Ντουέτο με σταθερά υψηλή καλλιτεχνική αξία, ενδιαφέρουσα ματιά στο συνθετικό κομμάτι κι ένα άλμπουμ που πριν 4 χρόνια γύρισε πολλά βλέμματα προς το μέρος τους, οι ΜΚ-Ο προσφέρουν πολλούς λόγους για να ασχοληθεί κάποιος μαζί τους. Οπότε με αφορμή τον φετινό, 4ο δίσκο τους (Αιθέρας), είπαμε να το πράξουμε κι εμείς. Χωρίς φυσικά να περιοριζόμαστε στο παρελθόν και στην παρούσα κυκλοφορία, αλλά πηγαίνοντας και στα μελλοντικά σχέδια, την αποχή από τα live, καθώς και την προσωπική σχέση μεταξύ της Μαρίνας Καναβάκη και του Oannes (Σωκράτης Παπαχατζής)....
Έχετε αισίως εισέλθει στη δεύτερη δεκαετία ύπαρξής σας. Κατά πόσο οι ΜΚ-Ο του 2015 έχουν σχέση με τη μπάντα που ξεκινούσε πριν τόσα χρόνια, συνθετικά και μουσικά; Ποιες αλλαγές εντοπίζετε στη γραφή σας, με το πέρασμα των χρόνων;
Το πρώτο μας άλμπουμ κυκλοφόρησε στο τέλος του Δεκέμβρη του 2006, οπότε βρισκόμαστε μάλλον στην ...ολοκλήρωση της πρώτης δεκαετίας. Από τότε έχει υπάρξει μεγαλύτερη έμφαση σε στοιχεία από κλασική και τζαζ, συγκριτικά πάντα με το Ovation, που είναι κυρίως στοχευμένο σε rock και electronica ήχους.
Υπάρχει ούτως ή άλλως πολύ μεγαλύτερος αριθμός κομματιών από εκείνα που κυκλοφορούμε. Του χρόνου, Θεού θέλοντος, σκοπεύουμε –ακριβώς με τη συμπλήρωση των 10 χρόνων– να κυκλοφορήσουμε ένα άλμπουμ με ηχογραφήσεις ακυκλοφόρητες, συν κάποια remixes. Μη φανταστείτε όμως κάποιο «δεύτερης διαλογής» υλικό. Τα κριτήρια επιλογής αφορούσαν πάντα αυστηρά την ενότητα ενός άλμπουμ. Ένα π.χ. από εκείνα τα κομμάτια που έμειναν εκτός του Blues For The White Nigger, ήταν ίσως και το καλύτερο της αρχικής λίστας. Αλλά δεν έδενε δυστυχώς με το σύνολο...
Το Blues For The White Nigger έκανε αίσθηση το 2011, απολαμβάνοντας θετική υποδοχή από τον μουσικό τύπο. Δημιούργησε κάτι τέτοιο μια επιπλέον διάσταση στο μυαλό σας, όσο γράφατε τον Αιθέρα; Επηρρέασε καθόλου αυτά που είχατε ως σχέδιο για εκείνο, στο τελικό αποτέλεσμα;
Δεν μπορεί ποτέ κανείς να ξέρει ποια πράγματα ακριβώς τον επηρεάζουν και σε ποιον βαθμό. Ή τουλάχιστον δεν μπορούμε να ξέρουμε εμείς. Το Blues For The White Nigger είναι σίγουρα κομβικό στην πορεία του σχήματος, μιας και το στοιχείο των μπλουζ και της τζαζ έρχεται περισσότερο στο προσκήνιο και έκτοτε έχει παραμένει. Ως προς την αίσθηση την οποία έκανε, πάντως, το «παράπονο» που έχουμε είναι ότι ελάχιστοι ήταν εκείνοι που ασχολήθηκαν με το θέμα του άλμπουμ και τους στίχους του. Ίσως επειδή θεωρείται δεδομένο ότι ένα αγγλόφωνο ελληνικό σχήμα δεν μπορεί να έχει τέτοιες αξιώσεις...
Κατά τ' άλλα, η επιλογή κατεύθυνσης δεν γίνεται κατόπιν «βασανιστικών ενδοσκοπήσεων», αλλά, απλούστατα, κυρίως με βάση το τι ακούς κάθε περίοδο. Εμείς τη συγκεκριμένη προ Αιθέρα περίοδο ακούγαμε περισσότερο κλασική, τζαζ και ελληνική μουσική.
Είστε και ζεύγος στη ζωή, όχι μόνο στη μουσική. Η προσωπική σχέση βοηθάει στην επίτευξη ενός κοινού καλλιτεχνικού στόχου ή είναι προαιρετική για μια μπάντα; Και πώς έχει επηρρεάσει εσάς συγκεκριμένα;
Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, όλοι οι μακροχρόνιοι συνεργάτες είναι «ζευγάρια» ή παρέες και στη ζωή. Είναι αναπόφευκτο. Δεν μπορούμε να φανταστούμε πώς μπορούν ορισμένοι να έχουν στενή συνεργασία χωρίς σχέση ζωής. Θα θύμιζε αυτό κάποιους θλιβερούς «βετεράνους», που το μόνο το οποίο τους συνδέει είναι ένα συμβόλαιο, οπότε συναντιούνται μια φορά στα 3 χρόνια στο στούντιο και στο live. Ο τρόπος τώρα με τον οποίον επηρεάζει εμάς, αφορά ένα είδος σύμπνοιας, που φτάνει σε τηλεπαθητικό επίπεδο. Εϊναι γεγονός –γι' αυτό ίσως και ταιριάξαμε– ότι έχουμε τα ίδια γούστα παντού, και βέβαια στη μουσική.
Ο Αιθέρας κυκλοφόρησε μαζί με το μουσικό ένθετο "Κόκκινη Καρφίτσα" της εφημερίδας Αυγή, του οποίου αρχισυντάκτης είναι το ένα μέλος των ΜΚ-Ο. Πώς πάρθηκε αυτή η απόφαση και γιατί προτιμήθηκε, σε σχέση με τη «φυσική» κυκλοφορία από μια δισκογραφική;
Το κατά πόσο «φυσική» είναι η διαδικασία κυκλοφορίας από ανεξάρτητες εταιρίες, οι οποίες στην πλειονότητά τους δεν κάνουν τίποτα για την προώθηση των άλμπουμ που βγάζουν –είτε γιατί δεν μπορούν, είτε γιατί δεν θέλουν να προσπαθήσουν όσο πρέπει– αποτελεί θέμα προς συζήτηση. Όπως επίσης προς συζήτηση είναι και το ότι, συνήθως, τον λογαριασμό (παραγωγή, εξώφυλλο, κοπή δίσκου) τον πληρώνει ο καλλιτέχνης.
Από 'κει και πέρα, η δισκογραφική που κυκλοφόρησε το Blues For The White Nigger δεν θέλησε να κυκλοφορήσει τον Αιθέρα. Η αιτία αφορά στο ότι είμαστε απρόθυμοι για συναυλίες. Κατανοητό και σεβαστό. Αλλά προφανώς δεν συμφωνούμε με μια άποψη που λέει ότι, όποιος αποφασίζει να αποσυρθεί από το ...παλκοσένικο για χψ λόγους, παύει και να παράγει μουσική άξια ακρόασης.
Αφετέρου, είναι πολύ πιο βολικό πηγαίνοντας κάποιος στα γραφεία της Αυγής και ζητώντας το φύλλο της 28/2/2015, να βρίσκει το άλμπουμ στην τιμή απλώς ...του φύλλου, απ' το να ψάχνει στα δισκάδικα, πάντα με αμφίβολα αποτελέσματα. Και, όταν το βρίσκει, να πρέπει να πληρώσει 16 ευρώ –τόσο, για κάποιον λόγο, είχε κοστολογηθεί το προηγούμενό μας άλμπουμ!
Είναι πάντως γεγονός ότι, ενώ οι ΜΚ-Ο τα πηγαίνουν καλά στο κομμάτι της δισκογραφίας, απουσιάζουν πλήρως από τον συναυλιακό στίβο. Εντούτοις υπήρχε η σκέψη να ανεβείτε στο σανίδι την περίοδο της κυκλοφορίας του Blues For The White Nigger, έτσι δεν είναι; Γιατί τελικά αυτό δεν έγινε πραγματικότητα;
Έχουμε υπάρξει στο παρελθόν, προ MK-O, λίαν ενεργοί συναυλιακά. Η πείρα λέει ότι ο κόπος και τα έξοδα τα οποία απαιτούνται για την οργάνωση μιας live μπάντας είναι δυσανάλογα με το αποτέλεσμα. Εννοούμε αληθινής μπάντας, που να παίζει μουσική εκτός mainstream όπως η δική μας, αλλά με έναν επαγγελματισμό που, δυστυχώς, μόνο στο mainstream μπορείς να συναντήσεις. Χρειάζονται γύρω στα 10 άτομα επί σκηνής, κάτι που απαιτεί χρόνο και χρήμα. Πόσο λογικό φαντάζει, λοιπόν, έχοντας διαθέσει όλον αυτόν τον χρόνο και το χρήμα (που ούτως ή άλλως εμείς δεν έχουμε να διαθέσουμε), να προσφέρεις στη μπάντα σου μια προοπτική ...5-10 συναυλιών ανά έτος; Για να μη μιλήσουμε φυσικά για τα ηχητικά των περισσότερων από τους συναυλικούς χώρους.
Εκτός αυτού, μας ενοχλεί το κλισέ που επιχειρείται να περάσει ως τάση: η υποβάθμιση δηλαδή της κυκλοφορίας δίσκων, εν ονόματι της «αμεσότητας» του live. Πόσο σοβαρός είναι ο μουσικός που για να λειτουργήσει με «αμεσότητα» χρειάζεται την παρουσία κοινού απέναντί του; Πείτε το εσωστρέφεια (λέξη συκοφαντημένη στις μέρες μας), όμως για μας μουσική είναι μια κατάσταση διαλόγου· πριν απ' όλα, με τον εαυτό σου.
Έχετε αγκαλιάσει επιρροές από πολλά και ετερόκλητα είδη. Πού θα κατατάσσατε εσείς τον Αιθέρα και ποιοι μουσικοί θεωρείτε ότι μπορούν να «ακουστούν» στον ήχο του;
Υπάρχει μια άνοδος του ελληνικού στοιχείου στο συνολικό αποτέλεσμα. Το άλμπουμ δεν προσπαθεί να περάσει σαν μια «νέα πρόταση για το ελληνικό τραγούδι», ούτως ή άλλως είναι βασικά οργανικό. Πιστεύουμε πάντως ότι η ελληνικότητα είναι περισσότερο παρούσα από ότι γίνεται φανερό εκ πρώτης όψεως, απλά δεν κάνει μπαμ, δεν αυτοδιαφημίζεται. Είναι περισσότερο δομικής φύσης, με την έννοια του συγκερασμού εγχώριων και αλλότριων στοιχείων μέσα στη θεματολογία, όχι ενός τουριστικού, φολκλορικού εμπλουτισμού του ήχου με ... κλαρίνα και κανονάκια.
Τι ακούμε εμείς πίσω από τον Αιθέρα; Prodigy και Genesis «γκαμπριελικής» περιόδου ["Οίκος Ερπετών"], Bowie και Badalamenti ["Ο Ζόφος Στην Οθόνη"], Pulp και ...King Crimson ["Αιθέρας"], Burt Bacharach και Massive ["Ακτίνες"]. Από 'κει και πέρα, το "Αχ Αυτοί" φλερτάρει με την ινδική μουσική, ενώ κομμάτια όπως τα "Τρίπτυχο", "Και Αρμόζει", "Ξύπνημα", "Το Πλήρωμα Του Χρόνου", ακουμπάνε στη δική μας παράδοση. Στο "Επινίκια", το παίξιμο του πιάνου έχει κάτι από νοοτροπία μπουζουκιού, το ίδιο το θέμα άλλωστε είναι ταυτόχρονα μπλουζ και λαϊκότροπο.
Σίγουρα επίσης είναι παρών ο Χατζιδάκις ["Μυστικό Σχέδιο", "Καημός στο Ακρογυάλι"], αλλά μέσα από μια οπτική που ελαχιστοποιεί την «αισθαντικότητα» –την οποία κάποιοι γλοιωδώς υπερτονίζουν– χάριν μιας αυστηρότερης οργάνωσης. Ας μην ξεχνάμε ότι οι καταβολές του Μάνου βρίσκονται στο γαλλικό μπαρόκ και στη γαλλική μουσκή του ύστερου 19ου αιώνα και ότι με εργαλείο εκείνη την παιδεία προσέγγιζε το λαϊκό ιδίωμα.
Αυτή η στροφή στην ελληνική μουσική έχει να κάνει θεωρείτε (ακόμα και ασυναίσθητα) με το γεγονός πως –λόγω και της οικονομικής κατάστασης– έχουμε αρχίσει πλέον να ασχολούμαστε συλλογικά περισσότερο με τα καθ' ημάς και λιγότερο με την εξύψωση του «ξένου»;
Πιθανότατα. Αυτό φαίνεται από το ότι η τάση είναι διαδομένη: δεν το κάνουμε μόνο εμείς, μα και άλλοι. Ως προς εμάς, πάντως, αυτό αφορά στην επιλογή υλικού για την οργάνωση ενός δίσκου, όχι στην ίδια τη συνθετική δραστηριότητα. Κομμάτια με στοιχεία ελληνικότητας υπήρχαν πάντα στο «συρτάρι». Κάτι που ακούγεται ξεκάθαρα στα σόλο άλμπουμ μας, Ποτέ Και Τίποτα της Μαρίνας (2000) και Inverted A του Oannes (2003).
Σύμφωνα με τα λεγόμενα σας, το μέλλον για τους ΜΚ-Ο επιφυλάσσει μια ακόμα πιο έντονη στροφή στην εγχώρια μουσική. Αυτό σημαίνει ότι έχουν γραφτεί ήδη κάποιες ιδέες για τον επόμενο δίσκο; Ή απλά αποτυπώνει μια πρώτη αίσθηση την οποία έχετε για την κατεύθυνση των πραγμάτων;
Υπάρχει μια σειρά τραγουδιών με ελληνικό στίχο που ίσως χρησιμοποιηθούν ως βάση για τον επόμενο δίσκο (άσχετο μ' εκείνον με τα outtakes & remixes που αναφέραμε στην αρχή), στα οποία το στοιχείο της ελληνικής μουσικής είναι ακόμη πιο έντονο.
Αλλά αυτή είναι η τωρινή διάθεση. Κανείς δεν ξέρει τι φέρνει ο χρόνος. Δεν αποκλείεται να προκύψει κάτι τελείως διαφορετικό. Προς το παρόν, μας έχει πιάσει μια –μπορεί και περιστασιακή– νοσταλγία για το Detroit techno: βάζουμε κι ακούμε ξανά, μετά από 15 χρόνια, δίσκους του Carl Craig και του Jeff Mills! Ποιος ξέρει; Ο τόνος δίνεται κάθε φορά απο την τάση που επικρατεί μέσα σου, για λόγους απροσδιόριστους.
{youtube}w2bbImmUhMY{/youtube}