Φωτογραφίες: Christia Geo
Πού θα έλεγες ότι διαφέρει το Red Soul σε σχέση με το πρώτο σου άλμπουμ Πατώματα Βρεγμένα –σε επίπεδο προσέγγισης ή αποτελέσματος;
Είναι για μένα δύο εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους project, τόσο από άποψη έμπνευσης και ερεθισμάτων, όσο και από άποψη τεχνικής. Η θεματική του Red Soul είναι βασισμένη στην εξέλιξη της ανθρώπινης ψυχής. Κάθε άλμπουμ που φτιάχνω είναι σαν μουσικό ημερολόγιο: κάθε κομμάτι και μια ιστορία. Διαφέρουν λοιπόν κατά πολύ οι ιστορίες του 1ου άλμπουμ σε σχέση με το 2ο, ενώ και συνθετικά αισθάνομαι πιο ώριμη και πιο αναλυτική στο Red Soul. Ο πρωταγωνιστής είναι ο ίδιος –το πιάνο, δηλαδή– και ενορχηστρωτικά αυτή τη φορά έδωσα μεγαλύτερη βαρύτητα και περισσότερο χώρο στα έγχορδα.
Πώς σου συμβαίνει, γενικά, η διαδικασία της συγγραφής; Είσαι με όσους/ες υποστηρίζουν τη «δύναμη της έμπνευσης» ή θεωρείς ότι η συστηματική δουλειά είναι σημαντικότερη;
Συνήθως γράφω κάτω από συναισθηματική φόρτιση, είτε αυτή εννοείται θετικά, είτε αρνητικά. Εάν είχα περισσότερο ελεύθερο χρόνο θα ήθελα να δουλεύω και να παίζω πιο συστηματικά, γιατί έχω παρατηρήσει πως δουλεύοντας γεννιούνται και ιδέες. Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση κάποιος να μου ζητήσει να ντύσω μουσικά μια ταινία ή μια θεατρική παράσταση, οπότε η πρόταση γίνεται το κίνητρο που ενεργοποιεί τη φαντασία και το συναίσθημα, με βάση το θέμα.
Στο Red Soul περιλαμβάνεται το τραγούδι “Η Μελωδία Της Αυτογνωσίας”. Αντλώ από το κείμενο του Θάνου Μαντζάνα στο musicpaper.gr την πληροφορία ότι ήτανε αρχικά μέρος ενός ευρύτερου project, που καλούσε νέους συνθέτες να μελοποιήσουν πολιτικά κείμενα. Γιατί διάλεξες το έργο του Πλάτωνα Απολογία Σωκράτους;
Την αρχική ιδέα του project Δις-Αρμονία την είχε ο Θάνος Μαντζάνας. Επέλεξε περίπου 50 πολιτικά κείμενα και τα μοίρασε σε νέους δημιουργούς, οι οποίοι συνδυάζουν την κλασική μουσική με τη σύγχρονη. Ο κάθε δημιουργός διάλεξε κατόπιν ένα πολιτικό κείμενο και έγραψε μουσική με βάση αυτό –στη συνέχεια τα παρουσιάσαμε (πέρσι) στο Εθνικό Ωδείο, με την Καμεράτα.
Η επιλογή της Απολογίας του Σωκράτη έχει να κάνει με τον θαυμασμό μου απέναντι σε έναν τόσο σπουδαίο φιλόσοφο, με το δίκαιο σε σχέση με τον άνθρωπο και γενικότερα –κάτι που με απασχολεί πολύ την τελευταία περίοδο. Αλλά και με την Ελλάδα, σε σχέση με ό,τι ζούμε σήμερα. Γι’ αυτό υπάρχει και μια συμβολική αναφορά στη “Μελωδία Της Αυτογνωσίας”, με ένα πιάνο το οποίο παίζει τον Εθνικό Ύμνο. Το θεωρώ ένα συγκλονιστικό κείμενο, πολύ επίκαιρο, που κάθε άνθρωπος θα ήταν καλό να διαβάσει. Προσωπικά με βοήθησε να εμβαθύνω σε πολλά επίπεδα της ζωής μου και επηρέασε τον τρόπο σκέψης μου.
Περιλαμβάνεται επίσης το “Requiem For A Friend”, το οποίο παραδόξως νομίζω πως δεν είναι το πιο μελαγχολικό κομμάτι του δίσκου. Θα μπορούσε μάλιστα να πει κανείς ότι έχει κάτι το ελαφρύ. Είναι σωστή η «διάγνωση»;
Το "Requiem For A Friend" είναι αφιερωμένο στη μνήμη του αγαπημένου μου φίλου, Βαγγέλη Βέκιου. Δεν θα ταίριαζε στο προφίλ του κάτι μελαγχολικό, ούτε κάτι βαρύ. Το κομμάτι αυτό το έχω χωρίσει σε 3 διαφορετικά μέρη περιγράφοντας τη φιλία μας, τον μουσικό μας συνδυασμό τύμπανα/πιάνο και, τέλος, τον αποχαιρετισμό.
Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι, γενικότερα, να μελοποιήσεις κάτι – ιδίως όταν το κάνεις σε ορχηστρικό μόνο περιβάλλον; Λέγοντας κάτι, εννοώ το κείμενο του Πλάτωνα, έναν θάνατο, ένα ποίημα, μία ιδέα ή μία κατάσταση…
Δεν είναι θέμα ευκολίας ή δυσκολίας, η δημιουργία τις περισσότερες φορές ξεκινάει σε ανύποπτο χρόνο –αυθόρμητα, αβίαστα και πολλές φορές ασυνείδητα. Το κάθε κομμάτι σχηματοποιεί έτσι μια εικόνα, που δεν είναι πάντα ορατή σε κάποιον. Εάν πάλι αυτό που γράφω και εκφράζω συναντηθεί με τον κόσμο εκεί έξω, είναι ό,τι καλύτερο για μένα. Μία περίπτωση που μπορώ να σκεφτώ ότι χρειάζεται μεγαλύτερη προσπάθεια είναι της συνδημιουργίας. Για παράδειγμα, εάν ένας σκηνοθέτης μου ζητήσει να περιγράψω μουσικά μια σκηνή ή μια κατάσταση σε ένα έργο, θέλοντας να δημιουργήσει συγκεκριμένα συναισθήματα, τότε η διαδικασία αλλάζει. Γιατί πρέπει να βάλω τον εαυτό μου στη θέση του άλλου, να κατανοήσω και να αισθανθώ το κείμενο και να μπορέσω να αποδώσω εκείνο το αποτέλεσμα που θέλει.
Πώς ασχολήθηκες με τη μουσική, ποια ήταν τα πρώτα ερεθίσματα; Και ποια εκείνα που θεωρείς ότι σε διαμόρφωσαν περισσότερο από άλλα, ως ακροάτρια και ως μουσικό;
Στο σπίτι είχαμε πάντα πιάνο, γιατί έπαιζε ο μεγαλύτερος αδελφός μου. Η πρώτη μου επαφή έγινε στα 5 μου χρόνια, όταν ξαφνικά βρέθηκα μπροστά στο πιάνο να παίζω τη μελωδία από μια διαφήμιση. Ο πατέρας μου, ενθουσιασμένος, είπε τότε πως «το παιδί έχει μουσικό αυτί» και με πήγε σε ωδείο.
Από την παιδική μου ηλικία είχα διαφόρων ειδών ακούσματα. Στο σπίτι ακούγαμε από Bee Gees μέχρι Frank Sinatra, o αδελφός μου άκουγε πολύ ροκ και μέταλ και επειδή οι γονείς μου διατηρούσαν εστιατόριο με ζωντανή μουσική κάτω ακριβώς από το διαμέρισμα όπου μέναμε, είχα –σχεδόν καθημερινά– λαϊκά και ρεμπέτικα ακούσματα. Στο ωδείο παρακολούθησα για 10 χρόνια μαθήματα κλασικού πιάνου και στην πορεία έμαθα να παίζω κρουστά. Το 2005, ως βασική τραγουδίστρια του συγκροτήματος Ελελεύ, πέρασα μια μεγάλη περίοδο πιο κοντά στη ροκ/ρεμπέτικη μουσική, καθώς αυτός ήταν ο ήχος του συγκροτήματος. Απ’ το 2010 και μετά άρχισα πάλι να έχω επαφή με το πιάνο μου και την κλασική μουσική και να πειραματίζομαι με τον ηλεκτρονικό ήχο, μέχρι που βρήκα τον τρόπο να τα συνδυάσω και να μπορώ να εκφραστώ.
Η ηχολήπτρια/τεχνικός μέσα σου ακούει το ίδιο πράγμα που ακούει και η μουσικός/καλλιτέχνιδα;
Δεν θα έλεγα πως ακούει το ίδιο πράγμα, σίγουρα όμως το ένα επηρεάζει και βοηθάει το άλλο. Ομολογώ, πάντως, ότι για κάποιον ανεξήγητο λόγο δυσκολεύομαι πολύ να κάνω μίξη σε δικό μου κομμάτι. Έχω πάντα μια άποψη ως προς το τελικό αποτέλεσμα, αλλά δυσκολεύομαι να βάλω την υπογραφή μου σε αυτό.
Πώς σκοπεύεις να προωθήσεις το Red Soul; Τι σχέδια έχεις, γενικώς, για το μέλλον;
Σε πρώτη φάση θα γίνει παρουσίαση του άλμπουμ την Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου στις 20:00 στο Booze Upstairs στην Κολοκοτρώνη, όπου θα μιλήσει ο δημοσιογράφος και ραδιοφωνικός παραγωγός Μάκης Μηλάτος, ο δημοσιογράφος και σκηνοθέτης Αντώνης Μποσκοΐτης και θα συντονίσει η δημοσιογράφος και στιχουργός Φωτεινή Λαμπρίδη. Θα ακολουθήσει DJ set με εμένα σε καθήκοντα DJ.
Με αντίστοιχο τρόπο θα γίνει και η παρουσίαση στην Κύπρο, στις 27 Φεβρουαρίου (19:00), στην Παλιά Ηλεκτρική στη Λευκωσία. Θα μιλήσουν η δημοσιογράφος και συγγραφέας Ελένη Ξένου και ο αρθρογράφος και ραδιοφωνικός παραγωγός Γιώργος Πίττας. Προς την Άνοιξη υπολογίζω να κάνουμε μια σειρά ζωντανών εμφανίσεων με τους μουσικούς που συμμετείχαν στο Red Soul. Παράλληλα γράφω μουσική για δύο θεατρικές παραστάσεις που σύντομα θα ανακοινωθούν και μελοποιώ τη νέα ποιητική συλλογή της Κικής Μαυρίδου.
{youtube}gFjOzaxYqjE{/youtube}