Με τον Θανάση Πετρόπουλο, ηθοποιό, δημιουργό comics και ραδιοφωνικό παραγωγό μεταξύ άλλων, βρεθήκαμε ένα απόγευμα στα Εξάρχεια για να μιλήσουμε για τη νέα του δουλειά «Μυστήρια Πράματα - Σκυλιά Μαύρα», η οποία κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Jemma Press. Αρκετές μπύρες αργότερα, η κουβέντα πήγε στον Αρκά, στον Goscinny, στο Jaws, στον John Carpenter, στην Comicdom, στο Netflix, στη μέθοδο του Stanislavski, στα φοιτητικά χρόνια, στους κινηματογράφους Άστορ και Ιντεάλ, στην ελληνική σκηνή comics και φυσικά στον Simon Pegg.
Αρχίζοντας απολύτως αναμενόμενα λοιπόν την κουβέντα μας, πότε ξεκίνησε η σχέση σου με τα comics;
Κοίτα, οι περισσότεροι άνθρωποι που ασχολούνται με τον χώρο των comics, είτε αυτοί που τα δημιουργούν είτε εκείνοι που τα συλλέγουν, θα πούνε ότι άρχισαν την ενασχόλησή τους αυτή πριν αρχίσουν καν να μάθουν να διαβάζουν -ειδικά αυτοί που σχεδιάζουν. Εγώ νομίζω ότι πρώτα ξεκίνησα να σχεδιάζω και μετά άρχισα να γράφω - θυμάμαι όμως περιπτώσεις μικρότερος όπου μπορεί να έκανα ένα τύπου comic, στο οποίο δεν μπορούσα να γράψω μέσα κάτι, γιατί δεν ήξερα ακόμα να γράφω!
Οι βασικές σου επιρροές μεγαλώνοντας;
Δεν θα πρωτοτυπήσω εδώ, γιατί για εμάς, την γενιά των τωρινών σαραντάρηδων, δεν υπήρχε μέχρι τα 18 εύκολη πρόσβαση σε μεγάλα ξένα περιοδικά του χώρου. Είχες μια επιλογή αρχικά στα κλασσικά «Μικυ Μάους» και τα συναφή της Disney, με ένα πολύ σημαντικό κεφάλαιο να αποτελεί το περιοδικό «Κόμιξ»: εκεί, οι ιστορίες του Carl Barks και μετά του Don Rosa με ενέπνευσαν και με επηρέασαν πάρα πολύ. Σκέψου ότι όταν διάβαζα το «Κόμιξ», είχα φτιάξει μια ιστορία-αντιγραφή μιας περιπέτειας της οικογένεια των Duck, με τη διαφορά ότι οι δικοί μου ήρωες ήταν απλώς…κουνάβια αντί πάπιες. Δηλαδή υπήρχε ο ζάμπλουτος Σκωτσέζος θείος ή ο οξύθυμος ανιψιός, με τα ίδια ρούχα και αξεσουάρ, απλώς ήταν κουνάβια -δεν ξέρω πως θα πήγαινε αυτό τώρα με τα copyright (γέλια)!
Από τη στιγμή βέβαια που καταλάβαινες ότι αυτό το πράγμα σου αρέσει πάρα πολύ, η κατανάλωση των comics γινόταν πάρα πολύ γρήγορα. Δεν μπορώ να μην αναφέρω στη συνέχεια τον Lucky Luke, τον Asterix και γενικότερα τα comics της Μαμούθ κόμιξ. Τελείωνες τα Lucky Luke και πήγαινες γρήγορα στον Αχιλλέα Ταλόν, στον Tin Tin, στον Iznogoud, Blake and Mortimer κ.ο.κ. Είχα μεγάλη αδυναμία από τότε στον Goscinny και παρά το φοβερό πενάκι πχ. του Morris (από τους αγαπημένους μου καλλιτέχνες), η άποψή μου παραμένει μέχρι και σήμερα ότι η ιστορία είναι ένα τσικ παραπάνω σε σημασία από το σχέδιο. Αυτά που έγραψε ο Goscinny για τον Asterix και τον Lucky Luke, δεν υπήρχε περίπτωση να μην σε τραβήξουν. Πάρε για παράδειγμα ιστορίες σαν την «Κατοικία των Θεών» και το σχόλιο για την καταστροφή του περιβάλλοντος ή την αστικοποίηση. Αυτά δεν έχουν ηλικία, είναι τόσο αριστουργηματικά γραμμένα που δεν τα αγγίζει ο χρόνος.
Στη συνέχεια, δεν μπορώ να μην αναφέρω τον Αρκά. Ο «Ισοβίτης», το αγαπημένο μου μάλλον έργο του, καταπιάνεται πετυχημένα με ένα σωρό θέματα όπως η ελευθερία, η καταπίεση και η εξουσία, ενώ δεν θεωρώ ότι έχει ξεπεραστεί από καμία άλλη δική του δουλειά. Υπάρχει ένα θέμα στο πως εξελίχθηκε -ή στο πως ίσως δεν ανταποκρίθηκε σε αυτό που εμείς περιμέναμε από εκείνον- αλλά παραμένει ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο και δεν νομίζω να υπάρχει άνθρωπος της γενιάς μας που να ασχολείται με τα comics και να μην έπεσε με τα μούτρα στο έργο του -γιατί το χιούμορ του Αρκά είναι πιο ενήλικο από τα προαναφερθέντα έργα του Carl Bark, τον Lucky Luke, τoν Asterix ή τον Tin Tin.
Στην εφηβεία τώρα, αρχίζαμε να κρυφοκοιτάζουμε τα Βαβέλ και Παρά Πέντε. Δεν θα πρωτοτυπήσω πάλι γιατί δεν μπορώ κιόλας, όπως είπαμε και αρχικά, η πρόσβασή μας σε ευρύτερο υλικό ήταν κάπως περιορισμένη. Όλα αυτά όμως ήταν μια ωραία μετάβαση που μας άνοιξε και την όρεξη για να πάμε στο επόμενο βήμα -ενδεικτικά αναφέρω και τους Charles Schulz ή τον Bill Waterson, οι οποίοι ήρθαν μετά.
Έχεις κάνει άπειρα πράγματα («Ζουλάπια», «Καμένα Βούρλα», «Προτελευταίοι», «Πλασματικά Νούμερα», «Μπαίνει ένας σε ένα Μπαρ», «Μυστήρια Πράγματα») και συνεχίζεις ακάθεκτος. Είναι κάποιο από αυτά που θα το χαρακτήριζες ως πιο προσωπική δουλειά ή που για κάποιο δικό σου λόγο αγαπάς περισσότερο; Θα σου πω εξαρχής ότι εγώ προσωπικά έχω ένα soft spot για τα «Καμένα Βούρλα».
Θα πω τα Βούρλα και εγώ, το θεωρώ πάρα πολύ δικό μου -και τα άλλα βέβαια δικά μου είναι (γέλια). Αυτό είναι όμως ένα βιβλίο που στις τελευταίες του σελίδες με πιάσανε τα κλάματα. Δεν είχα αμφιβολία, από την αρχή που ξεκίνησε αυτό το strip, τι θα γίνει στο φινάλε και το έχτιζα έτσι μέχρι αυτό το τέλος. Παρ’ όλα αυτά, όταν έφτασαν οι μέρες που σχεδίασα τις τελευταίες σελίδες -που δεν είναι και κάτι τρομερό σχεδιαστικά- δεν μπορείς να καταλάβεις… Έχω θέμα με τους αποχωρισμούς και την απώλεια και το comic αυτό μου χτύπησε μια πολύ ευαίσθητη χορδή -και για αυτό το έκανα δηλαδή. Ήταν μετά τα 30 όταν το ξεκίνησα, γιατί με απασχολεί πολύ το κομμάτι του πως περνά ο χρόνος πάνω από εσένα, αλλά και πάνω από τους ανθρώπους που αγαπάς. Και επίσης είχε άλλο ένα στοιχείο, το οποίο το βάζω πολύ στα comic μου, εκείνο της φιλίας. Οπότε ναι, θα σου πω αυτό!
Αναφορικά τώρα με τα «Μυστήρια Πράγματα», είναι εμφανής ο τρόπος με τον οποίο ενσωμάτωσες τις επιρροές σου (Χ-files, Sherlock Holmes, Νικόλαος Πολίτης και Hellboy μεταξύ άλλων) σε ένα πιο προσωπικό αφηγηματικό ύφος, φέρνοντας με τις περιπέτειες των Φιλήμονα Καρτέρη και Σερ Ζάκαρυ Νίκολσον μια φρέσκια πρόταση στο κομμάτι του λαογραφικού comic με στοιχεία τρόμου. Ισχύει το ίδιο και στη νέα σου δουλειά; Πες μας δύο λόγια για αυτήν και πως συνεχίζει την ιστορία των προκατόχων της.
Οι επιρροές αυτές υπάρχουν και δεν τις κρύβω κιόλας. Μπορεί να θέλεις να κάνεις κάτι και να μην μοιάζει με οτιδήποτε άλλο -κάτι πάρα πολύ δύσκολο, σχεδόν αδύνατον- αλλά μπορεί και να μην θέλεις να φαίνεται καμία σου επιρροή. Στο τέλος όμως θεωρώ θα φανεί, γιατί το μέσα σου είναι ένα σύνολο ερεθισμάτων που έχεις πάρει από εδώ και από εκεί. Δεν θα πω το κλασσικό με την παρθενογένεση αλλά είναι αλήθεια.
Δεν θα μπορούσα όμως ποτέ να ξεκινήσω αυτό το comic, εάν δεν «έφτιαχνα» τους χαρακτήρες. Kαι για εμένα, από τότε που μπήκα στη δραματική σχολή και κάναμε τη μέθοδο του Stanislavski, για να φτάσεις να παίξεις ένα χαρακτήρα πρέπει να φτάσεις να τον ξέρεις μέσα έξω. Να κάνεις τον «φάκελο» του ρόλου. Όταν φτάσεις στο σημείο να ολοκληρώσεις αυτό το κομμάτι και αρχίζεις να παίζεις, αυτό είναι ένας δείκτης για να σε προστατεύει από παντού και να είσαι αληθινός. Αυτό μου έμεινε από το θέατρο και όταν άρχισα να μπαίνω στη διαδικασία να δημιουργώ χαρακτήρες για comics, το είχα πάντα στο μυαλό μου.
Aν καταφέρεις λοιπόν να φτιάξεις τους χαρακτήρες σου πριν αρχίσει η ιστορία και να ξέρεις ο κάθε ένας από αυτούς πχ. πως μεγάλωσε, που πήγε σχολείο, με ποιους έκανε παρέα, πότε και αν ερωτεύτηκε, πως έχει φτάσει στο σημείο που ξεκινά η ιστορία, τους κάνεις δηλαδή τον φάκελο που προ-ανέφερα και τους ολοκληρώνεις στο μυαλό σου, η ιστορία που θα τους πετάξεις μετά μπορεί να είναι απλά ένας σκελετός. Αν έχουν σάρκα και οστά και είναι πλέον πραγματικοί άνθρωποι, θα σε πάρουν από το χέρι, θα σε περπατήσουν αυτοί και θα σου πουν εκείνοι τι θα έκαναν. Είναι λίγο αναρχικός ο τρόπος που κάνω ιστορίες, γιατί βρίσκω την ιδέα, έναν βασικό σκελετό και πετάω μέσα τους χαρακτήρες. Αυτούς τους χαρακτήρες όμως, τους ξέρω τόσο καλά, γνωρίζω πως θα αντιδρούσαν ανά πάσα στιγμή και περίπτωση και με πάνε αυτοί. Το μόνο που χρειάζεται να ξέρω είναι η αρχή η μέση και το τέλος -που και αυτό καμιά φορά το αφήνω φλου, αν και συνήθως ξέρω την κατάληξη. Δεν με ενδιαφέρει τόσο το «τέρας» που θα κυνηγάνε κάθε φορά, με ενδιαφέρουν και αυτοί να μην μείνουν στάσιμοι – με κάθε περιπέτεια να μαθαίνεις σαν αναγνώστης όλο και περισσότερα για αυτούς.
Το τρίτο βιβλίο λοιπόν περιλαμβάνει μια περιπέτεια -αν και αρχικά ήθελα να είναι δύο- η οποία έχει κάτι το καινούριο, το οποίο το φοβάμαι: δεν είναι περιπέτεια που εκτυλίσσεται στην Ελλάδα. Το φοβόμουν από την αρχή, γιατί είναι μια σειρά, η οποία βασίζεται στην Ελληνική λαογραφία -και αυτή ήταν η αρχική της έμπνευση. Αποφάσισα στη νέα περιπέτεια, το βάρος να πέσει στο πως γνωρίστηκαν αυτοί οι δύο. Η αρχική ιδέα ήταν να εκτυλίσσεται το μισό βιβλίο στο εξωτερικό και μετά να γίνει ένα flash-forward εκεί που τους είχαμε αφήσει στη τελευταία τους περιπέτεια, ξανά εντός του ελληνικού χώρου. Δεν είχα όμως ούτε τον χρόνο, ούτε τον χώρο να τα κάνω και τα δύο, οπότε είπα να «θυσιάσω» -όχι απόλυτα- το ελληνικό κομμάτι και να πάω 15 χρόνια πίσω, στο πως συναντήθηκαν για πρώτη φορά και πως κατέληξαν να είναι στην Ελλάδα και να κάνουν αυτό που κάνουν. Κρατάω προφανώς πάλι το λαογραφικό στοιχείο τρόμου και αυτή τη φορά έχει να κάνει το Αγγλικό folklore.
Ουφ, ευτυχώς δεν είπες Νορβηγία, γιατί αν άκουγα πάλι για Vikings, Thor, Loki και σφυριά θα τρελαινόμουν!
(γέλια) Είπα να είναι εκεί, γιατί ήθελα να τους βάλω σε ένα ουδέτερο έδαφος: ο ένας είναι Έλληνας, ο άλλος Ιρλανδός και δεν ήθελα κανένας από τους δύο να παίζει στην έδρα του. Ο ένας βέβαια είναι λίγο πιο κοντά και μιλάει τη γλώσσα -όλη η ιστορία εκτυλίσσεται στα Αγγλικά, τα οποία έχουν μεταφραστεί στα Ελληνικά για τον αναγνώστη. Η ιστορία λοιπόν αυτή ρίχνει το βάρος στους χαρακτήρες και πως γνωρίστηκαν.
Με πρόλαβες πάντως νωρίτερα, όσο αφορά τους χαρακτήρες, μιας και πέρα από το στοιχείο του horror, στα «Μυστήρια Πράγματα» αναδεικνύεται το folklore στοιχείο μιας γεωγραφικής περιοχής, όπως στα έργα του Carl Barks, του Don Rossa αλλά και του μεγάλου Hugo Pratt, ως μέσο ανάπτυξης κάποιων πτυχών της προσωπικότητας των ηρώων.
Όλο αυτό το setting είναι αφορμή για τους χαρακτήρες. Η άποψή μου είναι ότι αν δεν σε ενδιαφέρουν οι χαρακτήρες -που είναι το Α και το Ω μιας ιστορίας- η ιστορία δεν κινείται με τον ίδιο τρόπο, ούτε σαν αναγνώστης την διαβάζεις με το ίδιο ενδιαφέρον. Πρέπει να σε ενδιαφέρει όχι τι θα γίνει τώρα, αλλά τι θα πει, τι θα κάνει, πως θα αλληλοεπιδράσει με κάτι ο πρωταγωνιστής. Πρέπει να είναι τρισδιάστατοι, με βάθος και σάρκα και οστά. Ένας γνώμονας που έχω στο μυαλό μου πάντα, είναι να μην μπορείς να σκεφτείς την ιστορία με άλλους χαρακτήρες. Αν στη θέση πχ. του Καρτέρη μπορείς να σκεφτείς τον Indiana Jones, κάτι δεν πάει καλά. Το ίδιο και με τις ιστορίες του Hugo Pratt. Δεν μπορείς να δεις κάποιον άλλον σε αυτές πέρα του Corto Maltese. Ειδικά στις τελευταίες του περιπέτειες, όπως πχ. «Το Χρυσό Σπίτι της Σαμαρκάνδης» που είναι τεράστιο σε όγκο, στο τέλος όταν βρίσκουν τον θησαυρό είναι ελάχιστες σελίδες στην ουσία. Αυτό είναι από εκείνα τα πράγματα που με ιντριγκάρουν πάρα πολύ: σημασία δεν έχει ο «τίτλος», αλλά τι θα γίνει όταν φτάσει εκεί ο χαρακτήρας -και ο Corto είναι τόσο σύνθετος χαρακτήρας, που είσαι μαζί του συνεχώς. Έχω παρεμπιπτόντως τόση αγάπη για αυτόν τον χαρακτήρα, που υπάρχουν τόσες επιρροές του στο δικό μου έργο μου, τις οποίες ασυνείδητα τοποθετώ και δεν το αντιλαμβάνομαι τη στιγμή που γράφω ή σχεδιάζω (πχ. ο τρόπος που καπνίζει το τσιγάρο του ο Νίκολσον).
Ο folklore-ικός τρόμος είναι διαχρονικά ένα από τα πιο γοητευτικά sub-genres του horror σε κάθε μέσο. Πρόσφατα δε στον κινηματογράφο, με ταινίες σαν τα The Witch ή το Midsommar, ο τρόμος που πηγάζει από τα παραδοσιακά λαϊκά στοιχεία ενός τόπου δείχνει να έχει επιστρέψει δριμύτερος. Τι είναι εκείνο θεωρείς, το οποίο κάνει τις τρομακτικές τοπικές δοξασίες και ιστορίες να ασκούν τέτοια έλξη στο κοινό;
Είμαι τρελός θριλεράκιας και θα τις δω όλες αυτές τις ταινίες -αρκετές από αυτές παραπάνω από μία φορά. Το κοινό τους έχει αυξηθεί, αλλά δεν ξέρω αν είναι όντως τόσο μεγάλο ή εμείς ήμαστε θριλεράκηδες και το βλέπουμε έτσι. Πλέον όμως γίνεται όντως ένα buzz παραπάνω, ενώ μπαίνουν σε αυτές τις παραγωγές και μεγάλοι ηθοποιοί, όπως στο Lighthouse καλή ώρα, το οποίο ξεχώρισε συν τοις άλλοις και για δύο πολύ σπουδαίες ερμηνείες -τον Dafoe τον ξέραμε, ενώ για τον Pattinson ήταν άλλη μια από τις ταινίες που είπαμε «ώπα, τι γίνεται εδώ». Εννοείται λοιπόν ότι έχει μεγαλώσει το κοινό τους, αλλά δεν νομίζω να φτάσει στον ίδιο βαθμό που είναι το κοινό που περιμένει πχ. ένα νέο Halloween - και αυτά τα κλασσικά slasher έχουν το βάρος τους.
Για το folk horror, το στοιχείο που για εμένα το κάνει τόσο ιδιαίτερο και ξεχωριστό, είναι το γεγονός ότι είναι λίγο πιο down to earth, πιο «επίγειο». Έχει να κάνει με δυνάμεις, οι οποίες είναι μεν στο σκοτάδι, αλλά δεν είναι τόσο εξωπραγματικές όπως πχ. ο Freddy Krueger. Έχει μέσα του ένα αρχέγονο πράγμα, ένα σκοτάδι που υπήρχε σε περιόδους της ανθρωπότητας, η οποία τότε είχε πολλές προκαταλήψεις -για αυτό και τα «Μυστήρια Πράγματα» εκτυλίσσονται αυτή την περίοδο της ιστορίας. Με ιντριγκάρει πως έχει παντρευτεί αυτό, με το κομμάτι της Ελληνικής Ορθοδοξίας και του Χριστιανισμού. Στα «Μυστήρια Πράγματα» υπάρχει μια κοινή γραμμή που δεν ξέρω πόσο ορατή είναι -συνήθως το τέρας των ιστοριών δεν είναι κάτι πολύ μακριά μας αλλά δίπλα μας. (προσοχή ακουλουθούν spoilers) Στην πρώτη ιστορία είναι ο παππούς μας, στη δεύτερη ο παπάς της ενορίας, στην τρίτη ιστορία είναι αυτοί που έχουν το πανδοχείο στο βουνό (τέλος των spoilers). Δεν έχω κάνει τυχαία το πόσο κοντά μας είναι αυτό το κακό -σε σχέση με το πόσο «κοντά» μας είναι ένας εξωγήινος ή ένα ζόμπι. Μου αρέσει το κομμάτι του πως προσπαθούσαν τότε να καλύψουν κάποια άλλα πράγματα μέσω μιας δοξασίας. Είναι πολύ πιο κοντινά σε εμάς όπως είπα, αλλά έχουν και μια απλότητα. Το «χωριάτικο», το λίγο πιο «χοντροκομμένο» και όχι το τόσο περίπλοκο είναι συνήθως πιο άμεσο.
Πολλά ελληνικά comics, έχουν άμεσες παραπομπές στην ελληνική πραγματικότητα, με τρόπο όμως που μια πιθανή έκδοση τους στο εξωτερικό ίσως δεν λειτουργήσει απόλυτα υπέρ τους. Από την άλλη, τα «Μυστήρια Πράγματα» είναι νομίζω σε μια θέση που μπορούν να αναδείξουν εξίσου πετυχημένα το υλικό τους και σε μια άλλη γλώσσα. Έχει περάσει από το μυαλό σου η σκέψη του να κάνεις το εκτός έδρας βήμα με την σειρά;
Αυτό το έχω σκεφτεί, αλλά έχει να κάνει και με τον εκδότη -το έχει και αυτός κατά νου για δουλειές που θεωρεί ότι μπορούν να διαβαστούν από κάποιον ξένο αναγνώστη. Δεν έχει γίνει κάποια κίνηση, αλλά στο μυαλό υπάρχει. Ειδικά όμως για την Ευρωπαϊκή σκηνή comics και τις μεγάλες αγορές, με μια τεράστια παράδοση στο χώρο – πχ. Γαλλία, Βέλγιο ή Ιταλία- αν πεις ότι θα βγεις προς τα εκεί, υπάρχει ο φόβος της «σταγόνας στον ωκεανό». Δεν είμαι σίγουρος ότι είναι κάτι απίθανο, αλλά έχω κάποιες επιφυλάξεις του κατά πόσο μπορεί να περπατήσει εκτός, λόγω του μεγέθους των αγορών. Θεωρώ παρ’ όλα αυτά σαν αναγνώστης ότι το Ευρωπαϊκό στυλ -στο σενάριο και στο σκίτσο- είναι πιο κοντά σε εμένα και τη δουλειά μου από πχ. το Αμερικάνικο.
«Μυστήρια Πράγματα» σε τηλεοπτική σειρά;
Έχω δει στο όνειρό μου ότι το παίρνει το Netflix και βάζω ρήτρα στο συμβόλαιο μου ότι πρέπει να παίξω έναν από τους δύο χαρακτήρες (γέλια)!
Και όλοι ξέρουμε ποιόν, ξεκάθαρα Νίκολσον!
Ο Νίκολσον όμως είναι γίγαντας και εγώ 1,75 (γέλια)! Πάντως και στα «Μυστήρια Πράγματα» και στα «Καμένα Βούρλα», επειδή μου αρέσει να δουλεύω με δυάδες χαρακτήρων, έχουν στοιχεία του εαυτού μου και οι δύο πρωταγωνιστές. Αν μου δινόταν όμως όντως η ευκαιρία ναι, θα ήθελα να γίνει σειρά και να παίζω τον Νίκολσον εγώ (γέλια)!
Πάμε λοιπόν στον «άλλο» Θανάση τώρα, τον ηθοποιό του θεάτρου, της τηλεόρασης και του κινηματογράφου. Μπορείς να μας πεις μερικά λόγια για τις μέχρι τώρα δουλειές σου και πως προέκυψε η ενασχόλησή σου και με αυτό το κομμάτι;
Ασχολήθηκα ουσιαστικά με το κομμάτι αυτό στο πανεπιστήμιο. Μπήκα στη σχολή μου, στο τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Ε.Κ.Π.Α, γιατί με ενδιέφερε η σκηνοθεσία και το σινεμά. Τότε όταν δίναμε εξετάσεις, δεν υπήρχε ακόμα το τμήμα Κινηματογράφου του Α.Π.Θ. και οι πιο κοντινές σχολές σε σκηνοθεσία ήταν τα Μ.Μ.Ε. Αθήνας και Θεσσαλονίκης. Πέρα από τα μαθήματα ταινιών μικρού μήκους που είχαμε -και στα οποία συμμετείχα σαν ηθοποιός- «έμπλεξα» παράλληλα με δύο θεατρικές ομάδες -και από εκεί κόλλησα το «μικρόβιο». Πριν καλά-καλά ορκιστώ, έδωσα εξετάσεις στο Υπουργείο Πολιτισμού για δραματική σχολή και πήγα με υποτροφία στην Ανωτέρα Δραματική Σχολή του Νέου Ελληνικού Θεάτρου του Γ. Αρμένη. Έφτασα λοιπόν να παίζω στο θέατρο, πριν πάρω το πτυχίο. Από εκεί και μετά, από το 2004 μέχρι και 2013-2014 έπαιζα συνεχόμενα στο θέατρο. Μετά ήρθε η κρίση και κάπως όλα αυτά μπήκαν στον «πάγο».
Να γίνει μια αναφορά εδώ και στη συμμετοχή σου στο Όντως Φιλιούνται του 2016 σε σκηνοθεσία Γιάννη Κορρέ, το οποίο ταξίδεψε σε διάφορα φεστιβάλ ανά τον κόσμο και εσύ απέσπασες το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Ηθοποιού στο 23ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας - Νύχτες Πρεμιέρας.
Για την ταινία κάναμε σχεδόν 6 μήνες πρόβες -δεν έκανα κάτι στο θέατρο τότε. Μετά από αυτό υπήρξαν κάποιες συμμετοχές σε ταινίες ή τηλεοπτικές παραγωγές, όχι όμως κάτι θεατρικό, κυρίως γιατί απαιτούσε πολύ χρόνο και οι απολαβές ήταν αρκετά χαμηλές.
Το Ελληνικό κράτος δείχνει ότι συνεχίζει να αντιμετωπίζει τους καλλιτέχνες σε μεγάλο βαθμό ως χομπίστες και όχι επαγγελματίες. Πως βιώνεις γενικότερα εσύ την κατάσταση στο χώρο τα τελευταία χρόνια;
Ο τρόπος που αντιμετωπίζει το κράτος τους καλλιτέχνες φάνηκε ακόμα περισσότερο στα χρόνια της πανδημίας και ιδιαίτερα κάτω από τη τωρινή Κυβέρνηση. Στο χώρο του θεάτρου, επειδή έχω μια απόσταση τα τελευταία χρόνια, δεν βιώνω απόλυτα την τρέχουσα κατάσταση. Βλέπω, όμως, δυστυχώς από φίλους ότι το επίπεδο δυσκολίας έχει πολλαπλασιαστεί. Παράλληλα, βέβαια, υπάρχει κοινό που στηρίζει και κόσμος που θέλει να δει παραστάσεις. Στο κομμάτι του κινηματογράφου και της τηλεόρασης, πάλι βλέπω ότι μετά την πανδημία γίνονται πολλά πράγματα και πάλι ο κόσμος στηρίζει όσο μπορεί!
Δεν στηρίζει το κράτος όμως. Δες και για παράδειγμα τι γίνεται όλο αυτό το διάστημα, με την περίπτωση των ιστορικών κινηματογράφων του κέντρου.
Δεν στηρίζει αλλά δεν ξέρω και πότε στήριζε. Επειδή ανέφερα πριν τα τελευταία τέσσερα χρόνια και τη συγκεκριμένη Κυβέρνηση, με την αντιμετώπιση που έχει προς τους καλλιτέχνες έχει γίνει τώρα ακόμα πιο εξόφθαλμο το πόσο λίγη αξία δίνουν στους ανθρώπους που αυτή είναι η δουλειά τους, το πόσο λίγο θεωρούν αυτό το πράγμα εργασία και περισσότερο ως ένα χόμπι πλουσίων. Χωρίς να το έχω ψάξει ως προς το διαδικαστικό του κομμάτι, θεωρώ ότι όταν είσαι Κυβέρνηση ή Δημαρχεία Αθηναίων, αν θες να γίνει κάτι, το κάνεις. Για τους κινηματογράφους συγκεκριμένα, βγήκαν οι πάντες και λέγαν ότι δεν πρέπει να χαθούν αυτές οι ιστορικές αίθουσες. Ποιος είναι πάνω από αυτούς και δεν μπορούν να λήξουν αυτό το ζήτημα υπέρ των αιθουσών άμεσα;
(σημείωση: η συνέντευξη έγινε μερικές ώρες πριν βγει η απόφαση του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας για τους κινηματογράφους Άστορ και Ιντεάλ)
Άλλη μια από τις πολλές σου ενασχολήσεις, είναι και εκείνη με το ραδιόφωνο; Μπορείς να μας πεις μερικά λόγια και για αυτό;
Ραδιόφωνο έκανα για αρκετά χρόνια. Στην αρχή είχαμε μια εκπομπή στο CR radio τρία άτομα, το «Προτελευταίοι». Τα δύο σταδιακά αποχώρησαν λόγω δουλειάς και έμεινα μόνος μου για 2-3 χρόνια. Επειδή λοιπόν δεν μου άρεσε να κάνω μόνος εκπομπή, συχνά έφερνα κόσμο. Μερικές φορές είχα φέρει τον Αντώνη τον Βαβαγιάννη -με τον οποίο γνωριζόμασταν από αρχές 2000. Έγινε και σε εκείνον πρόταση για εκπομπή και μιας και ούτε αυτός ήθελε να κάνει μόνος του, είπαμε να κάνουμε παρέα τους «Προτελευταίους». Τελευταία εκπομπή ήταν το 2019, όπου διάφορες επαγγελματικές υποχρεώσεις και η πανδημία της έβαλαν φρένο. Αυτή τη στιγμή το CR radio δεν λειτουργεί, αλλά όλες οι εκπομπές υπάρχουν ανεβασμένες online στο mixcloud ως «Προτελευταίοι». Από αυτή την κοινή μας εμπειρία με τον Αντώνη, προέκυψαν και δύο συλλογές comic, οι… «Προτελευταίoι», που βασίζεται σε μικρές καθημερινές ιστορίες από την εκπομπή, από φίλους, δικές μας κτλ, όλες αληθινές. Ξέρω και πολύ κόσμο, οι οποίοι μου έστελναν ότι στην πρώτη καραντίνα που ήμασταν όλοι κλεισμένοι, περάσανε την περίοδο με ένα επεισόδιο ανά μέρα. Θα ήθελα να ξανακάνω ραδιόφωνο γιατί μου έχει λείψει πολύ, αλλά νομίζω λειτουργώ καλύτερα με παρέα -λίγο βαριέμαι μόνος μου.
Ανάμεσα σε όλες σου τις ιδιότητες, τι προτιμάς εν τέλει περισσότερο;
Η κάθε μια έχει τη δική της ομορφιά και παίρνω πολύ μεγάλη ικανοποίηση όταν κάνω κάτι από αυτά τα πράγματα, γιατί είναι διαφορετικοί τρόποι επικοινωνίας με τον έξω κόσμο. Επειδή το comic μου πήρε πολύ χρόνο τελευταία, παρότι μου αρέσει, μου είναι και ζόρικο επειδή είναι πολύ μοναχικό. Την ευχαρίστηση δεν την παίρνω τόσο όσο σχεδιάζω, αλλά περισσότερο στη φάση πριν ξεκινήσω -όταν αρχίζει η δημιουργική διαδικασία και το brainstorming με τον εαυτό μου- και όταν μετέπειτα τυπωθεί, το πάρει ο αναγνώστης να το διαβάσει και έρθει να το συζητήσουμε. Εγώ παρότι είμαι αρκετά μοναχικός άνθρωπος, κατά κάποιο τρόπο είμαι και πολύ κοινωνικός ταυτόχρονα και όλο αυτό το θεωρώ λίγο «βαρύ». Είναι ένα δύσκολο κομμάτι για εμένα, γιατί είσαι εσύ με τον εαυτό σου και υπάρχει μεγάλη απομόνωση. Εσύ με το χαρτί, για πολύ καιρό και αυτό -άντε και με μια μουσική.
Το θέατρο, ο κινηματογράφος, η τηλεόραση είναι άλλες «πίστες». Έχεις να κάνεις με ανθρώπους και αυτό μου αρέσει πάρα πολύ. Είναι και ο λόγος που ασχολήθηκα εξαρχής με το θέατρο -αλλά και με το ραδιόφωνο στη συνέχεια- ότι έχεις δηλαδή ένα μόνιμο interaction για να πραγματοποιηθούν αυτά. Και στο σινεμά ακόμα περισσότερο. Το θέατρο είναι ομαδικό άθλημα, αλλά το σινεμά είναι ακόμα περισσότερο, γιατί μέσα σε αυτό μπαίνει και το συνεργείο -το οποίο είναι άλλη φάση. Γενικά λατρεύω ούτως ή άλλως το σινεμά, αλλά εδώ έχεις ηθοποιούς, ενδυματολόγους, υπεύθυνους για τα σκηνικά, μακιγιέρ, φωτιστές, σκηνοθέτες, κάμεραμεν, ηχολήπτες, φωτογράφους κτλ, μια ορχήστρα που δουλεύουν όλοι για τον ίδιο στόχο. Υπάρχουν άτομα που δεν φαίνονται -με το όνομά τους μόνο στα credits- που χωρίς αυτούς δεν γίνεται η δουλειά. Το σινεμά έχει «πίσω» του περισσότερους ανθρώπους από ότι το θέατρο και μπορώ να πω ότι από τα πιο ωραία και με απίστευτη αίσθηση του χιούμορ άτομα που έχω γνωρίσει στη ζωή μου, είναι άτομα του κινηματογραφικού συνεργείου. Αν βάλεις πχ. μια ταινία μεσαίου budget στο Netflix διάρκειας 1 ώρας και 40 λεπτών, στην 1 ώρα και 30 λεπτά θα έχει τελειώσει και θα μείνουν δέκα λεπτά τίτλοι τέλους. Οι ηθοποιοί σε αυτούς θα είναι στην καλύτερη το πρώτο λεπτό, ενώ όλοι οι υπόλοιποι θα είναι ένα σωρό άνθρωποι που δούλεψαν από πίσω. Για αυτό μου αρέσει το σινεμά, γιατί δεν είναι μόνο οι ηθοποιοί. Δεν είναι μόνο ο σκηνοθέτης. Είναι ένα αποτέλεσμα ορχήστρας, είναι σαν μουσική -την οποία θεωρώ την υπέρτατη μορφή τέχνης και μακάρι να μπορούσα να παίξω. Ως ηθοποιός, τρέφω τεράστιο σεβασμό για αυτούς τους ανθρώπους -γιατί βρίσκονται εκεί, με όλα τα «εργαλεία» για να φανείς εσύ μπροστά όσο το δυνατόν καλύτερος γίνεται. Οπότε θα διαλέξω το σινεμά.
Γεφυρώνοντας λοιπόν με έναν απόλυτα κλισέ τρόπο την κουβέντα που ξεκινήσαμε παραπάνω για τα «Μυστήρια Πράγματα» και το σινεμά, 5 αγαπημένες ταινίες τρόμου;
Μια από τις αγαπημένες μου ταινίες τρόμου όλων των εποχών -αν και ίσως κάποιοι δεν το κατατάσσουν στην κατηγορία αυτή- είναι το Jaws. Τη θεωρώ μια από τις καλύτερες ταινίες που έχουν γυριστεί ποτέ, την καλύτερη ταινία του Spielberg και γενικότερα μια από τις αγαπημένες μου ταινίες όλων των εποχών. Και σχετικά με αυτό που λέγαμε νωρίτερα για τον Hugo Pratt και το «Το Χρυσό Σπίτι της Σαμαρκάνδης», το κάνει και ο Spielberg εδώ και το έχω προσπαθήσει και εγώ στο καινούριο comic: είναι μια ταινία 2 ωρών και το βασικό element της ταινίας, τον καρχαρία δηλαδή, τον βλέπεις δέκα λεπτά στο τέλος. Αυτό το θεωρώ μια από τις επιτομές του thriller, το πως τα έχεις κάνει πάνω σου και το τέρας το βλέπεις για λίγο και προς το φινάλε. Θα πω στη συνέχεια το The Thing του Carpenter, μια ταινία, την οποία όποτε βλέπω, μου δημιουργεί ένα τέτοιο περίεργο αίσθημα αμφιβολίας και κλειστοφοβίας, ενώ έχει επίσης και κάτι που αναφέραμε νωρίτερα όταν μιλούσαμε για το folklore στοιχείο του horror, ότι δηλαδή το πιο τρομακτικό είναι ότι αυτός που είναι δίπλα σου μπορεί να είναι το «τέρας». Θα πω μετά το Shining του Kubrick, γιατί ο Jack Nicolson είναι ο αγαπημένος μου ηθοποιός και αυτό που κάνει εκεί είναι φανταστικό. Και επίσης για ένα περίεργο λόγο, η Λάμψη (όπως βασικά και οι άλλες δύο ταινίες παραπάνω) είναι στην κατηγορία εκείνη των comfort movies μου, παρότι αρκετά disturbing. Το Wicker Man είναι επίσης ανάμεσα σε αυτές τις ταινίες τρόμου που αγαπώ. Το είχα δει αρκετά μικρός, κάπου στο Λύκειο και μη εξοικειωμένος με τέτοιου είδους θεάματα -αγγλικό θρίλερ στα 70s- με είχε ξενίσει αρκετά, όπως και τους Άγγλους τότε, που δεν ήξεραν αρχικά που να την κατατάξουν. Με είχε ξενίσει όλο αυτό το περίεργο, που τα πάντα είναι εξωτερικά φυσιολογικά, αλλά γίνεται κάτι σε κάθε σκηνή, που λες «εδώ κάτι δεν πάει καλά». Όλη αυτή η αίσθηση του αμήχανου που παράλληλα είναι και πολύ οικείο, με καθημερινούς ανθρώπους που κάνουν φυσιολογικά πράγματα, αλλά ξαφνικά αποκτούν αυτήν την αίσθηση του άβολου που σε κάνει να τρομάζεις. Τέλος από τα κλασσικά, πάλι Carpenter και το original Halloween του 1978.
Ξαναγυρνώντας στο κομμάτι της 9ης Τέχνης, μιας και νομίζω έχουμε ζήσει με τον ίδιο τρόπο το «ξεπέταγμα» του ελληνικού comic των αρχών του 2000 μέχρι σήμερα, πως βλέπεις πλέον την εγχώρια σκηνή, τόσο από εμπορικής σκοπιάς, όσο και από καλλιτεχνικής;
Από την εποχή του «9» της Ελευθεροτυπίας και ειδικά τα δέκα τελευταία χρόνια, η Ελληνική σκηνή comics υπάρχει, είναι πάρα πολύ δυνατή και έχει πολλούς ανθρώπους, των οποίων οι δημιουργίες θεωρώ, σαν αναγνώστης, ότι θα μπορούσαν άνετα να σταθούν στο εξωτερικό. Το ότι υπάρχει βέβαια σκηνή και μάλιστα ζωντανή και πολύπλοκη, το καταλαβαίνεις και από ένα άλλο πράγμα, εκτός από τις πολλές εκδόσεις και το πλήθος των καλλιτεχνών: την ποικιλία στο στυλ και στο περιεχόμενο των ιστοριών των νέων καλλιτεχνών. Όταν μπορείς να διαλέξεις μόνο ανάμεσα σε ελληνικά comics το είδος που σου αρέσει, αυτό κάτι δείχνει και κάτι σημαίνει. Πριν κάμποσα χρόνια δεν υπήρχε αυτό, ενώ πλέον τα άτομα που δημιουργούν comics είναι ένα μεγάλο πολύχρωμο ψηφιδωτό όλων των ηλικιών και υφών. Το θέμα είναι, πόσο αυτό μπορεί να απορροφηθεί από τους Έλληνες αναγνώστες. Θεωρώ ότι υπάρχει κοινό, έχει αυξηθεί πολύ, αλλά και πάλι δεν είναι στο επίπεδο που θα βοηθήσει να βιοποριστούν όλοι όσοι αποφασίσουν να ασχοληθούν με το comic στην Ελλάδα.
Κλείνοντας σιγά-σιγά, Comicdom CON Athens 2023: Υπάρχουν κάποιοι νέοι καλλιτέχνες, που έχεις ξεχωρίσει προσωπικά και θέλεις να διαβάσεις τις νέες τους δουλειές;
Είναι πάρα πολλοί και όσες φορές κάνω βόλτα στις αυτοεκδόσεις βλέπω απίστευτα πράγματα. Είναι πχ. άτομα είκοσι χρόνια μικρότερα από εμένα, στα οποία βλέπω τεράστιο ταλέντο. Όχι ότι δεν το βλέπω αυτό και στους μεγαλύτερους ηλικιακά καλλιτέχνες, αλλά αναφέρω τους πιο μικρούς γιατί αυτοί είναι που έρχονται με φόρα. Δεν μπορώ να αναφέρω ονομαστικά κάποιον, γιατί δεν έχω προλάβει να τελειώσω το διάβασμα πάρα πολλών comic που αγοράζω από κόσμο που μου κέντρισε το ενδιαφέρον η δουλειά του και δεν θέλω να αδικήσω κανέναν. Θα πω μόνο ότι είναι πολλά τα άτομα και έρχονται δυνατά.
Πως ερμηνεύεις αυτό το ολοένα αυξανόμενο καλλιτεχνικό επίπεδο των νέων δημιουργών comics;
Εμείς, όπως είπαμε και νωρίτερα, αν κάτσουμε πέντε 40άρηδες θα πούμε κοινά ερεθίσματα. Η νέα γενιά είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Πλέον έχεις είδη μέσα στα είδη, ελληνικά manga, ελληνικά horror, ελληνικά υπέρ-ηρωικά, comics που έχουν να κάνουν με την ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα, φεμινιστικά, συμπεριληπτικά, πολιτικά κτλ. Αν θες να βρεις κάτι συγκεκριμένο, υπάρχουν πολλές επιλογές. Υπάρχει μεγαλύτερη πρόσβαση σε άπειρη πληροφορία για αυτά τα παιδιά -κάτι που εμείς δεν είχαμε επουδενί, ένα Βαβέλ ήθελες μικρός και συνήθως έπρεπε να κάνεις τον ανθρακωρύχο για να το ανακαλύψεις σε κάποιο περίπτερο. Πιο μικροί ειδικά, Βαβέλ και Παρά Πέντε πχ. έπρεπε να τα κρύψεις κιόλας γιατί μπορεί να νόμιζαν οι γονείς σου ότι είναι και τσόντες (γέλια).
Τελευταία ερώτηση και πιο κρίσιμη όλων: αγαπημένη ταινία Simon Pegg;
(Σ.σ.: ο Θανάσης, εμφανισιακά, μοιάζει εντυπωσιακά στον Βρετανό κωμικό.) Μου βάζεις δύσκολα, αλλά δεν θα πω το Shawn of the Dead – η πρώτη που τον θυμάμαι- και θα πω το World’s End. Ο χαρακτήρας του εκεί νιώθω ότι έχει πολλά κοινά στοιχεία με τον δικό μου χαρακτήρα και θυμάμαι όταν το είχα πρωτοδεί με φίλους, στα πρώτα 15 λεπτά γυρίζουν και μου λένε «Θανάση, το βλέπεις ότι είσαι αυτός έτσι;» (γέλια). Όταν μαζεύει τους παλιούς του φίλους να κάνουν αυτό το pub crawl ταυτίστηκα, γιατί και εμένα οι περισσότεροι μου φίλοι έχουν μεγαλώσει -λες και εγώ δεν έχω (γέλια)- και έχουν μπει σε μια άλλη φάση, ενώ εγώ νιώθω καμιά φορά ότι έχω πατήσει ένα pause και είμαι σαν αυτόν τον χαρακτήρα στη ταινία. Ενώ τα άλλα δύο είναι πιο fun, αυτό έχει εκείνο το στοιχείο που λέγαμε στην αρχή για τα «Καμένα Βούρλα», μιλάει για το πέρασμα του χρόνου, το πως έχουν μεγαλώσει όλοι πια, έχει περάσει ο χρόνος από πάνω τους και ο ήρωας είναι ο ίδιος σαν να είναι ακόμα στα 20 -και φαίνεται κάτι ξεπερασμένο στα μάτια τους, σε σημείο που κάποιες φορές βγάζει μια θλίψη. Στο Hot Fuzz από την άλλη, ενώ μου αρέσει πάρα πολύ, δεν μπορώ να ξεπεράσω το γεγονός ότι οι πρωταγωνιστές είναι μπάτσοι (γέλια).
Θανάση σε ευχαριστούμε πολύ, καλή επιτυχία με την νέα σου δουλειά και ραντεβού στο Comicdom CON Athens 2023!
Tο Comicdom CON Athens, το μακροβιότερο διεθνές φεστιβάλ της χώρας για την τέχνη των comics, επιστρέφει στις 12, 13, 14 Μαΐου, στην Τεχνόπολη Δήμου Αθηναίων. Τα comics του Θανάση Πετρόπουλου κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις JEMMA PRESS. Περισσότερα για το Comicdom CON Athens 2023 εδώ.