Ανδρέας Κύρκος

φωτογραφίες: Κωνσταντίνος Πατραμάνης (εκτός από τη 2η)

Έχεις έναν δικό σου, ιδιαίτερο τόπο να συνδέεις τη μνήμη με τα χαμένα καλοκαίρια. Τι είναι αυτό που σε εμπνέει τόσο στις θερινές αναμνήσεις;

Για εμένα, το καλοκαίρι είναι τα νιάτα της ζωής. H εποχή όπου όλα είναι μπροστά, όλα είναι πιθανά. Υπάρχει μια αίσθηση ελευθερίας, ανεμελιάς. Προσωπικά έχω περάσει εξαιρετικά καλοκαίρια, παιδικά, εφηβικά αλλά και πιο πρόσφατα και πάντα περιμένω την εποχή αυτήν. Το καλοκαίρι πάντα σηματοδοτεί για εμένα όλα τα όμορφα συναισθήματα. Ο χρόνος δείχνει άπειρος κάτω από τον καλοκαιρινό ήλιο, αγαπώ τους ήχους, τις εικόνες του καλοκαιριού. Λατρεύω τις ιστορίες για τους θερινούς έρωτες, τις παρεϊστικες διακοπές. Θα μπορούσα να πω πως το καλοκαίρι είναι ο νοερός τόπος μου, πέρα από το χθες και το σήμερα.

Οι μνήμες του αποτελούν το concept για τον πρώτο δίσκο της νέας δισκογραφικής μου δουλειάς, ενώ η μνήμη γενικότερα αποτελεί την κεντρική ιδέα για τον δεύτερο δίσκο. Όμως θα πρέπει να πω ότι η ανάμνηση εδώ δεν λειτουργεί απλά ως νοσταλγία και μόνο, αλλά ως η ανάγκη να διατηρήσω τις μνήμες μου ζωντανές, τις μνήμες ανθρώπων ή καταστάσεων που έχουν φύγει. Λόγου χάρη, δεν υπάρχει τίποτα το νοσταλγικό σε τραγούδια όπως "Μια Βιολέτα Στη Σελήνη" –την τραγική ιστορία της Μάριον Σίβα– ή στον "Αλέκο Και Τον Διομήδη» ή τον "Μανώλη Και Την Ειρήνη". Υπάρχει όμως η ανάγκη να αφαιρέσουμε λίγο τη σκόνη που κατακάθεται πάνω στις μνήμες μας και τις εξασθενεί. Για εμένα το «να θυμάμαι» είναι σχεδόν ταυτόσημο του «να υπάρχω». Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε από πού ερχόμαστε, για να μη χάσουμε το πού πηγαίνουμε.

Ποιοι είναι οι προορισμοί που σε τραβάνε περισσότερο σαν συνθέτη; Τα νησιά το καλοκαίρι, το κέντρο της Αθήνας ή άλλα μέρη της επαρχίας;

Μου αρέσει η επανάληψη, η οικειότητα. Ως εκ τούτου, πάντα ανυπομονώ να ξαναπάω στα μέρη που αγαπώ. Κάθε καλοκαίρι πηγαίνω στα Κύθηρα, στη Νάξο (απ' όπου και ξεκίνησε η ιστορία του Καλοκαιριού Του Άχυρου), πηγαίνω στο Ποτάμι στο Κάβο Ντόρο. Δεν φαντάζεσαι πώς περιμένω την επόμενη επίσκεψη. Ίσως θα μπορούσα να μένω κι εκεί, αν δεν αγαπούσα τόσο τον Καρέα, όπου κατοικώ. Λατρεύω λοιπόν τα νησιά, τη θάλασσα, λατρεύω να μπαίνω σε πλοίο, αλλά προτιμώ να είμαι στην Αθήνα το πρώτο εικοσαήμερο του Αυγούστου: είναι μια μοναδική ευκαιρία να επαναδιαπραγματευθείς τη σχέση σου με την πόλη, να τη δεις πιο ανθρώπινη και να απολαύσεις τις ομορφιές της.

Τις άλλες εποχές, όταν δίνεται η ευκαιρία (όχι τόσο συχνά, ομολογουμένως, λόγω εργασίας), μου αρέσει να ταξιδεύω ανά την Ελλάδα. Μπορώ να κάνω άπειρα χιλιόμετρα, το ευχαριστιέμαι και αγαπώ πόλεις όπως η Θεσσαλονίκη, τα Γιάννενα, η Καστοριά, αλλά και το χωριό της μητέρας μου στην ορεινή Αρκαδία –το Δυρράχι. Φυσικά, όπου πάω, έχω μαζί μου την κιθάρα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, πολλά από τα τραγούδια του δίσκου γράφτηκαν σε καλοκαιρινούς προορισμούς ή υπό την επίδραση των ολοζώντανων αναμνήσεων από εκείνα τα μέρη.

Dverions_2.jpg

Πώς εξηγείς την καλή επαφή την οποία έχεις με το κοινό σου; Μιλάτε την ίδια «γλώσσα» και έχετε κοινές αναφορές ή έχει να κάνει με τη μουσική και μόνο;

Πραγματικά, δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποιο διαμορφωμένο κοινό, αλλά λίγοι άνθρωποι οι οποίοι έχουν δει με συμπάθεια ή και αγάπη τη δουλειά μου. Θέλω να πιστεύω πως η κοινή «γλώσσα», η κοινή θέαση καταστάσεων και συναισθημάτων, λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος. Οι κοινές αναφορές είναι πολύ σημαντικές: για παράδειγμα, το κλιπάκι για το κομμάτι μου "Ακάνθινο" –που αναφέρεται στο παλιό περιοδικό Αγκάθι– και το οποίο λάτρευα κατά την εφηβεία, σίγουρα το έχουν δει κάποιοι παλαιοί αναγνώστες, σαν κι εμένα.

Το ίδιο ισχύει και για το τραγούδι μου “Golden Horse”, που αναφέρεται στην κατασκήνωση των παιδικών μου χρόνων και το οποίο άκουσαν πολλοί παλαιοί κατασκηνωτές και συγκινήθηκαν από τις αναφορές στην κατασκήνωση που δεν υπάρχει πια. Το ίδιο ισχύει, επίσης, και για άλλες εικόνες που υπάρχουν στα κομμάτια μου, όπως το "Ανθρωπάκι Κάλας" στον Σκαραμαγκά, για όσους το θυμούνται. Μας δένουν κοινά βιώματα, κοινές εικόνες ή και γενικότερα η αίσθηση που έρχεται από κάποιες καταστάσεις που όλοι ζούμε. Κοινός τόπος τα παιδικά μας χρόνια, θέλω να πιστεύω. Έτσι, με μερικούς ανθρώπους μπορούμε να συμβαδίζουμε και θεματολογικά –και όχι μόνο μουσικά– σε βιωματικό επίπεδο.

Μεγάλωσες ακούγοντας ραδιόφωνο; Ρωτώ γιατί ο διαγωνισμός της ΕΡΑ στάθηκε αφορμή να σε γνωρίσουμε. Μίλησέ μου για εκείνα τα χρόνια...

Θα έλεγα πως διαμορφώθηκα ακούγοντας ραδιόφωνο, θυμάμαι κυριακάτικες εκδρομές στο αυτοκίνητο με τους γονείς μου και το ραδιόφωνο να παίζει. Θυμάμαι ακόμα και την πρώτη φορά που, εντελώς αναπάντεχα, παιδί ακόμα, άκουσα την "Κόρντοβα" του Γιάννη Γλέζου σε ποίηση Λόρκα, καθώς και το σοκ και ενδιαφέρον που μου προξένησε αυτό το τραγούδι: μιλούσε για τον θάνατο με τρόπο πρωτόγνωρο για εμένα. Στα χρόνια της εφηβείας καθόμουν ώρες στο αυτοκίνητο και άκουγα πειρατικούς σταθμούς, αναζητώντας συχνά κάποιο συγκεκριμένο τραγούδι. Έχω καταχωνιασμένες αρκετές κασέτες με διάφορα που μαγνητοφωνούσα από το ραδιόφωνο.

Όσο για την πρώτη παρουσία μου σε αυτό, συνέβη τον Νοέμβρη του 1989 όταν συμμετείχα στην εκπομπή του Γιώργου Αραπάκη (τραγουδοποιός και «ψυχή» της μπουάτ Βάτραχοι, τότε), η οποία είχε τίτλο Το Μουσικό Εργαστήρι της ΕΡΑ2 –όπου και κέρδισα το βραβείο κοινού για ένα αγγλόφωνο τραγούδι μου. Και σήμερα όμως μου αρέσει το ραδιόφωνο, αν και σπάνια μπορείς να βρεις κάτι που να μη θυμίζει πληρωμένη καταχώρηση και αδυσώπητη playlist. Πιθανώς ένα καλύτερο μέλλον να κρύβεται στα web radios, αλλά και στα μέσα που αντιστέκονται στην οικονομίστικη λογική των συντριπτικά περισσότερων ιδιωτικών ΜΜΕ.

Dverions_3.jpg

Ποιες ήταν οι πρώτες σου επιρροές, από τη στιγμή που αποφάσισες ότι θα ασχοληθείς με τη μουσική;

Οι επιρροές είναι εκούσιες και ακούσιες. Ακούσιες είναι όλες οι μουσικές που άκουσα παρά τη θέλησή μου σε οικογενειακές γιορτές, σε σχολικά πάρτι και όπου αλλού, ενώ εκούσιες είναι όσα κέρδισαν την προσοχή μου στα κρίσιμα χρόνια των πρώτων ακουσμάτων. Πέρασα λοιπόν από διάφορα στάδια, όπως οι περισσότεροι έφηβοι, γενικά όμως ήμουν πάντα λάτρης της μελωδίας και είχα την τύχη να έχω γύρω μου ανθρώπους που με έσπρωξαν και σε ακούσματα πέρα λ.χ από το κλασικό ροκ ή άλλα αναμενόμενα ερεθίσματα.

Σίγουρα λάτρεψα τους Beatles και τα 1960s, αγάπησα όμως και την Patti Smith, τους Blondie, τον David Bowie, άκουσα και hard rock, progressive κλπ., με σαγήνευσε η αμερικάνικη μπαλάντα, διαμορφώθηκα και από την ελληνική σκηνή, πρόλαβα να δω ζωντανά Παύλο Σιδηρόπουλο, Τρύπες, Αγάπανθος. Και βέβαια αγάπησα τους μεγάλους: Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Ξαρχάκο, Λοΐζο, Κηλαηδόνη και πολλούς άλλους. Στην πορεία, μου άρεσε και η ορχηστρική μουσική, η κινηματογραφική μουσική ή συνθέτες όπως ο Wim Mertens, o George Winston, η Loreena McKennitt, ενώ αγάπησα και πολλές σύγχρονές μου μουσικές. Και αυτό το κάνω και σήμερα, έχω πάντα ανοιχτά δηλαδη τα αυτιά μου στο καινούργιο και το υπερασπίζομαι, αρνούμενος την κακή λογική του στυλ «όλα τα σπουδαία έχουν ήδη ειπωθεί». Είμαι κάθετα αντίθετος σε κάτι τέτοιο.

Ποιους θεωρείς δάσκαλούς σου στη μελωδία, αλλά και στον στίχο;

Νομίζω ότι ενυπάρχουν μέσα μας όλοι οι σπουδαίοι που έχουμε ακούσει, από όλα τα είδη μουσικής –τουλάχιστον όσα αγαπήσαμε ή απόκτησαν με τον καιρό βιωματικές διαστάσεις. Όσο για τον στίχο, θα έλεγα πως υπάρχουν στιχουργοί που άνοιξαν δρόμους για όλους, είτε θεματολογικά, είτε εκφραστικά, είτε ακόμα και αποδομώντας τις στιχουργικές και θεματολογικές αναστολές μας. Τέτοιο ρόλο διαδραμάτισαν, μεταξύ άλλων, ο Σαββόπουλος, ο Ρασούλης, ο Κηλαηδόνης, ο Σιδηρόπουλος, ο Πανούσης, ο Αγγελάκας, ο Δεληβοριάς. Όμως δεν θα μπορούσα να αφήσω απέξω τον πρώτο μου δάσκαλο και, κυριολεκτικά, αυτόν που με έμαθε να αγαπώ τη μουσική και την κιθάρα, να έχω ανοιχτά τα αυτιά μου, να μη φοβάμαι να εκφραστώ: τον Αδάμο Κατσαντώνη, Κύπριο δημιουργό, ο οποίος υπήρξε ο δάσκαλός μου κιθάρας.

Dverions_4.JPG

Οι Ιστορίες Του Καλοκαιριού Και Της Μνήμης είναι ένα ελαφρύ, δροσερό αεράκι, αντίδοτο στα ταραγμένα καλοκαίρια που έρχονται. Ένιωθες ότι οι ακροατές σου χρειάζονται μουσική για σωσίβιο και αντίβαρο στις εποχές μας;

Σε ευχαριστώ για την όμορφη περιγραφή του δίσκου μου, με χαροποιεί πολύ! Σίγουρα η μνήμη, το καλοκαίρι και οι ιστορίες τους μπορεί να λειτουργήσουν ως χρήσιμο εφόδιο για μια δύσκολη περίοδο και να μας υπενθυμίσουν μια διαφορετική οπτική της πραγματικότητας και μια θέαση του σήμερα μέσα από την εμπειρία του χθες. Εγώ προσπάθησα να φτιάξω έναν δίσκο που να μιλάει απευθείας από μέσα μου, να ικανοποιεί την ανάγκη «να τα πω», όπως λένε. Ίσως εγώ πρώτα από όλους να χρειάζομαι αυτό το αντίβαρο που λες, αλλά φυσικά δεν είμαι ο μόνος ο οποίος σκέφτεται έτσι –άρα πιθανώς απευθύνομαι και σε όποιον μοιράζεται την ίδια αίσθηση των πραγμάτων, παρόμοιες γλυκές ή πικρές αναμνήσεις, μα και την ίδια ελπίδα για το μέλλον μέσα από την παρελθοντική εμπειρία.

Ωστόσο, είναι γεγονός πως ζούμε σε δύσκολους καιρούς, σε μια πολύ δύσκολη περίοδο και αυτό δεν έχει να κάνει με εξωτερικούς κινδύνους, αλλά με την ίδια τη δομή της Δυτικής κοινωνίας και τα προτάγματά της. Οι σύγχρονες Δυτικές κοινωνίες έχουν φτάσει δηλαδή στα όριά τους και πλέον τρέφονται με «τη δική τους σάρκα» ή εξάγουν την κρίση τους. Η σταδιακή κατάργηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, των εργασιακών κεκτημένων, των ελευθεριών, η παλινόρθωση του φασισμού, ένας ολόκληρος πλανήτης που διαφεντεύεται από τις τράπεζες, όλα αυτά φέρνουν τις κοινωνίες σε σκοτεινά μονοπάτια και καθιστούν κυρίαρχους τους αδυσώπητους και αδίστακτους νόμους της αγοράς. Ας ελπίσουμε τουλάχιστον να αναγνωρίσουμε το τέρας, άλλωστε αυτό είναι το πρώτο βήμα για να το αντιμετωπίσουμε.

Έχεις την τάση να δημιουργείς περισσότερο αληθινές εικόνες, παρά λυρικές φαντασιώσεις, πράγμα που εκτιμώ πολύ προσωπικά. Ειδικότερα στα "Παραμύθια Με Happy End" δανείζεσαι τη μυθοπλασία της ποπ κουλτούρας για να παραφράσεις μύθους. Πες μου για τη σχέση σου με τις εικόνες, τις περιγραφές και τις αφηγήσεις...

Σ’ ευχαριστώ για το όμορφο σχόλιό σου. Ναι, προτιμώ –ή, έστω, μου προκύπτει– να εκφράζομαι μέσα από τον κόσμο των πραγματικών εικόνων και καταστάσεων. Άλλωστε, μέσα από το πραγματικό μπορούμε να είμαστε όσο λυρικοί ή υπερβατικοί θέλουμε. Η περιγραφή δεν χρειάζεται να είναι αφηρημένα λυρική, νομίζω πως τα πράγματα έχουν τη δική τους γλώσσα και τον συμβολισμό. Λόγου χάρη, μου αρέσει πολύ το σινεμά του Jaco Van Dormael, όπου τα αντικείμενα συχνά-πυκνά παίρνουν ζωή ή εντάσσονται στην ιστορία, διαδραματίζουν κάποιον ρόλο, δημιουργούν σημειολογικές αναφορές.

Όσο για το δικό μου τραγούδι, το "Παραμύθια Με Happy End" έχει τη ρίζα του σε κάτι που έκανα μικρός: άλλαζα στον ύπνο μου τα φινάλε των ταινιών που δεν είχαν happy end· νομίζω πως το είχα ξεκινήσει με το Κορίτσια Στον Ήλιο. Η Άνναμπελ θα γυρνούσε πίσω το επόμενο καλοκαίρι, δεν γινόταν αλλιώς, τουλάχιστον αν ήθελα να κατορθώσω να αποκοιμηθώ! Δεν το άντεχε η παιδική μου ιδιοσυγκρασία, αλλά να σου πω την αλήθεια, δεν ξέρω αν το αντέχει και τώρα.

Dverions_5.JPG

Το γράψιμο και η ηχογράφηση των τραγουδιών του δίσκου πήρε καιρό ή ήταν μια πιο αυθόρμητη δουλειά;

Ο πυρήνας του δίσκου άρχισε να σχηματίζεται λίγους μήνες πριν κυκλοφορήσει –στα τέλη του 2012– ο προηγούμενος δίσκος μου (Κάτω Απ’ Το Ίδιο Φεγγάρι).  Μέσα κυρίως στο 2013 και 2014 έκανα την ενορχήστρωση σε όλα τα κομμάτια, γράφοντας παράλληλα και ορισμένα ακόμα, καθώς από τη στιγμή που συνέλαβα το όλο concept δεν σταμάτησα καθόλου, μπήκα σε μια πολύ όμορφη δημιουργική κατάσταση χωρίς σταματημό. Από τις αρχές του 2015 ξεκινήσαμε να δουλεύουμε μαζί με τον φίλο μουσικό,  ηχολήπτη  και σταθερό συνεργάτη, Όμηρο Κομνηνό· χωρίς αυτόν και την καθοριστική επίβλεψή του, ο δίσκος απλά δεν θα υπήρχε. Αρχίσαμε τις ηχογραφήσεις στο στούντιο του Όμηρου τον Φεβρουάριο του 2015 και σε εκείνες συμμετείχαν – πέρα από εμένα στις κιθάρες και τον Όμηρο στο μπάσο και σε άλλα όργανα– πολλοί αγαπημένοι φίλοι μουσικοί, με τους περισσότερους από τους οποίους έχουμε συνεργαστεί είτε δισκογραφικά, είτε σε συναυλίες. Μπορούμε λοιπόν να πούμε πως ήταν μια αυθόρμητη και πηγαία δημιουργία, με πολύ μεγάλη οργάνωση και προσπάθεια στην εκτέλεσή της.

Ποιους θεωρείς δηλαδή «συνοδοιπόρους» σου στο Καλοκαίρι Του Άχυρου, πέρα από τον Όμηρο Κομνηνό;

Σε αυτόν τον δίσκο συμμετείχαν ο Πάνος Τόλιος και ο Χρήστος Ζελελίδης στα τύμπανα, ο Χρήστος Ηλιόπουλος και ο Σπύρος Χατζηκωνσταντίνου στις κιθάρες, ο Φώτης Σιώτας στο βιολί και τη βιόλα, η Κατερίνα Σιαμά στο φλάουτο, η Δήμητρα Αποστόλου και ο Στέλιος Καρασταμάτης στο πιάνο και τα πλήκτρα, ο Δημήτρης Τσέλιος στο σαξόφωνο, ο Λεωνίδας Βλάχος στην τρομπέτα, ο Κωνσταντίνος Στάμου στο μπάσο, ο Μιχάλης Τόλιος στα κρουστά, ενώ πρώτη φορά συνεργάστηκα με τον Ευγένιο Μπένση στο τσέλο και την Αλέκα Γιανναδάκη στα φωνητικά. Επίσης, σε ένα τραγούδι συμμετείχε και η Τέτη Κασιώνη. Ηχογραφήσαμε στο στούντιο του Όμηρου Κομνηνού, ενώ ορισμένες επιμέρους ηχογραφήσεις έγιναν με τον Φώτη Δεμερτζή, τον Παύλο Συνοδινό και τον Γιώργο Φραγκέλη. Ο πίνακας του εξωφύλλου είναι και πάλι της ζωγράφου Γιώτας Γεωργαλή, οι φωτογραφίες και πάλι της Ερατούς Λιόλιου, ενώ τα γραφικά επιμελήθηκε η Αργυρώ Σταυράκου.

Γενικά στις δουλειές μου απολαμβάνω αυτή την αίσθηση της παρέας και του ότι συναντιέμαι με παλιούς φίλους και εργαζόμαστε και πάλι μαζί. Φυσικά, όλοι έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους και, μιλώντας με απόλυτη ειλικρίνεια, είμαι ευγνώμων για τη συμβολή τους στο τελικό αποτέλεσμα, σε όλα τα επίπεδα.

Όσο για συνοδοιπόρους, πέρα από τους μουσικούς με τους οποίους συνεργάζομαι, υπάρχουν και άλλοι τραγουδοποιοί που νιώθω πως βρισκόμαστε στην ίδια φάση, στο μέσα-έξω της δισκογραφίας, παλεύοντας να δηλώσουμε την παρουσία μας και να παρουσιάσουμε τις δημιουργίες μας. Άρα, θα ήθελα να αναφερθώ στους ανθρώπους που εκτιμώ, όπως η Γεωργία Βεληβασάκη, ο Σταύρος Παπασταύρου, ο Μιχάλης Τσαντίλας, ο Πέτρος Μιχόπουλος, ο Μάρκος Δεληβοριάς, ο Αποστόλης Αρμάγος, ο Κώστας Άγας, ο Δημήτρης Λάμπος, ο Δημήτρης Αρναούτης, ο Κώστας Λεμονίδης, η Μαρία Κηλαηδόνη και άλλοι.

Dverions_6.JPG

Πώς σκοπεύεις να στηρίξεις τη νέα δουλειά σου; Θα υπάρξουν ζωντανές εμφανίσεις –μέσα στο καλοκαίρι ή και αργότερα;

Ελπίζω να κάνω μια-δυο ολοκληρωμένες παρουσιάσεις στην Αθήνα από το φθινόπωρο και μετά, ενδεχομένως μία φορά με ακουστική μπάντα και μία με φουλ μπάντα. Θέλω να πιστεύω ότι θα μπορέσω να κάνω κι άλλες εμφανίσεις μαζί με τρεις ή τέσσερις μουσικούς, είτε στην Αθήνα, είτε εκτός, πράγμα που το επιθυμώ πολύ. Ουσιαστικά, μετά το 2008 έχω κάνει μόνο σποραδικές εμφανίσεις· είναι πολύ δύσκολες οι συνθήκες για να μπορέσουμε να παίξουμε ζωντανά, καθώς δεν φαίνεται να υπάρχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για αυτό που εμείς επιθυμούμε να κάνουμε: παντού υπάρχουν cover bands, tribute bands κλπ., αλλά και όλα κινούνται υπό το καθεστώς μιας λογικής σύμφωνα με την οποία πρέπει –ντε και καλά– να φέρεις και τον κόσμο σου στο μαγαζί, πράγμα που μου φαίνεται πολύ άσχημο ως νοοτροπία. Δύσκολο για εμάς όλο αυτό, όσους θέλουμε να παίξουμε κατά κύριο λόγο τα δικά μας κομμάτια, με τον δικό μας τρόπο και υπό αξιοπρεπείς συνθήκες.

Τέλος, ποια είναι η αγαπημένη σου ταινία με τον Peter Sellers, αυτόν τον καιρό;

Όπως μπορείς να φανταστείς, δυσκολεύομαι να πω μία ταινία μόνο. Αν διάλεγα τώρα κάποια να δω, πιθανώς να ήταν το What’s New Pussycat?, έχει μια τρέλα αυτή η ταινία που μου πάει με το καλοκαίρι. Ίσως και να άκουγα κάποιο από τα Goon Shows, δηλαδή το σουρεαλιστικό θρυλικό ραδιοφωνικό σόου στο οποίο πρωταγωνιστούσε ο Sellers μαζί με τον Spike Milligan και τον Harry Secombe –αναδείχτηκε μάλιστα μέσα από αυτό. Το Goon Show ανάτρεψε όλη τη βρετανική κωμωδία στη δεκαετία του 1950 και το λάτρευαν οι πάντες, από τους Beatles μέχρι τους Monty Python. Αν όμως επιθυμούσαμε να περιγράψουμε τη γενικότερη κατάσταση στην εποχή μας με μια ταινία του, θα έλεγα ότι ενώ θα θέλαμε να είναι το Πάρτυ, μάλλον ντουγρού για Dr. Strangelove μας βλέπω!

Σε ευχαριστώ πολύ!

Ανδρέα, σ' ευχαριστώ για την κουβέντα μας και το Avopolis για τη φιλοξενία!

{youtube}1F_ffPnetmo{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured