Σε μια συνέντευξή σας το 2013, είχατε πει ότι δεν υπάρχει λόγος πια να βγάζετε δίσκους γιατί «είναι σαν να φτιάχνεις σουβλάκια χωρίς να υπάρχει το σουβλατζίδικο». Πώς και προέκυψε, λοιπόν, το Τέλειο Έγκλημα;
Αυτά είναι γεροντικές συνήθειες: αυτά έμαθα να κάνω και ο άνθρωπος δεν αλλάζει εύκολα. Ίσως είναι περισσότερο πια η ανάγκη μου να καταλάβω ότι έγινε κάτι. Είναι σαν να έχει κάποιος μια σχέση και να συζεί πολλά χρόνια και να αντιλαμβάνεται, με έναν μυστήριο τρόπο –σωστά το αποκαλεί η Εκκλησία μυστήριο– τη σχέση του αλλιώς, μετά την τέλεση του γάμου. Η έκδοση ενός δίσκου, λοιπόν, είναι ό,τι είναι και η τέλεση του γάμου για μία σχέση: δίνει μία ευλογία εκ θεού, όπου στην περίπτωσή μας θεός είναι η αγορά. Επίσης, το «υπάρχω» και το «έχω», έχει να κάνει με την αφή. Όπως τα μικρά παιδιά, που τους δίνεις κάτι και λένε «δικό μου», και το κρατάνε στο στήθος τους. Δεν μπορεί να είναι κάτι δικό σου, χωρίς να το ακουμπάς.
Επίσης, ως ενήλικας, δικό σου είναι κάτι του οποίου έχεις τα κλειδιά. Και τα κλειδιά στη μουσική, στον ψηφιακό κόσμο, τα έχουμε χάσει, εν μέρει και εν όλω. Υπήρχε πάντοτε η συζήτηση του ποιος χρωστάει σε ποιον: ο καλλιτέχνης στο ραδιόφωνο ή το ραδιόφωνο στον καλλιτέχνη; Εντάξει, δεν είναι ανάγκη να πω με ποιανού το μέρος είμαι. Αλλά στην περίπτωση του YouTube έχουμε φτάσει στο σημείο οι καλλιτέχνες να του χαρίζουμε τα έργα μας και να δεχόμαστε τον νταβατζή, μήπως και μας ακούσει κάποιος εκεί έξω και έρθει να μας ακούσει στο live. Έχουν αλλάξει τα πράγματα, με έναν τρόπο ενδιαφέροντα λένε οι καλόπιστοι, τρελό ή χαοτικό λένε οι πιο καχύποπτοι. Πάντως έχει όλα τα χαρακτηριστικά του Μεγάλου Αδελφού αυτή η αλλαγή.
Ο δίσκος σας έχει ως θέμα διάφορα εγκλήματα γυναικών. Πώς σας προέκυψε η ιδέα;
Κατ' αρχάς, υπάρχουν στο παρελθόν αρκετά ενδιαφέροντα παραδείγματα τέτοιων τραγουδιών. Ένα είναι το “Mack The Knife” των Weill και Brecht. Υπάρχει επίσης το “Delilah” του Tom Jones και το “Καημένε Αθανασόπουλε Τι Σου 'Μελλε Να Πάθεις”, ένα τραγούδι του Μεσοπολέμου, το οποίο αφορούσε πραγματικό γεγονός και έγινε τεράστια επιτυχία. Θυμάμαι είχα πει κάποτε στον Μιχάλη Γκανά ότι, αν θέλουμε να γράψουμε τραγούδια γρήγορα και εύκολα, πρέπει να πάμε να πάρουμε τη δικογραφία των διαζυγίων από το Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκεί μέσα έχει πολύ ψωμί. Λίγο από τα τραγούδια που προανέφερα και λίγο από μια εμμονή που έχω χρόνια, να γράψω τραγούδια πάνω σε μονόστηλα εφημερίδων, συνέβη κάτι λίγο μεταφυσικό, αλλά και της ηλικίας: εγώ ο μισογύνης πήρα το μέρος των γυναικών όταν «τρώγανε» τον άντρα, γιατί κατάλαβα ότι κι αυτές έχουν ένα δίκιο.
Γιατί λέτε ότι είστε μισογύνης;
Ε, κατά βάθος είμαι. Τις λατρεύω τις γυναίκες και νομίζω δεν υπάρχει πιο ευτυχισμένη στιγμή για ένα δωμάτιο από όταν μπαίνει μέσα ένα ωραίο κορίτσι. Η γυναίκα είναι το καλύτερο και το χειρότερο στη ζωή ενός άνδρα και όλοι το ξέρουν αυτό. «Δια γυναικός ερρύη τα φαύλα, και διά γυναικός πηγάζει τα κρείττω», σύμφωνα και με τον διάλογο του Θεόφιλου με την Κασσιανή.
Στον δίσκο συμμετέχουν διάφορες φωνές, ανάμεσά τους και δύο πολύ νέες ερμηνεύτριες, η Νεφέλη Φασούλη και η Μαντώ Παναγιωτάκη. Είναι ανακαλύψεις σας;
Διάβασα μια συνέντευξη του Χατζιδάκι, στην οποία τον ρωτούσαν αν του αρέσει να έχει σχέσεις με νέους ανθρώπους κι έλεγε «μόνο αν εκείνοι θέλουν να με ανακαλύψουν». Είναι αμφίδρομο αυτό, λοιπόν: τις ανακαλύπτω εγώ, με ανακαλύπτουν κι εκείνες. Βέβαια, δοκίμασα πολλές φωνές πριν καταλήξω στη Νεφέλη Φασούλη, τη Μαντώ Παναγιωτάκη και την Ειρήνη Τουμπάκη. Όταν μπήκα στην τελική ευθεία να τελειώσω το Τέλειο Έγκλημα, αποφάσισα να το κάνω τρίφωνο, σαν τις Andrews Sisters. Πάντοτε στη μουσική μου παίζω με αναφορές, τις οποίες όμως μου αρέσει να «λερώνω». Δηλαδή, πήρα ένα τσιγγανοκίθαρο κι άρχισα να παίζω λίγο swing. Αλλά επειδή το κάνουν όλοι, άρχισα να βάζω κάτι ηλεκτρικές κιθάρες α-λα-παλαιά, σαν του Tom Waits ή που να μπουσουκίζουν σαν του Χιώτη...
Πέρασα έτσι μια περίοδο με άλλες φωνές, οι οποίες ήταν απείθαρχες –οι τζαζ φωνές έχουν τόσο πολύ τον αυτοσχεδιασμό στο αίμα τους, ώστε εμένα σαν συνθέτη λίγο με ερεθίζουν, αν όχι με εκνευρίζουν. Επειδή λοιπόν με ερέθιζε το χάος αυτό, για να τις αναγκάσω να πειθαρχήσουν, είπα ότι θα κάνω μεν τραγούδια σε swing, αλλά τρίφωνα, σαν τις Andrews Sisters, αλλά και λίγο ποπ. Τις δύο κοπέλες τις ανακάλυψα ρωτώντας. Η Νεφέλη είναι πολύ φρέσκια φωνή και πολύ νέα. Τυχαίνει να είναι και ανηψιά ενός πολύ καλού μου φίλου, του σκηνοθέτη Κώστα Καπάκα. Μου την είχε συστήσει παλαιότερα, αλλά παραήταν μικρή τότε για να μου περάσει καν από το μυαλό να δουλέψω μαζί της. Τώρα είναι πιο ώριμη, οπότε ξεκινήσαμε μαζί να κάνουμε ένα μεγάλο κομμάτι της δουλειάς. Η Μαντώ παίζει στο σχήμα Les Trois Femmes, το οποίο έχει αρκετή σχέση με ό,τι πήγαινα να κάνω, οπότε μπήκε στην τελική φάση. Όσο για την Τουμπάκη, το “Τώρα Πια Είν' Αργά” που λέει, «τρύπωσε» στον δίσκο, δεν προοριζόταν εξ αρχής γι' αυτόν.
{youtube}gyOLu5tROnU{/youtube}
Και ο Άγγελος Παπαδημητρίου;
Τον Άγγελο τον ξέρω από τον καιρό του Peppermint (1999). Είναι ένας από τους πιο ταλαντούχους, χαριτωμένους και φωτεινούς ανθρώπους που έχω γνωρίσει. Έχω περάσει μερικά από τα ωραιότερα βράδια μου μαζί του, κάνοντας βόλτες στην Αθήνα και ωραίες κουβέντες. Με γοητεύει ο πολυπρόσωπος χαρακτήρας του: στο βάθος είναι εικαστικός, αλλά είναι και πολύ ιδιόρρυθμος ηθοποιός, είναι και τρομερά χαρακτηριστικός τραγουδιστής. Κι επίσης έχει ένα πνεύμα· όταν μπαίνει ο Άγγελος στο δωμάτιο, το δωμάτιο χαίρεται.
Στο δελτίο τύπου του δίσκου διαβάζω: «pop-art μελοδράματα, swing, παιδικό κιτς και θολές προσευχές». Κάποια από αυτά τα καταλαβαίνω, κάποια άλλα όχι...
Καμιά φορά οι λέξεις φτιάχνουν τη δικιά τους χημεία... Παιδικό κιτς είναι οι διαφημίσεις του Jumbo ή και ο Warhol. Σχετικά με τις «θολές προσευχές» τώρα... Σε αυτήν την αποθρησκειοποιημένη εποχή μας, όλοι θέλουμε να πούμε, στα ζόρια πάνω, μια προσευχή. Οι πραγματικές προσευχές είναι τεράστιας αξίας ποιητικές στιγμές. Το “Πάτερ Ημών” ή το “Βασιλεύ Ουράνιε Παράκλητε” είναι ποιήματα που θα μπορούσαν να έχουν γράψει όλες οι μεγάλες μορφές της ποίησης –από τον Πίνδαρο μέχρι τον Καβάφη. Σήμερα οι προσευχές μας είναι άναρθρες επειδή δεν έχουμε σχέση με τον Ρωμανό τον Μελωδό και τον κόσμο του. Αισθάνομαι ότι και τα δικά μου τα τραγούδια κάνουν ώρες-ώρες μια άναρθρη προσπάθεια να προσευχηθούν για κάτι.
Έχετε αλήθεια κάποια εξήγηση για αυτήν την τρέλα με το swing που επικρατεί τα τελευταία χρόνια;
Έχω διάφορες εξηγήσεις –και επί προσωπικού, και επί γενικού. Από το 2003, σε μια παράσταση που κάναμε τότε στις Γραμμές του Κώστα Καλδάρα, έβγαινα κι έκανα έναν μικρό μονόλογο, λίγο σουρεαλιστικό, ο οποίος κατέληγε στο ότι ζούμε τον μεσοπόλεμο του Τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου. Είχα από τότε αυτήν την αίσθηση. Ο Θουκυδίδης λέει ότι δεν είναι ανάγκη κυκλική να επαναλαμβάνονται οι πόλεμοι, αλλά είναι η ανθρώπινη φύση που παράγει τις ίδιες συνθήκες που δημιουργούν τους πολέμους. Έχω, λοιπόν, αυτή την αίσθηση. Και επειδή την έχει και ο κόσμος, έστω υποσυνείδητα, έχει την ανάγκη να περάσει καλά ακούγοντας ένα χασαποσέρβικο, ένα «ώπα-ώπα». Έχει ανάγκει λίγο να ξεδώσει, θέλει μια ελαφράδα, έναν παιδισμό. Κι εγώ τον είχα ανάγκη τον ίδιο παιδισμό: ήθελα λίγο να παίξω, να επινοήσω εκ νέου τον εαυτό μου, με έναν τρόπο ελαφρύ. Εξ ου και το swing, και οι νέες κοπέλες, και τα εγκλήματα που δίνονται με τρόπο ιλαροτραγικό. Επίσης, όταν σπούδαζα στην Αγγλία, έπαιζα κλασική κιθάρα και μου λέγανε διάφοροι «έχεις πολύ καλή σπυρωτή νότα, μοιάζει ο ήχος σου με του Django Reinhardt».
Όταν λέτε «σπυρωτή» νότα...
Έχεις προσέξει πώς ακούγονται τα μπουζούκια στα ρεμπέτικα; Που είναι σαν να έχουν την τέλεια ορθοφωνία; Έλεγε ο Μπιθικώτσης, ο οποίος ήταν τρομερά καθαρός στην άρθρωσή του, σε έναν άλλο τραγουδιστή: «ρε 'συ, πρέπει να τραγουδάς στραγάλι, εσύ τραγουδάς φλούδι». Σπυρωτή νότα είναι η πενιά του Ζαμπέτα, του Παπαϊωάννου ή του Τσιτσάνη. Είχαν μία καθαρή νότα, όπως είναι η πινελιά στις βυζαντινές αγιογραφίες: είναι ή σκιά ή φως, δεν είναι μουτζούρα. Αυτό που μου λέγανε λοιπόν τότε –και είχαν δίκιο– με έκανε να γυρίσω και να το προσέξω, παρότι δεν είχα ασχοληθεί ποτέ με την τζαζ.
Αυτό, όμως, από πού πήγαζε; Από το γεγονός ότι εγώ ερχόμουν από την Ελλάδα και θαύμαζα εκείνα τα μπουζούκια, και προσπαθούσα παίζοντας την κλασική κιθάρα να έχω πάντοτε μία καθαρή πρόθεση, όταν χτύπαγα μια νότα. Ήταν μια ανάγκη μου. Όταν έτσι γνώρισα τον Κώστα Μητρόπουλο από τους Gadjo Dilo πριν 5 χρόνια, έκανα μαζί του πέντε μαθήματα, για να πάρω το κολλάει και να καταλάβω τι είναι όλο τούτο. Μου άρεσε η τρομερή ντομπροσύνη που είχε αυτό το κιθαρόνι, που μοιάζει λίγο με το μπουζούκι. Εγώ είχα προηγουμένως σαν αναφορές την κλασική από τη μία και τον Eric Clapton από την άλλη. Με το καινούριο όργανο, λοιπόν, μου ανοίχτηκε ένας νέος δρόμος.
Έχετε και μία νέα εκπομπή, ομώνυμη του δίσκου, που παρουσιάσατε στον ραδιοσταθμό Στο Κόκκινο. Αυτή πώς προέκυψε;
Προέκυψε από τη φιλία μου με τον Κώστα Αρβανίτη. Κάπου-κάπου πίνουμε ένα κρασί με τον Κώστα και κάνουμε κουβέντες. Μια μέρα, λοιπόν, μεταξύ τυρού και αχλαδίου, μου πρότεινε να κάνω εκπομπή. Εγώ δίστασα, γιατί δεν είμαι Συριζαίος (δεν ανήκω σε κανένα κόμμα) κι αυτό είναι ένα κομματικό ραδιόφωνο. Εκείνος μου είπε ότι ήμουν ελεύθερος να πω εκείνα που ήθελα. Επειδή είχα βρεθεί στο παρελθόν, μία φορά, σε φεστιβάλ της νεολαίας (πριν ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. γίνει κυβέρνηση) κι άλλη μία σε μια εκδήλωση στο Μουσείο Μπενάκη όπου ήταν παρούσα η Ρένα Δούρου, είχα τεστάρει το πράγμα, λέγοντας πράγματα που δεν ήταν κομματικά, που ήταν αντιφατικά ή αστεία, αλλά όντας πάντα ευγενής. Και είδα πράγματι ότι οι άνθρωποι ήταν πολύ δεκτικοί. Όπως έβλεπα αυτόν τον κόσμο –ειδικά στο φεστιβάλ, όπου είχε γίνει ένα ωραίο πάνελ στο οποίο συμμετείχε και η Λίνα Νικολακοπούλου– ήταν άνθρωποι που θα τους καλούσα σπίτι μου να πιούμε ένα κρασί, τους ένιωθα οικείους. Πράγμα που δεν έχω αισθανθεί με τα άλλα κόμματα. Το σκέφτηκα λοιπόν λίγο και του είπα το «ναι».
Δεν είχατε προηγούμενη ραδιοφωνική εμπειρία, σωστά;
Καμία. Και πρέπει να πω ότι τα 8 Σάββατα που κράτησε αυτό, όχι μόνο μου άρεσε, αλλά άρχισα σιγά-σιγά να εξελίσσομαι, να γίνομαι καλύτερος. Άρχισα να βρίσκω τη φόρμα της εκπομπής, να βρίσκω τεχνικές. Επίσης, κατάλαβα ότι έκανα πρωί μια εκπομπή η οποία ήταν κατά βάση νυχτερινή. Οι άνθρωποι αυτοί μου έδωσαν μικρόφωνο, ήταν μαζί μου άρχοντες, ουδέποτε μου είπαν το παραμικρό, παρότι είπα και μερικές χοντράδες, οι οποίες τους αφορούσαν. Συγκρατήθηκα μόνο όποτε ένιωσα ότι ξεπερνούσα τα όρια της φιλοξενίας, αλλά δεν αυτολογοκρίθηκα ποτέ. Κάποια στιγμή άρχισα να αναφέρομαι στην εκπομπή ως «το Τέλειο Έγκλημα στο πολύχρωμο Κόκκινο». Γιατί άρχισα να συνειδητοποιώ ότι το Κόκκινο, για τους όποιους δικούς του λόγους, ήθελε φωνές που να μην είναι ευθυγραμμισμένες μαζί του. Το εκτίμησα αυτό. Και αν μου το ξαναζητήσουν, εφόσον οι συνθήκες το επιτρέψουν, θα το ξανακάνω.
Στην απόφασή σας να εμπλακείτε, δεν σας έκανε διστακτικό το ότι δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλές αυτή τη στιγμή να σχετίζεται κάποιος με τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α.;
Ίσα-ίσα. Νομίζω ότι θα ήταν ντροπή μου να πάω την ώρα του ενθουσιασμού. Αν πήδαγα δηλαδη πάνω στο τρένο την ώρα που γινόταν κυβέρνηση, θα ήταν αισχρό. Άλλωστε, έχω πει τόσα χοντρά πράγματα εναντίον όλων των κομμάτων... Τα κόμματα είναι αναγκαίο κομμάτι της Δημοκρατίας, πρέπει να παράγουν εκτελεστική και νομοθετική εξουσία, αυτός είναι ο ρόλος τους. Τώρα, τι δουλειά έχουν να έχουν λόγο ποιοι θα είναι οι διεθυντές των κλινικών των νοσοκομείων, στον συνδικαλισμό, στους πρυτάνεις, στο ποιος θα μας εγχειρήσει... Πώς επιτρέψαμε ως κοινωνία να αποφασίζουν το ΠΑ.ΣΟ.Κ., η Νέα Δημοκρατία, ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α., το Κ.Κ.Ε. κλπ. ποιος θα μας ανοίξει στα δύο με το νυστέρι και ποιος θα διδάξει τα παιδιά μας γράμματα; Τι δουλειά έχει οποιοδήποτε κόμμα σε αυτά τα πράγματα; Την ΕΡΤ, επίσης, τώρα που ξανάνοιξε, δεν έχουμε δικαίωμα να την αγιογραφήσουμε. Η ΕΡΤ είναι η γυναίκα του Καίσαρα: πρέπει να είναι και να φαίνεται. Έξω τα κόμματα, λοιπόν. Δεν ξέρω καν αν πρέπει να υπάρχουν κομματικά ραδιόφωνα. Καταλαβαίνω, βέβαια, γιατί ένα κόμμα σαν τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α., το οποίο πέρασε από την παιδικότητα στην ενηλικίωση άνευ εφηβείας, έχει την ανάγκη να έχει μια φωνή στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση. Γιατί υπάρχει ένα πολύ ισχυρό παλαιοκομματικό σύστημα, το οποίο παίζει ανορθόδοξο πόλεμο.
Άλλωστε, ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. έχει ένα ραδιόφωνο το οποίο είναι φανερά δικό του. Ενώ τα περισσότερα μέσα ενημέρωσης έχουν αφανείς σχέσεις με κόμματα...
Ακριβώς. Κάτι εφημερίδες σαν τον Ελεύθερο Τύπο λ.χ., είναι κομματικές χωρίς αυτό να φαίνεται.
Διαβάζοντας παλιές συνεντεύξεις σας, μου έκανε εντύπωση το πόσο διαυγή σκέψη είχατε όταν ξεσπούσε η Κρίση. Ελάχιστοι μιλούσαν τότε για την ηγεμονία της Γερμανίας και τα σχετικά...
Μου το έχουν και άλλοι. Θα μπορούσα να κάνω 2-3 άλλα επαγγέλματα εγώ. Ένα από αυτά είναι εκείνο από την ταινία Οι Τρεις Μέρες Του Κόνδορα, με τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ. Εκείνος δουλεύει για την CIA κάνοντας πολιτικές προβλέψεις για διάφορα σημεία του πλανήτη. Είναι μια μοντέρνα εκδοχή του μάντη Κάλχα: πιάνεις τα «μανταλάκια» στη σειρά και τα προεκτείνεις στον άξονα –κι έτσι βλέπεις τι θα γίνει. Οι αρχαίοι είχαν βέβαια και τη σοφή επιφύλαξη του από μηχανής θεού, ότι δεν είναι πάντοτε ευθύγραμμος ή καμπυλόγραμμος ο άξονας. Αλλά έχω πιάσει πολλές φορές τον εαυτό μου να προβλέπει τέτοια πράγματα. Είναι μια φλασιά που τρώω ενίοτε.
Ελπίζω πάντως να μην πέσετε μέσα και με εκείνο που λέγατε προηγουμένως, για τον Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο...
Κι εγώ το ελπίζω. Κάποιος έχει πει ότι το έγκλημα δεν το κάνει το χέρι που χρησιμοποιεί το όπλο, αλλά η ίδια η ύπαρξη του όπλου μέσα στο σπίτι. Στην αυτοβιογραφία του, ο Charles Chaplin λέει ότι οι επιστήμονες χάρισαν στους πολιτικούς και στους στρατιωτικούς εργαλεία που δεν είναι ικανοί να τα διαχειριστούν. Είναι σαν να δίνεις ένα αλυσοπρίονο σε ένα μικρό παιδί.
{youtube}mEF5i1mP30E{/youtube}
Ας επιστρέψουμε στη μουσική. Σας άκουσα στην εκπομπή σας να λέτε ότι το “Με Τα Μάτια Κλειστά” είναι το καλύτερό σας τραγούδι. Τι το κάνει για εσάς ξεχωριστό;
Είναι μια δόνηση, που την θυμάμαι την ώρα κατά την οποία γραφόταν. Η μουσική γράφτηκε με μεγάλη απόσταση από τον στίχο, 2-3 χρόνια νωρίτερα. Είχε λοιπόν μια δόνηση η μουσική όταν γράφτηκε, και ο στίχος το ίδιο. Έκανα το demo ένα πολύ συγκεκριμένο βράδυ και το θυμάμαι: ήμουν στο υπόγειο και προσπαθούσα να τελειώσω και επάνω ερχόταν κόσμος και με φώναζε η Ευανθία Ρεμπούτσικα να τελειώνω. Η δύναμή του έγκειται στο ότι ανακαλώ εκείνη τη δόνηση κάθε φορά που το παίζω, περισσότερο από τα άλλα τραγούδια μου. Ας πούμε χθες, που το παίξαμε στο προαύλιο της ΕΡΤ και το τραγούδησε η Ειρήνη Τουμπάκη, πάλι μου συνέβη. Είναι περίεργο τραγούδι, δεν έχει ακριβώς ρεφρέν, δεν γράφτηκε με κάποιο σχέδιο. Πιστεύω ότι αυτό το τραγούδι μου χαρίστηκε. Ήμουν εκεί, βέβαια, και το πήρα. Ο Ελύτης λέει ότι ο κάθε άνθρωπος, 2-3 φορές στη ζωή του, όταν ερωτεύεται σφοδρά, γίνεται ποιητής. Κάτι τέτοιο πρέπει να μου συνέβη. Δεν μπορώ να πω περισσότερα...
Γράφετε στίχους πάντα πάνω στη μουσική;
Όχι. Για παράδειγμα, το “Summertime In Prague”: γράφτηκε πρώτα η μουσική του κουπλέ και μετά μπήκαν τα λόγια, ενώ στο ρεφρέν γράφτηκαν τα λόγια πρώτα και μετά η μουσική. Αυτό είναι από τα χιαστί παραδείγματα, αλλά υπάρχουν διάφοροι τρόποι. Ο Paul McCartney λέει ένα σωστό πράγμα, ότι πρέπει το τραγούδι να προσπαθείς να το γράψεις ολόκληρο –αν και το διασημότερο και πιο διασκευασμένο τραγούδι του, το “Yesterday”, το έγραψε σπαστά. Ξέρω άλλους, όπως η Ευανθία, που πάντα δίνουν τη μουσική στον στιχουργό. Είναι κι αυτός ένας τρόπος, που έχει δώσει πολύ ωραία πράγματα. Δεν έχει κανόνες η δουλειά μας.
Ο Bernie Taupin, ο στιχουργός του Elton John, έλεγε ότι αυτή η δουλειά δεν διδάσκεται, ότι δεν υπάρχει σχολή ή πανεπιστήμιο στο οποίο να μπεις από τη μια άκρη, και να βγεις στιχουργός ή συνθέτης από την άλλη. Σίγουρα υπάρχουν κάποιες τεχνικές, μαστορικές, πράγματα που μπορείς να αρπάξεις, να κλέψεις, να ακούσεις. Εγώ ακόμα ρουφάω κουβέντες του Lennon, του Τσιτσάνη, του Καλδάρα, του Χατζιδάκι, απ' όλα τα μεγάλα μαστόρια: τρελαίνομαι να ακούω ιστορίες από αυτούς, να μιλάνε για τη δουλειά. Ο Μίκης Θεοδωράκης έχει πει ένα ωραίο, ότι στην εξέλιξη μίας μελωδίας πρέπει να υπάρχει μία νότα που να μην την περιμένει το αυτί. Για κάποιον που θέλει να γράψει, είναι μια κουβέντα που βοηθάει. Γιατί ας πούμε ένα κομμάτι είναι πολύ μπανάλ; Γιατί είναι όλο αναμενόμενο.
Μεσολάβησε αρκετός χρόνος από τον προηγούμενο δίσκο σας. Είστε ολιγογράφος ή είστε απλώς πολύ προσεκτικός με το τι κυκλοφορείτε;
Ότι δουλεύω πολύ, πολλές ώρες, καμιά φορά γίνομαι και λίγο ωρολογοποιός, είναι αλήθεια. Αλλά προσπαθώ και να μην τα «στεγνώνω» τα πράγματα, όσο μπορώ. Άργησα γιατί ασχολήθηκα περίπου 2 χρόνια με το να γίνει αυτό εδώ το σπίτι και δεν κατάλαβα πώς πέρασε ο καιρός. Δηλαδή, εγώ δεν αισθανόμουν ότι έφυγα. Κάπου ίσως ήταν ένα μικρό άλλοθι η Κρίση, ή κάπου δυσκολευόμουν, έσπρωχνα τοίχους, έκανα δοκιμές με την Τουμπανάκη, την Τουμπάκη... Επίσης, εκεί που έκανα μία ταινία τον χρόνο, διαφημίσεις, θέατρο και είχα παραγγελίες πολλές, ξαφνικά αυτό το πράγμα κόπασε. Κι επειδή κατά βάθος είμαι και λίγο τεμπέλης και θέλω την παραγγελία και την πίεση του τηλεφώνου να με κινητοποιήσουν, αφέθηκα.
Πώς ήταν αλήθεια για εσάς ο χρόνος που μεσολάβησε;
Ο χρόνος είναι περίεργο πράγμα, όσο μεγαλώνει κανείς. Αισθάνομαι ότι αλλάζουν το software αλλά δεν μας δίνουν το manual, ότι πειράζουνε τον επιταχυντή μα δεν μας το λένε. Εκείνα που θυμάμαι είναι κάτι απογεύματα που δούλευα και το πράγμα πήγαινε ωραία, κάτι στιγμές με τον Μίλτο Παντελιά που καθόμασταν να φτιάξουμε τα εξώφυλλα και τον παίδευα. Είναι επίσης κάτι φορές που με πιάναν τα νεύρα μου επειδή δεν μου άρεσε το mastering και το ξανακάναμε από την αρχή, κάτι πρόβες που σχολάγαμε και καθόμασταν να πιούμε ένα κρασί γύρω από τούτο εδώ το τραπέζι, νύχτα.
Καμιά φορά νομίζω ότι όλα τα κάνω γι' αυτές τις στιγμές. Κι είναι κι εκείνες οι ωραίες στιγμές μιας συναυλίας, όπως χθες στην ΕΡΤ, που παρότι έπαιζε Γερμανία-Γαλλία, ήταν ένας κόσμος εκεί ο οποίος ήθελε να δει εμάς. Όταν παίζαμε καλά, έλεγα τι κρίμα να μην μπορούμε να παίζουμε κάθε μέρα όπως ο Τσιτσάνης. Εμένα αυτό μου λείπει: ότι δεν υπάρχει κάποιος να μου δώσει ένα μικρό μεροκάματο για να παίζω κάθε μέρα. Κι όχι μόνο τα δικά μου, αλλά και εκείνα που ζηλεύω, που θα ήθελα να έχω γράψει. Αυτό μου αρέσει: να κουρδίζω την κιθάρα, να την αρματώνω, και να βγαίνω να παίξω.
{youtube}IS01HrwGYr4{/youtube}