Η συνεργασία με τον Rob Thorne έδωσε έναν καταπληκτικό δίσκο, αλλά, παρότι και οι δύο δισκογραφείτε στην ίδια εταιρεία, ως τώρα δεν είχατε κάποια επαφή, έτσι δεν είναι;
Όχι, δεν υπήρχε επαφή. Αυτό που συνέβη είναι ότι μου είχε αρέσει το άλμπουμ Whāia Te Māramatanga, το οποίο έβγαλε στη Rattle το 2014. Έτσι, μαθαίνοντας ότι θα ερχόταν στην Αθήνα για να πάρει μέρος στο Borderline Festival 2017, επικοινώνησα μαζί του. Και συμφωνήσαμε να συναντηθούμε, είχαμε όμως μόνο 2 μέρες περιθώριο για ό,τι θα κάναμε.
Μπήκαν εύκολα τα πράγματα σε τροχιά;
Την πρώτη μέρα δεν δουλέψαμε καθόλου. Έφερα μεν 2-3 ιδέες να δοκιμάσουμε, έχοντας ήδη αποφασίσει ότι δεν θα έπαιζα πιάνο με τον «παραδοσιακό» τρόπο· όμως απέναντί μου είχα έναν μουσικό που ούτε νότες διαβάζει, ούτε και βρίσκεται σε αυτήν τη λογική. Ο Rob, πρώτα απ' όλα, πριν παίξει, κάνει επίκληση στους προγόνους του, άσχετα αν βρίσκεται στο στούντιο ή ετοιμάζεται για live. Ο ίδιος θεωρεί δηλαδή ότι δεν είναι παρά ένα «μέσο», με τη βοήθεια του οποίου εκφράζεται η παράδοση των Μαορί. Ιδανικά, μάλιστα, θέλει και να πατάει πάνω στη γη με τα γυμνά του πόδια. Δεν μπορούσε λοιπόν να κατανοήσει γιατί έπρεπε να παίξει κάτι, ώστε να ακουστεί κάπως. Απλά δεν κάνει έτσι μουσική. Χρειάστηκε επίσης να μου δείξει τα όργανα τα οποία παίζει, ό,τι οι Μαορί λένε taonga puoro. Ήξερα μεν μερικά, το κοχύλι λ.χ., όμως τα περισσότερα μου ήταν άγνωστα.
Οπότε, πώς προχωρήσατε;
Τη δεύτερη μέρα αποφάσισα να αφήσω κάθε προηγούμενη σκέψη, να συναντηθούμε, και ό,τι γίνει. Ήμουν λοιπόν πιο χαλαρή και αρκετά νωρίς οι αυτοσχεδιασμοί μάς έβγαλαν στο "Te Tangi A Mutu", ένα κομμάτι με ιδιαίτερη σημασία για μένα, το οποίο ήδη από εκείνη τη στιγμή εντυπωσίασε και τους δυο μας. Καταλήξαμε να ηχογραφήσουμε πολύ υλικό, περισσότερο δηλαδή από όσο βάλαμε στο Rewa. Και τελικά έπαιξα και πιάνο με τον πιο παραδοσιακό τρόπο, μελωδικά, αν και κυρίως κινήθηκα χρωματικά. Με λίγα έτσι στη διάθεσή μας, ένα πιάνο δηλαδή και κάθε φορά ένα από τα taonga puoro, δημιουργήθηκε ένα πλούσιο σύμπαν.
Για το "Te Tangi A Mutu" ήθελα να σε ρωτήσω, γιατί είναι σίγουρα κάτι πολύ εντυπωσιακό, νομίζω το καλύτερο κομμάτι στον δίσκο...
Και για μένα είναι κάτι πολύ δυνατό. Μάλιστα, όταν μαζέψαμε το υλικό, συμφωνήσαμε κι εγώ και ο Rob και ο Steve Garden (ο ιδρυτής της Rattle) ότι έπρεπε να μπει τελευταίο στη σειρά, γιατί δεν γινόταν να βάλουμε κάτι μετά από αυτό.
Ο Rob, αλήθεια, χρειάστηκε να ξεφύγει αισθητά από όσα είχε κατά νου, ώστε να σε προσεγγίσει;
Αυτό δεν μπορώ να το ξέρω, όταν πάντως τελειώσαμε το session μου είπε ότι κι εκείνος πρώτη φορά έπαιξε έτσι.
Τους τίτλους των κομματιών, πώς τους αποφασίσατε;
Τους διαλέξαμε εγώ και ο Steve. Ο Rob διάλεξε μόνο τον τίτλο του άλμπουμ –είναι μια Μαορί λέξη με αρκετές ερμηνείες, ανάλογα αν τη δεις ως ρήμα ή ως ουσιαστικό. Ετοίμασα εγώ μια λίστα με προτάσεις, ετοίμασε και ο Steve μια δικιά του και τη στείλαμε ο ένας στον άλλον. Το παράδοξο είναι ότι το κομμάτι που εγώ είχα ονομάσει "Dark Star", εκείνος το είχε σημειώσει ως "Black Star"!
Ο Steve, εντωμεταξύ, ενεπλάκη αφού είχατε ηχογραφήσει. Και, ενώ η συνεισφορά του είναι πολύτιμη, για τον ακροατή είναι διακριτική. Αν δηλαδή δεν αναγραφόταν ως 3ος δημιουργός του Rewa, δεν θα καταλάβαινε κανείς ό,τι κάποιος λείπει...
Όντως. Είναι μάλιστα αλήθεια ότι το πρώτο υλικό που του δώσαμε με τον Rob, δεν διαφέρει πολύ από αυτό που ακούει κανείς στο Rewa. Κινήθηκε πράγματι ιδιαιτέρως διακριτικά, με στόχο απλά να δώσει μια άλλη αίσθηση στον ήχο. Εξαρχής, πάντως, τα ένιωσε ως πολύ δικά του τα όσα άκουσε· βρήκε δηλαδή πράγματα τα οποία τον άγγιξαν σε προσωπικό επίπεδο.
Θα θέλαμε να το ακούσουμε και ζωντανά αυτό το υλικό. Αλλά πόσο εύκολο είναι;
Σίγουρα θα το προσπαθήσουμε, νομίζω άλλωστε ότι είναι κάτι που έχει μεγάλο ενδιαφέρον και να το δεις, πέρα από το να το ακούσεις, καθώς ο Rob είναι ένας κόσμος μόνος του. Τώρα, αν θα γίνει, είναι διαφορετική υπόθεση. Θέλουμε πάντως να το παίξουμε, όχι μόνο στην Ελλάδα, μα και όπου αλλού μπορέσουμε.
Στη Νέα Ζηλανδία, μήπως είναι πιο εύκολο;
Ευχής έργον θα είναι να πάω στη Νέα Ζηλανδία, όπου το Rewa βρέθηκε μάλιστα στο top-10 των κλασικών άλμπουμ. Αλλά, μέχρι στιγμής, δεν υπάρχει κάτι το χειροπιαστό. Θα δούμε.
Βρίσκεσαι στο δυναμικό της Rattle από το 2012. Σε έχει βοηθήσει θεωρείς αυτό να αποκτήσεις διεθνή αναγνωρισιμότητα;
Με έχει βοηθήσει, ναι. Είναι μια πολύ καλή εταιρεία, νομίζω η καλύτερη στη Νέα Ζηλανδία και πια τη νιώθω σαν οικογένεια. Τον εκτιμώ ιδιαιτέρως τον Steve και για τη δουλειά που κάνει, και για το πώς συμπεριφέρεται στους συνεργάτες του και για την επικοινωνία, η οποία για μένα παίζει μεγάλο ρόλο. Νομίζω ότι πλέον είμαστε και φίλοι. Από εκεί και πέρα, θα ήθελα να έχει πιο δυναμική παρουσία στην Ευρώπη, νομίζω ότι δεν το έχουν δουλέψει αρκετά. Υπάρχουν βέβαια και τεχνικές δυσκολίες, γιατί είναι ένα label στον Ειρηνικό Ωκεανό, στην άλλη άκρη του κόσμου δηλαδή όπως κοιτάμε εμείς –αν και στην εποχή του ίντερνετ κάτι τέτοιο έχει μικρότερη σημασία σε σύγκριση με παλιότερα. Της αξίζει της Rattle να γίνει πολύ περισσότερο γνωστή.
Σε παλιότερη συνέντευξή σου, είχες πει ότι δούλευες πάνω σε μια σόλο κυκλοφορία. Συνεχίζεται αυτή η αναζήτηση;
Ναι, είναι μια ιδέα που δεν την έχω εγκαταλείψει αυτή ενός σόλο δίσκου με πιάνο. Το σκέφτομαι πράγματι πολύ καιρό και υπάρχει ένας φάκελος όπου ανά διαστήματα όλο και κάτι προσθέτω σε ό,τι θα μπορούσε να αποτελέσει ίσως υλικό για κάτι τέτοιο. Θα το κάνω σίγουρα κάποια στιγμή, όμως δεν θα είναι σύντομα.
Έρχεται επομένως κάτι άλλο στο άμεσο μέλλον;
Στο άμεσο μέλλον θα έρθει ένας ακόμα δίσκος με το σύνολο –ο δεύτερος μετά το Transcendence του 2015– και ένας δίσκος με το τρίο το οποίο έχουμε με τον Ανδρέα Πολυζωγόπουλο (τρομπέτα) και τον Κυριάκο Ταπάκη (ούτι). Με το σύνολο έχουμε ήδη μαζέψει υλικό, ενώ το τρίο θα κάνει το ευρωπαϊκό του ντεμπούτο στις 2 Νοεμβρίου: παίζουμε στο φετινό Jazzfest Berlin, που νομίζω είναι ένα ιδιαίτερα σημαντικό βήμα, πρόκειται για θρυλικό φεστιβάλ. Με τον συνδυασμό μάλιστα αυτόν, δεν μπορείς να κοροϊδέψεις κανέναν! Δεν έχεις δηλαδή ούτε κρουστά, ούτε μπάσα να κάνουν τον ήχο τεράστιο. Με πιάνο, τρομπέτα και ούτι παίρνεις ένα αποτέλεσμα απλό και ξεκάθαρο. Ό,τι πεις, επομένως, πρέπει να είναι ιδιαιτέρως ουσιαστικό. Είμαι χαρούμενη για το συγκεκριμένο τρίο, συνυπάρχω με δύο πραγματικά καλούς μουσικούς.
Το 2016 είχες την ευκαιρία να παίξεις και στο «634 Λεπτά Μέσα στο Ηφαίστειο», το πρωτότυπο δηλαδή event που έστησε το Six d.o.g.s. στον κρατήρα Στέφανο στο ηφαίστειο της Νισύρου, προσκαλώντας 15 νέους Έλληνες δημιουργούς από όλο το φάσμα του ήχου...
Ήταν εμπειρία ζωής. Από τα πράγματα που θα θυμάσαι. Γιατί λειτούργησε και μουσικά, όμως το μουσικό μέρος δεν ήταν το μόνο σημαντικό στο εγχείρημα. Η τοποθεσία, το ότι μπορούσες να μυρίσεις το ηφαίστειο, η πανσέληνος, αποδείχτηκαν εξίσου κρίσιμα στοιχεία. Αναλόγως άλλωστε πού στεκόταν ο καθένας, άκουγε και κάτι διαφορετικό.
Ταξιδεύεις πλέον αρκετά για συναυλίες, αισθητά περισσότερο απ' όταν σε πρωτογνωρίσαμε δισκογραφικά...
Είναι αλήθεια ότι μετακινούμαι περισσότερο, κάτι που με με χαροποιεί, γιατί έχω την ευκαιρία να κάνω δύο πράγματα τα οποία μου αρέσουν πάρα πολύ, ταυτόχρονα: να παίζω τη μουσική μου και να ταξιδεύω.
Ξεβολεύει αλήθεια την «κανονική» σου ζωή η αύξηση αυτή των ζωντανών εμφανίσεων;
Σε τέτοιον βαθμό, ώστε να αναγκάζομαι να αλλάζω συχνά το πρόγραμμά μου, όχι ακόμα. Αλλά, με το χέρι στην καρδιά, ελπίζω να γίνει. Προς το παρόν πάντως, μπορώ ακόμα και τα βολεύω όλα –και τις συναυλίες και τη ζωή μου εδώ και τη διδασκαλία.
Μιας και η διδασκαλία σε κρατά σε επαφή με τις νεαρότερες ηλικίες, παραμένει αξία η μουσική; Τι λέει η προσωπική σου εμπειρία;
Αυτό που μπορώ να πω με βεβαιότητα, είναι ότι τα νέα παιδιά εξακολουθούν να θέλουν να μάθουν μουσική. Στην Ελλάδα των τελευταίων χρόνων ο αριθμός σίγουρα μειώθηκε, γιατί για έναν γονιό που στριμώχνεται μπαίνουν προτεραιότητες και πρώτα θα κοιτάξει να στείλει το παιδί του στις ξένες γλώσσες και στον αθλητισμό και έπειτα προς ένα όργανο: η μουσική δεν έχει κάποιο πρακτικό αντίκρισμα και η εποχή μας, δυστυχώς, κινείται πολύ με τη νοοτροπία «και πού θα σου χρησιμεύσει αυτό;». Ακόμα κι έτσι, πάντως, συνεχίζουν να μαθαίνουν. Και εκεί, γύρω στα 15, ακόμα ενδιαφέρονται να φτιάξουν γκρουπάκια. Κάτι που για μένα είναι πάρα πολύ αισιόδοξο, σημαίνει ότι εξακολουθούν να περνάνε καλά με κάτι τέτοιο.
{youtube}Akb1k125XHQ{/youtube}