Φωτογραφίες: Δημήτρης Μακρής
Από τη στιγμή της συνέντευξης, δεν μπορούσα να θυμηθώ τίποτα απ' όσα μου είπε ο Παύλος Παυλίδης. Το μόνο που θυμόμουν είναι πως το μεγαλύτερο μέρος της διεξήχθη με τον σκύλο του –τη Μέλι– στην αγκαλιά μου, μέρος που επέλεξε καταχρηστικά η ίδια (όχι ότι με ενόχλησε, πάντως). Αυτό δεν συνέβη όμως γιατί ήταν ασήμαντα ή βαρετά τα όσα είπαμε, αλλά γιατί μια συζήτηση με τον τραγουδοποιό ξεπερνά τα όρια της απλής κουβέντας και σε βάζει σε ένα τριπάκι σχεδόν υπνοβατικό. Κατά την απομαγνητοφώνηση, λοιπόν, είχα τη χαρά να ξανακούσω ό,τι μου είπε για τη Θεσσαλονίκη, τις διαφορετικές γενιές ακροατών και την επικείμενη συναυλία του στην Τεχνόπολη, αλλά και για τους οικονομικούς μετανάστες, το προσφυγικό και τη Χρυσή Αυγή...
Έχετε διαγάγει έναν νομαδικό βίο. Πώς έχει ενημερώσει αυτό τη ζωή σας και πώς τον τρόπο με τον οποίον γράφετε μουσική;
Αυτό έχει ξεκινήσει από την παιδική μου ηλικία και μέσα στην ίδια τη χώρα. Από τα 7 μου και μέχρι να τελειώσω το δημοτικό, υπήρχε καθ' υπερβολή: σε κάθε τάξη βρισκόμουν και σ' άλλη πόλη. Είναι σίγουρα παράξενο, το σκέφτομαι κι εγώ καμιά φορά. Νομίζω πως με κάποιον τρόπο αυτές οι αλλαγές μας σκάβουν· και μας πληγώνουν και μας θωρακίζουν παράλληλα. Στην εφηβεία μου το είχα συνηθίσει κάπως σα δεδομένο, οπότε μου έδωσε τη δύναμη να φύγω από την Ελλάδα, όταν κάτι τέτοιο ήταν πολύ σημαντικό και κρίσιμο για μένα. Παράλληλα, απ' όταν ξεκίνησα να ζω από τη μουσική, η διαρκής μετακίνηση υπάρχει λόγω των συναυλιών. Και χωρίς να το καταλάβω, σχεδόν όλη μου τη ζωή κάνω αυτό: μεταφέρομαι απ' το ένα μέρος στο άλλο. Στ' αλήθεια δεν ξέρω πώς μ' έχει επηρεάσει στον τρόπο με τον οποίον γράφω, γιατί δεν ξέρω πως είναι να μη συμβαίνει αυτό.
Υπάρχετε αρκετό καιρό στη μουσική ώστε να έχετε ζήσει διαφορετικές γενιές ακροατών. Έχετε παρατηρήσει διαφορά στον τρόπο που ακούν και βιώνουν τη μουσική;
Σίγουρα. Όπως βλέπω να περνούν τα χρόνια και ν' αλλάζουν τα μέσα της επικοινωνίας, αλλάζει και η νοοτροπία του κόσμου. Σαφώς προχωράμε όλο και περισσότερο σ' ό,τι λέμε «κοινωνία του θεάματος». Αυτό έχει γίνει έντονο από τη δεκαετία του 1980 ήδη, τώρα ζούμε το αποκορύφωμά του. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι κάποτε στις συναυλίες βλέπαμε αναμμένους αναπτήρες, ενώ τώρα βλέπουμε αναμμένες οθόνες από κινητά. Δεν ξέρω πόσο νόημα έχει κανείς να το σχολιάσει, αλλά δεν αποκλειέται, σε κάποια δύσκολη στιγμή, ο αναπτήρας να φανεί χρησιμότερος στην ανθρωπότητα απ' ό,τι το κινητό.
Η τελευταία φορά που βρέθηκα σε συναυλία σας ήταν πριν 2 χρόνια στο Λονδίνο. Και παρατήρησα ότι το κοινό αποτελούνταν κατά κόρον από νέα παιδιά, οικονομικούς μετανάστες, που προσπαθούσαν κάπως να κρατήσουν ένα κομμάτι της κουλτούρας τους ζωντανό...
Από μόνο του αυτό αποτελεί ένα σχόλιο της πραγματικότητας. Όταν τη δεκαετία του 1990 πηγαίναμε με τα Ξύλινα Σπαθιά να παίξουμε στο Λονδίνο, είχαμε την αίσθηση ότι παίζουμε στους Έλληνες φοιτητές της Αγγλίας –τουλάχιστον το 90% του κοινού αποτελούνταν δηλαδή από εκείνους. Τελευταία κι εμείς έκπληκτοι συνειδητοποιήσαμε ότι δεν ισχύει άλλο αυτό και ότι οι περισσότεροι είναι εργαζόμενοι. Σκέψου ότι παίξαμε και φέτος στο Λονδίνο, στο The Garage, και ο βασικός ηχολήπτης και ο υπεύθυνος του μαγαζιού ήταν Έλληνες οι οποίοι μένουν και δουλεύουν στο Λονδίνο.
Το ζήτημα του προσφυγικού αποτελεί μεγάλο κομμάτι της σημερινής πραγματικότητας στη χώρα μας. Πώς ερμηνεύετε τη στάση των Ελλήνων απέναντί του;
Είναι σαφές πως η Ελλάδα δέχεται όλο το φορτίο, αυτήν τη στιγμή. Περίμενα μεγαλύτερη ψυχρότητα απ' τους Έλληνες, αλλά αποδείχτηκαν τελικά πολύ πιο ανθρώπινοι απ' όσο ίσως παρουσιάζουν οι τηλεοράσεις και τα μέσα. Κι αυτό είναι κάτι που μου έκανε εντύπωση και με έκανε να σκεφτώ κατά πόσο τα media παραμορφώνουν την πραγματικότητα γύρω μας. Ήταν πάντως μια ευχάριστη έκπληξη. Απ' την άλλη, είμαι σοκαρισμένος από τη στάση της υπόλοιπης Ευρώπης, όπου βλέπουμε στ' αλήθεια να κλείνουν τα σύνορα. Ζούμε κάτι σαν επιστημονική φαντασία. Καθρέφτης της Ευρώπης, είναι η στάση της απέναντι στον πόνο. Νομίζω πως η αναλγησία είναι το βασικό χαρακτηριστικό της εποχής μας. Αντί να πηγαίνουμε προς τα μπρος, πηγαίνουμε προς τα πίσω. Κι αυτό δεν ταιριάζει με τον πολιτισμό τον οποίον νομίζαμε πως έχει η συγκεκριμένη ήπειρος.
Μιλήσατε για την πραγματικά συγκινητική στάση πολλών αλληλέγγυων, όπου και βλέπουμε το ανθρώπινο πρόσωπο της Ελλάδας. Στον αντίποδα, έχουμε φαινόμενα όπως αυτό της Χρυσής Αυγής. Πώς εξηγείτε το δίπολο;
Μου φαίνεται το πιο φυσιολογικό πράγμα που θα συνέβαινε. Το ότι ήταν κρυμένα αυτά τα ποντίκια τόσο καιρό, πολλοί από μας το ξέρανε. Πάντα υπήρχε ένα τέτοιο κομμάτι στην Ελλάδα, το οποίο ουσιαστικά καμουφλαρίστηκε στις δεκαετιές που το ΠΑ.ΣΟ.Κ. και η Νέα Δημοκρατία τους χρησιμοποιούσαν και τους πλήρωναν για να κάθονται στ' αυγά τους. Τώρα όμως που τελείωσε το χρήμα, ψάχνουν τρόπο να κάνουν αισθητή την παρουσία τους. Στην ουσία είναι σαν να τους κρατούσαν ναρκωμένους με το χρήμα και τη χρήση τους ως παρακράτος, για πολύ συγκεκριμένους λόγους. Και το τελευταίο είναι κάτι που φοβάμαι πως κάνει και η ίδια η κυβέρνηση σήμερα, κάτι που διαπιστώνω με μεγάλη έκπληξη. Και το κάνει φαίνεται χρησιμοποιώντας τους συνεταίρους της, τους Ανεξάρτητους Έλληνες: βρίσκει μία κουτοπόνηρη δικαιολογία για να κρύβεται πίσω απ' αυτούς τους ακροδεξιούς με τους οποίους συνεταιρίζεται.
Η Θεσσσαλονίκη υπήρξε η βάση σας για τα περισσότερα από τα τελευταία 20 χρόνια. Έχουν ειπωθεί πολλές φορές τα καλά της, αλλά είναι γεγονός πως παραμένει πόλη συντηρητική, με την κουλτούρα «Φανέλα-Πόντος-Προσφυγιά» και «ΠΑΟΚ κι ας μη γαμήσω ποτέ». Πώς είναι να δημιουργείς σ’ αυτό το περιβάλλον;
Ας πούμε πως ήμασταν τυχεροί και ζήσαμε τη δεκαετία του 1980 στη Θεσσαλονίκη, όταν η εικόνα της ήταν πολύ διαφορετική, κυρίως το βράδυ. Το ίδιο ισχύει και για τα στέκια στα οποία συχνάζαμε. Από το 1981 που θυμάμαι τον εαυτό μου στη Θεσσαλονίκη, και μέχρι τα 1990s, υπήρχε ένα κλίμα πολύ πιο υγιές όσον αφορά την εναλλακτική σκηνή. Πιστεύω ότι και σήμερα συμβαίνουν πολλά πράγματα, αλλά δεν υπάρχει μία σκηνή ξεκάθαρα εξωστρεφής, με γκρουπ που να κατορθώσουν να σπάσουν το φράγμα των εισιτηρίων –όπως κατάφεραν δηλαδή συγκροτήματα σαν τις Τρύπες ή τα Ξύλινα Σπαθιά.
Μπορώ να πω ότι η Θεσσαλονίκη, όπως την ξέραμε, δεν υπάρχει. Αλλά το να γράψει κάποιος έναν καλό δίσκο ή ένα καλό τραγούδι, δεν εξαρτάται και τόσο πια από το μέρος όπου ζει. Πιστεύω πως υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι ζουν και δημιουργούν στην ερημιά, διψώντας για θόρυβο και ένταση· και το καταγράφουν αυτό σ' ένα βιβλίο, έναν πίνακα ή ένα τραγούδι –ή και το αντίθετο. Δεν πιστεύω επίσης ότι οι πόλεις δημιουργούν τον ήχο τους και αν σταματήσει να είναι σπουδαία μία πόλη, θα χαθούν οι καλλιτέχνες της. Καμιά φορά τα πράγματα λειτουργούν κι αντίστροφα.
Ένα τραγούδι είναι κάπως η αποτύπωση μιας στιγμής στον χωροχρόνο. Έχουν υπάρξει τραγούδια σας που έχουν μετασχηματιστεί μέσα στα χρόνια και παίρνουν άλλη σημασία απ' την αρχική;
Ξέρεις, δεν είναι πάντα ένα τραγούδι η αποτύπωση μίας στιγμής. Καμιά φορά, μπορεί να έχουν συμπεριληφθεί πολλές στιγμές, πολλών χρόνων. Υπάρχουν δηλαδή τραγούδια που έχουν βγει σε μισή ώρα (μουσική και στίχοι) και άλλα, που δουλεύονται για χρόνια στο ημίφως και μεταλλάσσονται μέχρι να βγουν στο φως. Επειδή τυχαίνει όλα τα τραγούδια που γράφω κι αυτά που γράφουμε με τα παιδιά να προορίζονται για να παιχτούν σε συναυλίες, εκεί είναι πολύ ενδιαφέρον να βλέπεις πώς κάποιο κομμάτι μπορεί να αλλάξει θέση και στάση μπροστά στον κόσμο. Όταν βρεθεί μπροστά στα φώτα, μπορεί να σου ζητήσει κάτι άλλο από εκείνο που περίμενες εσύ να του ταιριάζει.
Δημιουργήσατε πέρυσι τη μουσική για την παράσταση χορού Beyond Collapse. Έχετε σκεφτεί ποτέ να μπλέξετε τη μουσική με άλλη τέχνη;
Ναι, αυτό είναι κάτι που απόλαυσα πάρα πολύ και το έκανα τελείως συνειδητά, το επεδίωξα. Με πολύ χαρά θα προχωρούσα σε έναν τέτοιον δρόμο, αν προέκυπτε κάποια ιδέα από τον χώρο του χορού, του θεάτρου ή του σινεμά.
Τα τραγούδια σας είναι έντονα αφηγηματικά, σα να διηγείστε ιστορίες. Έχετε σκεφτεί ποτέ να γράψετε ένα βιβλίο;
Νομίζω ότι δεν θα το αποφύγω. Το λέω κάθε χρόνο και κάθε χρόνο οι φίλοι μου περιμένουν πως θα το κάνω, μα αναβάλλεται διαρκώς. Κάποια στιγμή θα γίνει. Υπάρχουν πολλά ανέκδοτα γραπτά, που δεν είναι τραγούδια, τα οποία συγκεντρώνω. Ίσως λοιπόν γίνουν βιβλίο.
Ο τελευταίος σας δίσκος ονομάζεται Μια Πυρκαγιά Σ' Ένα Σπιρτόκουτο. Είναι κάπως σα να χωράει κάτι μνημειώδες σε κάτι καθημερινό ή κάτι πολύ μεγάλο σε κάτι πολύ μικρό...
Μου είχε κάνει παλιότερα πολύ εντύπωση ένας στίχος του Ελύτη, που έλεγε «από το ελάχιστο φτάνει κανείς καμιά φορα γρηγορότερα στο μέγιστο». Κατά κάποιον τρόπο, ο τίτλος είναι αναφορά στο συναίσθημα που μου προκάλεσε η συγκεκριμένη φράση. Για μένα σημαίνει ακριβώς αυτό που είπες, κάτι πολύ μεγάλο μέσα σε κάτι πολύ μικρό. Και μου αρέσει πολύ που χρησιμοποίησες τη λέξη «καθημερινό», γιατί το σπιρτόκουτο είναι όντως ένα μικρό αντικείμενο της καθημερινότητας. Με το που έκανα λοιπόν τον δίσκο, συνειδητοποίησα ότι μπορεί να περιγράφει αυτό ακριβώς που είναι το σύμπαν, όπου όλα βρίσκονταν μέσα σε ένα ελάχιστο σημείο. Ή ότι ένα δέντρο μπορεί να βρίσκεται κλεισμένο μέσα σε έναν μικροσκοπικό σπόρο, φτάνει να το φυτέψεις και να το ποτίσεις στην αρχή.
Η συναυλία σας στις 8 Σεπτέμβρη στην Τεχνόπολη είναι κάπως σαν κατάληξη της περιοδείας. Βρίσκετε την πυρκαγιά σας να σβήνει ή να φουντώνει;
Νομίζω είναι σε καλό δρόμο, πάει να φουντώσει! (γέλια)
{youtube}uerr0tV9cfQ{/youtube}