο και με το άλλο στην πρωτεύουσα. Την Αθήνα την ερωτεύθηκα εξ αρχής πλατωνικά, και δύσκολα μου δίνεται. Τη Ναύπακτο την αγάπησα μεγαλώνοντας, και μου δίνεται εξ αρχής με διάφορους τρόπους. Μπορεί να μην έχει εταιρείες και δίκτυα, αλλά έχει τραγούδια και λιμάνι, όταν το χρειάζομαι.
SUPER MARKET:
Το «Super Market» περιγράφει ένα μέρος της πραγματικότητας σου κατά τη διάρκεια της καραντίνας. Πως σε επηρέασε εκείνη η περίοδος καλλιτεχνικά;
Γ: Ήμουν απομονωμένος αρκετά, βρισκόμουν πολύ με το φίλο μου το Βασίλη αργά τα βράδυα και του έπαιζα αυτό το κομμάτι όταν το έγραφα ακόμα. Θυμάμαι ότι δεν του άρεσε και πολύ. Ίσως να ήταν δυνατός αντικατροπτρισμός, και να μην το δεχόταν δικαίως. Έγραψα κι άλλα τραγουδάκια τότε, πειραματίστηκα με τη φόρμα του τραγουδιού. Ήταν δημιουργικά, όπως και σε άλλες δύσκολες φάσεις της ανθρωπότητας.
ΜΙΑ ΟΘΟΝΗ:
Το κομμάτι «Μια οθόνη» αναφέρεται στην φιλτραρισμένη εικόνα που ενίοτε “ερωτευόμαστε” μέσα από τα social media, και πως η ψηφιακή εποχή έχει αλλοιώσει το ρομαντισμό του φλερτ. Ποια είναι η σχέση σου με τα social media;
Γ: Ως millennial τα παρακολουθώ, ως ένας Edward Hopper, μέσα από την κλειδαρότρυπα ήδη από την μαζική ελληνική έλευσή τους. Κάπου το 2006 ήρθε στα χέρια μου ο πρώτος σταθερός υπολογιστής. Ίσως κάπου εκεί κόπηκε και η κλωστή του αναλογικού φλερτ, με τα ραβασάκια, τα αντιγραμμένα cd’s που γράφαμε σε όσους γουστάραμε πολύ. Τότε ήρθε το περιβόητο msn, το hi5, το myspace, τα sms (και τα call me back ως ερωτικό σινιάλο), το fb… και μετά μεγαλώσαμε, μαζί τους.
HIPSTER ΘΕΟΛΟΓΙΑ:
Η «Hipster Θεολογία», μολονότι αυτοσαρκάζεται πως “δεν είναι ντεμοντέ”, έχει μια έντονη ρετρό διάθεση – αν ακούσεις όμως προσεκτικά, έχει και μερικές πλυμμηρικές κιθάρες, στην κορύφωση του κομματιού. Ποιες είναι οι μουσικές και αισθητικές σου επιρροές;
Γ: Η «Hipster Θεολογία» περνάει κρίση ηλικίας, κρίση πανικού και ταυτότητας. Βλέπει το τριάντα να έχει εμφανιστεί εμπρός της σαν τείχος, και δεν ξέρει να γιορτάσει ή να εξαφανιστεί από προσώπου γης. Της αρέσει, και πολύ μάλιστα, το ντεμοντέ και το διαπραγματεύεται ευρύτερα, αλλά φοβάται ίσως την ταχύτητα του κόσμου. Οι κιθάρες στην κορύφωση έχουν ρόλο ανακουφιστικό, ρόλο αποσυμπίεσης. Θέλαμε πολύ να τις παίξει ο Kurt Cobain, και γι’ αυτό και τον κάλεσε στο στούντιο ο πολυοργανίστας και παραγωγός του δίσκου Γιώργος Κατσάνος. Το κομμάτι γενικότερα είναι φουλ επηρεασμένο από το άλμπουμ του Marc Ribot «Y Los Cubanos Postizos».
ΙΑΝΟΣ ΚΑΙ ΟΔΑΛΙΣΚΗ:
Αν και η θεματολογία του album «Millέniaλ» δεν περιορίζεται στον έρωτα και το ρομάντζο, αισθάνομαι πως κάθε κομμάτι είναι και μία προσωπική σου ιστορία. Ποια είναι η δημιουργική σου διαδικασία;
Γ: Μεγαλώνοντας και ψάχνοντας τα τραγούδια, ακούγοντας ρεμπέτικα, συνειδητοποίησα ότι ένα τραγούδι έχει περισσότερο νόημα να το λες, ξανά και ξανά, εφόσον έχει μέσα του αλήθειες. Ένα βράδυ, μετά από ώρες συζητήσεων για τα δύο αυτά πρόσωπα, που ομολογουμένως δεν τα γνώριζα πιο πριν, έφτιαξα ένα σχεδιάγραμμα, σαν SWOT Analysis, και έτσι έστησα το πορτραίτο της, βασισμένος στα υπέρ και τα κατά της οδαλίσκης μου. Και λειτούργησε στιχουργικά.
ΨΗΦΙΑΚΑ ΟΝΕΙΡΑ:
Υπάρχει μία λεπτή ισορροπία στη μουσική σου, ανάμεσα στο παρελθόν και το τώρα. Εσύ που «βρίσκεις» τον εαυτό σου;
Γ: Αν είχαμε το αυτοκίνητο του «Back to the future» θα μάζευα χρήματα να το αγοράσω! Επίσης, με έχει συνεπάρει η χρυσή εποχή της Σμύρνης.
ΚΑΡΟΤΙ ΜΑΛΛΙΑ:
Στη δημιουργία του άλμπουμ έχει συνεισφέρει μία ομάδα εξαιρετικών μουσικών, με highlight βεβαίως τη συνεργασία σου με τον Σπύρο Γραμμένο στο κομμάτι «Καροτί Μαλλιά». Πως προέκυψε η γνωριμία σας;
Γ: Βασικά εγώ ήθελα να πει το τραγούδι αυτό ο Αργύρης Μπακιρτζής. Μετά σκέφτηκα ότι είναι κάπως δύσκολο να τον βρω, ο χρόνος περνούσε και σκεφτόμουν έντονα τον αγαπημένο μου τραγουδοποιό Φοίβο Δεληβοριά. Γράφαμε κοινές μέρες στο ίδιο στούντιο, εκείνος για την σειρά «Τα Νούμερα», εγώ τον δίσκο. Ο Φοίβος έτρεχε με τα σενάρια, και το τραγούδι βρήκε την πρόζα του στον επίσης σκωπτικό και πλέον κατάλληλο για το τραγούδι, που επίσης έγραφε για τη σειρά «Τα Νούμερα», τον Σπύρο Γραμμένο.
Ο ΒΑΣΙΛΗΣ:
«Ο Βασίλης» μοιάζει να έχει περισσότερα μπλουζ και ροκ στοιχεία. Αναρωτιέμαι εάν η αφηγηματική σου γλώσσα άλλαξε γιατί εδώ δεν μιλάς πλέον για τα κορίτσια της ζωής σου, αλλά για μία σχέση που έχει διαφορετικές ποιότητες.
Γ: Νομίζω ότι σε ένα άλλο κόσμο, ή και σε αυτόν, με τον Βασίλη θα μπορούσαμε να είμαστε κάτι παραπάνω από σχέση. Η τρυφερότητα και η αγάπη δεν προκύπτει μόνο στο έρωτα άλλωστε. Έχουμε αναπτύξει κοινή γλώσσα, κοινά βιώματα, επιμένουμε σε αυτή τη διαδικασία παρά την απόσταση του χρόνου και του χώρου. Είμαστε φίλοι. Είμαι αυτός.
ΑΓΡΙΑ ΝΙΑΤΑ:
Με αφορμή τα «Άγρια Νιάτα», ποια είναι η σχέση σου με το χρόνο;
Γ: Φοβήθηκα να μην μεγαλώσω και χάσω την ανεμελιά μου, εκείνα τα ασήμαντα βράδυα που καθόμασταν στις παραλίες, που γελάγαμε, που πίναμε, που τρώγαμε παγωτά και πατατάκια με μουσική από το κινητό. Μετά σκεφτόμουν την ταινία «Wild at heart» του David Lynch, που είναι δύο ανέμελοι εραστές και δολοφόνοι παράλληλα, και κάνουν βόλτες με ένα κάμπριο, χωρίς ευθύνες, νόμους, ενοχές. Μέτα σκεφτόμουν και την ταινία «La Vie de bohème» του Aki Kaurismäki, που δείχνει την ελαφρότητα με την οποία αντιμετωπίζουν την σκληρή πραγματικότητα οι καλλιτέχνες, και έγραψα αυτό που νομίζω ότι με συμπεριλαμβάνει.
ΣΟΥΗΔΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ:
Ο στίχος σου λέει “Εμείς δεν θα ‘μαστε μαζί, δεν φταίει κανείς, φταίει η ζωή”. Νιώθω πως γράφεις για έρωτες που έχουν τελειώσει ή ίσως δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ. Αν έπρεπε να διαλέξεις ανάμεσα στον ένα, μεγάλο έρωτα και στη μουσική που γράφεις (και προκύπτει από τις μικρές ιστορίες), τι θα διάλεγες;
Γ: Τα τραγούδια μου είναι αναπόσπαστο κομμάτι μου. Δεν θα μπορούσα να τα συνθέσω αν δεν τα ζούσα. Δεν έχω κάτι να διαλέξω ή να επιλέξω, ζω μαζί τους.
…συν μία ερώτηση
Στις 19 Μαΐου εμφανίζεσαι ζωντανά στο χώρο του Πλανγκτόν, σε ένα event με τίτλο «Άγρια Νιάτα». Τι να περιμένουμε από αυτό το live, και τι αναμένεις εσύ από αυτό;
Γ: Είναι το πρώτο μου live με σχήμα που προβάραμε δικά μου τραγούδια, μετά από χρόνια, και είμαι ενθουσιασμένος. Θα χαρώ που θα παίξω τα τραγούδια μου, ντυμένα με τα καλά τους ρούχα. Έχουμε ένα minimal ήχο, όπως οι αγαπημένοι μου The Doors, φίλους που θα τραγουδήσουν και εξαιρετικούς μουσικούς επί σκηνής. Να περιμένετε σίγουρα κάτι διαφορετικό.