Φωτογραφίες: Γιάννης Πρίφτης
Είχα πολύ καιρό να δω τέτοια παράσταση, μα και τόσο γενική να είναι η απήχησή της –και στους κριτικούς, και στον κόσμο. Έπαιξε φαντάζομαι ρόλο αυτό στην απόφασή σας να επαναλάβετε φέτος το Χειρόγραφο...
Αν κι εγώ δεν έχω την πείρα του θεάτρου, γνωρίζουμε ότι είναι κάτι συνηθισμένο να συνεχίζονται παραστάσεις και για 2η χρονιά. Μπήκα λοιπόν κι εγώ σε αυτήν τη λογική όταν ο παραγωγός μας μου είπε ότι θα ήταν κρίμα να μην το επαναλάβουμε, καθώς υπάρχει κι ένας κόσμος που αργεί να πληροφορηθεί, ενώ είναι πολλοί κι όσοι έχασαν το Χειρόγραφο πέρυσι. Βεβαίως, παίζει ρόλο και το ότι ξέρεις πως υπήρξε τέτοια αποδοχή. Το χρωστάμε πάντως και στη Θεσσαλονίκη, μακάρι δε η παράσταση να πάει και σε άλλες πόλεις. Αυτός είναι ο σκοπός μας: να πάμε και σε άλλες πόλεις, σε άλλα κλειστά θέατρα –γιατί η παράσταση είναι για κλειστά θέατρα, όπως θα είδατε κι εσείς– τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό.
Το είχατε προσχεδιάσει το Χειρόγραφο ως κάτι το τόσο λιτό μουσικά; Ή το αποφασίσατε στην πορεία, βάσει του κειμένου και της σκηνοθεσίας;
Η αλήθεια είναι ότι τα τραγούδια επιλέχθηκαν ως μια συνέχεια του κειμένου κι όχι για να πάρω τον πρώτο ρόλο ως τραγουδίστρια. Ακόμα κι ο τρόπος με τον οποία τα λέω στην παράσταση, είναι σαν να συνεχίζω την αφήγηση, σαν να συνεχίζω το κείμενό μου. Δεν ήθελα λοιπόν μια μεγάλη ορχήστρα, ακριβώς γιατί δεν ήθελα να επαναλάβω ένα καθαρά μουσικό δρώμενο: απ' τη στιγμή που έμπαινε ένα κείμενο, ήθελα εκείνο να πρωταγωνιστεί κι όχι τα τραγούδια.
Βέβαια, δεν θα μπορέσω ποτέ –και δεν θέλω, άλλωστε– να μην έχω συντροφιά μου τα τραγούδια. Και έτσι αποφασίστηκε η συγκεκριμένη δομή παρέα με τον Γιώργο Νανούρη, ο οποίος έπαιξε μεγάλο ρόλο και στην επιλογή των κειμένων μου, αλλά και στη σύνθεσή τους. Ήταν δηλαδή πολύ περισσότερα τα κείμενα, καθώς γράφω αυτόματα, είναι αυτόματο το γράψιμό μου. Είναι σαν ένα ταξίδι που κάνεις με τη μνήμη, ανεξέλεγκτο όμως· η μία εικόνα σε πάει σε άλλη και στο τέλος γίνεται πολύ δύσκολο να το κάνεις μια ιστορία.
Eίναι πολύ ωραίο που εμφανίζεστε στη σκηνή μ' ένα τάμπλετ, ως μια γυναίκα του απόλυτου σήμερα εξοπλισμένη με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας, και μας πάτε στα παιδικά χρόνια μιας επαρχιακής πολιτείας, μιας διαφορετικής δεκαετίας. Κι όμως, τα χρόνια δεν είναι τόσα πολλά, έτσι δεν είναι;
Είναι πάρα πολλά, αλλά είναι και πολύ λίγα. Εξαρτάται πώς το βλέπεις. Εάν έχεις δηλαδή μια πολύ γεμάτη ζωή, με πολλές εναλλαγές, με πολλές εντάσεις, ο χρόνος περνάει πάρα πολύ γρήγορα. Κι εγώ έχω ζήσει μια τέτοια ζωή. Αλλά είναι και λίγο σαν να έχουν περάσει αιώνες από κάποιες περιόδους της ζωής μου –είτε την παιδική μου ηλικία, είτε την εφηβική, είτε την ενήλικη. Το θέμα είναι γιατί διαλέγει το μυαλό να κρατάει κάποιες εικόνες, γιατί ορισμένες είναι πιο ζωντανές. Αυτό δεν ξέρω κι εγώ να το απαντήσω.
Στο κείμενο η σχέση σας με τους γονείς σας αποτυπώνεται ως κάτι πολύ ζωντανό. Για τη μητέρα σας, βέβαια, το κοινό γνωρίζει κάτι παραπάνω, μέσω των τραγουδιών που έχετε πει για εκείνη. Ο πατέρας σας, όμως, νομίζω ότι φωτίζεται για πρώτη φορά στο Χειρόγραφο...
Δεν ήταν η σειρά του; Κάπου δεν ήτανε κι αυτός εκεί, δεν περίμενε; Η μητέρα είναι το πρώτο πρόσωπο στη ζωή μας: είναι η ρίζα κι ο πατέρας είναι ο κορμός. Κι επειδή εγώ έζησα πολύ λίγα χρόνια με τον πατέρα μου, γιατί πέθανε νέος, η αναφορά μου σε αυτόν ήταν συνήθως αποσπασματική. Μεγάλη πια κατάλαβα την έλλειψη της παρουσίας του και τι καλά που θα ήταν να με έχει δει να μεγαλώνω περισσότερο. Όπως και να το κάνουμε, τα παιδικά μου χρόνια, τα χρόνια δηλαδή που έζησα στη Θήβα –όπου και γεννήθηκα–έχουν να κάνουν με τον πατέρα μου. Το συγκεκριμένο κεφάλαιο κλείνει με τον θάνατό του. Η νέα ζωή με βρίσκει στην Αθήνα χωρίς εκείνον.
Φέρνετε ακόμα τόσο έντονα στο μυαλό σας τη μητέρα σας; Τη μελετάτε καμιά φορά, όπως σας βλέπουμε να κάνετε στην παράσταση;
Όχι πια. Θα ήταν ψέμα να πω κάτι τέτοιο, γιατί πλέον είμαι κι εγώ η ίδια μάνα για τον γιο μου. Ναι, τη θυμάμαι, την αναφέρω όπως όλος ο κόσμος κάνει για τη μάνα του, αλλά δεν είναι πια τόσο ζωντανή η «παρουσία» της στη ζωή μου. Πιστεύω είναι κάτι διαφορετικό πια. Νομίζω πως οι γονείς μας περνάνε στο δικό μας σώμα, με έναν τρόπο: τους μοιάζουμε, φερόμαστε σαν εκείνους...
Στο Χειρόγραφο αποδομήσατε σε σημεία τον εαυτό σας, με ένα θάρρος που δεν βλέπουμε συχνά, ούτε καν στη διεθνή καλλιτεχνική σφαίρα. Επικοινωνήσατε πολύ ανοιχτά ορισμένα πράγματα στο κοινό και δεν το έχουμε συνηθίσει αυτό από ένα όνομα με τη δική σας εμβέλεια...
Έχουμε συνηθίσει η ζωή ενός καλλιτέχνη να συζητιέται πίσω από την πλάτη του. Τίποτα δεν μένει κρυφό, για κανέναν επώνυμο άνθρωπο. Δεν έχω πάντως και τίποτα συγκλονιστικά μυστικά! (γελάει) Αυτό λοιπόν που, έμμεσα έστω, μπορεί να συζητιέται πισώπλατα, το φέρνεις εσύ ο ίδιος μπροστά. Κι έτσι γίνεται πια κάτι κανονικό, αθωώνεται. Το να αυτοσαρκάζεσαι με πράγματα που ίσως σε ταλαιπώρησαν ανά στιγμές ή με ζητήματα που έχουν να κάνουν με σκοτεινές πλευρές, τα κάνει να ελαφραίνουν. Την ίδια στιγμή, αυτό το ζει και ο θεατής: βλέπει κι εκείνος τα δικά του σημεία και τα απομυθοποιεί. Υπάρχει βέβαια και μια μαγεία, η οποία καλό είναι να μη χάνεται. Ο καλλιτέχνης που ανεβαίνει στη σκηνή δημιουργεί ένα παραμύθι και το κοινό έχει την ανάγκη να μπει σε αυτόν τον κόσμο, για να ξεφύγει από την άχαρη πραγματικότητα. Δεν είναι επομένως κι αναγκαίο να βγαίνουμε και να τα ισοπεδώνουμε όλα.
Στην παράσταση βλέπουμε να σας απασχολούν πολλές επαγγελματικές προοπτικές, μα τελικά να σας κερδίζει το τραγούδι, λίγο σαν να «έτυχε». Πώς θυμάστε εκείνο το διάστημα που μπήκατε στη δισκογραφία με το "Όταν Πίνει Μια Γυναίκα";
Κάπως έτσι έγινε, έτυχε. Πολλές φορές μας τυχαίνουν πράγματα που δεν τα προσέχουμε –μπορεί να μου είχαν τύχει κι άλλα και να μην τους είχα δώσει σημασία, πάντως η μουσική με τράβηξε. Θα έλεγα πως ήταν κάτι σαν παιχνίδι: ένα παιχνίδι που με έβγαζε από την καθημερινότητα, σε μια περίοδο ανάμεσα στο τελείωμα της εφηβείας και στην ενηλικίωση, κατά την οποία δεν ήξερα ακριβώς τι θα κάνω.
Τότε λοιπόν, μου ζήτησαν να τραγουδήσω σε μια μπουάτ. Πήγα, το έκανα, χωρίς να έχω στον νου μου πως με αυτό θα ασχολιόμουν. Το ένα κατόπιν έφερε το άλλο, ήταν και μια εποχή που «έγραφε» ο καλός νέος τραγουδιστής: μπορούσε να βρει ρεπερτόριο, καθώς υπήρχαν οι νεότεροι συνθέτες και οι δισκογραφικές εταιρίες ήταν ακόμα σε ανάπτυξη. Η μια συνεργασία διαδέχθηκε έτσι την άλλη, κι έκανα πάρα πολλές συμμετοχές σε δίσκους μεγάλων συνθετών –στον Απόστολο Καλδάρα, στον Μάνο Λοΐζο, στον Γιάννη Σπανό, στον Γιώργο Χατζηνάσιο. Ήταν χρόνια τα οποία ευνοούσαν πάρα πολύ τον τραγουδιστή, όποιος διέθετε ταλέντο μπορούσε να αξιοποιηθεί αμέσως.
Και είπατε τότε πολλά τραγούδια που έχουν μείνει στην ιστορία: αυτά της Μικράς Ασίας, εκείνα με τον Κουγιουμτζή, την "Οδό Αριστοτέλους", τη "Δημητρούλα". Ποιο ήταν όμως το τραγούδι με το οποίο είπατε «τώρα κάνω αυτό»;
Όταν έκανα την "Οδό Αριστοτέλους" το 1974, είχα αρχίσει να πείθομαι ότι θα με κρατήσει αυτή η δουλειά ή θα την κρατήσω εγώ. Κι όταν πια ήρθε η "Δημητρούλα" σε μια περίοδο κατά την οποία τραγουδούσαμε με τον Γιώργο Νταλάρα στην Πλάκα και συνέβη η όλη αναβίωση του σμυρνέικου και ρεμπέτικου ήχου, έγινε το μεγάλο μπαμ. Τότε άρχισαν οι συναυλίες σε ολόκληρη την Ελλάδα.
Όμως από τους τόσους συνθέτες με τους οποίους συνεργαστήκατε, τελικά δέσατε με τον Μάνο Λοΐζο...
Νομίζω πως ο κόσμος το διάλεξε. Γιατί με τον Λοΐζο δεν συνεργάστηκα περισσότερο απ’ ότι συνεργάστηκα με τον Νικολόπουλο, τον Καλδάρα ή τον Σπανό. Κάναμε όμως τον δίσκο Τα Τραγούδια Της Χαρούλας σε στίχους του Μανώλη Ρασούλη και ήταν κάτι καινούριο αυτό που συνέβαινε τότε: μια φρέσκια ματιά επάνω στο τραγούδι, από συνθέτες έντεχνους, οι οποίοι δεν ξέρανε και πάρα πολύ καλά το λαϊκό κοινό. Σας θυμίζω ότι η ίδια μείξη έφερε περίπου το ίδιο διάστημα την Εκδίκηση Της Γυφτιάς του Ξυδάκη, με τον Νίκο Παπάζογλου. Ήταν σαν ένα νέο κίνημα μέσα στη νεότερη ελληνική μουσική. Και κάτι έγινε εκεί με τον κόσμο και θεωρήθηκε ότι ταίριαξα περισσότερο με τον Λοΐζο. Ήταν ασφαλώς κι εκείνος ένας άντρας προσιτός και τον αγαπούσε αληθινά το κοινό. Ήταν λοιπόν σαν ο κόσμος να ήθελε να συνεργαστώ μαζί του κι άλλο. Δεν έγινε. Δεν προλάβαμε.
Υπήρξε ωστόσο πολύ σημαντικός άνθρωπος στη ζωή σας...
Ναι, γιατί ο Μάνος ήταν και φίλος. Ήταν ο πιο στενός φίλος του άντρα μου. Ήταν πολύ συνδεδεμένοι με τον Αχιλλέα: όποτε ο Μάνος έμπαινε στο σπίτι μας, ήταν η παρέα μας. Κι αυτό μας είχε δέσει πολύ.
Κι όταν πια γίνατε μύθος, όταν δηλαδή γίνατε «η Χαρούλα», σας χάλασε αυτό την καθημερινότητά σας;
Δεν μου είναι εύκολο να απαντήσω σε αυτό, θα είναι σαν να λέω ψέματα. Γιατί η καθημερινότητα μου, η προσωπική μου ζωή με το παιδί και τον άντρα μου, δεν άλλαξε. Δεν μπήκα ποτέ στη λογική του «Τώρα είσαι σταρ! Τώρα φέρεσαι αλλιώς». Δεν είναι Χόλιγουντ η Αθήνα, δεν είναι Αμερική, όπου απαγορεύεται να μην είσαι ο σταρ, απαγορεύεται να μην συμπεριφέρεσαι έτσι. Εδώ ζούμε με τον κόσμο, ερχόμαστε σε επαφή με τον κόσμο: όλοι σου μιλάνε στον ενικό, σε αγγίζουνε, είναι άλλη η σχέση του Έλληνα τραγουδιστή με το κοινό, σε σύγκριση με το εξωτερικό. Οπότε δεν μου δημιούργησε ποτέ πρόβλημα. Χαρά μου ήταν που έπαιρνα τόση αγάπη.
Όταν όμως βγάλατε το Δι' Ευχών, άρχισαν και οι γκρίνιες –θυμάμαι για χρόνια έπειτα τις συζητήσεις για το «τι έγινε η Χαρούλα, η δικιά μας». Γιατί όμως δεν συνέβη και πιο πριν αυτό, π.χ. στη συνεργασία σας με τον Θάνο Μικρούτσικο; Ένα τραγούδι σαν το "Μια Πίστα Από Φώσφορο", ήταν επίσης «δύσκολο»...
Μετά το Δι' Ευχών, ενώ πια περνούσα στις νεότερες γενιές, έρχονταν πράγματι οι παλιότεροι κι έλεγαν: «τι 'ναι αυτά που κάνεις εδώ; Σε χάνουμε από δικιά μας;». Είχε πάντως συμβεί και παλιότερα κάτι τέτοιο, και με τον Μικρούτσικο στο "Η Αγάπη Είναι Ζάλη", αλλά και με τον Βαρδή, με το "Φεύγω". Έκανα πολλές φορές ρωγμές στη δουλειά μου με το παλιό και το καινούριο. Δεν φοβήθηκα να συνεργαστώ με συνθέτες με τους οποίους κάποιοι έλεγαν ότι δεν ταιριάζω. Ήμουν ας πούμε η ...άπιστη σ' αυτό το είδος τραγουδιού! (γελάει) Απλά με τον Μικρούτσικο ίσως να μη συνέβη στον ίδιο βαθμό γιατί μαζί με τέτοια τραγούδια υπήρξαν και στιγμές σαν την "Ελένη" ή το "Ερωτικό". Ενώ με το Δι' Ευχών έσπασε πιο ξεκάθαρα το στάτους της Χαρούλας, που είχα μέχρι εκείνη την εποχή.
Κάνατε πάντως κι άλλους ιδιαίτερους δίσκους τη δεκαετία του 1980. Όπως τα Απρόβλεπτα Τραγούδια, με τον Μάνο Χατζιδάκι. Πώς αλήθεια και δεν συνεργαστήκατε περισσότερο με τον συνθέτη που έγραψε στην "Παναγία Των Πατησίων" τον στίχο «εσύ μασάς τη Μοσχολιού και τρως την Αλεξίου»;
Δεν ξέρω, έτσι ήταν να γίνει. Ούτε εγώ το κυνήγησα, ούτε κι αυτός. Ίσως να μην ήμουν η τραγουδίστριά του. Κάθε συνθέτης έχει στο μυαλό του τις φωνές με τις οποίες θα ήθελε ν' ακούσει τα κομμάτια του. Αν με θαύμαζε, με θαύμαζε λοιπόν για εκείνο που ήμουν, όχι σε σχέση με τα δικά του τραγούδια. Τότε που συνεργαστήκαμε στον Σείριο, θυμάμαι μου πρότεινε να πω κάποια ανέκδοτα τραγούδια του. «Είσαι σίγουρος;», τον ρώτησα· «άκουσέ τα κι αποφάσισε», μου απάντησε. Και του απάντησα ότι δεν ταίριαζε η φωνή μου στο υλικό. Δεν έχω δει πάντως πιο άνετο άνθρωπο, πιο νέο. Μαζί το φτιάξαμε το πρόγραμμα που τραγούδησα στον Σείριο και ήταν ο Χατζιδάκις που μου ζήτησε να το ηχογραφήσουμε.
Η Οδός Νεφέλης, που κάνατε αργότερα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν ένα πρώιμο Χειρόγραφο σε μορφή δίσκου;
Μ’ αρέσει που το λέτε έτσι. Ναι, θα μπορούσαμε να το πούμε αυτό. Γιατί αν πάρω τους στίχους εκείνους και τους κάνω πεζά, γίνεται πράγματι ένα είδος Χειρογράφου.
Ως κάποια που επιχειρήσατε τόσες ρωγμές στην καριέρα σας, πώς και δεν έχετε κάνει κάτι σε πιο ηλεκτρονική μουσική; Με την οποία έχετε φλερτάρει και στο Παράξενο Φως, αλλά και στο τραγούδι που είπατε με τη Ζωή Παπαδοπούλου...
Με γοητεύουν κάποιες μουσικές που έρχονται από εκεί, όμως το θέμα δεν είναι να τα κάνεις όλα. Μπορώ να θαυμάζω μια μουσική χωρίς να βλέπω τον εαυτο μου μέσα εκεί. Όπως γίνεται για παράδειγμα και με την κλασική: δεν έχω σκεφτεί δηλαδή ποτέ γιατί δεν κατάφερα να γίνω λυρική τραγουδίστρια, επειδή μου σηκώνει την τρίχα η Μαρία Κάλλας. Στην ηλεκτρονική μουσική, λοιπόν, είμαι μάλλον επισκέπτρια –έχω κάνει ορισμένες δοκιμές, έχω χρησιμοποιήσει ένα παρεμφερές κλίμα, ως εκεί. Αρκετό χώρο έχω πιάσει στην ελληνική μουσική, δεν επιθυμώ να τον πιάσω όλον! (γέλια)
Στη Σμύρνη, έχουν δώσει το όνομά σας σε μια λεωφόρο. Σας συγκίνησε η κίνηση αυτή;
Μα τι λέτε τώρα; Δεν το πιστεύω! Δηλαδή να είναι καλά ο παππούς μου και η γιαγιά μου που γεννήθηκαν εκεί που έζησα εγώ μια τέτοια τιμή, η οποία στην ουσία ανήκει σε εκείνους. Με αγαπάνε στην Τουρκία, έχουν μεταφράσει πάρα πολλά τραγούδια μου. Τους μάθαμε μάλιστα να αναφέρουν και τα ονόματα των συνθετών και των στιχουργών, που δεν το κάνανε παλιά (γελάει) Ξέρουν επίσης και αγαπάνε πάρα πολύ τα τραγούδια του Λοΐζου, τα οποία επίσης έχουν μεταφραστεί. Κι έχω βέβαια συνεργαστεί κι εγώ με πολλούς καλλιτέχνες από εκεί.
Σχεδιάζετε κάποια επιστροφή στη δισκογραφία; Ή στον ορίζοντα υπάρχει, για την ώρα, μόνο το Χειρόγραφο;
Δεν ξέρω τι ετοιμάζει το μέσα μου. Πάντα κάπως έτσι γίνεται, όταν είμαι σε μια δουλειά το μέσα ετοιμάζει κάτι άλλο. Εάν δε βγω όμως από αυτό που κάνω τώρα, δεν μπορώ να του επιτρέψω να εμφανιστεί. Οπότε θα δούμε... Έχω πει πάντως 2 τραγούδια του Δημήτρη Παπαδημητρίου, θα τα δούμε σε μια ταινία τώρα. Και μπαινοβγαίνω στο στούντιο, κάνω με τους μουσικούς μου δοκιμές και demo με διάφορα. Αλλά επισήμως δεν γίνεται κάτι. Για το επόμενο διάστημα προβλέπονται πρόβες-πρόβες-πρόβες: ετοιμασία για τις παραστάσεις της Αθήνας κι αργότερα γι' αυτές της Θεσσαλονίκης, της Πάτρας και όπου αλλού βρεθούμε στη συνέχεια.
{youtube}2KQ3hF0m8pM{/youtube}