Τι μεσολάβησε από το πρώτο The Man From Managra άλμπουμ και πώς οι αλλαγές στη ζωή σου επηρέασαν το ύφος αυτής της δουλειάς;
Πολλά πράγματα γίνανε μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου δίσκου: εκτός ότι πέρασαν 3 χρόνια και έφτασα αισίως σχεδόν τα 51 πιά, έγινα πατέρας, πράγμα που σίγουρα άλλαξε αρκετά την ψυχολογία μου προς το καλύτερο. Όταν έγραφα τον πρώτο δίσκο, ήμουνα στον απόηχο μιας μεγάλης προσωπικής κρίσης, και είχε πολλά τέτοια θέματα στιχουργικά. Αυτόν τον δίσκο, από την αρχή, τον ήθελα πιο φωτεινό, χωρίς να είναι βέβαια εντελώς χαρούμενος –κάπως να υπερισχύει η θετική διάθεση.
Επίσης, θέλησα να «ανοίξω» κάπως τον αριθμό των συντελεστών και να ζητήσω τη συμμετοχή διαφόρων φίλων και γνωστών, πράγμα που ντρεπόμουνα να κάνω πριν λίγα χρόνια. Ήθελα να είναι όμως και η συνέχεια του προηγούμενου, όχι κάτι διαφορετικό.
Πάντοτε κρατούσες ένα σχετικά χαμηλό προφίλ, σε κάθε βήμα της δικογραφίας σου και σε κάθε συνεργασία. Ένα σόλο άλμπουμ σαν το Half A Century Sun σε αναγκάζει να επικοινωνήσεις πιο άμεσα με κάθε δυνητικό ακροατή. Σε φέρνει σε αμηχανία αυτό ή το περιμένεις με ανυπομονησία, για να εκφράσεις πιο ιδιαίτερα συναισθήματα;
Ο πρώτος δίσκος σίγουρα συνοδευόταν από πολλή αμηχανία. Δεν ήξερα ακριβώς γιατί το έκανα, αν και ήταν οπωσδήποτε μια προσπάθεια εξωστρέφειας. Νομίζω τώρα βρίσκομαι σε μια στιγμή που θέλω πολύ να επικοινωνήσω μέσω της μουσικής μου, αλλά με τους δικούς μου μουσικούς όρους.
Το Half A Century Sun είναι νομίζω η πιο πλούσια σε ιδέες και συγκροτημένη σε εκτέλεση δουλειά σου. Μπορείς να μας μιλήσεις για τη διαδικασία που ακολούθησες για να δημιουργήσεις αυτά τα κομμάτια;
Σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια, δούλεψα είναι η αλήθεια πολύ γι' αυτόν τον δίσκο. Τα τραγούδια τα διάλεξα μέσα από ένα folder γεμάτο με πολλές πρωτόλειες ιδέες, τις οποίες μαζεύω τα τελευταία χρονια. Το να ξεκινήσεις να γράφεις ένα ολόκληρο άλμπουμ είναι αρκετά τρομακτικό πράγμα στην αρχή, είναι πολλή δουλειά!
Ο πιο απλός τρόπος είναι να το ξεκινάς σχεδόν ασυναίσθητα, όπως έκανα για το προηγούμενο. Αλλά το Half Α Century Sun έπρεπε να γραφτεί με προγραμματισμό, γιατί είχα μόλις γίνει πατέρας και ο ελεύθερος χρόνος είχε εξατμιστεί τους πρώτους μήνες. Έτσι, έβαλα πρόγραμμα: του στυλ Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή 11 με 5, θα πηγαίνω στο στούντιο να δουλέψω. Ποτέ δεν το είχα κάνει έτσι, είχε ενδιαφέρον.
Τι θα ήθελες να αποκομίσει το μυημένο κοινό από τις ακροάσεις του νέου σου δίσκου;
Δεν έχω ιδέα, ελπίζω να βγαίνει ειλικρινές και όχι επιτηδευμένο.
Πώς ήταν η συνεργασία με τον Jim R. White και τον Blaine L. Reininger και πώς δέσατε στουντιακά με τον Χρήστο Λαϊνά και τους υπόλοιπους;
Με τον Πάνο Γαλάνη και τον Χρήστο Λαϊνά είμαστε φίλοι από δεκαετίες τώρα, και συνοδοιπόροι στα λάιβ του The Μan From Μanagra τα τελευταία 3 χρόνια, οπότε ήταν φυσικό και πολύ απλό να τους ζητήσω να συμμετέχουν στον δίσκο. Και σίγουρα το Half A Century Sun δεν θα βρισκόταν σε αυτό το επίπεδο χωρίς τη συμμετοχή τους. Επίσης προστέθηκε μια γυναικεία φωνή, εκείνη της Ρένας Ρασούλη: πάντα φαντάζομαι γυναικεία φωνητικά στα περισσότερα τραγούδια τα οποία γράφω, χαίρομαι επομένως πολύ που δέχτηκε να τραγουδήσει. Ο Blaine, τώρα, είναι κι αυτός φίλος 20 χρόνια τώρα και θέλησα να τον εντάξω, καθώς είναι φωνάρα αλλά και τρομερός βιολιστής.
Τον Jim White τον γνώρισα σε μια συναυλία των Xylouris White και έπαθα πλάκα με το παίξιμό του. Του είχα δώσει ένα αντίτυπο του πρώτου δίσκου του Μαναγραίου και μου έστειλε μήνυμα ότι του άρεσε πολύ και ότι το άκουγε συχνά. Ε, κάτι τέτοιο μου έδωσε το θάρρος να του ζητήσω να παίξει σε 2 κομμάτια όταν παρουσιάστηκε η ευκαιρία και περνούσε από την Αθήνα. Κάναμε τότε και διάφορες συζητήσεις για την ποπ μουσική και πιο ειδικά για την αυστραλιανή σκηνή –για μπάντες όπως οι Triffids ή οι Go Betweens, με πολλές από τις οποίες έχει παίξει στο παρελθόν. Επίσης, σε 2 κομμάτια πρόσθεσα και πνευστά, με τον Γιώργο Αβραμίδη στην τρομπέτα και τον James Wylie στο σαξόφωνο. Αυτούς τους «τσίμπησα» από τους 100º, το νέο γκρουπ του Γιάννη Αγγελάκα, στου οποίου τον πρόσφατο δίσκο έκανα την παραγωγή.
Τι είναι αυτό που σε εμπνέει και σε κρατάει δημιουργικά στο νησί της Τήνου; Το έχεις εντοπίσει;
Είναι σίγουρα το μεταφυσικό της τοπίο, ο άγριος χειμώνας της, η μοναξιά που μου δίνει χώρο για σιωπή και μουσική. Φέτος την επισκέφτηκα πολύ λίγο λόγω των πολλών υποχρεώσεων, αλλά είναι πάντα μαζί μου στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου.
Έχεις διαγράψει μια μεγάλη και συνεπέστατη πορεία δεκαετιών στον χώρο της μουσικής, της παραγωγής και του ήχου. Υπάρχει κάτι που να σε κάνει ακόμα αισιόδοξο για το μέλλον της μουσικής παραγωγής στην Ελλάδα;
Δεν είναι θέμα αισιοδοξίας, αλλά δουλειάς. Πιστεύω στη συνεχή ενασχόληση με ό,τι σε ενδιαφέρει, αυτό φέρνει σιγά-σιγά τα αποτελέσματα. Προσπαθώ να ακολουθώ το ένστικτό μου και να μην φοβάμαι τις αλλαγές. Για δεκαετίες, ασχολιόμουν με την πειραματική ηλεκτρονική μουσική, μα ξαφνικά γράφω ποπ τραγούδια. Πώς συνδέονται αυτά, δεν ξέρω. Οι εποχές κρίσης είναι συνήθως και οι πιο δημιουργικές, πιστεύω έτσι ότι τώρα είναι η στιγμή που θα βγούνε ακόμα πιο ενδιαφέροντα πράγματα.
Με αυτήν τη σκέψη, βρίσκομαι στη διαδικασία να φτιάξω ένα στούντιο, έναν χώρο που ονειρεύομαι εδώ και πολλά χρόνια. Θέλω να τον κάνω πολύ ιδιαίτερο, να μην είναι δηλαδή ένα συμβατικό στούντιο: θα έχει φυσικό φως, θα είναι μεταβλητό και modular και θα θυμίζει πιο πολύ ένα περίεργο μουσικό σαλόνι, παρά στούντιο. Φέτος αποφάσισα επίσης να ξαναδουλέψω ως παραγωγός ενεργά, μετά από μια δεκαετία κατά την οποία δούλευα πολύ πιο αραιά για τη δισκογραφία.
Έχω την αίσθηση ότι οι ζωντανές εκτελέσεις τραγουδιών όπως το "Saviours Of This World" και του "Martha's Home", θα είναι απρόβλεπτες. Πώς σκοπεύεις να προσεγγίσεις το υλικό του δίσκου στη σκηνή του Underflow και στο Residents της Θεσσαλονίκης;
Δεν έχω σκοπό να διασκευάσω τον δίσκο, αλλά να τον παίξουμε με όποιον καλύτερο τρόπο μπορούμε όντας μόνο 4 (και συχνά 3) άτομα επί σκηνής. Είναι αλήθεια ότι τα δύο κομμάτια που αναφέρεις έχουν δυσκολίες «ατμόσφαιρας» σε μια λάιβ συνθήκη. Το πρώτο λόγω μιας εξωπραγματικής ατμόσφαιρας στον δίσκο και το δεύτερο λόγω μιας εσωστρεφούς διάθεσης. Και τα δύο, επομένως, δύσκολο να αποδοθούν ζωντανά... Οι πρόβες συνεχίζονται πάντως αυτές τις μέρες, νομίζω θα τα καταφέρουμε.
Επίσης χαίρομαι πολύ που η αρχική μου ιδέα για το γκρουπ –ήθελα να αποτελείται από 2 αγόρια και 2 κορίτσια– γίνεται ειτέλους πραγματικότητα! Θα είμαστε λοιπόν 4 άτομα επί σκηνής: ο Πάνος Γαλάνης στα τύμπανα, η Λαμπρινή Γρηγοριάδου στο μπάσο και στα φωνητικά, η Ρένα Ρασούλη σε φωνητικά και πλήκτρα.
{youtube}QYHrxAKYDCo{/youtube}