Αν κατάλαβα κάτι από την τηλεφωνική μου συνομιλία με τον Γιάννη Χαραλαμπίδη –έναν ιδιαίτερα γλυκομίλητο και ευγενικό άνθρωπο– είναι πως η καλή μουσική, ακόμη κι αν έχει θαφτεί από την ιστορία, θα βρει έστω και καθυστερημένα τον δρόμο της προς την αναγνώριση που της αξίζει. Το πρωτοποριακό για τα ελληνικά δεδομένα των 1960s garage σχήμα των Rabbits που δημιούργησε το 1963 στη Ρόδο, μπορεί να έπεσε θύμα των δυσκολιών των καιρών (όπως και κάποιων ατυχιών), αλλά η νέα, πλούσια έκδοση με live και ηχογραφημένα κομμάτια που τους έβγαλε πρόσφατα η B-οtherSide Records, φιλοδοξεί να αποκαταστήσει την αδικία αυτή και να αναδείξει τον ήχο μίας πραγματικά σπουδαίας εγχώριας μπάντας.
Στη χροιά του Γιάννη Χαραλαμπίδη μπορούσες να διακρίνεις αυτή την πικρία για την εξέλιξη των πραγμάτων, το παράπονο δηλαδή για το «Τι θα γινόταν εάν…». Είναι όμως σκέψεις που δεν τον παγιδεύουν σε ένα απραγματοποίητο παρελθόν, μα αναμνήσεις οι οποίες του δίνουν όρεξη για να χτίσει την παρακαταθήκη της μπάντας ακόμη και τώρα, μισό αιώνα αργότερα. Στη συζήτησή μας φάνηκε παραπάνω από πρόθυμος να ξεδιπλώσει όλο το αφήγημα μιας παρέας που έγινε γκρουπ –από τις ανέμελες μέρες των πρώτων lives στη Ρόδο, μέχρι τη μεγάλη τους χαμένη ευκαιρία για μαζικότερη επιτυχία και τη σημερινή εξαιρετική κυκλοφορία. Με τον πάντα βέβαιο τόνο του για την αξία των Rabbits, αλλά και με το ταπεινό του ύφος, απέδειξε πως έχει φτάσει η στιγμή να ξεθάψουμε κι άλλες ιστορίες σαν αυτές, ικανές να διαμορφώσουν το συλλογικό μουσικό θυμικό του τόπου μας...
Ας ξετυλίξουμε λοιπόν το κουβάρι της ιστορίας. Πώς ξεκίνησαν όλα; Γιατί αποφασίσατε να ονομάσετε τη μπάντα Rabbits και ποια ερεθίσματα σας οδήγησαν να δημιουργήσετε ένα garage σχήμα και να μην ασχοληθείτε λ.χ με το λαϊκό τραγούδι;
Αρχικά ας μιλήσουμε για το πώς προέκυψε το όνομα της μπάντας. Επειδή ήμουν κοντός και είχα μεγάλα αυτιά, αλλά την ίδια στιγμή ήμουν πολύ γρήγορος στο τρέξιμο –κατείχα μάλιστα πανελλήνιο ρεκόρ στα 600 μέτρα– όλοι με φώναζαν «λαγό» στο σχολείο. Το Hares, όμως, δεν ήταν και τόσο εύηχη λέξη, οπότε αποφάσισα να ονομάσω το γκρουπ The Rabbits. Είχαμε βέβαια παρατράγουδα μετά, γιατί κάποιοι μας αποκαλούσαν σαρκαστικά The Rubbish(«Τα Σκουπίδια»), άλλοι όμως το δέχθηκαν και έπιασε τελικά. Άλλωστε ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές να δίνεις το όνομα κάποιου ζώου στη rock 'n' roll μπάντα σου, εκείνη την εποχή.
Δημιουργηθήκαμε λοιπόν το 1963. Ως 2ο μέλος στο συγκρότημα μπήκε ο Γιώργος Χρήστου, που μεγάλωσε στην Αλεξάνδρεια και έπαιζε τύμπανα σε μία τοπική μπάντα, μέλος της οποίας ήταν και ο Ντέμης Ρούσσος! Αργότερα γνώρισα τα αδέρφια Μανιατάκη –τον Γιάννη και τον Βασίλη– συνειδητοποιώντας ότι και οι δύο ήξεραν καλύτερη κιθάρα από εμένα. Αμέσως σχηματίσαμε τη μπάντα, ξεκινώντας να κάνουμε πρόβες με τη φιλοδοξία να καταπλήξουμε τα πλήθη. Άλλωστε την εποχή εκείνη οι μπάντες ήταν μία επιδημία: κάθε γειτονιά, σε όλη την Ελλάδα, είχε και τη δικιά της!
Όσον αφορά τώρα το τι μας ώθησε στο ξένο τραγούδι και όχι στο εγχώριο λαϊκό: όπως βλέπω εγώ τα πράγματα, δεν είχαμε ειδικά ακούσματα για ξενιτιές και για πολύ πόνο. Ζούσαμε μία όμορφη ζωή και το ζητούμενο ήταν η αγάπη. Έτσι, το πρώτο τραγούδι που ακούσαμε να μιλάει για την αγάπη αυτήν, ήταν το “She Loves You” των Beatles, ενώ παράλληλα είχαμε ακούσματα και από ελληνικά συγκροτήματα σαν τους Αθηναίους, που τους θεωρώ δασκάλους μου. Θυμάμαι μάλιστα να πηγαίνω με ένα μικρό κασετοφωνάκι στις συναυλίες τους στη Ρόδο για να τις ηχογραφήσω και να μελετήσω μετέπειτα τα κομμάτια τους!
Ένα επιπλέον σημαντικό στοιχείο, που έπαιξε τον ρόλο του, ήταν το γεγονός πως στη Ρόδο πιάναμε τον ραδιοφωνικό σταθμό της Φωνής της Αμερικής, τον οποίον εμείς αποκαλούσαμε «κούριερ», για ευκολία. Ήταν ένας σταθμός που εξέπεμπε με βάση την Ρόδο προς όλη τη Μέση Ανατολή, με σκοπούς φυσικά αμερικανικής προπαγάνδας. Το θετικό, όμως, ήταν πως έπαιζε όλα τα κορυφαία κομμάτια του κόσμου, το top-10 της Αμερικής και άλλα πολλά. Επίσης με τα ραδιοφωνάκια μας πιάναμε Ισραήλ, όπου και από τους σταθμούς εκεί ακούγαμε κομμάτια τα οποία παίζονταν για πρώτη φορά στην Ευρώπη. Μάλιστα θέλαμε τόσο πολύ να έχουμε πρόσβαση σε αυτόν τον σταθμό, ώστε κολλάγαμε τα ραδιοφωνάκια μας στις υδροροές του σπιτιού για να δημιουργηθεί κεραία που να πιάνει τα βραχέα κύματα!
Είχαμε βέβαια την τύχη να έχουμε και φίλη την κόρη ενός από τους επιτελάρχες της Φωνής της Αμερικής στη Ρόδο, η οποία μάλιστα είχε γράψει και τους στίχους των δύο singles μας "Run Around Of A Girl" και "Ι’m Looking In The Universe", όπως και έναν εξαιρετικό ηλεκτρονικό/τεχνικό ήχου, τον Βαγγέλη Παπακαλοδούκα. Ο οποίος ένωσε jukebox από ένα καμπαρέ για να δημιουργήσει έναν ενισχυτή που είχε τεράστια ισχύ για τα χρόνια εκείνα, έτσι ώστε να αντέχει 3 ηλεκτρικές κιθάρες!
Μιλάμε για εντελώς διαφορετικά χρόνια. Πιστεύω ότι είχαμε πολύ θράσος, γιατί αν συνειδητοποιήσουμε αυτά που κάναμε τότε, θα έπρεπε να ντρεπόμασταν!
Σπάσατε βέβαια κατεστημένα της εποχής, εξαιτίας αυτού ακριβώς του θράσους σας…
Το θέμα είναι ότι το κατεστημένο της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης δεν το σπάσαμε εμείς, αλλά ο Νίκος Μαστοράκης. Μπορεί να μην είναι αρεστός σε πολλούς, πάντως εμάς μας ανέδειξε και του έχουμε ευγνωμοσύνη. Απ' ότι φαίνεται, παρακολούθησε κάποια από τις συναυλίες μας στη Ρόδο, του αρέσαμε και μας ζήτησε να έρθουμε στην Αθήνα για να ηχογραφήσουμε ένα single.
Το πρόβλημα ήταν πως στο πολύωρο και δύσκολο ταξίδι με το πλοίο για Αθήνα, έκλεισε η φωνή μου κι έτσι δεν μπορούσα να τραγουδήσω –με αποτέλεσμα, αντί για τα πιο γνωστά μας "Rabbit’s Stomp" και "Peter Rabbit", να ηχογραφήσουμε τελικά τα εφεδρικά "Run Around Of A Girl" και "Ι’m Looking In The Universe", με φωνητικά του Γιάννη Μανιατάκη. Εν τω μεταξύ είχαμε συναντήσει πολλές δυσκολίες: ήμασταν εξαντλημένοι από το ταξίδι, μέναμε σε ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο Παλαιά Θεσσαλία μαζί με άλλους 10 αγνώστους σε εμάς, είχαμε δανεικά όργανα και κυρίως δεν ήμασταν συνηθισμένοι στην ηχογράφηση, δηλαδή πρώτα να παίζουμε και μετά να τραγουδάμε. Δεν είχαμε καθόλου στουντιακές εμπειρίες, παρά μόνο ζωντανές.
Είχατε θέματα με το σχολείο, μετά την ηχογράφηση αυτών των δύο κομματιών;
Τα προβλήματα δημιουργήθηκαν λίγο παλιότερα, όταν είχαμε αρχίσει να γινόμαστε λίγο πιο γνωστοί. Συγκεκριμένα στις 7 Μαρτίου του 1964, την ημέρα εορτασμού της ενσωμάτωσης των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα, σε ένα live που είχαμε δώσει μετά την παρέλαση, στο κτίριο της Περιηγητικής Λέσχης Ρόδου.
Η νεολαία της Ρόδου μας αγκάλιασε από την αρχή και οι αντιδράσεις των γονιών και του σχολείου, ήταν ακριβώς αυτές που την πείσμωσαν περισσότερο, φέρνοντάς την ακόμη πιο κοντά μας. Οπότε σε αυτήν την πρώτη μας συναυλία, έγινε πανζουρλισμός: έβλεπες κόσμο να χορεύει παντού και να τραγουδάει τα κομμάτια μας! Προς το τέλος όμως του live κάποιος σφύριξε στους καθηγητές ότι συμβαίνει κάτι πρωτόγνωρο στην αίθουσα και παγώσαμε όταν τους είδαμε να μπαίνουν μέσα. Μπορεί εκείνη τη στιγμή να μας έκαναν νόημα να συνεχίσουμε κανονικά, αλλά όταν πραγματοποιήθηκε το συμβούλιο καθηγητών, αποφασίστηκε να φάει ο καθένας μας από μία 8ήμερη αποβολή.
Ως αποτέλεσμα, ξεπεράσαμε το επιτρεπτό όριο και πήραμε κοσμία διαγωγή αντί για κοσμιοτάτη, που έπρεπε να έχεις οπωσδήποτε τότε για να βγεις έξω στην κοινωνία. Φυσικά ακολούθησε και τιμωρία από τους γονείς μας. Βρέθηκε μάλιστα και μία εφημερίδα η οποία έγραψε πως «νεαροί κοντομάλληδες της Ρόδου έφεραν τον υπόκοσμο της Αγγλίας» κτλ. Αυτό πάντως δεν μας πτόησε καθόλου, ενώ στη συνέχεια έγινε μία ανταλλαγή των αποβολών μας με τις καλές μας αθλητικές επιδόσεις στους Πανδωδεκανησιακούς Αγώνες. Έτσι, με την συμβολή του γυμναστή, οι απουσίες διαγράφηκαν και η διαγωγή διορθώθηκε, ενώ από τότε είχαμε και διαφορετική αντιμετώπιση από το σχολείο, ειδικά όταν έμαθαν πως δίναμε τα χρήματα από τα lives μας σε κοινωφελή ιδρύματα. Φτάσαμε μάλιστα σε σημείο να γίνουμε και το επίσημο συγκρότημα του σχολείου.
Έπειτα λοιπόν από την ηχογράφηση των δύο singles με τον Νίκο Μαστοράκη, τι συνέβη και δεν καταφέρετε να κάνετε το μεγάλο μπαμ;
Αυτό που συνέβη είναι πως βρήκαμε ένα τραγούδι για παιδιά, το "Simon Says" των 1910 Fruitgum Co, το οποίο αποφασίσαμε να το διασκευάσουμε για λογαριασμό της Music Box. Το ηχογραφήσαμε στη Ρόδο ως "Φύγε, Φύγε Λοιπόν" και έπειτα, όταν ήρθα στην Αθήνα, άφησα μία μπομπίνα με το κομμάτι στον Όμηρο Αθηναίο, ώστε να το ελέγξει η εταιρεία. Από εκεί και πέρα, όμως, χάσαμε επαφή με το τι συνέβαινε. Και ενώ περιμέναμε να μας ειδοποιήσουν σχετικά με το αν και πότε θα πάμε να ηχογραφήσουμε, το ακούσαμε ξαφνικά στο ραδιόφωνο... Απ' ότι μας είπαν μετά, το κομμάτι ακούστηκε στην εταιρεία και άρεσε, με αποτέλεσμα ο Τάκης Τσερώνης –ο οποίος ήταν μάνατζερ των Charms και δούλευε στη Music Box– να το πάρει για λογαριασμό της μπάντας του και να έχουμε το κλασικό πλέον "Τρελοκόριτσο".
Αν λοιπόν το είχαμε τραγουδήσει εμείς τότε, ίσως σήμερα να ήταν διαφορετική η ιστορία. Όλοι βέβαια με ρωτάνε γιατί δεν κάναμε κάποια αγωγή, αλλά η απάντηση είναι απλή: εδώ βρισκόμασταν σε κόντρα με τους γονείς μας γι' αυτό που κάναμε, πώς θα μπαίναμε στη διαδικασία να κατηγορήσουμε τρίτους ότι μας έκλεψαν κομμάτι; Μέσα σε τέτοιο πνεύμα άρνησης συμπαράστασης από τις οικογένειές μας, θα ήταν αδύνατο να πετύχουμε κάτι. Το μόνο που είχαμε και μας κρατούσε ζωντανούς, ήταν η τρέλα μας για τη μουσική.
Και ποια στάση κρατήσατε στη συνέχεια;
Ήταν κάτι που μας απογοήτευσε πάρα πολύ. Συνέβη μάλιστα την εποχή που είχε μπει και ο Νίκος Κούρος στο σχήμα, ο οποίος ήταν ο καλύτερος μουσικός απ’ όλους μας –μέσω εκείνου δέσαμε μεταξύ μας και ανεβήκαμε πολλά επίπεδα. Εν τω μεταξύ τελειώναμε και το σχολείο, σκεφτόμασταν τις σπουδές, κι ενώ ήθελα να σπουδάσω μουσική ο πατέρας μου δεν με άφηνε σε καμία περίπτωση. Μετά λοιπόν ο καθένας ακολούθησε τη δικιά του πορεία: εγώ και ο Γιάννης φύγαμε στην Ιταλία, ο Γιώργος πήγε στη Θεσσαλονίκη και έγινε γεωπόνος, ο Βασίλης όμως συνέχισε σαν μουσικός όπως και ο Νίκος, ο οποίος παραμένει μάλιστα ενεργός μέχρι και σήμερα.
Πώς προέκυψε λοιπόν η επανένωσή σας το 1977 και η ηχογράφηση όσων κομματιών παίζατε στα lives σας;
Οι σπουδές αποτελούσαν ασφαλώς τροχοπέδη για το συγκρότημα, αλλά κάθε καλοκαίρι βρισκόμασταν ξανά οι 5 μας και παίζαμε μεταξύ γνωστών και φίλων, λαμβάνοντας αγάπη και θετικά σχόλια. Μας έπιασε έτσι η νεανική νοσταλγία και αποφασίσαμε να ηχογραφήσουμε αυτά τα κομμάτια που ξέραμε και αγαπούσαμε, ώστε να τα έχουμε καταγεγραμμένα για εμάς κυρίως.
Έτσι το 1977, όταν πια τα πράγματα ήταν πιο ευνοϊκά, κλειδωθήκαμε (κυριολεκτικά) σε ένα δωμάτιο του σπιτιού μου, στους τοίχους του οποίου είχαμε κολλήσει αυγοθήκες και αφρολέξ για ηχομόνωση. Είχαμε μάλιστα έναν πολύ καλό φίλο και τεχνικό ήχου, τον Μιχάλη Παντελίδη ή «Φελλό» όπως τον αποκαλούσαμε, ο οποίος έκανε φοβερή δουλειά· σε εκείνον οφείλεται μεγάλο μέρος της ποιότητας των ηχογραφήσεων. Με τη βοήθεια λοιπόν του Μιχάλη και του Ίωνα Σχίζα –ενός φοβερού μουσικού– καταφέραμε να δώσουμε βάθος και να εκτινάξουμε τα τραγούδια μας. Συνεχίσαμε μάλιστα να ηχογραφούμε δεκάδες κομμάτια μέχρι και το 1979, ξαναζώντας νοερά την παλιά εποχή σε πραγματικό χρόνο και νιώθοντας τη χαρά να ξαναπαίξουμε.
Και πώς φτάσαμε τώρα στη φετινή έκδοση του βινυλίου και του CD στη B-οtherSide Records, με τίτλο Looking In The Universe και με κομμάτια από αυτές τις ηχογραφήσεις; Γιατί άργησε να κυκλοφορήσει τόσο πολύ;
Αρχικά να σας πω ότι εμείς το είχαμε εγκαταλείψει το θέμα μετά το 1979: όλα αυτά ήταν μόνο αναμνήσεις. Είχαμε όλοι ακολουθήσει τις πορείες μας και είναι τέτοια η δίνη της επιβίωσης, ώστε δεν σου επιτρέπει να ασχοληθείς με πολλά πράγματα παράλληλα. Το 1985, όμως, με προσέγγισε ένας συγγραφέας και δικηγόρος από την Θεσσαλονίκη με το όνομα Ντίνος Δηματάτης, ο οποίος έγραφε ένα βιβλίο και ήθελε να μάθει πράγματα για το συγκρότημα. Μας έστειλε μάλιστα μαζί με το βιβλίο του και ένα βραβείο/αναγνώριση της συμβολής μας στην ελληνική δισκογραφία, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων της Θεσσαλονίκης ως πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης (1987).
Την κίνηση αυτήν την αντιληφθήκαμε, στο χαλαρό βέβαια, ως μία ετεροχρονισμένη αναγνώριση της αξίας μας. Έτσι κάπως αναζωπυρώθηκε το ενδιαφέρον μας, χωρίς όμως να συμβεί κάτι μέχρι το 2000, όταν με πήρε κάποιος τηλέφωνο· κι ενώ στην αρχή με πείραζε, τελικά μου ζήτησε κομμάτια μας για να τα ανεβάσει στο διαδίκτυο. Έτσι, σιγά-σιγά, μου ζητούσε όλο και περισσότερα, φτάνοντας στο σημερινό σημείο, όπου έχουμε πια συγκεντρώσει αρκετά κομμάτια μας. Με τη βοήθεια κατόπιν του Δημήτρη Βασιλειάδη, που βρίσκεται πίσω από τη B-οtherSide, κυκλοφόρησε το Looking In The Universe. Σε κάθε περίπτωση του χρωστάω αρκετά, αν όχι τα πάντα, για το γεγονός ότι βγήκε αυτή η έκδοση και κάθομαι και σου δίνω συνέντευξη ως ένας και καλά «φτασμένος» καλλιτέχνης, ενώ κάθε άλλο παρά συνηθισμένος δεν είμαι σε τέτοιες καταστάσεις.
Γιατί θεωρείτε πως η μουσική βιομηχανία έχει στρέψει το βλέμμα της προς το παρελθόν, με μία αναβιωματική ματιά;
Παλιά η ακρόαση ενός δίσκου αποτελούσε μία ξεχωριστή ιεροτελεστία. Καθόσουν στο σαλόνι σου και άκουγες τον δίσκο που είχες επιλέξει να αγοράσεις. Σήμερα είναι τόσο μεγάλη η πρόσβαση σε όλα τα ακούσματα της ιστορίας, ώστε δεν προλαβαίνουμε καν να τα ακούσουμε. Θεωρώ λοιπόν πως η όλη στροφή προς τα πίσω –και μαζί της η άνθιση του βινυλίου– είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας κάποιων ανθρώπων να εκτιμήσουν πάλι το πραγματικό νόημα της μουσικής. Μπορείτε να με κατηγορήσετε για άτομο κολλημένο στην εποχή του, αλλά δεν υπήρχε πιο γλυκός και ζεστός ήχος από τον αναλογικό.
Κρατάτε αλήθεια επαφή με τη σύγχρονη μουσική πραγματικότητα;
Για να είμαι ειλικρινής έχω προσπαθήσει, αλλά δεν με τραβάει κάτι πραγματικά για να ασχοληθώ μαζί της, πάντα επιστρέφω στα παλιά. Από ένα σημείο και μετά, η ποιότητα της μουσικής έπεσε πάρα πολύ. Λείπουν οι γλυκές μελωδίες που θα χαϊδέψουν τα αυτιά του ακροατή.
Τέλος, πώς εξηγείτε το γεγονός ότι και στην Ελλάδα έχουμε αρχίσει να ανακαλύπτουμε και να εκτιμούμε συγκροτήματα όπως τους Rabbits, τα οποία δεν έλαβαν την αναγνώριση που τους άξιζε στην εποχή τους;
Θεωρώ πως στη μουσική, όπως και σε πολλά ακόμα πεδία, έχουμε φτάσει σε αδιέξοδο. Και έτσι, στρέφουμε το βλέμμα προς τα πίσω για να επαναπροσδιορίσουμε και να εκτιμήσουμε πραγματικά το παρόν. Εύχομαι ειλικρινά να φτάσουμε σε ένα σημείο που να μπορούμε να απολαύσουμε ξανά τη μουσική, όπως την απολαμβάναμε στο παρελθόν.
{youtube}v3uT1ticPFc{/youtube}