Η περίπτωση του Δημήτρη Μυστακίδη –δεξιοτέχνη λαϊκού κιθαριστή και δασκάλου– δεν σηκώνει πολλές «επιστημονικούρες» κι αναλύσεις, όσο κι αν ο δρόμος που έχει διαλέξει διακλαδώνεται με μονοπάτια κοινωνικά, μουσικολογικά, λαογραφικά, εκπαιδευτικά κ.ά. Προσπαθώντας να βρω τις κατάλληλες λέξεις για να τον παρουσιάσω/χαρακτηρίσω, είναι μία εκείνη που επανέρχεται διαρκώς στο μυαλό μου. Όσο λοιπόν κι αν δεν καλοταιριάζει στην εισαγωγή μιας συνέντευξης, θα τη γράψω: παιχταράς από τους λίγους. Ταχυδακτυλουργός της ταστιέρας.
Όχι όμως από εκείνους τους ποζεράδες, τους φλύαρους, τους πρωταγωνιστές του κιθαριστικού ανεκδότου για την αλλαγή της λάμπας (σ.σ.: πόσοι κιθαρίστες χρειάζονται για να αλλάξουν μια λάμπα; Απάντηση: 100, ένας θα την αλλάζει και οι υπόλοιποι 99 θα μονολογούν: «εγώ το κάνω γρηγορότερα»). Ο Μυστακίδης είναι συναισθηματικός και ουσιαστικός στο παίξιμό του, με αισθητική και άποψη. Αυτά είναι άλλωστε και τα χαρακτηριστικά της νέας του δισκογραφικής δουλειάς, Εσπεράντο, που κυκλοφόρησε πριν από μερικές εβδομάδες. Το άλμπουμ περιλαμβάνει σημαντικά μεταπολεμικά κομμάτια διασκευασμένα για λαϊκή κιθάρα και τραγουδισμένα από σπουδαίους ερμηνευτές: Ελευθερία Αρβανιτάκη, Δήμητρα Γαλάνη, Γιώτα Νέγκα, Ελένη Τσαλιγοπούλου, Ελένη Βιτάλη, Φωτεινή Βελεσιώτου, Ματούλα Ζαμάνη, Ελεωνόρα Ζουγανέλη, Αλκίνοος Ιωαννίδης, Χρήστος Θηβαίος, Γιώργος Νταλάρας, Διονύσης Σαββόπουλος, Κωστής Αβυσσινός, Φώτης Σιώτας, Χρήστος Μαστέλλος, Μανώλης Πάππος.
Το δισκάκι αυτό, που επανασυστήνει «θησαυρούς» του παρελθόντος (άλλους περισσότερο κι άλλους λιγότερο γνωστούς στο ευρύ κοινό), κοντεύει να λιώσει στο CD player μου. Στάθηκε λοιπόν ιδανική αφορμή για μια κουβέντα με τον Δημήτρη Μυστακίδη, μαζί με την επικείμενη ζωντανή του παρουσίαση –αύριο Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου, στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο...
Φωτογραφίες: Γιάννης Μαργετουσάκης (1,2,4,5,6), Χρήστος Διαμαντής (3)
Εσπεράντο, λοιπόν, 8 χρόνια μετά την προηγούμενη δισκογραφική σου δουλειά. Με ποιο κριτήριο επέλεξες τα συγκεκριμένα τραγούδια γι' αυτό το νέο βήμα;
Κατ' αρχήν, ήθελα να συμπληρώσω το κιθαριστικό ρεπερτόριο, μιας και στο προηγούμενο προσωπικό άλμπουμ (16 Ρεμπέτικα Τραγούδια Για Κιθάρα, 2007) είχα πραγματευτεί προπολεμικά κομμάτια, ενώ με τους άλλους δύο δίσκους –τις Αψιλίες (2009) και το Ψιθυρίζοντας Το Ρεμπέτικο (2013)– είχα σε μεγάλο βαθμό καλύψει τεχνικές και ιδιώματα της λαϊκής κιθάρας. Δεν είχα έτσι καθόλου αγγίξει το μεταπολεμικό τραγούδι, οπότε ήταν με βάση αυτό που ξεκίνησε η δημιουργία του Εσπεράντο. Στάθηκε όμως απλά η αφορμή, καθώς ο συγκεκριμένος δίσκος έχει πολλά επίπεδα ανάγνωσης.
Θεωρώ πρώτα-πρώτα ότι αποτελεί καλλιτεχνική κατάθεση: την καλλιτεχνική κατάθεση ενός σύγχρονου λαϊκού κιθαρίστα. Ταυτόχρονα, θέλω να υπηρετεί στον μέγιστο βαθμό και την εκπαιδευτική μου υπόσταση. Έπρεπε λοιπόν να κρατηθεί μια δύσκολη ισορροπία, ανάμεσα στην τέχνη και στην τεχνική. Επίσης θέλω το Εσπεράντο να διευρύνει το ακροατήριο, αλλά και τους χώρους όπου ακούγεται αυτή η μουσική. Με ενοχλεί αφάνταστα ο δογματισμός με τον οποίο αντιμετωπίζεται η λαϊκή μουσική, και από τους οργανοπαίχτες, και από τους ακροατές. Τις περισσότερες φορές γίνεται από αγάπη, το ξέρω· αλλά δεν παύει να καταδικάζεται σε μια «γκετοποίηση». Προς μια τέτοια κατεύθυνση κινείται έτσι το καινούριο άλμπουμ: να έρθει νέος κόσμος να ακούσει λαϊκά σε νέους χώρους, με διαφορετικές συνθήκες. Χωρίς φυσικά να αποκλείονται όλα όσα προϋπήρχαν.
Γι' αυτόν τον λόγο ζήτησα από όλους αυτούς τους σπουδαίους τραγουδιστές και μουσικούς να συμμετάσχουν στο Εσπεράντο. Για να φωτίσουν με έναν διαφορετικό τρόπο το συγκεκριμένο ρεπερτόριο κι έτσι να προσελκύσουν σε εκείνο κόσμο που πιθανόν να μην σκεφτόταν καν να ακούσει τέτοια τραγούδια. Τα τραγούδια, τώρα, τα επέλεξα έτσι ώστε να υπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο τα παραπάνω. Αφού έβρισκα δηλαδή ποιο είχε τις καλλιτεχνικές μα και τις τεχνικές προδιαγραφές τις οποίες ήθελα, σκεφτόμουν ποιος ερμηνευτής μπορούσε να το αποδώσει με ιδιαίτερο τρόπο.
Πόσο καιρό πήραν οι ηχογραφήσεις και η ολοκλήρωση του project; Ποιες δυσκολίες αντιμετώπισες στην πορεία; Ήταν η εξασφάλιση αδειών διασκευής ανάμεσα σε αυτές;
Όλη η δουλειά κράτησε γύρω στον 1,5 χρόνο. Το πιο δύσκολο κομμάτι ήταν η οργάνωση των ηχογραφήσεων με όλους τους συμμετέχοντες. Έπρεπε δηλαδή να ηχογραφήσω το κάθε κομμάτι όπως το φανταζόμουν, λαμβάνοντας βέβαια υπόψιν τον συγκεκριμένο ερμηνευτή που θα το έλεγε, να του το στείλω να το ακούσει, να διορθώσω ενδεχόμενα λάθη στις τονικότητες. Και μετά έπρεπε να βρούμε κοινό χρόνο στην Αθήνα ή στην Κρήτη ή στη Θεσσαλονίκη, έπρεπε να υπάρχει και στούντιο διαθέσιμο, οπότε να πάμε για ηχογράφηση με την ελπίδα ότι όλα θα πάνε καλά!
Ήταν λίγο δύσκολο, αλλά έγινε κυρίως λόγω της αγάπης με την οποία αντιμετώπισαν τη συγκεκριμένη δουλειά οι συμμετέχοντες ερμηνευτές. Αν δεν το είχα ζήσει, δεν θα το πίστευα: απίστευτη συνεργασία και σεβασμός στο ρεπερτόριο, από όλους ανεξαιρέτως. Βέβαια, για να γίνει αυτό, βοήθησαν πολλοί ακόμα άνθρωποι. Θα αναφέρω μόνο τους ηχολήπτες, όμως είναι κι άλλοι. Η εξασφάλιση της άδειας, πάλι, δεν ήταν καθόλου πρόβλημα. Έγινε με τυπικό τρόπο, μέσω της ΑΕΠΙ, και δεν αντιμετώπισα κάτι ιδιαίτερο. Εκτός από μία περίπτωση, στην οποία ένας από τους δικαιούχους ζήτησε «λάδωμα» για να μου δώσει την άδεια! Πράγμα που φυσικά δεν έγινε...
Πόσο εύκολο ήταν να συγκεντρώσεις τις φωνές που συμμετέχουν στο Εσπεράντο; Υπήρξαν τραγουδιστές με τους οποίους δεν ευδοκίμησε η συνεργασία, είτε λόγω απροθυμίας, είτε λόγω πρακτικών δυσκολιών;
Ήταν πολύ πιο εύκολο απ όσο φανταζόμουν, αλλά όχι εύκολο. Τους πιο πολλούς από τους συμμετέχοντες τους ήξερα: είχαμε συνεργαστεί στο παρελθόν, οπότε η προσέγγιση ήταν εύκολη. Ήταν όμως και κάποιοι που δεν είχαμε καμία σχέση και ήταν λίγο δύσκολο να τους βρω –και φυσικά δεν ήξερα πως θα αντιδράσουν σε μια τέτοια πρόταση. Η αντιμετώπιση ήταν όμως από όλους υποδειγματική. Υπήρξαν και ορισμένοι που αρνήθηκαν, με πολύ ευγενικό πάντως τρόπο.
Είχες τραγούδια που έμειναν έξω από το τελικό αποτέλεσμα; Για ποιους λόγους;
Ναι, υπήρξαν τραγούδια τα οποία έμειναν απ' έξω, γιατί αυτοί που προτάθηκαν να τα πουν δεν δέχθηκαν, για διάφορους λόγους. Δεν νομίζω ότι υπάρχει λόγος να τα αναφέρω.
Το booklet του Εσπεράντο είναι δίγλωσσο (ελληνικά και αγγλικά). Για ποιον λόγο; Είναι μια προσπάθεια «διεθνούς καριέρας»; Φιλοδοξεί το άλμπουμ να βγει εκτός συνόρων;
Είναι βασική φιλοδοξία να καταφέρω να παίξω τα τραγούδια στο εξωτερικό. Όχι φυσικά με όλους αυτούς τους επώνυμους τραγουδιστές, αλλά με το δικό μου σχήμα. Νομίζω ότι έχει πολλές πιθανότητες κάτι τέτοιο. Το πιστεύω πολύ. Ήδη τα πρώτα δείγματα απ' έξω, είναι πολύ θετικά. Ένα από τα τραγούδια λ.χ. θα μπει στο fRoots, ένα από τα πιο σπουδαία περιοδικά για τη world μουσική.
Τα τραγούδια έχουν επίσης αρχίσει να ακούγονται στα ραδιόφωνα –περισσότερα του ενός, μάλιστα. Πώς εκλαμβάνεις αυτή την επιτυχία και πώς μετασχηματίζεται σε κάτι το χειροπιαστό, τώρα που δεν υπάρχουν δισκοπωλεία ή μεγάλες πωλήσεις; Είναι ηθική πλέον η ανταμοιβή ή υπάρχουν και άλλες προεκτάσεις;
Μα εγώ δεν είχα καμιά αμφιβολία ότι ο κόσμος θα τα ακούσει τα κομμάτια! Χρειαζόταν μόνο μια επικαιροποίηση του ρεπερτορίου –και αυτό έκανα. Είναι από μόνα τους τόσο δυνατά, κουβαλάνε τέτοιο συναισθηματικό φορτίο. Σε συνδυασμό δε με τις σπουδαίες φωνές οι οποίες τα ερμήνευσαν, έπρεπε κάτι να είναι πολύ λάθος για να μην ακουστούν. Τέτοια πιθανότητα ουσιαστικά δεν υπήρχε, αφού, πριν βγουν στο κοινό, είχαν περάσει από πολλά φίλτρα. Και μάλιστα πολύ αυστηρά. Οι συμμετέχοντες δεν θα έβαζαν άλλωστε έτσι εύκολα το όνομά τους κάτω από μια δουλειά που είχε πρόβλημα. Χαίρομαι επομένως πάρα πολύ που πάει καλά. Οι πωλήσεις, τώρα, δεν ήταν ποτέ ζητούμενο. Ήδη όλα τα τραγούδια του Εσπεράντο υπάρχουν στο διαδίκτυο. Πιστεύω πάντως ότι αρκετός κόσμος θα το αγοράσει, για να στηρίξει την προσπάθεια.
Στις μέρες μας, τι οδηγεί τους ανθρώπους να εκδίδουν CD; Δεν είναι ξεπερασμένη η τακτική;
Εγώ τουλάχιστον, δεν μπορώ να ακούω μουσική μόνο από το διαδίκτυο. Τους δίσκους που μ' αρέσουν, τους αγοράζω· κυρίως γιατί ξέρω τι δουλειά κρύβεται από πίσω και τι κόστος έχει. Μου αρέσει να έχω στα χέρια μου το φυσικό προϊόν, με το ένθετό του, τις πληροφορίες και όλα αυτά. Και να σου πω την αλήθεια, δεν πιστεύω ότι θα χαθεί ποτέ η δισκογραφία. Απλώς θα αλλάξει, όπως όλα γύρω μας. Οφείλουμε να παρακολουθούμε τις εξελίξεις και, αν δεν μας ικανοποιούν, να τις δημιουργούμε. Δεν θέλει εφησυχασμό. Όσο αντέχουμε, οφείλουμε να κάνουμε πράγματα.
Στις δύσκολες εποχές μας, κατά πόσο μπορεί να βιοπορίζεται ένας μουσικός από αυτή καθεαυτή τη βασική του ιδιότητα;
Είναι πολύ δύσκολο. Ίσως και αδύνατο. Απαιτεί πολλές θυσίες και κόπο και δυστυχώς όχι μόνο από τον ίδιο τον μουσικό, αλλά και από τους ανθρώπους που βρίσκονται γύρω του. Πολλές φορές αναρωτήθηκα αν αξίζει όλο αυτό –αν αξίζει δηλαδή να βλέπεις τα παιδιά σου και τους αγαπημένους σου λιγότερο από την κιθάρα σου. Από την άλλη, δεν έχεις και πολλές επιλογές: ή το κάνεις ή δεν το κάνεις. Μέση λύση δεν υπάρχει. Στο τέλος ξυρίζουν τον γαμπρό, λέει ο σοφός λαός. Θα δείξει...
Παρατηρώντας την tracklist του Εσπεράντο, βλέπει κανείς ότι τα τραγούδια είναι όλα γραμμένα από άνδρες. Στο παρελθόν, λοιπόν, η τραγουδοποιία, για κάποιο(υς) λόγο(υς), ασκούνταν περισσότερο από άνδρες. Λίγες ήταν οι γυναίκες δημιουργοί. Παλαιότερα, ειδικά, μάλλον περιορίζονταν σε ρόλο στιχουργού. Αντίθετα, πάντοτε υπήρχαν στην ίδια αναλογία τραγουδίστριες και τραγουδιστές. Έχεις κάποια εξήγηση;
Δεν το σκέφτηκα ποτέ έτσι. Βέβαια, αν λάβεις υπόψιν τις κοινωνικές συνθήκες στα παλιότερα χρόνια, δεν είναι και δύσκολο να βρεις την απάντηση: προφανώς δεν ήταν εύκολο για τις γυναίκες να μπουν μέσα σε τόσο ανδροκρατούμενα επαγγέλματα. Οι τραγουδίστριες, πάντως, δεν νομίζω ότι ήταν σε ίδια αναλογία με τους τραγουδιστές. Τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το ρεμπέτικο και το λαϊκόμ μέχρι το 1955. Μάλλον όμως κοινωνιολόγος πρέπει να σου το απαντήσει αυτό.
Πρόσφατα μου έλεγες για την επικράτηση του μινόρε στα τραγούδια του Νίκου Παπάζογλου και για το αντίστοιχο φαινόμενο σε εκείνα του Θανάση Παπακωνσταντίνου. Γιατί πιστεύεις ότι υπάρχει τόση μινόρε παραγωγή; Είναι «απαγορευμένο» ή «ασύμβατο» το ματζόρε με την ιδιοσυγκρασία ή με τη γενετική ταυτότητα του τόπου;
Απαγορευμένο δεν είναι τίποτα. Έχει να κάνει με την ιδιοσυγκρασία του εκάστοτε δημιουργού. Θεωρώ ότι η δημιουργία λειτουργεί στους ανθρώπους σαν αποτοξίνωση. Αυτό που θες να βγάλεις από μέσα σου, κατ'αρχήν, είναι εκείνο που σε «τρώει». Ε, αυτό μάλλον εκδηλώνεται με «μινόρε» συνθέσεις.
Όλοι παραδεχόμαστε την έλλειψη παιδείας σαν αφετηρία πολλών προβλημάτων, ακόμα και αυτής της οικονομικής κρίσης. Συχνά, δε, την επικαλούμαστε σαν απαραίτητη και μοναδική λύση. Εσύ, σαν καθηγητής στο Τμήμα Λαϊκής & Παραδοσιακής Μουσικής στο Τ.Ε.Ι. της Άρτας, βλέπεις να έχει αλλάξει κάτι προς το καλύτερο;
Έχουν αλλάξει πολλά, αλλά δυστυχώς τίποτα σε θεσμικό επίπεδο. Ό,τι καλό συμβαίνει, συμβαίνει από την ιδιαιτερότητα κάποιων ανθρώπων με όραμα και αγάπη για αυτό που κάνουν. Οι θεσμοί όχι μόνο δεν βοηθούν, μα προσπαθούν να πνίξουν ό,τι καλό γίνεται, γιατί τους χαλάει τα δεδομένα.
Σαν δάσκαλος, πώς βλέπεις το επίπεδο των νέων οργανοπαιχτών; Συνεχίζεται η αλυσίδα;
Το επίπεδο των νέων μουσικών είναι κλάσεις ανώτερο από το επίπεδο της δικής μου γενιάς. Όχι μόνο συνεχίζεται η αλυσίδα, αλλά έχει φύγει πολύ μπροστά. Η πρόσβαση στη γνώση είναι πολύ εύκολη πια και οι νέοι μουσικοί συνδυάζουν καλύτερα από εμάς τη γνώση με την αισθητική. Αν υπάρξουν οι προϋποθέσεις για να μπορέσουν να κάνουν μουσική τα νέα παιδιά, θα τρίβουμε τα μάτια μας.
Ποια είναι, τέλος, τα άμεσα μελλοντικά σου σχέδια;
Θέλω να καταφέρω να παρουσιάσω το Εσπεράντο σε όσο το δυνατόν περισσότερους χώρους και χώρες! Και να ξεκουραστώ λίγο.
{youtube}wgx5qFxTIak{/youtube}