Οι Mr. Highway Band είναι αυτό που λέμε «κρυφή δύναμη». Όχι γιατί κρατάνε κάτι κρυφό (αυτό έλειπε), ούτε όμως επειδή ο κόσμος δεν τους γνωρίζει (συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο). Ίσως να μην απολαμβάνουν της δημοτικότητας άλλων γκρουπ της γενιάς τους, που διάλεξαν πιο φιλικά προς το κοινό μονοπάτια, πάντως ένας σκληρός πυρήνας οπαδών τους ακολουθεί εδώ και χρόνια, χάρη στον ήχο τους, ο οποίος είναι πάντα ποιοτικός μα και συνεπέστατος ως προς αυτό που πρεσβεύει.
Το Music Highway Festival είναι το πνευματικό τους παιδί και φέτος φτάνει αισίως στην 8η edition του (Παρασκευή 15 Μαρτίου, στο Κύτταρο). Μια καλή περίσταση για να μάθουμε κάποια πράγματα από τους ίδιους, ρίχνοντας μια ενδοσκοπική ματιά στο παρελθόν και στο παρόν της ανήσυχης αυτής μπάντας...
κεντρική φωτογραφία: Javjinos Conidaris
Περιμένουμε πώς και πώς να σας δούμε ξανά στο Music Highway Festival, μεθαύριο Παρασκευή 15 Μαρτίου (Κύτταρο). Φήμες λένε ότι θα παρουσιάσετε μια πολύ εκτενή setlist. Τι θα περιλαμβάνει;
Λοιπόν, το βασικό στοιχείο της φετινής μας εμφάνισης στο Music Highway Festival είναι ότι θα παίξουμε στην ολότητά του –για πρώτη φορά από το 2012– τον πρώτο μας δίσκο Is That Myself, που κυκλοφόρησε μόλις σε βινύλιο από την Ikaros Records και την Los Almiros Records. Μαζί θα παρουσιάσουμε και μια επιλογή κομματιών από τα υπόλοιπά μας άλμπουμ, κάποιες ιδιαίτερες διασκευές, αλλά πιθανότατα και κάτι πολύ, πολύ καινούριο.
Η κυκλοφορία του Is That Myself σε βινύλιο, θα έλεγε κανείς πως μοιάζει με ενδοσκοπική ματιά στο παρελθόν: θα ακούσετε τους παλιούς σας εαυτούς, με έναν τρόπο που δεν έχετε ακούσει μέχρι τώρα. Πώς και πήρατε αυτή την απόφαση; Εμπορικοί λόγοι ή είχατε πραγματικά ανάγκη για ...ολική επαναφορά;
Ήταν κάτι που το θέλαμε πολύ, σαν απωθημένο ένα πράγμα. Να δούμε σε βινύλιο την πρώτη μας, και πολύ αγαπημένη από τον κόσμο, δουλειά. Έκατσε και η συνεργασία μας με την Ikaros, οπότε είπαμε να είναι αυτή η εναρκτήρια κίνησή μας.
Με αφορμή την επανακυκλοφορία, θέλω να σας ρωτήσω τι ανακαλείτε από εκείνη την εποχή. Πόσο διαφορετικά ήταν τα πράγματα στην εγχώρια σκηνή; Πιο εύκολα; Πιο δύσκολα; Πιο ρομαντικά; Ή τελικά κάθε περίοδος έχει τα δικά της χαρακτηριστικά, οπότε η σύγκριση καταντάει άτοπη;
Σίγουρα η σύγκριση δεν έχει και πολύ νόημα. Το θέμα είναι σε κάθε εποχή τι κάνεις, ποιος είσαι και τι τρόπους βρίσκεις να εκφράζεσαι. Αυτό που παραμένει βέβαιο είναι ότι εμείς ήμασταν σε τεράστιο βαθμό διαφορετικοί. Νέοι, άπειροι σε θέματα ηχογραφήσεων, ενορχηστρώσεων, οργάνων, παιξιμάτων και γενικά μουσικής δουλειάς. Χωρίς φυσικά να ισχυριζόμαστε ότι δεν είχε και αυτό την ομορφιά του· η οποία, παρά τα κάποια τεχνικά «μείον» του δίσκου, αποτυπώνεται στη φρεσκάδα και στη δυναμική που αποπνέει.
Το 2014 πραγματοποιήσατε μια διπλή, συνεργατική κυκλοφορία με τον Χρήστο Θηβαίο: έναν καλλιτέχνη που αφενός κινείται στον ελληνόφωνο χώρο, αφετέρου βρίσκεται στην πιάτσα από τα 1990s, αν συμπεριλάβουμε και την πορεία με τους Συνήθεις Υπόπτους. Πώς προέκυψε και τι ιδιαιτερότητες είχε; Τι κερδίσατε από τη σύμπραξη με έναν τόσο διαφορετικό καλλιτέχνη και άνθρωπο; Ή μήπως τελικά δεν είναι τόσο διαφορετικός;
Είχαμε γενικά σε εκτίμηση το έργο του Χρήστου και μέσω μιας γνωριμίας και κάποιων διακοπών μαζί του, προέκυψε και η συνεργασία. Δεν μας πολυαπασχόλησε ποτέ που είναι καλλιτέχνης άλλου χώρου και ύφους. Θέλαμε να το δοκιμάσουμε, να πειραματιστούμε, να το φέρουμε στα δικά μας χωράφια –και το κάναμε. Μπήκαμε σε κάτι διαφορετικό, κρατώντας αναλλοίωτο τον δικό μας χαρακτήρα. Κοιτάζοντάς το μετά από κάποια χρόνια, θεωρούμε ότι ανοίξαμε μουσικά, εξελιχθήκαμε, πήγαμε παραπέρα. Κερδίσαμε λοιπόν αρκετά πράγματα: τόσο σε υλικό και πρακτικό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο ανθρώπινο.
Δεν μπορώ να πάρω το μυαλό μου από το παλαβό project του The Rebel Artist (2017), με τη Νατάσα Μηλιτσοπούλου να ζωγραφίζει το εξώφυλλο πάνω σε 289 βινύλια τοποθετημένα σε παράταξη σε σχήμα τετραγώνου, με τον κάθε κάτοχο να καταλήγει με διαφορετικό αποτέλεσμα, που όμως αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι ενός όλου. Εκτός από το να κάνετε κάτι πραγματικά ξεχωριστό, τι άλλο μήνυμα βρίσκεται σε αυτήν την κίνηση; Η μοναδικότητα καθενός από εμάς; Η μοναδικότητα της σύνδεσης πολλών διαφορετικών ακροατών με ένα μόνο δημιούργημα; Παλεύω να το βρω και δεν μπορώ...
Ωραίες και αυτές οι ερμηνείες. Εμείς απλά θέλαμε να κάνουμε κάτι πρωτότυπο, κάτι φρέσκο και έξυπνο, κάτι χαρακτηριστικό, κάτι που θα είναι δύσκολο να επαναληφθεί και θα είναι όντως συλλεκτικό. Κάτι που θα είναι διαδραστικό και πάντα ανοιχτό σε ερμηνείες, όπως φαίνεται κι από την ερώτησή σου ότι συμβαίνει.
Το The Rebel Artist κυκλοφόρησε από την Los Almiros Records, την ίδια δηλαδή ομάδα που βρίσκεται πίσω από το ομώνυμο φεστιβάλ στον Αλμυρό του Βόλου, στο οποίο έχετε εμφανιστεί αρκετές φορές. Ποια η σχέση σας με αυτόν τον τόπο; Και πώς εν τέλει προέκυψε η συγκεκριμένη συνεργασία;
Τα παιδιά μας κάλεσαν να εμφανιστούμε στο δεύτερο φεστιβάλ τους, που τότε γινόταν στην παραλία Αλμυρού. Ένα φεστιβάλ στα ξεκινήματά του, από νέους ανθρώπους σαν κι εμάς, οι οποίοι ξεχείλιζαν από όρεξη, κέφι, ιδέες. Κατά έναν περίεργο τρόπο, δέσαμε εξ’ αρχής. Κρατήσαμε λοιπόν επαφές, που γίνονταν συνεχώς και πιο στενές· είμαστε συνοδοιπόροι σε πολλά πράγματα έκτοτε.
Είστε σχήμα που κρατά σταθερή σύνθεση εδώ και χρόνια, πλην ελαχίστων αλλαγών. Πείτε μου ποιο είναι το μυστικό σας και θα το πουλήσω σαν χρυσάφι εκεί έξω, στις άπειρες μπάντες που ξέρω και δεν μπορούν να κρατήσουν τα ίδια μέλη για πάνω από μία διετία!
Ειλικρινείς σχέσεις, συζητήσεις, φιλία και αλληλεγγύη μεταξύ μας, που κρατούν το όραμα που μας έφερε εξ αρχής μέσα στην ίδια μπάντα –και το εξελίσσουν.
Πώς προέκυψε το Music Highway Festival, του οποίου είστε διοργανωτές σε ετήσια βάση; Ξεκίνησε από την κλασική συνταγή «Εμείς και κάποιοι φίλοι»; Και εν τέλει σε τι μεταμορφώθηκε, 8 χρόνια και 10 περίπου editions μετά (αν μετρήσουμε και τις καλοκαιρινές);
Ξεκίνησε ακριβώς από αυτό που λες: να βρεθούμε με φίλους και να παίξουμε τις μουσικές μας, στις συνθήκες που εμείς επιθυμούσαμε και θεωρούσαμε ιδανικές. Το φεστιβάλ μεταμορφώνεται κάθε χρόνο σε κάτι όλο και μεγαλύτερο, πάντα όμως κρατώντας αυτό το αρχικό του σκεπτικό.
Είναι ξεκάθαρο σε όποιον σας έχει δει, ότι είστε μπάντα που γουστάρει το λάιβ. Αξίζει να παίζει κανείς συναυλίες στην Ελλάδα; Υπάρχουν κατάλληλοι χώροι; Υπάρχει η απαιτούμενη παιδεία; Ή καταλήγεις να εμφανίζεσαι μπροστά σε 50-500-5.000 άτομα και δεν έγινε και κάτι; Τι μαρτυράει η δική σας εμπειρία;
Το αν αξίζει να παίζεις συναυλίες, για εμάς δεν υφίσταται καν σαν ερώτημα. Είναι η επιτομή αυτού που κάνουμε: ζούμε για τη στιγμή που θα παρουσιάσουμε ζωντανά το έργο μας σε ένα, οποιοδήποτε, κοινό. Υπάρχουν κάποιοι χώροι, υπάρχει και ένα επίπεδο. Όλα αυτά, βέβαια, μπορούν συνεχώς να βελτιώνονται και να μεγαλώνουν· πράγμα που έχει να κάνει με πάρα πολλούς ανθρώπους, μέσα και γύρω από τη μουσική.
Πείτε μου την πιο τρελή σας συναυλιακή εμπειρία. Τη στιγμή που περάσατε καλύτερα; Την πιο δυσάρεστη στιγμή που όμως από κάποιο twist κατέληξε να σας δέσει περισσότερο σαν ομάδα; Την πιο κουφή σύμπραξη επί σκηνής; Ένα αξέχαστο ευτράπελο; Ό,τι σας έρχεται στο μυαλό...
Μας έρχονται στο μυαλό πολλά, αλλά τα περισσότερα έχουν να κάνουν με τις βραδιές μετά τις συναυλίες μας και καλό θα ήταν να μην ειπωθούν δημόσια! Πάντως, μια φορά που ο πρώην κιθαρίστας μας έσπασε και έπεσε μέσα στο stage, αλλά συνέχισε να παίζει, είχε πάρα πολύ γέλιο!
Φιλοσοφικά μιλώντας, τι είναι εν τέλει οι Mr. Highway Band; Η ψυχοθεραπεία σας, το όχημα έκφρασής σας, το όνειρό σας; Κάτι άλλο;
Αυτά που λες, είναι σίγουρα. Είναι ένας από τους τρόπους μας να υπάρχουμε, να έχουμε φωνή, να διαμορφώνουμε τον γύρω μας κόσμο σύμφωνα με τα δικά μας οράματα.
Θα ήθελα λίγα λόγια για την κάθε μία από τις μπάντες που επιλέχθηκαν φέτος για το Music Highway Festival: Coyote’s Arrow, Golden Nugget και Sounds Like Barley. Εκφραστείτε ελεύθερα...
Οι Coyote's Arrow είναι νέα μπάντα θεωρητικά, αλλά με μέλη τα οποία κουβαλούν μεγάλη μουσική εμπειρία, πράγμα που εγγυάται για την ποιότητα και του καινούριου αυτού εγχειρήματος.
Οι Sounds Like Barley έβγαλαν έναν από τους αγαπημένους δίσκους που έχουμε ακούσει τελευταία.
Οι Golden Nugget μας επιστρέφουν στις μουσικές μας ρίζες, με έναν πολύ όμορφο τρόπο.
Ένα από τα πιο αγαπημένα μου τραγούδια σας, είναι το “Revolution”. Ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να επαναστατήσει ο μέσος άνθρωπος στις μέρες μας;
Στον χώρο όπου ζει, εργάζεται, κινείται και δραστηριοποιείται, να έχει οξυμένες τις αισθήσεις του στα προβλήματα που αντιμετωπίζει –και αυτός και οι γύρω του. Να υψώνει τη φωνή του ενάντια σε ό,τι τον καταπιέζει και τον αδικεί και να είναι πάντα έτοιμος να βρίσκει εναλλακτικές διεξόδους και λύσεις εκεί που όλα μοιάζουν σε τέλμα. Δεν γνωρίζουμε αν είναι αρκετό, μπορεί όμως να αποτελέσει ένα πρώτο βήμα προς μια πιο ευρείας κλίμακας αλλαγή.
Τα τελευταία λόγια δικά σας, τα λέμε στις 15 Μαρτίου στο Κύτταρο...
Ευχαριστούμε για τη συνέντευξη! Και καλή δύναμη σε όλους! Σας περιμένουμε στο Κύτταρο, σε μια βραδιά που σίγουρα θα είναι γεμάτη από μουσική, διασκέδαση και χαμόγελα.
{youtube}qz-Rl_YmFus{/youtube}