φωτογραφίες: Γιώργος Αλεξανδράκης (2), Ελευθερία Άνθη (3,4), Γιάννης Μαργετουσάκης (1,5)
Πρόσφατα κυκλοφόρησε το "Δε Σε Είδα" ως digital single από τον καινούριο σου δίσκο. Τι ετοιμάζεις λοιπόν αυτόν τον καιρό;
Το γεγονός ότι κυκλοφόρησε τραγούδι μόνο του, είναι ένα πράγμα που ποτέ δεν έχω ξανακάνει. Τόσο το "Δε Σε Είδα", όσο και τα επόμενα κομμάτια που θα κυκλοφορήσουν ανά 2 ή 3 μήνες, ήταν μια ιδέα δίσκου που είχαμε στα σκαριά με τον Σταύρο Ρουμελιώτη πριν γίνει η Αλληλογραφία (2018) με τον Μίκη Θεοδωράκη. Η πρόταση όμως του Θεοδωράκη να κάνουμε το άλμπουμ εκείνο, πάγωσε το τωρινό. Και επειδή είναι πολύ κοντά το υλικό αυτό, αποφασίσαμε να προσέχουμε ένα-ένα τα τραγούδια: να τους δίνουμε χρόνο και αγάπη, να τα δοκιμάζουμε στα live και να κρίνουμε αναλόγως πώς θα τα ηχογραφήσουμε· ζωντανά ή όχι, και με τι όργανα. Κι όταν αυτό σιγά-σιγά γίνει μια ολοκληρωμένη ιστορία, που ήδη υπάρχει στο κεφάλι μου, θα εκδοθεί. Μόνο σε βινύλιο πλέον, χωρίς να με πιέζει ο χρόνος.
Μιλώντας για βινύλιο, πρόσφατα επανακυκλοφόρησε σε 200 συλλεκτικές εκδόσεις και η Μνήμη (2016). Γιατί αυτός ο δίσκος;
Η Μνήμη δεν επανακυκλοφορεί ούτε από τη Feelgood, την τότε εταιρεία μου, ούτε από εμένα. Επανακυκλοφορεί από τον Μικρό Ερωτικό, ένα εξαιρετικό δισκάδικο, το οποίο βρίσκεται στην Καλλιδρομίου. Ο Σπύρος Χώλης, ο ιδιοκτήτης, είναι άνθρωπος που αγαπάει πολύ τη μουσική και τον συγκεκριμένο δίσκο, τον οποίον ήθελε να ακούσει σε βινύλιο. Έτσι αποφάσισε να το εκδώσει και να το κάνει συλλεκτικό. Το βάλαμε σε εξωτερική θήκη με δικό μου ζωγραφικό σχέδιο, επιλέξαμε διαφορετικά χαρτιά για το εσωτερικό, περιέχει χειρόγραφους στίχους που μπορεί να συναντήσει κανείς τυχαία σε κάθε κομμάτι. Είναι μια τρέλα ενός ανθρώπου, η οποία ωστόσο μας δείχνει ότι υπάρχει ποιότητα.
Ποια η γεύση σου από την Αλληλογραφία, αλήθεια; Πώς ήρθε η πρόταση του Μίκη Θεοδωράκη, πώς αισθάνθηκες και πώς ακριβώς ανταποκρίθηκες;
Ήταν κάτι ανέλπιστο, ομολογουμένως. Πριν 4-5 χρόνια είχα κάνει ένα τραγούδι του Θεοδωράκη, το "Ξημερώνει", το οποίο ηχογράφησα ζωντανά με τη μπάντα μου σε ένα στούντιο. Τότε έπαιζα κάθε Δευτέρα στον Σταυρό Του Νότου, μόλις είχα ξεκινήσει, και χρειαζόμασταν με τη μπάντα εκείνη ένα τραγούδι το οποίο θα λειτουργεί ως ταυτότητα του τι περίπου παρουσιάζουμε στα live. Κάποια στιγμή άρχισα να μαθαίνω, από φίλους και δημοσιογράφους, ότι το έχει ακούσει ο Θεοδωράκης και μιλάει με πολύ καλά λόγια για εμένα. Μέχρι εκεί, όμως. Τέσσερα χρόνια μετά αποφάσισα να ξεντραπώ και έστειλα έναν δίσκο –που είχε το τραγούδι– μαζί και ένα μικρό σημείωμα, με το οποίο τον ευχαριστούσα πάρα πολύ, γιατί μου έδωσε την άδεια να το κυκλοφορήσω. Και έλαβα ένα πολύ συγκινητικό email, την επόμενη ημέρα μάλιστα, στο οποίο μου έλεγε διάφορα ωραία πράγματα και κατέληγε στο ότι θα ήθελε να συναντηθούμε. Είχε αρρωστήσει τότε, όμως, οπότε η πρώτη μας συνάντηση έγινε τελικά έπειτα από 3 μήνες, τον Σεπτέμβρη του 2017.
Πήγα λοιπόν εκεί, νομίζοντας ότι απλά θα μου δώσει την ευχή του και θα μου πει ιστορίες. Δεν μου είπε καμία ιστορία. Ξεκινήσαμε να ακούμε τραγούδια του, τα οποία φανταζόταν με τη δική μου τη φωνή, για δυόμιση ώρες. Στο τέλος με ρωτάει «τον δίσκο που μου έστειλες, ποιος τον έκανε;». «Εγώ» του απαντώ, «σκέφτομαι μια ιδέα και μετά την ενορχηστρώνουμε». «Ωραία λοιπόν» μου λέει, «θέλω να πάρεις ό,τι άκουσες σήμερα, ό,τι σου αρέσει, και να φτιάξεις έναν δίσκο με την ομάδα σου, με τη δική σου αισθητική, κι εγώ να διευθύνω, να βάλω την υπογραφή μου». Φεύγοντας, του είπα ότι, αν έχω μια ιδέα, θα το κάνω. Γιατί το θέμα ήταν να προκύψει μια πραγματική ιστορία, ένας κύκλος τραγουδιών που θα έχει νόημα. Και ξεκίνησε έτσι μια ανταλλαγή email και μια σειρά συναντήσεων. Γι' αυτό και ο δίσκος ονομάστηκε Αλληλογραφία, γιατί μέσα υπάρχει όλη η συζήτηση που είχαμε μέσω mail εκείνη την περίοδο –όλο το booklet είναι η συνομιλία μας μέχρι να εκδοθεί το άλμπουμ. Η συνεργασία αυτή προέκυψε λοιπόν αβίαστα και έγινε με τους όρους και των δύο.
Από τη Δευτέρα 18 Μαρτίου, εντωμεταξύ, επιστρέφεις για 4 Δευτέρες στον Σταυρό Του Νότου (στο club), συνεχίζοντας ένα «σερί» πολλών χρόνων. Πώς αισθάνεσαι κάθε που είναι να ξανανέβεις στη σκηνή του;
Ξεκίνησα στον Σταυρό από τότε που σταμάτησα να παίζω με τον Αλέξανδρο Εμμανουηλίδη, το 2013 δηλαδή, οπότε και έκανα τη δική μου μπάντα. Αρχίσαμε τότε για 3 εμφανίσεις και μείναμε για περίπου 70! Παίξαμε για 4 συνεχόμενα χρόνια, εξ ου και ο δίσκος 4 Χρόνια Δευτέρα (2017).
Κάποια κομμάτια έχουν πια ηρεμήσει. Ξέρω πλέον τα απρόβλεπτα που μπορεί να σου φέρει η σκηνή, καθώς και την ακουστική του χώρου, ενώ έχω και συνεργάτες για τους οποίους γνωρίζω πότε μια μέρα είναι καλή ή κακή. Σε κάποια πράγματα λοιπόν, δεν είμαι «πρωτάρα». Η επαναληψιμότητα ωστόσο φέρνει άλλες αγωνίες, όπως το άγχος, αλλά και την ευθύνη να προτείνεις στο πιστό σου ακροατήριο –ένα διαβασμένο ακροατήριο, το οποίο έρχεται συνειδητά Δευτέρα βράδυ να σε ακούσει– καινούριες ιστορίες. Ιστορίες που πρέπει να έχουν μελετηθεί και δεθεί σωστά. Κάθε φορά αντιμετωπίζεις επομένως τον περσινό σου εαυτό και θα πρέπει να είσαι ισάξιος ή καλύτερος. Από την άλλη αναγνωρίζω και αποδέχομαι το ενδεχόμενο κάποια χρονιά μου να μην είναι καλή. Πρέπει να το μάθω κι αυτό.
Σου έχει συμβεί κάτι τέτοιο ως τώρα;
Δεν μου έχει συμβεί σε σημείο που να ανησυχήσω. Άλλωστε συνήθως ζούμε γύρω από την «αυλή» μας, όπου φτάνουν τα καλά. Κι αυτό είναι επίσης ένα μεγάλο στοίχημα, να προστατευόμαστε από την «αυλή» μας. Η μόνη λύση είναι να μελετάς πολύ και πολλά καινούρια πράγματα. Ακόμα κι αν δεν πετύχει, τουλάχιστον κάποιος θα εκτιμήσει την αξία σου και τον κόπο σου.
Στη μπάντα σου συναντάμε μέλη των Usurum (Σταύρος Ρουμελιώτης, Κοσμάς Λαμπίδης) και των Underwater Chess (Μιχάλης Βρέττας), στις μίξεις σου τους Δραμαμίνη, στο ρεπερτόριό σου τον Στάθη Δρογώση, τον Παύλο Παυλίδη και άλλους. Τι σημαίνει για σένα αυτή σου η ανάμειξη με τη σύγχρονη μουσική κοινότητα και τους ανθρώπους που την εκπροσωπούν;
Είναι δύο τα τινά. Το ένα είναι ότι έχω μεγαλώσει στην επαρχία. Και δεν μεγάλωσα με Μάνο Χατζιδάκι και Μίκη Θεοδωράκη, μεγάλωσα με το σκυλάδικο και το λαϊκό της εποχής ή τον Αλκίνοο Ιωαννίδη και την Ελευθερία Αρβανιτάκη, που έφταναν ως τα Γρεβενά. Και τα ακούσματά μου μπορεί να έφταναν μέχρι progressive heavy metal, φορώντας λ.χ. Dream Theater μπλούζες στην πενταήμερη. Ούτως ή άλλως λοιπόν ήμουν ανοιχτή στο να ακούσω μουσικές, να αντιληφθώ τα περιβάλλοντα γενικότερα. Από την άλλη, όταν ήρθα στην Αθήνα δεν είχα γνωριμίες. Επομένως δεν μπήκα και μέσα στο «σύστημα»: δεν το αφορούσα και δεν με αφορούσε.
Με αυτά ως δεδομένα, είναι πιο δύσκολο να έχεις μια «ταυτότητα», αλλά και πολύ πιο ενδιαφέρον, γιατί τη δημιουργείς από την αρχή. Ό,τι με πείθει, θέλω να συνεργάζομαι μαζί του. Θυμάμαι πριν μερικά χρόνια, που πρωτοάκουσα τους Usurum, μου ζήτησαν ένα opening act στον Σταυρό. Εγώ όμως δεν ήθελα να προτείνω κάτι και να το πετάξω στα πρώτα 10 λεπτά, για να βγει η «Madonna» μετά. Αν όντως με αφορά κάτι, θα βρω τρόπο να ενσωματωθεί μέσα στο σχήμα. Κάτι τέτοιο θέλει τριβή, θέλει χρόνο. Επίσης, για να παίξω με ένα μέλος των Underwater Chess, σημαίνει ότι έχω την προσωπικότητα να με εκτιμά –και το αντίστροφο. Στον Δρογώση, επίσης, είχα πει πολλές φορές ότι κάποια τραγούδια που μου έστειλε, δεν μου άρεσαν. Η "Νύχτα" όμως, μου άρεσε. Και πήγε ανέλπιστα καλά, παρόλο που έχω κάνει άλλα τραγούδια, τα οποία με αφορούσαν περισσότερο. Τελικά η «αλήθεια» μου υπάρχει και εκεί.
Δεν πρόκειται επομένως για συνεργασίες ανάγκης, αλλά συνεργασίες αμοιβαίας εξέλιξης…
Δεν με αφορούσε ποτέ το πρώτο. Όπως σου είπα, δεν είμαι στο «σύστημα», επομένως δεν έχω να χάσω κάτι –έχω μόνο να κερδίσω, αν και σε μεγάλο βάθος χρόνου. Γι' αυτό και δεν μετανιώνω τις επιλογές μου. Θεωρώ ότι τα βήματά μου είναι πολύ αργά και σταθερά, δεν έχω απότομες ή μεγάλες κορυφώσεις. Τέτοιες λοιπόν συνεργασίες είναι ένας τρόπος να ανοίξεις τη βεντάλια σου, κι αυτό είναι καλό, γιατί σημαίνει ότι έχεις λύσει μερικά βασικά θέματα, τα οποία εγώ έχω δουλέψει πολύ για να τα λύσω. Και αποφάσισα νωρίς ότι, από το να κάνω επιλογές που δεν τις αντέχει η ψυχή μου, καλύτερα να προχωράω βήμα-βήμα. Όσο θέλω και μπορώ.
Κάθε Κυριακή συμμετέχεις και στην παράσταση της Βάσιας Αργέντη Νόρα, Ένα Πένθιμο Μπλουζ. Πώς προέκυψε το θέατρο και πώς βρίσκεις τον εαυτό σου σε έναν υποκριτικό ρόλο;
Η παράσταση ανέβηκε πρώτη φορά τον Οκτώβρη, με την Αρετή Κετιμέ. Είχα την πρόταση από τη Βάσια, αλλά τότε δεν μπορούσα. Πήγε πολύ καλά και πήρε παράταση, όμως η Αρετή δεν μπορούσε να συνεχίσει –και τότε μπορούσα εγώ. Η παράσταση αυτή με πέτυχε σε μια περίοδο που το προσφυγικό θέμα με είχε κάνει να χάσω τον ύπνο μου. Είχαμε κάνει τότε και τον "Σπόρο" με τον Σταύρο Ρουμελιώτη, που μιλάει για μια τέτοια ιστορία. Και τώρα μάλιστα που μιλάμε, συμβαίνει και αυτό το θέμα στον τόπο μου, στα Γρεβενά, που οι άνθρωποι δεν αφήνουν τα παιδιά τους να πάνε σχολείο. Και με έχει κάνει έξαλλη. Κι όχι μόνο στα Γρεβενά, αλλά και στη Λέσβο και στη Σάμο και σε άλλα μέρη. Το θεωρώ τραγικό, ιδίως για τους νησιώτες και τους Βορειοελλαδίτες, γιατί είμαστε όλοι παιδιά προσφύγων.
Το γεγονός λοιπόν ότι υποδύομαι ένα προσφυγόπουλο σε αυτήν την παράσταση, με έχει βάλει σε μια συνθήκη στην οποία σε βάζει το θέατρο: να ζεις τη ζωή του άλλου, χωρίς να πληρώνεις το τίμημα. Το λέω και ανατριχιάζω. Να ακούω για τις βάρκες που αναποδογυρίζουν και τελικά να μην είμαι εκεί, αλλά να γυρνάω σπίτι μου και να πίνω ουίσκι. Ήθελα λοιπόν να το ζήσω. Και ήθελα να ζήσω και την πειθαρχία του θεάτρου, γιατί στις μουσικές παραστάσεις παλεύω περισσότερο να είμαι όσο πιο κοντά μπορώ στο τωρινό μου συναίσθημα και να δουλεύω μέσα από τη διάδραση, το χαμόγελο του κόσμου, το χειροκρότημα. Στο θέατρο όμως μαθαίνεις να είσαι πειθαρχημένος. Όλα είναι σκηνοθετημένα, ο ρόλος σου είναι συγκεκριμένος και το συναίσθημά σου πρέπει να καθοδηγείται έτσι ώστε να εξυπηρετήσει αυτόν τον ρόλο. Είναι πολύ ωραία εμπειρία.
Πριν 2 χρόνια εξέδωσες και ένα δικό σου βιβλίο με τίτλο Μια Χαραμάδα Πανικού (εκδ. Sub.Urban, 2017) για τις κρίσεις άγχους. Πώς σε βοήθησε προσωπικά αυτό το βιβλίο και ποιος ήταν ο αρχικός σκοπός του;
Το βιβλίο αυτό το ξεκίνησα όταν, μετά από 10 χρόνια, άρχισαν να υποχωρούν τα συμπτώματα των κρίσεων κι άρχισα να γιατρεύομαι μέσα μου. Ξεκίνησα τότε να μιλάω πολύ ανοιχτά με τους μαθητές μου, με τους φίλους μου, τους συνεργάτες μου. Και τότε είδα ότι κάθε φορά που εγώ μιλούσα, υπήρχε πάντα feedback. Είτε μου έλεγαν «Μαρία, αυτό το έχω πάθει κι εγώ», είτε, χωρίς να γνωρίζουν ότι πάσχουν από κρίσεις άγχους, μου μιλούσαν για τα συμπτώματά τους, τα οποία ήταν ίδια με τα δικά μου. Άρχισα λοιπόν να μιλάω για το θέμα με την ελπίδα, υποσυνείδητα μάλλον, ότι κανείς δεν θα χάσει χρόνο όπως εγώ.
Εάν μπορώ να πω μισή κουβέντα που θα βοηθήσει κάποιον να φτάσει πιο γρήγορα στον εαυτό του και να καταλάβει τι είναι εκείνο που του συμβαίνει, θα την πω. Έκατσα και έγραψα λοιπόν εν συντομία κάποιες από τις εμπειρίες μου αυτά τα 10 χρόνια, με την ελπίδα ότι ίσως προλάβω κάποιους ανθρώπους και τους καθοδηγήσω κάπως –όχι φυσικά να τους γιατρέψω. Η αλήθεια είναι πως, όταν το κράτησα στα χέρια μου, αγχώθηκα πάρα πολύ. Ήταν μεγάλο ξεκίνημα για μένα. Και μέσα σε 2 μήνες πήγαμε σε δεύτερη έκδοση. Αυτό με έκανε να καταλάβω ότι υπάρχει πάρα πολύς κόσμος που έχει απλά την περιέργεια να βρει μια ταύτιση σε ό,τι έχει νιώσει από μια φορά έως κάθε μέρα. Γιατί για εμένα ήταν καθημερινότητα.
Και με έχει βοηθήσει πολύ. Αυτήν την περίοδο είναι σε ύφεση οι κρίσεις, αλλά έχω μάθει να μιλάω ανοιχτά. Ακόμα κι όταν δεν είμαι καλά, θα το πω. Δεν φοβάμαι πια ότι θα καταστραφεί η ζωή μου, η καριέρα μου ή ότι θα απογοητεύσω τους πάντες, λες και όλοι είναι θηρία. Κανείς δεν είναι τόσο κακός. Κι αν είναι, ας πάει σπίτι του, δεν με αφορά.
Ανακεφαλαιώνοντας λοιπόν: 6 προσωπικοί δίσκοι, ένα βιβλίο, μια συμμετοχή σε θεατρικό έργο, μουσική για ταινίες, μουσική εκπαίδευση και άλλα τόσα που έρχονται. Προσωπικά βλέπω μια ζωή 360 μοίρες γύρω από την Τέχνη. Είναι κάποιου είδους λαχτάρα να δοκιμάζεις διαφορετικά πράγματα;
Νομίζω πως φταίει το ότι τίποτα δεν με απορρόφησε ακαριαία, σε εξωφρενικό βαθμό, ώστε να μη μπορώ να έχω άλλη δραστηριότητα. Τους δίσκους μου, για παράδειγμα, τους έκανα με τους δικούς μου όρους –καμία μεγάλη δισκογραφική δεν πίστεψε τόσο πολύ σε εμένα άλλωστε. Ούτε τα live μου είναι περιοδείες σε όλη την Ελλάδα, ώστε να μην έχω χρόνο να κάνω κάτι άλλο. Έρχονται λοιπόν περίοδοι που είμαι πιο ήρεμη και μπορώ να δεχθώ μια καινούρια πρόταση. Νομίζω άλλωστε ότι και η εποχή θέλει να είμαστε λίγο περισσότερο «performers». Δεν με ικανοποιούσε ποτέ το να είμαι αμιγώς τραγουδίστρια, κρατώντας ένα μικρόφωνο. Γνώμη μου είναι πως, εάν κάνουμε οποιαδήποτε μορφή τέχνης, καλό είναι να μην την ορίζουμε. Και το ίδιο ισχύει και στο ρεπερτόριο.
Στις ηχογραφήσεις για τα 4 Χρόνια Δευτέρα (2017), τραγουδώντας τη "Μηλιά", φωνάζεις «Γεια σου πατέρα». Ποιος ο ρόλος των γονιών σου στη διαμόρφωση του ανθρώπου που είσαι σήμερα;
Καταρχάς είμαι ευγνώμων, αφενός γιατί έχω τους γονείς μου εν ζωή, αφετέρου γιατί τους είχα δίπλα μου και με στήριζαν, δεδομένου ότι υπάρχουν πολλοί γονείς που δεν θέλουν τα παιδιά τους να ασχολούνται με τη μουσική. Ήταν και οι δύο δημόσιοι υπάλληλοι στα Γρεβενά και αγαπούσαν πολύ τη μουσική, αν και κανείς από τους δύο δεν είχε ιδιαίτερη επαφή. Τους φαίνεται ακόμα περίεργο που το μικρό τους το παιδί έχει πάει στην Αθήνα, δουλεύει νύχτα, είναι ελεύθερος επαγγελματίας –τους είναι όλα ξένα. Πλέον όμως το έχουν αποδεχθεί, το έχουν αγαπήσει και το έχουν αγκαλιάσει. Και τώρα έρχονται και μου λένε «ρε παιδί μου, δεν σου προσφέραμε τίποτα». Κι αυτό που πάντα τους απαντώ, και το πιστεύω, είναι ότι «μου μάθατε να αγαπώ». Το ότι κατάφερα να έρθω εδώ και να χτίσω οικογένεια από την αρχή, είτε αυτή είναι ακροατές, συνεργάτες ή φίλοι, είναι ανεκτίμητο δώρο.
Πώς κοιτάει η «μικρή Μαρία» τη Μαρία Παπαγεωργίου που είσαι σήμερα;
Θεωρώ ότι με ευγνωμονεί που δεν την πρόδωσα –γιατί δεν την πρόδωσα. Ίσως μου τη λέει λίγο γιατί κάποιες φορές δεν είχα παραπάνω θράσος και φοβόμουν πιο πολύ από ό,τι χρειαζόταν. Γιατί εκείνη τότε δεν φοβόταν.
Βρήκα τις προάλλες μια ηχογράφηση που είμαι πέμπτη δημοτικού και μόλις είχα πιάσει την κιθάρα του πατέρα μου, στον οποίο την είχε κάνει δώρο η μητέρα μου όταν ερωτεύτηκαν. Ο πατέρας μου ήταν αυτοδίδακτος, ήξερε μόνο τρία ακόρντα και δύο τραγούδια, επομένως εκνευρίστηκε που με το που την έπιασα, έπαιξα!
Παρένθεση: στο μεταξύ, σιχαινόμουν τα ωδεία. Με άκουσε μια μέρα η δασκάλα του αδερφού μου, ο οποίος έπαιζε πιάνο από μικρός, και είπε «το παιδί είναι θαύμα, στείλτε το στο ωδείο». Με έστειλαν και έφυγα κλαίγοντας την πρώτη μέρα. Δεν καταλάβαινα τι είναι το ντο, δε μπορούσα να το αντιληφθώ.
Για να επιστρέψω, βρήκα λοιπόν αυτήν την ηχογράφηση, στην οποία τραγουδάω το "Ρίτα Ριτάκι" τέλεια κουρδισμένη, με τέλεια φωνή. Και έχω αντίστοιχη ηχογράφηση, τρίτη γυμνασίου, που δεν ακούγομαι με τίποτα. Φαλτσάρω και είμαι αίσχος. Και στο λύκειο, και όταν ήμουν φοιτήτρια αργότερα. Γιατί άρχισα να έχω συνείδηση και να αυτολογοκρίνομαι. Όταν είσαι παιδί, ο κόσμος σου είναι τέλειος. Μετά μπαίνεις στην εφηβεία, κι από τη συνεχή πίεση, έρχεται το συναισθηματικό κλείδωμα, ο φόβος, η ανασφάλεια· και όλο αυτό βγαίνει φυσικά και στη φωνή. Είναι τρομερό.
{youtube}7cPfAO1lqDg{/youtube}