φωτογραφίες: Michalis Ashickas
Τι συμβολίζει για εσάς το αγκάθι, το οποίο βρίσκουμε και στον τίτλο του φετινού σας δίσκου (Αγκάθθιν), αλλά και στον τελευταίο στίχο του "Αγκάθθιν Του Κάχτου" («γίνε αγκάθθιν του κάχτου»). Ποιες ιδιότητές του επιστρατεύονται για την επιβίωση στο σήμερα και όσα το διαμορφώνουν;
Το αγκάθι θα λέγαμε ότι συμβολίζει μια μορφή αντίστασης/αντίδρασης στα κακώς έχοντα της κυπριακής, αλλά και της παγκόσμιας κοινωνίας. Είναι, αν θέλετε, μια κραυγή αγωνίας· ή ακόμα και ένα κάλεσμα, για να ξυπνήσουμε από τον λήθαργο της βολεμένης μας καθημερινότητας και να τολμήσουμε να αλλάξουμε τον κόσμο στον οποίον ζούμε, όσο είναι ακόμα καιρός. Πιο συγκεκριμένα, το γαϊδουράγκαθθο –το οποίο βρίσκεται και στο εξώφυλλο του δίσκου– εμπεριέχει μια παράξενη αγριάδα κρυμμένη μέσα στην ομορφιά του: αν προσπαθήσεις να το πειράξεις, θα σε τσιμπήσει. Τα κομμάτια λοιπόν του τελευταίου μας δίσκου έχουν αυτή την κοινή θεματική, που είναι η ανάγκη για αντίδραση σε όσα μας κρατάνε πίσω και μας ταλαιπωρούν ως άτομα, αλλά και ως κοινωνία γενικότερα.
Στο βιογραφικό σας καμαρώνετε (δικαίως) αρκετά βραβεία και διακρίσεις διεθνώς (fRoots, The Guardian, The Australian, Transglobal World Music Chart, κ.ά.). Ποιο είναι για εσάς ωστόσο το μέτρο της επιτυχίας;
Είναι αλήθεια ότι στα 6 χρόνια στα οποία υπάρχουμε σαν μπάντα έχουμε λάβει αρκετές διακρίσεις και οι δίσκοι μας έχουν λάβει πολύ θετικές κριτικές. Μας δίνει αυτοπεποίθηση για ό,τι κάνουμε, ιδιαίτερα από τη στιγμή που τέτοιες κριτικές έρχονται από τα κορυφαία μέσα σε αυτό το είδος μουσικής. Την ίδια ώρα, όμως, έχουμε πλήρη αυτογνωσία για το ποιοι είμαστε και τι θέλουμε να κάνουμε. Οι βασικές αρχές και αξίες που είχαμε θέσει στην αρχή της συνεργασίας μας είναι ακόμα εκεί και δεν θα φαίνεται να αλλάζουν. Για εμάς, μέτρο της επιτυχίας είναι η αποδοχή και η αγάπη του κόσμου, αλλά και η δική μας ανάπτυξη ως δημιουργοί και ως άνθρωποι.
{youtube}_tWHrZpbAcw{/youtube}
Με αφορμή τη μετάφραση των τίτλων και των στίχων σας στα αγγλικά, μου ήρθε στο μυαλό η φράση του Γιαπωνέζου ποιητή στην ταινία Paterson (2016): «Poetry in translation is like taking a shower with a raincoat on». Πώς θα το σχολιάζατε αυτό για τον στίχο σας, δεδομένης της τόσο ιδιαίτερης φύσης του, με τα δάνεια και τους «γλωσσικούς αναχρονισμούς» του;
Εξαιρετική η ταινία του Jarmusch και πολύ εύστοχη η φράση του Γιαπωνέζου ποιητή. Θεωρούμε τον στίχο ως έναν πολύ σημαντικό παράγοντα στην τραγουδοποιία, που επιτρέπει τη μεταφορά μηνυμάτων και εννοιών. Λειτουργεί κάπως σαν ενδιάμεσο εργαλείο μεταξύ της αφηρημένης φύσης της μουσικής, και του πιο εννοιολογικού τρόπου με τον οποίον λειτουργούμε ως άνθρωποι.
Έχουμε ιδιαίτερες ευαισθησίες σε θέματα όπως η καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος, η διαφθορά στην πολιτική και κοινωνική ζωή του τόπου, η αύξηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, η ανισότητα και η αδικία, και γενικά άλλα κοινωνικά θέματα, τα οποία βιώνουμε και μας ενοχλούν στη σύγχρονη ζωή.
Μέσα από τις μεταφράσεις στα αγγλικά –στον δίσκο, αλλά και στις ζωντανές μας εμφανίσεις– προσπαθούμε να δώσουμε στον κόσμο τα βασικά μηνύματα. Δυστυχώς, όμως, είναι αδύνατον να κατανοήσουν όλες τις «αποχρώσεις», αν θέλετε, της διαλέκτου μας. Εξ' ου και το γεγονός ότι το πρότζεκτ μας έχει άμεσο αντίκτυπο στην κυπριακή κοινωνία, όπου μπορούν πιο εύκολα να επικοινωνηθούν οι έννοιες και να ταυτιστεί το κοινό.
Εκτός από τους Monsieur Doumani, σε βρίσκουμε και στους Τρίο Τεκκέ. Πώς είναι η ζωή και η δημιουργία με τα πόδια σε δύο βάρκες-μουσικά σχήματα; Πέρα από το να «μοιράζονται» τον τζουρά, έχουν άλλη σχέση αυτά τα δύο σχήματα μεταξύ τους; Υπάρχει γενικότερα σύγκλιση και συνεργασία στη μουσική σκηνή της Λευκωσίας;
Είναι δύο βάρκες έκφρασης. Η πρώτη βάρκα ξεκίνησε με αφορμή την ιδιαίτερη μου αγάπη για το ρεμπέτικο, όχι κατ' ανάγκην για τη μουσική καθ’ εαυτήν, αλλά περισσότερο για το τι αντιπροσωπεύει και το πώς εκδηλώνεται. Ξεκίνησε όντως με τη διασκευή αγαπημένων ρεμπέτικων τραγουδιών, αλλά, μέσα στα χρόνια, εξελίχθηκε σε κάτι μοναδικό και ιδιαίτερο –ειδικά μετά την δραστική αλλαγή στον ήχο από αμιγώς ακουστικό σε ηλεκτρικό. Το τι έμεινε στο Τρίο Τεκκέ από το ρεμπέτικο είναι πιστεύω ακριβώς αυτή η ιδιοσυγκρασία, αυτή η δυναμική.
Η άλλη βάρκα ξεκίνησε σαν αναζήτηση στις ιδιαίτερές μας ρίζες, τις κυπριακές. Η έρευνα έφερε στο φως διαμάντια τα οποία μέχρι τότε παραμελούσαμε ή και σνομπάραμε. Η αναζήτηση της ταυτότητάς μας είναι μια πολύ ιδιαίτερη και προσωπική διεργασία, που μπορεί να φέρει τα πάνω-κάτω στον χαρακτήρα μας και στον τρόπο με τον οποίον βιώνουμε τον κόσμο. Έτσι γεννήθηκε και αναπτύχθηκε το Monsieur Doumani. Οι σχέσεις, πέρα από τον κοινό παρονομαστή, που είμαι εγώ, δεν θα έλεγα ότι είναι πολλές. Μουσικά τουλάχιστον, αλλά και στιχουργικά, τα δύο γκρουπ κινούνται σε διαφορετικές πορείες. Λόγω όμως του ότι και στα δύο γκρουπ, καλώς ή κακώς, είμαι ο κύριος συνθέτης και τραγουδιστής, αναπόφευκτα κάποιος μπορεί να θεωρήσει ότι μοιάζουν καταπληκτικά.
Στη μουσική σκηνή της Λευκωσίας υπάρχει κάποιου είδους σύγκλιση και συνεργασία, αλλά θα έλεγα ότι ακόμη δεν έχει βρει τον δρόμο που θα έπρεπε, ούτε και αναπτύχθηκε όσο θα έπρεπε, παρόλη την ύπαρξη πολλών αξιόλογων μονάδων μα και ομάδων, ειδικά την τελευταία δεκαετία. Υπάρχει πάντως η δυναμική και η προδιάθεση και γενικότερα μια αισιοδοξία όσον αφορά τη δημιουργικότητα και την παραγωγή μουσικής.
Στα τραγούδια σας ζωντανεύουν λέξεις και εικόνες παλιάς εποχής, για να μιλήσουν για το σήμερα (βλ. «γλέντιν μες στον μαχαλλάν»). Από ποια σημεία της καθημερινότητάς σας εμπνέεστε; Πού βλέπετε την κυπριακή παράδοση στο κέντρο της πρωτεύουσας;
Έχουμε γεννηθεί και μεγαλώσει στη Λευκωσία, μια πόλη με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, αφού –όπως καλά γνωρίζετε– εξακολουθεί να είναι η τελευταία μοιρασμένη πρωτεύουσα στην Ευρώπη. Ειδικότερα το παλιό μέρος της πόλης είναι γεμάτο από πολύ έντονες εικόνες του παρελθόντος. Όμορφες γειτονιές και εικόνες μια άλλης εποχής, και δίπλα τα συρματοπλέγματα και δρόμοι που δεν έχουν περπατηθεί για 45 χρόνια. Τα ερεθίσματα πολλαπλά και πολυεπίπεδα.
Μεγαλώνοντας λοιπόν σε τέτοιες γειτονιές, έχουμε στιγματιστεί έντονα από εκείνες τις εικόνες και οπωσδήποτε αυτό επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τη μουσική και τον στίχο μας. Άλλες πηγές έμπνευσης είναι η καθημερινότητα στην Κύπρο, μα και τα κοινωνικοπολιτικά δεδομένα του πλανήτη. Η διαφθορά, η καταστροφή του περιβάλλοντος, η έξαρση ακραίων πολιτικών φαινομένων και περαιτέρω θέματα που μας ενοχλούν, αποτελούν επίσης τροφή δημιουργικότητας.
Μιχάλης Τερλικκάς, Αλέξανδρος Γαγάτσης, Julio, Αλκίνοος Ιωαννίδης και Αντρέας Καμέρης, οι συνεργασίες του δίσκου. Ποια η σχέση σας με τους καλλιτέχνες και πώς ήταν η συνεργασία σας μαζί τους;
Είμαστε πολύ χαρούμενοι για όλες τις συνεργασίες του δίσκου. Έχουμε τεράστιο σεβασμό για όλους τους καλλιτέχνες και θεωρούμε τιμή μας που αποδέχτηκαν την πρόσκληση για συνεργασία. Ο Μιχάλης Τερλικκάς, ίσως ο πιο σημαντικός εκπρόσωπος της κυπριακής παραδοσιακής μουσικής, μας κάνει την τεράστια τιμή να ερμηνεύσει ένα κομμάτι μας. Είχαμε την τύχη να μοιραστούμε τη σκηνή μαζί του στο παρελθόν σε δύο συναυλίες μας και η συνεργασία σε έναν δίσκο ήταν αναπόφευκτη.
Ο χαρισματικός Έλληνας βιμπραφωνίστας Αλέξανδρος Γαγάτσης, ο οποίος τυχαίνει να είναι πολύ καλός φίλος από τα φοιτητικά μας χρόνια, συμμετέχει σε ένα κομμάτι παίζοντας κρουστά. Ο Julio είναι ένας καταπληκτικός χιπ χοπ καλλιτέχνης, ο οποίος με τους στίχους του καυτηριάζει τα κακώς έχοντα της κοινωνίας μας. Έχουμε πλήρη ταύτιση απόψεων σε πολιτικά και κοινωνικά θέματα και είμαστε μεγάλοι fans της μουσικής του. Στον Αλκίνοο στείλαμε το τελευταίο κομμάτι του δίσκου "Αστερούιν", γιατί πιστεύαμε ότι θα ταίριαζε πολύ να τραγουδηθεί από εκείνον και να κλείνει με αυτόν τον τρόπο ο δίσκος, δίνοντας ένα μήνυμα ελπίδας και αγάπης. Το άκουσε, του άρεσε πολύ και ανταποκρίθηκε αμέσως θετικά στο κάλεσμά μας. Τέλος, τον Δεκέμβριο του 2016 είχαμε ταξιδέψει στην Αγία Πετρούπολη, όπου γνωρίσαμε τον Κύπριο συνθέτη Αντρέα Καμέρη. Η φιλία μας και η συχνή επικοινωνία μαζί του είχαν ως αποτέλεσμα να ενορχηστρώσει ένα κομμάτι μας για χορωδία, το οποίο ερμηνεύει το ρωσικό φωνητικό σύνολο Fortis.
Ο πρώτος σας δίσκος Grippy Grappa (2013) ήταν ουσιαστικά μια συλλογή εκμοντερνισμένων παραδοσιακών κομματιών της κυπριακής μουσικής, ενώ από το Sikoses (2016) εγκαινιάσατε τον δικό σας στίχο, τον οποίο κρατήσατε και στο Αγκάθθιν (2018). Πώς ήταν η διαδικασία εύρεσης της δική σας ταυτότητας, του δικού σας λόγου ως Monsieur Doumani;
Ο πρώτος μας δίσκος ήταν, όπως πολύ σωστά σημειώνετε, μια συλλογή από κυπριακά παραδοσιακά κομμάτια, διασκευασμένα με πολλή αγάπη, αλλά και τρέλα. Αυτή ήταν και η αρχική κατεύθυνση της μπάντας, όταν ξεκινήσαμε το 2012. Μετά την απροσδόκητα θετική ανταπόκριση του κόσμου σε Κύπρο και εξωτερικό, αρχίσαμε να δημιουργούμε τα δικά μας κομμάτια, έχοντας ως βάση την παραδοσιακή μουσική της Κύπρου, δανειζόμενοι όμως στοιχεία και από άλλες μουσικές. Όπως ανέφερα και προηγουμένως, η ανάγκη να μιλήσουμε για τα θέματα που μας ενοχλούν στην Κύπρο μα και γενικότερα στον κόσμο, στάθηκαν αφετηρία για τη δημιουργία του δικού μας λόγου.
Στις δύο πρώτες μας δουλειές ο στίχος είχε μια κάπως χιουμοριστική διάθεση, κάτι που έχει διαφοροποιηθεί λίγο στο Αγκάθθιν, καθώς, πέραν του χιούμορ, υπάρχει αρκετός θυμός και γενικά μια πιο «σκοτεινή» διάθεση. Όσον αφορά τον ήχο, είναι μια συνεχής διαδικασία εξερεύνησης, η οποία δεν έχει τέλος. Μέσα από ατέλειωτες ώρες προβών, κλειδωμένοι σε ένα υπόγειο και με πολλούς πειραματισμούς, αρχίσαμε σταδιακά να βρίσκουμε τον ήχο που μας ταιριάζει, δημιουργώντας παράλληλα τα κομμάτια μας. Αλλά σε κάθε καινούρια μας δουλειά προσπαθούμε να ανανεώνουμε με διάφορους τρόπους τον ήχο και να παρουσιάζουμε μια εξέλιξη ή μια καινούρια πρόταση.
«Έρκεσαι, φεύκεις, χάννεσαι τζ’ ούτε στην γην πως ήσουν» λέτε στο "Ε Άδρωπε". Ποιο είναι το ίχνος που εσείς προσδοκάτε να αφήσετε στο δικό σας πέρασμα από τη ζωή, τη δημιουργία, το «συνέρχεσθαι»;
Αυτός ο στίχος είναι από ένα ποίημα του Κύπριου ποιητή Κυριάκου Καρνέρα, βοσκού στο επάγγελμα και χωρίς ιδιαίτερο μορφωτικό επίπεδο. Ένας απλός λαϊκός ποιητής, ο οποίος, μέσα από τις κακουχίες της εποχής του, βρήκε κάποια βαθύτερα νοήματα στη ζωή και τα κατέγραψε με έναν πραγματικά πανέμορφο τρόπο. Είμαστε και εμείς με τη σειρά μας απλοί άνθρωποι και σίγουρα δεν νιώθουμε την ανάγκη να αφήσουμε κάτι επιβλητικό στο δικό μας πέρασμα από τη ζωή. Αυτό που προσπαθούμε στην καθημερινότητά μας είναι να είμαστε όσο πιο ειλικρινείς γίνεται, πρώτα με τους εαυτούς μας και στη συνέχεια με τον κόσμο γύρω μας. Η δημιουργία είναι πρωτίστως ανάγκη.
Όπως είπε και ο Παύλος Σιδηρόπουλος, το έργο, όταν φύγει από τον δημιουργό του, αποκτά δική του οντότητα και ακολουθεί τον δικό του δρόμο. Αυτό που ίσως μένει είναι μια θολή ανάμνηση ή φαντασίωση μιας στιγμής έμπνευσης.
Το live σας σε λίγες μέρες στο Underflow (21/10) γίνεται στα πλαίσια των Tangents Concert Series. Περί τίνος πρόκειται αυτή η σειρά και πώς εσείς βρίσκετε τους εαυτούς σας στα πλαίσια της; Τι θα ακούσουμε την Κυριακή;
Πρόκειται για μια σειρά συναυλιών σε επιμέλεια του Αμερικανού ραδιοφωνικού παραγωγού, Dore Stein, η οποία λαμβάνει χώρα για 2η συνεχή χρονιά στην Αθήνα. Ο Dore Stein έχει ιδιαίτερη αγάπη στην ελληνική μουσική, και ας πούμε, στη μουσική της περιοχής. Νιώθουμε ιδιαίτερη χαρά, αλλά και τιμή, που είμαστε μέρος αυτής της πραγματικά αξιόλογης εκδήλωσης. Στην συναυλία της Κυριακής θα δώσουμε περισσότερη βαρύτητα στον πιο πρόσφατο μας δίσκο, Αγκάθθιν, τον οποίο δεν είχαμε μέχρι τώρα την ευκαιρία να παρουσιάσουμε στην Ελλάδα. Θα παίξουμε φυσικά και κομμάτια από τις 2 προηγούμενες δουλειές μας.
{youtube}aQ8kMcrsgdQ{/youtube}