Ενεργοί πλέον για περισσότερα από 10 χρόνια, οι Film κυκλοφόρησαν πρόσφατα το 4ο τους άλμπουμ, Eclipse, το οποίο τους βρίσκει ως τρίο: ο Κώστας Μπόρσης στα τύμπανα, ο Μανώλης Ζαβιτσάνος στις κιθάρες και στα πλήκτρα και ο Δημήτρης Μπόρσης σε πλήκτρα, sampler και φωνητικά. Παράλληλα, ετοιμάζονται και για λάιβ –θα βρεθούν στη σκηνή του Ρομάντσο την Κυριακή, 21 του Δεκέμβρη. Όλα όσα θελήσαμε λοιπόν να μάθουμε γύρω από την παρούσα κατάσταση της μπάντας (και όχι μόνο) ξετυλίγονται παρακάτω...
Νέο άλμπουμ με τίτλο Eclipse, 5 χρόνια μετά το Persona. Ποιος είναι ο χαρακτήρας του και τι πραγματεύονται τα τραγούδια του;
Το Eclipse το αντιμετωπίζουμε σαν ένα νοσταλγικό, μυστηριώδες sci-fi ρομποτικό ρομαντικό soundtrack. Είναι πιο «κινηματογραφικό» σε σχέση με τα προηγούμενά μας άλμπουμ και χτίστηκε πάνω στις αντίστοιχες αναφορές και επιρροές μας, ενώ υπάρχουν και πολλά ποπ στοιχεία τα οποία ενσωματώθηκαν σε αυτό το κλίμα. Στιχουργικά δεν υπάρχει καθορισμένη ερμηνεία –έτσι κι αλλιώς πολλά από τα τραγούδια μας δεν ξέρουμε για τι ακριβώς μιλάνε, αυτό που μας ενδιαφέρει είναι η αίσθηση που αποπνέουν. Στο Eclipse υπάρχει γενικά μια πιο νοσταλγική κατεύθυνση.
Για ποιους λόγους μεσολάβησε τόσο μεγάλο διάστημα μεταξύ των δύο κυκλοφοριών;
Χρειαστήκαμε χρόνο για να πειραματιστούμε με τον νέο ήχο. Δεν ήταν βέβαια κάτι εντελώς καινούριο για μας, αλλά ουσιαστικά σήμανε την επανεκκίνηση της μπάντας από το μηδέν. Δεν μας δυσκόλεψε, πάντα όμως δοκιμάζουμε αρκετό υλικό μέχρι να καταλήξουμε σε αυτό που τελικά κρατάμε.
Εκτός από τον όρο «κινηματογραφικό» (τον οποίο αναφέρατε και πριν) στο δελτίο τύπου βρίσκουμε και τον χαρακτηρισμό «μοντερνιστικό». Ποια στοιχεία σας θεωρείτε ότι ταιριάζουν στον κάθε όρο και ποιες επιρροές (μουσικές και άλλες) σάς οδήγησαν σε μία ακόμα αλλαγή ήχου;
Η πιο ισχυρή επιρροή του άλμπουμ είναι οι συνθέσεις του Βαγγέλη Παπαθανασίου, κυρίως το soundtrack του Blade Runner. Τα επικά θέματα με τα αναλογικά synth και η γενικότερη κατεύθυνση είναι λοιπόν η αναφορά στον κινηματογραφικό όρο, ενώ η χρήση αναλογικών ηλεκτρονικών ήχων είναι το στοιχείο του «μοντερνισμού», όπως έγινε αισθητός την εποχή που όλα αυτά τα οποία τώρα θεωρούμε «ρετρό» και «vintage» (vocoder, sequencer κλπ.) χρησιμοποιούνταν ως νέα μέσα.
Πάντα είχαμε επιρροές από την ηλεκτρονική σκηνή, αλλά με το που βάλαμε ένα synth του 1980 στο στούντιο, όλες οι αναφορές που είχαμε στο μυαλό μας πέρασαν αυθόρμητα σε εκείνο που παίζαμε. Μάλλον είναι ένας συνδυασμός των πιο concept ακουσμάτων μας –στα οποία, εκτός από τον Παπαθανασίου, περιλαμβάνονται και οι Kraftwerk, ο Jean-Michel Jarre, οι Space, ο Mike Oldfield– και της ποπ φόρμας των 1980s (Pet Shop Boys, Eurythmics, Alphaville κ.ά.). Τα παραπάνω στοιχεία λειτουργούν νοσταλγικά στην ατμόσφαιρα του Eclipse, υπάρχει δε και μια δόση χιούμορ σε αυτό. Η κάθε αλλαγή στον ήχο είναι αναπόφευκτη όταν έχεις αποφασίσει να εξελίσσεσαι.
Την παραγωγή ανέλαβε ο παλιός σας συνεργάτης Χρήστος Λαϊνάς. Πώς δουλεύει το όλο πράγμα στο στούντιο και πόσο μεγάλη ήταν η συμβολή του στο τελικό αποτέλεσμα;
Με τον Χρήστο, λόγω φιλίας χρόνων, έχουμε αναπτύξει την ίδια αντίληψη για τη μουσική και τον πειραματισμό, μα και την ίδια «ανησυχία» να εξελισσόμαστε και να τολμάμε διαφορετικά πράγματα. Οπότε ενεργούμε αυτόματα. Λειτούργησε μάλιστα ως παραπάνω από παραγωγός, γιατί «έζησε» το άλμπουμ μαζί μας· και διαμόρφωσε το αντίστοιχο αποτέλεσμα προσεγγίζοντάς το αναλογικά, αποφεύγοντας τις «εύκολες» λύσεις που παίζουν (ψηφιακά συνήθως) σε ηλεκτρονικά άλμπουμ, δίνοντάς του αυτόν τον ρετρό χαρακτήρα. Ήταν καθοριστική η συμβολή του: το Eclipse έχει έναν περίεργο συνδυασμό αναφορών και χωρίς το background που έχει ο Χρήστος το αποτέλεσμα δεν θα διέθετε την απαραίτητη ισορροπία.
Στο site της Inner Ear βλέπω ότι κυκλοφορήσατε το Eclipse και σε κασέτα, έκδοση που έχει μάλιστα εξαντληθεί. Πώς εξηγείτε το ανανεωμένο ενδιαφέρον για μέσα που είχαν εγκαταλειφθεί για χρόνια;
Αυτό που ουσιαστικά επανέρχεται τα τελευταία χρόνια ως μέσο ακρόασης, με εντυπωσιακούς ρυθμούς, είναι το βινύλιο. Κανείς δεν μπορεί να πει όχι στο βινύλιο: είναι αναντικατάστατο, αλλά και σημείο αναφοράς για τους μουσικόφιλους· έχει καταγραφεί στη συνείδησή τους ως το «ολοκληρωμένο» έργο, ο «δίσκος», ενώ το CD και το mp3 έχουν μια αίσθηση υποκατάστατου. Το βινύλιο δεν μπορεί να σπάσει σε κομμάτια και να γίνει share, είναι «αυστηρά» το άλμπουμ, χειροπιαστό και ολόκληρο –και απαιτεί σεβασμό. Η κασέτα πάλι έχει πιο αναμνηστικό χαρακτήρα, περισσότερο σαν φορητό αντικείμενο της ποπ κουλτούρας του 1980. Δεν είναι λοιπόν και τόσο χρηστική σήμερα.
Εσείς από ποια πηγή προτιμάτε να ακούτε μουσική;
Εμείς ακούμε μουσική με όλα τα μέσα. Αλλά σημασία έχει ότι το βινύλιο μας έμαθε να ακούμε και να ζούμε ολοκληρωμένα ένα άλμπουμ κι όχι αποσπασματικά, άσχετα από ποιο μέσο ακούμε.
Έχετε εμφανιστεί με διάφορα line-up κι έχετε δοκιμάσει διάφορα πράγματα στον ήχο σας. Ποια στοιχεία θεωρείτε όμως ότι αποτελούν τον σκληρό πυρήνα των Film; Τι παραμένει δηλαδή αναλλοίωτο όλα αυτά τα χρόνια;
Δεν μπορούμε να το προσδιορίσουμε ακριβώς, υπάρχει μόνο η αίσθηση ότι διατηρείται μια ταυτότητα ανεξάρτητα με το τι αλλαγές γίνονται. Δεν το έχουμε αναλύσει ιδιαίτερα... Ίσως έχει να κάνει με την αίσθηση που μας δημιουργείται όταν ολοκληρώνουμε κάτι και το νιώθουμε ΟΚ, ασχέτως αν έχουμε γράψει κάτι εντελώς καινούριο για μας.
Σε συναυλιακό επίπεδο, σημειώσατε αρκετές επιτυχίες: και εντός συνόρων, όπου έχετε ανοίξει συναυλίες μεγάλων ονομάτων, αλλά και εκτός, αποσπώντας πολύ θετικά σχόλια όπου εμφανιστήκατε. Ποιες διαφορές εντοπίζετε συγκρίνοντας το κοινό και τις συναυλιακές συνθήκες σε κάθε περίπτωση;
Οι συναυλίες εκτός Ελλάδας άρχιζαν ακριβώς την ώρα που είχαν προγραμματιστεί. Εδώ για την προσέλευση συνήθως ισχύει άλλο timezone, +2 ή +3 ώρες από την προγραμματισμένη! (γέλια) Είναι μια ιδιαιτερότητα, ξέρουμε πια ότι όταν ακούς 9 σημαίνει 11, για κάποιον λόγο. Οι συναυλιακές συνθήκες διαφοροποιούνται τώρα ανάλογα με το στάτους της μπάντας και τη φύση της τοπικής σκηνής. Στην Αγγλία λ.χ. έχουμε παίξει και σε μικρό μπαρ, με κουβάδες μπογιάς για στηρίγματα των ντραμς –κάτι τέτοιο δεν το έχουμε συναντήσει εδώ. Είναι άλλη η κλίμακα της μουσικής σκηνής εντός συνόρων. Επειδή όμως μιλάμε για ένα κοινό που γενικώς έχει μια πιο «συναυλιακή» κουλτούρα, είναι σχεδόν παντού το ίδιο· μόνο μικρές ιδιομορφίες υπάρχουν. Η μεγάλη διαφορά είναι ότι εκτός συνόρων το μπλα-μπλα κατά τη διάρκεια ενός λάιβ είναι πολύ λιγότερο, αν και όχι πάντα. Κι εδώ έχουμε παίξει δηλαδή σε συναυλίες στις οποίες το κοινό ήταν πιο συγκεντρωμένο στο να ακούει. Έχει συμβεί κι αυτό.
Πώς θα παρουσιάσετε το Eclipse επί σκηνής; Θα μείνετε πιστοί στη στουντιακή αποτύπωση ή θα κάνετε κάτι διαφορετικό; Επίσης, θα επιχειρήσετε κάποιο «φρεσκάρισμα» των παλιών τραγουδιών ώστε να σταθούν ομοιόμορφα δίπλα στα καινούρια;
Μετά τον δίσκο τα τραγούδια εξακολουθούν να εξελίσσονται, οπότε υπάρχουν κάποιες διαφοροποιήσεις σε σχέση με τη στούντιο εκδοχή τους. Η βάση τους παραμένει βέβαια όπως στην ηχογράφηση, ενώ όμως διατηρείται η ίδια ατμόσφαιρα, μερικά ακούγονται κάπως πιο «ακατέργαστα» –πάντα μας συνέβαινε αυτό με τις ζωντανές εκτέλεσεις. Από τα παλιά τραγούδια παίζουμε πράγματι μερικά εντελώς αλλαγμένα, ακριβώς για να διατηρείται το ίδιο ηχητικό concept.
Συνηθίζεται στην τελευταία ερώτηση να κάνουμε την κλισέ ερώτηση για τα μελλοντικά σχέδια του εκάστοτε καλλιτέχνη. Πείτε μας για αυτά, λοιπόν, αλλά μιλήστε μας και για τα όνειρα που κάνατε όταν ξεκινούσατε. Ποια πραγματοποιήθηκαν, ποια όχι και ποιο είναι το πιο τολμηρό πράγμα που ονειρεύεστε τώρα;
Σχεδιάζουμε να κάνουμε κάποιες συναυλίες εδώ και, αν προκύψουν, και στο εξωτερικό, όπου έχουμε πάντα στραμμένη την προσοχή μας. Γενικά τη μπάντα δεν την ονειρευόμασταν ποτέ σαν καριέρα με προσεκτικά βήματα κλπ. Οι επιλογές μας ή τα όποια σχέδια έχουν λοιπόν να κάνουν καθαρά με το τι θεωρούμε ενδιαφέρον σαν αποτέλεσμα. Αυτό που θα θέλαμε και δεν το έχουμε κάνει μέχρι τώρα είναι να γράψουμε τη μουσική για μια ταινία μεγάλου μήκους.
{youtube}Z9RvYQ2IBhw{/youtube}