Φωτογραφίες 3, 4: Αφροδίτη Χουλάκη
Τον τελευταίο χρόνο περιοδεύετε τη Μικρή Βαλίτσα σας ανά τον κόσμο, με τελευταία στάση το Γυάλινο Μουσικό Θέατρο, όπου και σας βρίσκουμε μέχρι τα τέλη του Νοέμβρη. Τι είχε μέσα της αυτή η αποσκευή, όταν ξεκινήσατε, και τι περιμάζεψε στον δρόμο για εδώ;
Μέσα της έκλεισα τα όσα σημαντικά θα έπαιρνα μαζί μου αν έφευγα από την Ελλάδα. Τη μνήμη, τα πρόσωπα, τα όνειρα, τις προσδοκίες, τα γεγονότα. Το λαϊκό τραγούδι, το ταλαιπωρημένο έντεχνο, τους στίχους και τη ζωγραφική του πατέρα μου. Με λίγα λόγια, όσα θα με έκαναν να βλέπω το ίδιο πρόσωπο σε ξένο καθρέφτη. Έκτοτε, προστέθηκε η χαρά του ταξιδιού με τους σπουδαίους μουσικούς με τους οποίους μοιραζόμαστε τον δρόμο και το όνειρο. Και βέβαια, το μοίρασμα της χαράς αυτής με το κοινό –και ο πολλαπλασιασμός της– σε μια σχέση που γίνεται όλο και πιο ουσιαστική.
Έχετε υπάρξει ενεργός συναυλιακά στο μεγαλύτερο μέρος της πορείας σας, τόσο εγχώρια, όσο και στο εξωτερικό. Πώς βρίσκετε να έχει αλλάξει μέσα σε αυτά τα χρόνια το κοινό που σας παρακολουθεί; Ξέρετε ποιος είναι «ο άνθρωπος» στον οποίον πλέον απευθύνεστε;
Στο εξωτερικό ήταν πάντα πιο σαφή τα πράγματα: αρχικά, στις περισσότερες χώρες, έρχονταν οι ντόπιοι. Με εξαίρεση ίσως τις Η.Π.Α. και τη Ηνωμένο Βασίλειο, το τραγούδι μου δεν φαινόταν να ενδιαφέρει τις παλαιότερες γενιές μεταναστών. Με το νέο κύμα μετανάστευσης, οι συναυλίες του εξωτερικού απέκτησαν μιαν άλλη συγκίνηση κι ένα άλλο νόημα. Εδώ, στην Ελλάδα, το κοινό αλλάζει επίσης μέσα στα χρόνια. Μαζί, αλλάζει και ο τρόπος με τον οποίον δέχεται ή δεν δέχεται αυτό που παλεύω να μοιραστώ.
Τα πρώτα χρόνια ήταν ενθουσιώδη και δύσκολα. Η εικόνα μου ήταν ασαφής, το ίδιο και η εικόνα του πολυσυλλεκτικού και φασαριόζικου κοινού που ερχόταν μαζικά. Σιγά-σιγά (πήρε δύο δεκαετίες αυτή η διαδικασία), η σχέση με το κόσμο ξεκαθάρισε. Νομίζω πως, αβίαστα και σε βάθος χρόνου, καταφέραμε να καταλάβουμε σε έναν βαθμό και να εξηγήσουμε ο ένας στον άλλον ποιοι είμαστε. Όσο περνά ο καιρός, το κοινό αναβαθμίζεται ποιοτικά, ελπίζω κι εγώ. Χαίρομαι να παίζω μουσική στους ανθρώπους αυτούς. Πρόκειται για ένα μεγάλο δώρο!
Οι σπουδές σας πάνω στην κλασική μουσική έχουν προσδώσει μία αρκετά διαφορετική υφή στον τρόπο σύνθεσης και ενορχήστρωσης των δύο τελευταίων σας δίσκων. Πώς επηρέασαν τον τρόπο με τον οποίον διαχειρίζεστε καλλιτεχνικά το προήγουμενό σας υλικό, φερ’ειπείν όταν το αντιμετωπίζετε στο πλαίσιο ενός συναυλιακού προγράμματος;
Η ζωή, άρα και η μουσική, είναι πολλά πράγματα. Η σύνθεση είναι ο τρόπος να τα διαλέξεις, να τα διαχειριστείς και να τα συν-θέσεις, ώστε να φέρουν νέο αποτέλεσμα. Με τον ίδιο τρόπο, το παλιό και το νέο υλικό βρίσκονται σε συνεχή διάλογο και επηρεάζουν το ένα το άλλο ασταμάτητα. Κάτι τέτοιο συμβαίνει και στις συναυλίες, όπου το παλιό υλικό αποτελεί τον κύριο κορμό ενός νέου αποτελέσματος. Γιατί, αν αγαπάς ένα τραγούδι και θέλεις να το σεβαστείς, πρέπει να το πεις όχι «όπως είναι», αλλά όπως είσαι εσύ μαζί με εκείνο, τη συγκεκριμένη στιγμή. Αυτό το αντιλαμβάνεται το κοινό. Και ξέρει πολύ καλά πως ακούει και πάλι το ίδιο τραγούδι, όσο «αλλιώς» κι αν το τραγουδήσεις.
Στην Ελλάδα η ιδρυματοποίηση των καλλιτεχνών είναι ένα συχνό φαινόμενο, είτε καλλιτεχνικά («υπηρετώντας» αυστηρά ένα είδος μουσικής χωρίς λοιπές προσλαμβάνουσες), είτε κοινωνικοπολιτικά (συμμετοχή σε κομματικές διοργανώσεις κλπ.), με αποτέλεσμα να λειαίνονται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του καθένα. Εσείς δείχνετε να το αποφεύγετε συνειδητά. Αυτή η διατήρηση της ετερότητας και η «διεπιστημονικότητα», είναι σημαντική για εσάς;
Προσπάθησα εξ αρχής να διαφυλάξω την ελευθερία μου, ώστε να μπορώ να συμπλέω με ό,τι με αγγίζει, αποφεύγοντας ό,τι με περιορίζει ή με κλειδώνει σε έναν ρόλο. Αυτή η ελευθερία μού δίνει τη δυνατότητα να κινούμαι άνετα μέσα σε όσα αγαπώ, χωρίς βαρίδια. Να μπορώ να τραγουδώ ή να γράφω αυτό ακριβώς που θέλω να πω και όχι εκείνο που, μέσα από το κοστούμι ενός ρόλου, θα ήταν πιο εύκολα αποδεκτό από τον ακροατή ή τον αναγνώστη. Η ενασχόλησή μου με κάτι καινούργιο γίνεται πάντοτε σε σχέση με τα όσα προηγούμενα με καθόρισαν μέχρι στιγμής. Κάθε νέο για μένα μουσικό είδος, κάθε νέος τρόπος έκφρασης, πρέπει να αφομοιωθεί και να λειτουργήσει φυσικά στο σύνολο.
Δεν θεωρώ πως το σκόρπισμα σε διαφορετικούς κόσμους είναι και ο τρόπος για να προχωρήσει κανείς σαν δημιουργός. Οι περισσότεροι από τους συνθέτες που θαυμάζω υπηρέτησαν ένα και μόνο μουσικό είδος. Άλλοι συνάδελφοι κάνουν ακριβώς το ίδιο πράγμα σε όλη τους τη ζωή, και αυτή η εμμονή τούς κάνει πραγματικά σπουδαίους. Άλλοι δεν αφήνουν κομματικό φεστιβάλ, χωρίς όμως κάτι τέτοιο να τους κάνει λιγότερο σημαντικούς. Ο καθένας –ανάλογα με το πώς είναι φτιαγμένος ή τι ζητάει, ανάλογα με τις ανάγκες, τα κολλήματα ή τις αντοχές του– ακολουθεί τον δικό του δρόμο. Το θέμα είναι να προχωράς.
Μέσα στην προαναφερθείσα διεπιστημονικότητα της μουσικής, βρίσκονται συχνά κι αντιφάσεις. Στο έργο σας ενσωματώνετε –πάντα με πολλή προσοχή και φροντίδα– στοιχεία της λαϊκής και ιδιωματικής μουσικής, της βυζαντινής παράδοσης, της Δυτικοευρωπαϊκης κλασικής σχολής, της τζαζ κ.ά. Οπότε έχετε συχνά να κάνετε με την αντίφαση του παλιού με το νέο, της Δύσης με την Ανατολή, του τραγουδιού με το συμφωνικό έργο κλπ. Πού ισορροπείτε μέσα σε αυτό;
Η ανάγκη μου είναι, κάθε φορά, να αυτοπροσδιοριστώ και να μοιραστώ αυτό που είμαι με το κοινό. Δεν ψάχνω να ενσωματώσω με το ζόρι νέα στοιχεία σε ό,τι κάνω. Τα στοιχεία που αναφέρατε –όπως και άλλα– αποτελούν μέρη του προσώπου μου. Αν θέλω να είμαι ειλικρινής, οφείλω να τα εκθέσω στους συνανθρώπους μου. Ή μάλλον, οφείλω να μην τα καταπιέσω, να μην τα αποκλείσω από τη δουλειά μου, αλλά να τους επιτρέψω να τη διαποτίσουν, συνυπάρχοντας μεταξύ τους. Όταν γράφω, αφήνω λοιπόν να γραφτεί αυτό που θέλει να γραφτεί. Δεν με νοιάζει πού αναφέρεται, πού «γέρνει», από ποιον κόσμο προέρχεται. Μετά, το παρατηρώ έκπληκτος και προσπαθώ να καταλάβω πώς προέκυψε.
Στον τελευταίο σας δίσκο καταπιάνεστε έντονα με την τωρινή κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, αλλά πολλές φορές και με τις συμπεριφορες που την προκάλεσαν. Δεν διστάζετε επίσης να υιοθετήσετε σκωπτικό ύφος απέναντι στην Αριστερά. Πού μπορούμε πλέον να στραφούμε για την τόσο απαραίτητη κοινωνική αλλαγή;
Νομίζω πως δεν έχουμε αποφασίσει τι θέλουμε να χτίσουμε στα ερείπια αυτού που θέλουμε να γκρεμίσουμε. Ούτε και δηλώσαμε ευθέως, σαν κοινωνία, πως είμαστε προετοιμασμένοι να πληρώσουμε το τεράστιο κόστος της κατεδάφισης ενός κόσμου και ενός εαυτού και της ανέγερσης ενός νέου. Παλεύουμε εναντίον αυτού που δεν θέλουμε, όχι υπέρ αυτού που θέλουμε. Οι μεγάλες αλλαγές που είχαν θετική έκβαση –εκείνες δηλαδή που δεν οδήγησαν άμεσα σε νέες καταστροφές– ήρθαν όποτε οι άνθρωποι ονειρεύτηκαν με πάθος κάτι καινούργιο. Όχι μόνο όποτε οργίστηκαν ή απελπίστηκαν με ό,τι έχουν. Όταν μάλιστα το κρυφό όνειρο της πλειοψηφίας είναι να επιστρέψουμε στη «φούσκα» των περασμένων δεκαετιών, τότε η κατάληξη είναι η παράταση της αγωνίας, της αδικίας και της δυστυχίας που αυτή η φούσκα εν πολλοίς προκάλεσε. Τα όσα ζούμε, αποτελούν δυστυχώς μέρος του προσώπου μας. Ενός προσώπου που θέλει πολλή δουλειά εκ μέρους όλων μας, προσωπική και συλλογική.
Δραστηριοποιήστε στο δισκογραφικό τοπίο από το 1993. Για περίπου 20 χρόνια από τότε η Ελλάδα –μαζί με τους καλλιτέχνες της– βρισκόταν σε κατάσταση ευημερίας και τρυφής, κάτι που άλλαξε απότομα με την οικονομική και κοινωνική κρίση: τώρα οι καλλιτέχνες αντιμετωπίζουν μόνο δυσκολίες κι αβεβαιότητα. Βρίσκετε σ' αυτές τις δυσκολίες γόνιμο έδαφος για δημιουργικότητα;
Κάποιοι, μέσα στη δυσκολία, θα συνεχίσουν να υπηρετούν την τέχνη τους χωρίς εκπτώσεις, παρά τις δυσκολίες που μπορούν να δώσουν τη δικαιολογία για μια στροφή προς το «πιο εύπεπτο». Πάντως, ελπίζω περισσότερο στη νέα γενιά. Δεν έχει δώσει σοβαρά δείγματα γραφής ακόμη, θέλω όμως να πιστεύω πως θα βρει τον τρόπο να εκφραστεί με τρόπο σημαντικό μέσα στα νέα δεδομένα. Γκρινιάζαμε παλιά πως ζούσαμε σε αδιάφορη εποχή. Ήρθε λοιπόν, επιτέλους, μια εποχή ενδιαφέρουσα. Περιμένω το έργο που θα γεννήσει.
Σιχαίνομαι να ακούω καταξιωμένους συναδέλφους να γκρινιάζουν πως δεν πάνε καλά οι δουλειές. Ναι, δεν πάνε: οι περισσότερες συναυλίες «μπαίνουν μέσα», τα μαγαζιά υπολειτουργούν, ο κόσμος δεν βγαίνει όπως πριν, οι δίσκοι δεν πουλάνε. Εντάξει. Εμείς όμως είμαστε οι τυχεροί της υπόθεσης, αφού προλάβαμε να ζήσουμε και να δημιουργήσουμε σε μια εποχή ευκολότερη. Θα έπρεπε το βλέμμα μας να είναι στραμμένο στη νέα γενιά, η οποία δεν έχει καμιά ευκολία. Στη νέα γενιά που είναι μπερδεμένη, με κομμένα φτερά, που δεν βρίσκει τα λόγια να πει αυτό που της συμβαίνει, που δεν έχει ένα κοινό διψασμένο να την ακούσει. Θα έπρεπε να απαιτήσουμε από την Πολιτεία να νοιαστεί για τα παιδιά των οποίων οι προσπάθειες και οι ανάγκες δεν στηρίζονται από κανένα σχολικό σύστημα, από κανένα Υπουργείο και από κανένα κράτος –όπως συμβαίνει σε άλλες, ακόμα και φτωχότερες, χώρες του κόσμου.
Αν μια γενιά κρίνεται από τον αντίκτυπό της στην επόμενη, δεν τα πήγαμε και πολύ καλά. Γεννήσαμε μουγκά παιδιά. Όποιο από αυτά πάει να τραυλίσει κάτι, μας βρίσκει κουφούς και απασχολημένους με την πάρτη μας. Δεν βγάζω τον εαυτό μου απ’ έξω. Εύχομαι οι νέοι να βρουν τα πόδια τους και να μας προσπεράσουν αδιάφορα.
Προέρχεστε από την Κύπρο, ένα μέρος που έχει γνωρίσει εκ των έσω την τραγωδία της προσφυγιάς. Πλέον περνούν από την Ελλάδα εκατοντάδες χιλάδες ανθρώπινες ψυχές, οι οποίες αντιμετωπίζονται από τους ντόπιους είτε με τον χειρότερο μισανθρωπισμό, είτε με τρομερή αλληλεγγύη και συμπαράσταση. Πώς εξηγείτε αυτό το δίπολο και πώς σας έχει επηρεάσει η κατάσταση;
Ο άνθρωπος κρύβει μέσα του τόσο τον άγγελο, όσο και το τέρας. Το ποιο από τα δύο θα επικρατήσει κάθε φορά, εξαρτάται από την καλλιέργεια, δηλαδή από την ηθική και την αισθητική του. Συνηθίζουμε σιγά-σιγά να ακούμε για ανθρώπους που πνίγονται εκεί όπου εμείς πάμε για μπάνιο. Αυτή η συνήθειά μας απέναντι στο άδικο, στο απάνθρωπο και στο τραγικό, είναι που με απασχολεί περισσότερο. Και το γεγονός ότι αυτό είναι που με απασχολεί περισσότερο, είναι επίσης κακό δείγμα. Ο μόνος τρόπος να μη σε απασχολούν τέτοια πράγματα, είναι να πας ο ίδιος επί τόπου και να αρχίσεις να τραβάς ανθρώπους από τη θάλασσα, ή να τους προσφέρεις όση ζεστασιά φρόντισες να κρατήσεις μέσα σου. Τότε δεν επιτρέπεις στον εαυτό σου την ευγενή πολυτέλεια να βασανίζεται από σκέψεις. Κάποιες φορές, μετρά μόνο η πράξη. Τα υπόλοιπα είναι φλυαρίες και κλαψουρίσματα, για να γινόμαστε συμπαθείς.
Τι ελπίζετε για το αύριο; Ποια θέλετε να είναι “Η Μέρα Που Θα 'Ρθει”;
Με αυτό το παρ’ oλίγον τραγούδι, κλείνει ο τελευταίος δίσκος. Εδώ, για να μην κατηγορηθώ ξανά ως αιθεροβάμων (η αλήθεια είναι πως δεν τρέφω καμιά εκτίμηση στον ρεαλισμό), θα ευχηθώ απλά η μέρα που θα 'ρθει να είναι έστω και λίγο καλύτερη από τη σημερινή. Προσωπικά δεν μου αρκεί, αλλά σέβομαι το όνειρα της πλειοψηφίας.
{youtube}S0YoCgDsCEA{/youtube}