φωτογραφίες: Γιώργος Χριστόπουλος (1,5,6,7), Χρήστος Λεμονής (3)

Εκπλήσσει, σε πρώτη ματιά, η επιλογή να ανέβει η Λέσχη Γονεοκτόνων του Ambrose Bierce ως μια ...metal θεατρική παράσταση! Τι σας οδήγησε σε μια τέτοια επιλογή;

Οι λέξεις που πνίγονται μέσα μου όλον αυτόν τον καιρό για τα όσα συμβαίνουν γύρω μου –για την πολιτική, κοινωνική, οικονομική και πνευματική κατάσταση στη χώρα μου, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο. Ζούμε σε επικίνδυνες εποχές, σκοτεινές και δύσκολες. Με τη δύναμη και την οργή της πένας του Bierce θέλησα να εκφράσω την προσωπική αγωνία για το ζοφερό παρόν και το δυστοπικό μέλλον που φαίνεται να διαγράφεται μπροστά μας. Κυρίως όμως να ουρλιάξω μαζί με όλα τα μέλη της «Λέσχης» μια κραυγή αφύπνισης για την αναζήτηση της ουσίας· τόσο της ανθρώπινης ζωής, όσο και των ηθικών και κοινωνικών αξιών.

Και ο καλύτερος τρόπος να επενδυθεί μια τέτοια κραυγή, έκρινα πως ήταν η metal μουσική: το παρεξηγημένο και αιρετικό αυτό είδος σκληροτράχηλης μουσικής, ακραίο σε ένταση και δονήσεις. Η metal μουσική, με τον άγριο και ατίθασο ήχο της, τον βίαιο και έντονο ρυθμό, την τρυφερή ευαισθησία καλά κρυμμένη πίσω από τα οργισμένα ξεσπάσματα, την έντονη παραμόρφωση, τις σκοτεινές και άλλοτε αιχμηρές σαν ατσάλι μελωδίες, το πάθος και τις κυκλοθυμικές εναλλαγές της, την ειλικρίνεια και την αυθεντικότητα της, μπορεί να δημιουργήσει ένα ηχητικό παράθυρο στην ψυχή, τις σκέψεις και τα συναισθήματα· να εκτονώσει την επιθετικότητα, να κατευνάσει την ερεθισμένη σκέψη και να συνδράμει στην αποφόρτιση των αρνητικών συναισθημάτων. Θεωρώ ότι δεν υπάρχει καταλληλότερη μουσική να εκφράσει τον θυμό, την αγανάκτηση, την απόγνωση και την κραυγή απελπισίας απέναντι στον παραλογισμό, την ωμότητα και τη βία της εποχής μας.

53yLsGn_2.jpg

Ποια είναι η δική σας σχέση με τον πολυσχιδή κόσμο του χέβι μέταλ; Να ρωτήσουμε για πιθανόν αγαπημένους δίσκους;

Το metal, είτε το αγαπήσεις, είτε το μισήσεις, σίγουρα δεν μπορείς να το αγνοήσεις. Εγώ το λάτρεψα ύστερα από τη γνωριμία μου με τα μέλη της μπάντας των Okwaho –και το γνώρισα εις βάθος μέσα από τα εμπεριστατωμένα μαθήματα και τις υποδείξεις του Χρήστου Παναγούλια, sound designer της παράστασης. Αυτή την εποχή ακούω φυσικά Okwaho και επιμένω να υποστηρίζω τη γηγενή metal σκηνή (Rotting Christ, Universe 217, 1000mods, Nightstalker, Septicflesh κ.ά.). Επίσης έχω μαζί μου τις μουσικές από αντιπροσωπευτικές μπάντες που ξεχώρισα κατά την έρευνα για το μουσικό ύφος της παράστασης, εμμένοντας στους Neurosis, Cult Οf Luna και Isis.

53yLsGn_3.jpg

Γιατί θεωρήσατε σημαντικό να υπάρχει live μουσική συνοδεία στην παράσταση; Και με ποιο κριτήριο επιλέχθηκαν οι Okwaho για τον ρόλο αυτόν;

Όσο και όταν μπορώ, έχω live μουσική στις παραστάσεις που σκηνοθετώ. Το θέατρο είναι ένας ζωντανός οργανισμός και το παραγόμενο θέαμα είναι για μένα μια στιγμή μοναδική, πεπερασμένη και ως εκ τούτου πάντα διαφορετική. Εντάσσοντας οργανικά τη μουσική στο σύνολο του έργου, με τους μουσικούς πάνω στη σκηνή, θεωρώ ότι το αποτέλεσμα είναι πολύ πιο άμεσο, δυνατό, …ζωντανό. Υπόκειται σε μετασχηματισμούς και αλλαγές, ανανεώνεται, επαναπροσδιορίζεται. Οι κραδασμοί, η ένταση, τα κύματα, η ενέργεια που δημιουργούνται κατά την παραγωγή μουσικών συχνοτήτων live στη σκηνή, καθιστούν την παράσταση ένα θέαμα ανεπανάληπτο, διαφοροποιημένο, καινούριο κάθε φορά.

Στο συγκεκριμένο έργο, άλλωστε, είναι τέτοια η δύναμη και η επίδραση της μουσικής, ώστε πιστεύω ότι θα έχανε πολύ από την αυθεντικότητα, την εκρηκτικότητα και τη θεατρικότητά της αν δεν ήταν live. Θέλησα να «ενορχηστρώσω» την παράσταση ως ένα σκοτεινό, παραβολικό, ξέφρενο τραγούδι για την άγρια περιπέτεια της ενηλικίωσης –ατομικής και κοινωνικής· ως μια εγκάρσια τομή στην ανθρώπινη ψυχή και στην κοινωνική παθογένεια. Η ιδέα ήταν μια αλληγορική αναπαράσταση της βίας και της νοσηρότητας που συναντάμε στην καθημερινότητά μας, παροτρύνοντας για ανάληψη ευθύνης και προσωπικής θέσης.

Κατά τη διάρκεια της αναζήτησης για την καταλληλότερη μουσική ήρθα σε επαφή με αρκετές εγχώριες metal μπάντες. Η γνωριμία μου με τους Okwaho υπήρξε καταλυτική. Καταρχάς η πολιτικοκοινωνική θέση και το προσωπικό ύφος της μπάντας ταιριάζει απόλυτα με την ατμόσφαιρα που ήθελα να δημιουργήσω για το έργο. Για την παράσταση συνέθεσαν πρωτότυπη μουσική, η οποία συνοδεύει τους μονολόγους για 69 λεπτά χωρίς σταματημό, απουσία στίχων: επενδύει κυριολεκτικά κάθε λέξη του Bierce. Η doom sludge μουσική των Okwaho –αργόσυρτη, ογκώδης, σκληρή, γεμάτη σκοτεινές νότες, χαμηλοκουρδισμένα όργανα, βαριά τύμπανα– παράγει έναν ήχο σαν να προέρχεται από τα έγκατα της γης ή μια μηχανή εργοστασίου ή από τις ερπύστριες ενός τανκ, χωρίς ωστόσο να χάνει τη μελωδικότητα και τη μουσικότητά της. Θυμίζει άλλοτε την κραυγή του ανθρώπου τη στιγμή της πτώσης του και άλλοτε τη φρενίτιδα του μανιασμένου πλήθους ή το αργόσυρτο κλάμα ενός μοναχικού λύκου. Βέβαια, ο ήχος των Okwaho, για τις ανάγκες της παράστασης «μετακινήθηκε» προς το post-metal, χωρίς ωστόσο να αλλοιώσουν το προσωπικό τους ύφος.

Η προσωπικότητα έπειτα των μελών του συγκροτήματος –άτομα καλλιεργημένα, με αγάπη για τη μουσική και με ουσιαστική παιδεία, ήθος, ευγένεια, πολιτική θέση και κριτική ματιά στις κάθε λογής εξουσίες– είναι στοιχεία που δεν τα προσπερνάς. Ο Αντρέας, ο ντράμερ της καρδιάς μας, υπήρξε εκτός από εξαιρετικός συνεργάτης και αληθινός φίλος και υποστηρικτής της όλης προσπάθειας: ένας άνθρωπος να στηριχτείς πάνω του. Ο Γιώργος, ο κιθαρίστας, τραγουδιστής και συνθέτης των Okwaho,  πλάσμα ταλαντούχο και γεμάτο όρεξη για δουλειά, με εντυπωσίασε με τον επαγγελματισμό, την ευγένεια και τον πλούτο των συνθέσεών του. Ο Βασίλης στο μπάσο, με το χαμόγελο και τη σταθερότητά του, έδινε τη σωστή ατάκα την κατάλληλη στιγμή. Οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ σε αυτά τα αγόρια, γιατί χωρίς εκείνους το εγχείρημα, ειλικρινά, δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί.

53yLsGn_4.jpg

Τι μπορεί να μας συνδέει στο 2019 με τον Ambrose Bierce και το έργο του, με δεδομένο ότι πέθανε –αν όντως πέθανε– το 1913, πριν καν δει δηλαδή τον 20ό αιώνα, στον οποίον έμπασε τη Δύση η εμπειρία του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου;

Ο θάνατος του Bierce παραμένει μυστήριο και θεωρώ ότι είναι η τελευταία φάρσα του «πικρόχολου» σχολιαστή προς την ανθρωπότητα. Τα ίχνη του χάθηκαν κάπου στο  Μεξικό, στην πορεία του για να ενωθεί με τον στρατό του Πάντσο Βίγια και κανείς ποτέ δεν έμαθε τι απέγινε. Εξαφανίστηκε το ίδιο αλλόκοτα όπως έζησε. Και έζησε σε μια περίοδο «μετατόπισης αξιών», ηθικού χάους και βαναυσότητας, εξαιτίας των ραγδαίων οικονομικών και κοινωνικών αλλαγών. Ο πόλεμος, η υποκρισία, η διαφθορά, η ανηθικότητα, η εξουσία, τα σκάνδαλα, το ψεύδος, ο τυχοδιωκτισμός, ήταν στο στόχαστρο της κριτικής του και συνδέουν την εποχή του με την ιστορία του ανθρώπου όλων των εποχών. Πάντα επίκαιρο το έργο του, καταδεικνύει πως ο κύκλος της βίας είναι φαινόμενο διαχρονικό και συνοδό της κοινωνικής σήψης και της αλλοτρίωσης.

Όπως όλα τα ρηξικέλευθα και διορατικά μυαλά, ο Bierce είχε την ικανότητα να διαισθάνεται και να προβλέπει τις μελλοντικές συνέπειες των πράξεων και των επιλογών μας στο παρόν. Δημοσιογράφος άλλωστε, και ένας από τους πρωτοπόρους του ρεπορτάζ, είχε στην άκρη της πένας του ένα κεντρί ποτισμένο από ό,τι κακό και ακόμα χειρότερο μπορούσε να γεννήσει ο άνθρωπος. Με τον πιο εκκωφαντικό και βάναυσο τρόπο, περιγράφει λοιπόν τα μεγάλα πάθη: την απληστία, τη φαυλότητα, την ηθική αποχαύνωση, την πνευματική τελμάτωση, την εχθρότητα, την αποσάθρωση, την ύβρη της εξουσίας, την προσωπική πορεία προς τον θάνατο και τελικά την ίδια την ανθρώπινη φύση. Οι ήρωές του καταγγέλλουν με ωμότητα πώς οι ανθρώπινες συνειδήσεις διαφθείρονται από τις κακές κοινωνικές συνθήκες και το συγχυτικό περιβάλλον, θέτοντας το ερώτημα «ποιος κάνει την αρχή;». Αλλά και τι διαφθείρεται τελικά πρώτα, η ατομική ή η συλλογική συνείδηση;

Σήμερα που η συζήτηση για τη βία και τη διαφθορά βρίσκεται στο επίκεντρο του δημόσιου και ιδιωτικού λόγου, η «Λέσχη Γονεοκτόνων» μοιάζει να αποτυπώνει με κυνικότητα ένα στιγμιότυπο της σύγχρονης πραγματικότητας. Αισθάνομαι ότι οι ζοφερές εικόνες από τα κείμενα του Bierce ζωντανεύουν μπρος στα μάτια μου, σε ένα τοπίο αποσταθεροποιημένο, δυστοπικό, ρημαγμένο. Ακραίες πολιτικές τάσεις, επικίνδυνες ρητορικές, ασύδοτη εγκληματικότητα, υπέρμετρες γεωπολιτικές ανακατατάξεις, πολιτικά σκάνδαλα, εγκλήματα μίσους, πάθους, πολέμου, θρησκείας, διαφορετικότητας, ιδεολογίας, κάθε λογής θηριωδίες. Υπερβαίνοντας το σοκ της βίας και της μωρίας, το έργο φέρει ένα δυνατό πολιτικό σχόλιο για την άνοδο και την καλλιέργεια ακραίων θέσεων και δυνάμεων. Αν σκεφτεί κανείς ότι το κείμενο γράφτηκε το β’ μισό του 19ου αιώνα, είναι εντυπωσιακή η ομοιότητα με τη σύγχρονη πραγματικότητα.

53yLsGn_5.jpg

Υπάρχουν κι άλλα έργα του Bierce που τα θεωρείτε επίκαιρα;

Ο Bierce έχει πλούσια και μεγάλη συγγραφική δραστηριότητα. Το προσωπικό του ιδίωμα παραμένει πάντα το ίδιο, σε όλα του τα έργα, βαθιά επηρεασμένο από την απογοήτευση του συγγραφέα από τη νοθεία και τη βιαιότητα της εποχής που ακολούθησε τον Αμερικάνικο Εμφύλιο και την κοινωνική πραγματικότητα του 19ου αιώνα. Το έγκλημα και η διαφθορά στον επιχειρηματικό κόσμο και την πολιτική σκηνή, η ανέχεια και η φτώχεια της πλειονότητας των πολιτών, η αίσθηση ότι οι άνθρωποι είναι εγωκεντρικά πλάσματα που κινητοποιούνται από τα προσωπικά τους συμφέροντα, αλλά και ο προσωπικός φόβος του θανάτου (ως απότοκο του μετατραυματικού συνδρόμου από το οποίο υπέφερε), είναι βασικοί άξονες του έργου του. Πίσω από το ακραίο χιούμορ του και την ακρότητα των περιγραφών του (στα όρια της παρωδίας), οι ιστορίες του φανερώνουν την αγωνία του να στηλιτεύσει τον εκφυλισμό, την κοινωνική σήψη, την υποκρισία, τη βαρβαρότητα, τη χυδαιότητα, την αλαζονεία και την κάθε λογής εξουσία. Υπό αυτή την έννοια ολόκληρο το έργο του Bierce είναι διαχρονικά επίκαιρο –όσο και τα πάθη και οι εμμονές της ανθρώπινης φύσης.

Η Λέσχη Γονεοκτόνων είναι για σας πρώτο μέρος μιας τριλογίας, για τη Βία και τη Βλακεία. Θέλετε να μας πείτε περισσότερα λόγια για το σκεπτικό σας; Έχετε επιλέξει ήδη τα δύο επόμενα «μέρη»;

Επηρεασμένη από τη σύγχρονη προβληματική του τοπικού και παγκόσμιου γίγνεσθαι, ένιωσα την ανάγκη να εκφραστώ για την έκπτωτη κοινωνική, ηθική και πνευματική πραγματικότητα, τη σύγχρονη βία σε όλο τον κόσμο, τη σκληρότητα και την ανηθικότητα, τη νέα τάξη πραγμάτων που απλώνεται σαν έρημος μπροστά μας. Ο πιο ουσιαστικός τρόπος έκφρασης για μένα, είναι μέσω της τέχνης.

Έτσι μου ήρθε στον νου η ιδέα μιας τριλογίας για τη Βία και τη Βλακεία.  Χρειάζεται πολύ γερή δόση βλακείας για να επιλέγει κανείς τη βία, ένα τόσο δυσλειτουργικό και αυτοκαταστροφικό τρόπο σύνδεσης και επικοινωνίας. Απορώ ειλικρινά, πώς μπορούμε να επιβάλλουμε στους συνανθρώπους μας τόση και τέτοια βία. Αλίμονο, αν ξοδεύτηκαν τόσα εκατομμύρια χρόνια εξέλιξης για να αποτελέσουμε εμείς οι άνθρωποι την κορωνίδα της δημιουργίας, μόνο και μόνο για να αυτοαφανισθούμε. Είναι δυνατόν να είναι αυτό το επιστέγασμα της δημιουργίας;

Η «Λέσχη Γονεοκτόνων», το πρώτο μέρος της τριλογίας, είναι λοιπόν μια καυστική αλληγορία για τα δεινά μιας κοινωνίας βουτηγμένης στη βία, στην οποία ο καθένας –δρώντας είτε ατομικά, είτε συλλογικά, με το προσωπείο της εξουσίας– είναι ικανός για το κακό και το χειρότερο. Η ιδέα ήταν μια παραβολική αναπαράσταση της βίας και της νοσηρότητας στην οποία ο καθένας από εμάς είναι εθισμένος στην καθημερινότητά του, παροτρύνοντάς μας για ανάληψη ευθύνης και προσωπικής θέσης.

Το δεύτερο μέρος της τριλογίας είναι ο «Ο Λαός των Μουνούχων» του Κώστα Βάρναλη, ένα έργο που στην εποχή του κατακρίθηκε ανενδοίαστα όσο κανένα άλλο, ώσπου να το αποκηρύξει και ο ίδιος και να περάσει στην αφάνεια. Θα παρουσιαστεί για πρώτη φορά στη σκηνή του θεάτρου ως ένα προφητικό, σκοτεινό, μουσικό θρίλερ. Ένα κοσμογονικό παραμύθι για την ανθρώπινη ιστορία από καταβολής κόσμου. Το τρίτο μέρος θα ανακοινωθεί σύντομα.

53yLsGn_6.jpg

Γιατί όμως βλέπουμε να ανθεί τόσο η Βία και Βλακεία σε μια εποχή που παραμένει προηγμένη με διάφορους τρόπους; Τις καλλιεργούσαμε όλα αυτά τα χρόνια και απλά έφτασε ο καιρός να τις λουστούμε; Είναι τα πράγματα στην Ελλάδα χειρότερα απ' ό,τι αλλού ή λίγο-πολύ όλος ο πλανήτης βράζει πια στο ίδιο καζάνι;

Πιστεύω ότι βρισκόμαστε σε ένα μεταβατικό στάδιο, σε μία από αυτές τις καμπές της ιστορίας που σηματοδοτούν το τέλος μιας εποχής και το ξεκίνημα ενός νέου κόσμου. Και, όπως όλες οι μεταβατικές περίοδοι, χαρακτηρίζεται από δυσκολία, νοσηρότητα και αγριότητα. Θεωρώ ότι διανύουμε έναν σύγχρονο μεσαίωνα, μια περίοδο βαρβαρότητας, σκοταδισμού και ανακατατάξεων, όπως συμβαίνει άλλωστε πάντα σε ανάλογες περιόδους στην ιστορία και πορεία αυτού του είδους του Homo, στο οποίο ανήκουμε. Σίγουρα η κατάσταση στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια είναι έκρυθμη, αλλά δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι που να διαφοροποιεί τη χώρα μας από τις υπόλοιπες κοινωνίες, τουλάχιστον του Δυτικού κόσμου.

Παντού και πάντα, μέσα σε τέτοιες συνεχείς ανακατατάξεις, η ηθική πτώση είναι συνοδή της αποσταθεροποίησης των συνεκτικών δομών της κοινωνίας και ακολουθεί τους κλυδωνισμούς της παραπαίουσας οικονομίας. Σε ένα πλαίσιο σαν κι αυτό, καλλιεργείται ένα τοπίο παντελούς έλλειψης σεβασμού προς την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης και την ίδια τη ζωή. Κυριαρχούν η σπανιότητα των στέρεων και ασφαλών συναισθηματικών δεσμών, η έκπτωση των αξιών, η απουσία πνευματικής και ηθικής καλλιέργειας, δημιουργώντας έναν κενό χώρο. Σε αυτόν επιτρέπουμε και παρακολουθούμε τη βιαιότητα να γεννάται και να καλλιεργείται «υπόγεια», μέσα από ατομικές και συλλογικές επιλογές· και ταυτόχρονα να επιβάλλεται, να νομιμοποιείται και να συντηρείται «επίγεια», σε μια αμφίδρομη σχέση. Αυτό που διαδραματίζεται μπροστά στα μάτια μας δεν είναι παρά το αποτέλεσμα εκείνου που έχει ήδη καλλιεργηθεί, αυτού που εμείς έχουμε επιτρέψει να δημιουργηθεί. Οι ίδιες οι κοινωνίες κυοφορούν και γεννούν τέτοιου είδους πρακτικές, και οι ανθρώπινες επιλογές και δράσεις διαμορφώνουν την εποχή τους. Η δύναμη της συνειδητοποίησης αυτής μας αφυπνίζει, υπενθυμίζοντάς μας ότι πάντοτε έχουμε και άλλη επιλογή.

53yLsGn_7.jpg

Τι κάνει τη Λέσχη Γονεοκτόνων ακατάλληλη για άτομα κάτω των 17, σε μια εποχή που το ίντερνετ έχει μάλλον σαρώσει τις έννοιες που έχουμε για το «ακατάλληλο», σε συνάρτηση με την εφηβεία;

Ο χαρακτηρισμός αυτός είναι περισσότερο η θέση μου ως καλλιτέχνη στα πράγματα. Η «Λέσχη Γονεοκτόνων» δεν είναι ακατάλληλη επί της ουσίας. Δεν υπάρχει δηλαδή τίποτε το βίαιο, άσεμνο, άηθες ή προσβλητικό στην παράσταση, ούτε μία σκηνή ωμότητας ή βωμολοχίας. Η κάθε λεπτομέρεια έχει φροντιστεί με μεγάλη επιμέλεια και σεβασμό ως προς το αισθητικό και επικοινωνιακό αποτέλεσμα. Πιστεύω, όμως, ότι η τέχνη ως κοινωνός μηνυμάτων οφείλει να προστατεύει τις νέες ψυχές από τη σκληρότητα, τη βιαιότητα και τον εκφυλισμό. Υπάρχει αρκετή ασχήμια εκεί έξω στον κόσμο μας, ας προστατέψουμε τα παιδιά και τους νέους από αυτή. Υπάρχει και ένας άλλος, φωτεινός και αισιόδοξος κόσμος –ας μιλάμε για εκείνον στο νεότερα μέλη της κοινωνίας μας. Αυτή είναι η θέση μου και αυτή επιλέγω να υπηρετώ μέσα από την τέχνη.

Σπουδάσαμε στο ίδιο Πανεπιστήμιο, βλέπω στο βιογραφικό σας –και έχετε και εσείς κάπου στις ιδιότητές σας το «αρχαιολόγος». Εξασκήσατε ποτέ το επάγγελμα; Σας βοήθησε κάπως με ό,τι τελικά καταπιαστήκατε;

Η Αρχαιολογία υπήρξε η πρώτη μου και παντοτινή αγάπη, σε συνδυασμό με την Τέχνη ευρύτερα. Είχα την τύχη να συμμετάσχω σε αξιόλογα ανασκαφικά προγράμματα με κυριότερο τις ανασκαφικές εργασίες του Πανεπιστημίου του Princeton, υπό την επίβλεψη του Dr. Childs. Έκτοτε την ακολουθώ πιστά σε ακαδημαϊκό πλαίσιο σπουδών. Τώρα βρίσκομαι στο στάδιο προετοιμασίας του διδακτορικού μου, στον τομέα της Επιτελεστικής Αρχαιολογίας: έναν συνδυασμό Θεάτρου και Αρχαιολογίας, που εντάσσεται στο ευρύτερο πεδίο έρευνας της Δημόσιας Αρχαιολογίας.

Η Αρχαιολογία καθόρισε τον τρόπο σκέψης μου και τη ματιά μου –στοιχεία που στην πορεία διαμορφώθηκαν μέσα από το θέατρο. Με βοήθησε να κατανοήσω τη φύση και το σχήμα των πραγμάτων, να συλλάβω την έννοια της εμβύθισης και της συστηματικής αναζήτησης, να συνειδητοποιήσω ότι χρειάζεται συνθετική ικανότητα, φαντασία και κριτική σκέψη προκειμένου να αποδόσεις οποιαδήποτε αναπαράσταση και εικόνα του κόσμου. Κυρίως, με κατευθύνει στο να έχω μια ολιστική θεώρηση των φαινομένων, να «σκάβω» αναζητώντας την ουσία και να βλέπω στο διηνεκές της ανθρώπινης ύπαρξης. Η ερμηνευτική προσέγγιση των φαινομένων και η μελέτη των κατάλοιπων της ανθρώπινης δραστηριότητας είναι για μένα μεθοδολογικά εργαλεία που χρησιμοποιώ και στην τέχνη, διερευνώντας και εμβαθύνοντας σε πανανθρώπινες και πανταχού παρούσες έννοιες, όπως ο έρωτας, ο θάνατος, η αμαρτία, η λύτρωση, το καλό και το κακό.

Η μελέτη του παρελθόντος είναι ένας τρόπος να καταλάβουμε βαθύτερα αυτό που μας περιβάλλει σήμερα, να κατανοήσουμε βαθύτερα τη στιγμή, προβάλλοντάς την στον χρόνο. Μα πάνω από όλα μας διδάσκει ότι τίποτα δεν είναι για πάντα: η μια κατάσταση διαδέχεται την άλλη, σε ένα αδιάλειπτο ταξίδι. Συνεπώς, μετά τον χαλασμό έρχεται πάντα η καλοκαιρία. Το ίδιο ακριβώς νόημα βρίσκω στην τέχνη…

{youtube}9i_qMudtVA0{/youtube}

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured