Μια φορά κι έναν καιρό, το μακρινό και κοντινό 1984, ήταν τρία πανκ μωρά που ήθελαν να γίνουν τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας. Έπαιζαν κιθάρα, μπάσο, ντραμς, έγραφαν ροκ ελληνικά τραγούδια –και επειδή ο στίχος τους κρίθηκε «καυτός» για την εποχή, άρχισαν να αυτοαποκαλούνται Μωρά Στη Φωτιά. ΟΚ, η αλήθεια είναι ότι (μεταξύ άλλων) άκουγαν και Brian Eno και βαφτίστηκαν από τις νότες του "Baby’s On Fire". Το 1987 έδωσαν το όνομά τους στον πρώτο τους δίσκο κι έκτοτε, με μικρές και μεγάλες παύσεις, βάζουν φωτιά στις ροκ σκηνές κάτω στην πόλη, σε όποια πόλη κι αν βρεθούν. Όσοι έχουν πάει άλλωστε τα τελευταία χρόνια στα νοσταλγικά, ξέφρενα πάρτι στο Κύτταρο, ξέρουν πολύ καλά τι έχουν να περιμένουν το επόμενο Σάββατο, στις 6 Φεβρουαρίου, στην ίδια σκηνή. Εγκέφαλος, πυρήνας και βετεράνος των Μωρών, ο Στέλιος «Σαλβαδόρ» Παπαϊωάννου, μας μιλάει εδώ λίγες μέρες πριν το θρυλικό "Παυσίπονο" και οι πρόσφατες "Σκιές Στη Σελήνη" τρελάνουν κόσμο στην ιστορική σκηνή της Ηπείρου...
Αμέτρητοι πιτσιρικάδες –σημερινοί 30άρηδες– ξεκίνησαν πρόβες με μια κιθάρα και τύμπανα της πλάκας, παρακινημένοι μεταξύ άλλων από εκείνον το δίσκο του 1987. Μοιάζει καθόλου αυτή η πρώτη ζύμωση τόσων παιδιών με το ελληνικό ροκ με τη δικιά σας εκκίνηση;
Όταν ξεκινούσαμε το 1985, δεν υπήρχε ρεύμα ελληνικού ροκ, με φωτεινή εξαίρεση τον Παύλο Σιδηρόπουλο, ο οποίος μου άρεσε πάντα. Τα ξένα συγκροτήματα ήταν αντίθετα εκείνα που μας επηρέαζαν. Δημιουργήσαμε έτσι σκηνή σε ύδατα αχαρτογράφητα, για τη συγκεκριμένη περίοδο. Είχαμε την αίσθηση ότι αυτό που θα κάνουμε θα είναι κάτι εντελώς καινούργιο και μοναδικό. Οι νέοι σήμερα, θα πρέπει να διαλέξουν ανάμεσα σε πιο πολλά πράγματα. Και θα πρέπει να ξεκαθαρίσουν τι θα κρατήσουν και τι θα αφήσουν. Δεν πρέπει να πατήσουν σε παλιότερες δημιουργίες, αλλά να απορρίψουν ό,τι παλιότερο τους βαραίνει ώστε να αισθανθούν τη μοναδικότητά τους ως νέοι. Γιατί, αν αναλωθούν σε συνταγές του τι έγινε και πώς έγινε και τι πέτυχε και τι δεν πέτυχε και την «ακούσουν» λίγο ως συνεχιστές της παράδοσης, θα βρεθούν στην αμήχανη θέση μιας στείρας δημιουργίας.
Παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια –τόσο στην πρόσφατη δισκογραφία σας, όσο και στις ζωντανές εμφανίσεις σας σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη– ένα νέο ύφος, με αρκετά και έντονα ska στοιχεία, να αναρριχάται στην «κλασική» τραγουδοποιία των Μωρών. Πώς προέκυψε αυτή η εξέλιξη; Παρακινήθηκε έστω και λίγο από κάποιου είδους μόδα που επικράτησε στην «εναλλακτική» σκηνή; Ή πρόκειται για άλλου τύπου εκφραστική ανάγκη;
Ήθελα ήδη από την πρώτη μας κυκλοφορία, το 1987, να χρησιμοποιήσω επιπλέον όργανα, όπως πνευστά ή έγχορδα. Χάριν όμως οικονομίας της παραγωγής, τέτοια μουσικά μέρη αποδόθηκαν από συνθεσάιζερς και samplers (γι' αυτό και η χρήση samplers από πολύ νωρίς). Ακόμη πιο έντονα ζητήθηκε η χρήση πνευστών –τρομπέτας, φλάουτου, σαξοφώνου κλπ.– το 1999, κατά την ηχογράφηση του δίσκου Θεατρίνοι· αλλά, και πάλι χάριν οικονομίας, αποδόθηκαν από samplers.
Από το 2007 όμως και ειδικά με την κυκλοφορία της επετειακής, ζωντανής ηχογράφησης για τα 20 χρόνια Μωρά Στη Φωτιά (στο Κύτταρο), μπόρεσα να κάνω εκείνο που πάντα ήθελα σε όλα τα τραγούδια ανεξαιρέτως: επιπλέον πνευστά όργανα και πλουσιότερη ενορχήστρωση. Μπορώ να πω ότι ο ήχος αυτός συνοδεύει πλέον όλα μου τα τραγούδια.
Οι εμφανίσεις που αναφέραμε σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη γνώρισαν μεγάλη επιτυχία, με αποτέλεσμα να επαναλαμβάνονται σε τακτά χρονικά διαστήματα. Πώς αισθάνεστε με αυτά τα live, σε σχέση με τα πρώτα, ας τα πούμε πιο παρθένα, των ύστερων 1980s;
Αυτά τα πιο σύγχρονα live μας είναι πιο κοντά σ' εκείνο που θέλω να δημιουργώ, πιο κοντά δηλαδή στον πειραματισμό και την ελευθερία.
Προς τα πού βλέπεις να οδεύει το ελληνικό ροκ σήμερα; Πού νομίζεις ότι οφείλεται η υποχώρηση των ελληνικών στίχων και η τάση να θεωρείται ως πιο αξιόλογη η αντίστοιχη αγγλόφωνη δημιουργία;
Δεν θεωρώ ότι είναι το πιο εύκολο πράγμα να γράψει κανείς στα ελληνικά και να μην ακούγεται σαν όλους τους υπόλοιπους ή τουλάχιστον κοινότυπος. Οπότε είναι πιο «ορθολογικό» για κάποιους να ξεκινήσουν στον δρόμο της αγγλικής γλώσσας, ειδικά κιόλας αν θέλουν να προωθήσουν τη δουλειά τους στο εξωτερικό.
Δυο λόγια για τις δικές σου προσωπικές επιρροές και 5 δίσκοι τους οποίους θα έπαιρνες μαζί, πάνω σε μια τάση μεγάλης φυγής;
1. Jello Biafra & The New Orleans Raunch And Soul All Stars: Walk On Jindal’s Splinters
2. Mark Ribot & The Young Philadelphians: Live In Tokyo
3. Μaynard Ferguson: Conquistador
4. Nick Cave & The Bad Seeds: Live From KCRW
5. Motörhead: Bad Magic
Με αφορμή τις μεγάλες απώλειες των τελευταίων μηνών, πιστεύεις ότι εκλείπουν σιγά-σιγά οι μουσικοί εκείνοι που θα πλάσουν τους χαρακτήρες της γενιάς τους και του αύριο και θα διαμορφώσουν τα δεδομένα; Ή πρόκειται για υπερβολή;
Mετά την υπερπληθώρα παραγωγών και εμπορικής βέβαια μουσικής, δύσκολα ξεχωρίζεις κάτι μοναδικό. Πάντα όμως βρίσκω κάτι που να μ' αρέσει, άσχετα αν είναι προβεβλημένο ή όχι. Μπορούμε δηλαδή να βρίσκουμε ενδιαφέροντα πράγματα, απλά θα πρέπει να τα ψάχνουμε και να τα ανακαλύπτουμε μόνοι μας.
Το τελευταίο update για την προσωπική σου εξέλιξη και για τα νέα της μπάντας; Τι περιλαμβάνει η συνέχεια;
Βρίσκομαι σε μια πολύ δημιουργική περίοδο, είναι έτοιμα πολλά τραγούδια απ' όσα θα αποτελέσουν τον καινούργιο μας μεγάλο δίσκο, που ηχογραφείται αυτή την στιγμή –κάποια θα τα παίξουμε μάλιστα και την Παρασκευή στη Λάρισα (στο Stage) και βέβαια το Σάββατο στο Κύτταρο. Από εκεί και πέρα, έχουμε αρκετές ακόμα συναυλίες με το πολυμελές μας σχήμα των 7 ατόμων (Λάκης Ραγκαζάς/κιθάρες, Φίλιππος Κωσταβέλης/πλήκτρα, Δημήτρης Ματζίρης/τρομπόνι, Κώστας Κατσαρός/τρομπέτα και δεύτερο συνθεσάιζερ, Χρήστος Κωνσταντινίδης/ντραμς και κρουστά, Φώτης Τσακιρίδης/ντραμς και κρουστά κι εγώ να παίζω μπάσο και να τραγουδάω. Συγκεκριμένα, εμφανιζόμαστε την Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου στον Άγιο Νικόλαο Χαλκιδικής, το Σάββατο 13 Φεβρουαρίου στην Καστοριά (στο Prague Draft) κα την Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου στη Θεσσαλονίκη, στο Club του Μύλου.
{youtube}dC6UCtyThK0{/youtube}