Είναι Κυριακή, το ημερολόγιο γράφει 16 Νοεμβρίου και βρίσκομαι καθισμένος στον χώρο υποδοχής ενός αθηναϊκού στούντιο. Απέναντί μου στο τραπέζι ο Κωστής Χριστοδούλου παίρνει το πρωινό του. Βρισκόμαστε εκεί και οι δύο για τον ίδιο λόγο: για την πρόβα ενόψει των δύο εμφανίσεων του Θανάση Παπακωνσταντίνου στο PassPort (αύριο 21 και την άλλη Παρασκευή 28 Νοεμβρίου), αλλά και της περιοδείας του σε διάφορες ελληνικές πόλεις στη συνέχεια. Ο Χριστουδούλου έχει βέβαια ενεργό ρόλο σε όλο αυτό, καθώς είναι ο πληκτράς της μπάντας, ενώ εγώ είμαι απλά ένας «παρείσακτος»: ένας παρατηρητής που θέλει να πάρει μια γεύση από το πώς λειτουργεί ο γνωστός τραγουδοποιός με την ομάδα του, όταν ετοιμάζουν όλα αυτά που θα οδηγήσουν έπειτα τις ορδές των οπαδών στην έκσταση.
Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου εμφανίζεται λίγο αργότερα. Ντυμένος με μαύρη φόρμα, σνίκερς και με ένα μεγάλο σακίδιο στον ώμο, χαιρετάει τον υπάλληλο του στούντιο και έρχεται να κάτσει στην παρέα μας. Η χειραψία του στιβαρή, το χαμόγελό του ειλικρινές. Σχολιάζουν με τον Χριστοδούλου τα της χθεσινής πρόβας και κυρίως το "Θηρίο" –ένα από τα καινούρια τραγούδια. «Θα βάλουμε αρκετά από τον καινούριο δίσκο στο πρόγραμμα» μου λέει ο τραγουδοποιός και, καθώς του απαντώ ότι είναι ωραίος αυτός ο δίσκος, μου αντιτείνει χαμογελώντας: «λες και θα το έλεγες αν δεν σου άρεσε...». Πράγμα που δίνει την ευκαιρία για τα πρώτα καλαμπούρια μεταξύ τους, «Δύο αρνήσεις κάνουν μία κατάφαση, δύο καταφάσεις, όμως, δεν κάνουν μια άρνηση». «Ναι, καλά...»
Φωτογραφίες: Αίγλη Δράκου (2), Joe Pateraki (3, 5, 6, 7) & Κωστής Σινανίδης (1, 4)
Με τον φετινό σου δίσκο μάς προσκαλείς σε δείπνο κυανίου. Τι το δηλητηριώδες έχουν αυτά τα νέα τραγούδια;
Μιχάλη, είναι η πρώτη ερώτηση που μου κάνουν σε πολλές από τις συνεντεύξεις τις οποίες δίνω τελευταία με την ευκαιρία του πρόσφατου δίσκου. Έχω λοιπόν στερέψει από έξυπνες απαντήσεις και θα έλεγα να πάμε παρακάτω, αφήνοντας να αιωρείται, απειλητικό, το ερώτημα...
Βλέπουμε διαφορετικά πράγματα από σένα με αυτήν την κυκλοφορία: και στον τρόπο με τον οποίον εξελίσσονται πολλά από τα κομμάτια και στην αισθητική του εξωφύλλου. Να πούμε λίγο για το υλικό και για την επιλογή της συγκεκριμένης φωτογραφίας;
Τα εξώφυλλα τα επιλέγω χωρίς κάποιον προφανή λόγο. Με σπρώχνει η διαίσθηση και η διάθεση να επιτείνω το μυστήριο που θα ήθελα να εκπέμπει και το περιεχόμενο. Για τη διαφορετικότητα, τώρα, το υλικό είναι εκείνο που κάθε φορά με κατευθύνει κάπου. Κάνω κάποιες ασκήσεις επί χάρτου, επιλέγω τα όργανα, στη συνέχεια τους μουσικούς συνεργάτες και μετά ξεκινά η πολύ ενδιαφέρουσα διαδικασία της ανταλλαγής απόψεων, των δοκιμών και των ηχογραφήσεων, με την καίρια συμμετοχή και του ηχολήπτη συνεργάτη.
Και σ’ αυτόν λοιπόν τον δίσκο κατάφερα –γιατί για έναν μοναχικό δημιουργό (σε αντιδιαστολή με ένα γκρουπ), ο οποίος ζει και μακριά από τα κέντρα του μουσικού γίγνεσθαι , είναι άθλος– όλα σχεδόν τα κομμάτια να ηχογραφηθούν με όλους του μουσικούς παρόντες. Έτσι υπάρχει ζωντάνια και φυσική ροή. Με την ίδια διαδικασία είχα ηχογραφήσει τόσο την Αγρύπνια, όσο και τον Διάφανο. Να επιστήσω όμως την προσοχή σας και στην ποιότητα του ήχου. Μέσα από μια επίπονη διαδικασία (και κοστοβόρα) ο Μάκης Πελοπίδας, μόνιμος συνεργάτης στον ήχο τα τελευταία χρόνια, κατάφερε –με τον καλό αλλά λίγο εξοπλισμό που έχω στο στούντιό μου– να κάνει πολύ καλή δουλειά· τουλάχιστον για τα ελληνικά δεδομένα.
Πόσο καιρό σου πήρε όλο αυτό;
Ξεκίνησα γύρω στον Φεβρουάριο της χρονιάς που διανύουμε και το υλικό μπήκε για ψήσιμο στον φούρνο τον Σεπτέμβρη. Τα κουλούρια μας είναι ακόμα ζεστά!
Στην "Εξαφάνιση" συνεργάζεσαι με τον γιο σου τον Κωνσταντή. Καμιά φορά οι σχέσεις πατέρα-γιου προκύπτουν άβολες ή ανταγωνιστικές. Εσείς πώς τα βρίσκετε μεταξύ σας;
Οι γιοι μου γεννήθηκαν όταν ήμουνα 27 χρονών. Σχεδόν μεγαλώσαμε μαζί, κι έτσι μπορέσαμε να κατανοήσουμε ο ένας τον άλλον πιο εύκολα. Η κατανόηση έφερε και την ουσιαστική σχέση.
Ο δίσκος κυκλοφορεί από τον Αχό, τη δική σου εταιρεία. Πώς και δεν ακολούθησες αυτό το μονοπάτι νωρίτερα; Και πώς βλέπεις τον ρόλο των δισκογραφικών εταιρειών σήμερα;
Είχα ξανακάνει την προσπάθεια με τον Διάφανο, αλλά και με το Second Hand των Night On Earth. Αλλά, για λόγους οικονομικούς, δεν μπορούσα να αναλάβω το φορτίο παραγωγής πολλών δίσκων στη σειρά. Τώρα πια είναι μονόδρομος η αυτοδιαχείριση του έργου μας. Οι εταιρείες, όσες έχουν απομείνει, προσπαθούν πάνω στην απελπισία τους να βρουν διάφορους τρόπους να παρακάμψουν τα δικαιώματα των δημιουργών. Και τι δεν σκαρφίζονται: βαφτίζουν τους δίσκους σαν premium ή μειωμένης τιμής για να δίνουν πολύ μικρότερα ποσοστά, βάζουν διάφορους συντελεστές απομείωσης... Καραγκιοζιλίκια.
----------------------
Τα πράγματα κυλούν χαλαρά, σιγά-σιγά μαζεύονται και οι υπόλοιποι μουσικοί: ο Σωτήρης Ντούβας (τύμπανα) και ο Κώστας Παντέλης (κιθάρα) έρχονται μαζί και στρέφουν τη συζήτηση αλλού, γύρω από τις εντυπώσεις του πρώτου από την επίσκεψή του στο Ποσειδώνιο, όπου εμφανίζονται ο Κώνσταντίνος Αργυρός και ο Κώστας Μαρτάκης. Αργότερα φτάνει και ο Αντώνης Μαράτος (μπάσο) και η ομάδα κινείται προς τον χώρο της πρόβας. Έχει περάσει ήδη μία ώρα από την προγραμματισμένη ώρα έναρξης αλλά κανείς δεν μοιάζει να βιάζεται. Τα καλαμπούρια συνεχίζονται καθώς οι μουσικοί στήνουν τον εξοπλισμό τους και παίρνουν θέση σε κυκλική διάταξη στην αίθουσα. Ο Ανδρέας Πολυζωγόπουλος (τρομπέτα, φιλικόρνο) είναι ο τελευταίος που προστίθεται στην παρέα.
Η πρόβα ξεκινάει με το "Θηρίο" και φαίνεται ότι η μπάντα το κατέχει πλέον, μετά τις προσπάθειες της προηγούμενης μέρας. Το "Άτμαν", όμως, αποδεικνύεται ζόρικο. Οι μουσικοί δοκιμάζουν πράγματα, κυρίως στο πώς θα γίνει η εισαγωγή. Ο Παπακωνσταντίνου δεν μιλάει πολύ, τούς αφήνει να εκφραστούν και παρεμβαίνει μόνο όταν κάτι δεν του αρέσει. Τους ζητάει να ρίξουν λίγο την ταχύτητα και κάποια στιγμή το πράγμα «κουμπώνει». Το "Σαν Αστραπή", που ακολουθεί, ρέει με μια γλυκύτητα που στη στουντιακή εκτέλεση μάλλον έλειπε. Έχει έρθει όμως η ώρα για διάλειμμα και –επιστρέφοντας στον χώρο υποδοχής– πιάνουμε με τον τραγουδοποιό ένα απόμερο τραπεζάκι για να τα πούμε περαιτέρω.
----------------------
Του ζητάω να κάνουμε μια αναδρομή στη δισκογραφία του και να δούμε πώς του φαίνονται σήμερα οι δουλειές του. Στέκεται στη φρεσκάδα που απέπνεε το υλικό στην Αγία Νοσταλγία, πολλά από τα τραγούδια της οποίας, μού λέει, είχαν γραφτεί από τη δεκαετία του 1980· και θυμάται τον Αργύρη Ζήλο και τον Βασίλη Αγγελικόπουλο της Καθημερινής που είχαν γράψει ενθαρρυντικά σχόλια για εκείνο το πρώτο βήμα του. «Μου κάνει εντύπωση ότι πολλοί από αυτούς που με γνώρισαν απ’ τον Βραχνό Προφήτη και μετά, γυρίζοντας προς τα πίσω προσπερνούν τους άλλους δίσκους και προτιμούν το Στην Ανδρομέδα Και Στη Γη», μου λέει –και συνεχίζει αναφερόμενος στα Της Αγάπης Γερακάρης και Λάφυρα και στις πολύ καλές ερμηνείες της Μελίνας Κανά. Αναγνωρίζει ότι ο Βραχνός Προφήτης ήταν μια χαρακτηριστική στιγμή της πορείας του, πράγμα που δεν καταλάβαινε όταν τον έφτιαχνε· και βλέπει την Αγρύπνια ως συνέχειά του, με μόνη διαφοροποίηση ότι την ηχογράφησε ζωντανά στο στούντιο.
«Ίσως και να είναι ο πιο αγαπημένος μου δίσκος», λέει αναφερόμενος στη Βροχή Από Κάτω «γιατί νομίζω ότι μπορεί να οδηγήσει τους ακροατές σε καινούργια, αχαρτογράφητα συναισθήματα, αυτό που περιμένω με λαχτάρα και ο ίδιος –σαν ακροατής– από τη μουσική. Το αφτί του ανθρώπου είναι ακόμα κάπως αμόλυντο και αγαθό απέναντι στους ηλεκτρονικούς ήχους. Μπορεί να εκπλαγεί. Εδώ είχα την ευφυή σύμπραξη του Κώστα Θεοδώρου, ο οποίος κατάφερε να μπει στο ερμητικό και παράδοξο σύμπαν της εν λόγω εργασίας, προσθέτοντας τη δικιά του, πολυπολιτισμική πινελιά. Το μεγάλο μου πρόβλημα ήταν εάν το τελικό αποτέλεσμα θα είχε ζωντάνια γιατί φτιάχτηκε τελείως εργαστηριακά. Αυτός ο δίσκος έφερε κοντά κάποιους σκληροπυρηνικούς που ακούγανε μόνο ξένη μουσική, οι οποίοι αμέσως μετά, με τον Διάφανο, απογοητεύτηκαν (γέλια). Θεώρησαν ότι έκανα ένα πισωγύρισμα. Αλλά εγώ δεν το βλέπω έτσι. Ακούω πάρα πολλή μουσική, διάφορα είδη και είμαι ανήσυχος. Θέλω να κάνω διάφορα πράγματα, έχω και το λαϊκό στοιχείο μέσα μου και το παραδοσιακό, μπορεί δηλαδή να κάνω κι έναν δίσκο τελείως λαϊκούρα».
Ο Διάφανος είναι ένας δίσκος που αδικήθηκε, κατά τη γνώμη του. «Δεν έκανε πάρα πολλές πωλήσεις, έχει όμως μέσα τα περισσότερα κομμάτια που στις συναυλίες ζητάει ο κόσμος. Όπως το ομώνυμο. Με αυτό το κομμάτι έχει συμβεί κάτι το εξαιρετικό και ανερμήνευτο: από την πρώτη στιγμή που το έπαιξα σε συναυλία –πριν κυκλοφορήσει καν– ο κόσμος το αγάπησε. Σαν να το κουβαλούσε μέσα του. Με τον Διάφανο έκανα το σφάλμα να παίζω αρκετά από τα κομμάτια για χρόνια πριν τα ηχογραφήσω, με αποτέλεσμα όσοι τα είχαν ακούσει στις συναυλίες, όπου οι συνθήκες είναι σαφώς πιο χαλαρές και έντονες συνάμα απ’ ό,τι στο στούντιο, να ξενερώσουν. Ίσως δεν το ξανακάνω αυτό (γέλια)».
Αλλά και ο Σαμάνος θεωρεί ότι αδικήθηκε, εξ αιτίας της συνεργασίας με τον Διονύση Σαββόπουλο. Τον ρωτάω αν περίμενε τις αρνητικές αντιδράσεις όταν, με δική του πρωτοβουλία, ξεκινούσε εκείνη τη σύμπραξη. «Ναι, εννοείται ότι το σκεφτόμουν», μου απαντά, «ξέρω πού ζω. Όμως δεν με ενδιέφερε, είμαι ξεροκέφαλος. Και πιστεύω σε αυτό που έχει πει ο Μπουνιουέλ, ότι είναι ανήθικο στην τέχνη να σκέφτεσαι τις επιπτώσεις. Ό,τι μου έρχεται στο κεφάλι το κάνω, φαίνεται κι από την πορεία μου: δεν λαμβάνω καθόλου υπ' όψιν μου το τι θα σκεφτεί ή πώς θα αντιδράσει ο κόσμος που με ακούει. Όσο πιο πολύ σκέφτεσαι τι είναι αυτό που θα βγάλεις και πώς θα το βγάλεις, τόσο το αποδυναμώνεις. Εγώ λοιπόν λειτουργώ τελείως πρωτόγονα, ακόμα και στον λόγο που απαιτεί πολλή εγκεφαλική διαδικασία. Ακόμα κι εκεί έχω κομμάτια που τα βγάζω σε αυτόματη γραφή, δεν καταλαβαίνω ούτε ο ίδιος τι γράφω. Το "Θηρίο" είναι μια τέτοια περίπτωση, παραληρηματική.
Παραπονέθηκες σε πρόσφατη συνέντευξή σου στον Αντώνη Μποσκοΐτη ότι ο Διονύσης Σαββόπουλος δεν έχει τραγουδήσει τίποτα από τον Σαμάνο στις συναυλίες του. Έχω την εντύπωση, πάντως –και διόρθωσέ με αν κάνω λάθος– ότι ούτε κι εσύ έχεις παίξει μέχρι στιγμής πολλά πράγματα από αυτό το υλικό. Τι έγινε με εκείνον τον δίσκο; Σαν να ήταν «καταραμένος» από την αρχή...
Σε διορθώνω, γιατί κάνεις λάθος. Εδώ και χρόνια είναι βασικά στα προγράμματα που κάνω ο "Φορτίνο Σαμάνο", τα "Ορυχεία" και το "Σαν Αστραπή", ενώ έχω παίξει και τη "Σάρα", τον "Αttinse", τον "Ραμόν"... Φέτος τον χειμώνα θα δοκιμάσω μάλιστα και άλλα. Όσο για τον δίσκο, δεν βλέπω καμιά κατάρα. Μπήκαν εξωμουσικά στοιχεία στην αντιμετώπισή του, τα οποία θα χαθούν με τα χρόνια και τότε θα μείνει μόνο η μουσική να τα βγάλει πέρα.
Αλήθεια, μπορείς να φανταστείς τον εαυτό σου να επιστρέφει ποτέ στις ακουστικές ενορχηστρώσεις; Και, από την άλλη, δίσκο χωρίς να ακούγεται πουθενά κάποιο από τα νυκτά έγχορδα με τα οποία συνδέεται ο ήχος σου, θα έκανες;
Όλα αυτά και πολλά ακόμη θα κάμω, αν η ζωή μ’ αφήσει κι η έμπνευση δεν μ’ εγκαταλείψει.
----------------------
Κάποια στιγμή πρέπει να επιστρέψει στην πρόβα. Μπαίνοντας στην αίθουσα, ακούμε τους μουσικούς να τζαμάρουν πάνω σε ένα βαρύ κιθαριστικό ριφ. Ο Παπακωνσταντίνου βρίσκει ευκαιρία να τους πειράξει. «Άκου και κάτι άλλο Μιχάλη και να το γράψεις όπως σου το λέω: ξέρεις ότι οι μουσικοί γουστάρουν το υλικό σου όταν το παίζουν και στις πρόβες που κάνουν μόνοι τους. Αν παίζουν άλλα, άστα...». Οι υπόλοιποι προσπαθούν να δικαιολογηθούν, μα το «αφεντικό» ήδη έχει σκάσει στα γέλια. Το γέλιο του είναι καθαρό, γάργαρο και αβίαστο.
Συνεχίζουν με το “A. Select”, μέσα από την Πρόσκληση Σε Δείπνο Κυανίου. Οι μουσικοί το «έχουν» καλά και βγαίνει με τη μία. Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, βέβαια, ξεχνάει τους στίχους –είναι πολύ φρέσκιοι ακόμα για να έχουν εντυπωθεί στη μνήμη. Πιάνει στα χέρια του ένα μεγάλο ντοσιέ που σφύζει από χαρτιά με οδηγούς και στίχους και ψάχνει το συγκεκριμένο τραγούδι. Πλάι στη χαρτούρα έχει πάντως και μια ταμπλέτα, από όπου παίζει –σαν αναφορά– όποιο τραγούδι έχει ενορχηστρωτικά θέματα, που πρέπει να λυθούν.
----------------------
Από όσο έχω ακούσει, έχω την εντύπωση ότι τα καινούρια τραγούδια σου δεν παίζονται ιδιαίτερα σε κάποιο από τα μεγάλα ραδιόφωνα. Σε απασχολεί γενικά το αν θα ακουστείς από εκεί ή πλέον θεωρείς ότι το μήνυμα μπορεί να περάσει εξίσου καλά μέσω του ίντερνετ και των εντύπων;
Ποτέ δεν ήμουνα αγαπημένος των ραδιοφωνικών σταθμών, οι περισσότεροι από αυτούς είναι άλλωστε πια ραδιο-φονικοί σταθμοί. Υπάρχω ερήμην τους και ερήμην των τηλεοπτικών σταθμών. Οφείλω πολλά –ειδικά στην αρχή, όταν δεν με ήξερε ούτε η μάνα μου– στον Σωκράτη Μάλαμα, ο οποίος έπαιζε (και παίζει) τραγούδια μου σαν να είναι δικά του· επίσης, σε κάποιους δημοσιογράφους-κριτικούς που στάθηκαν σ’ όσα κατά καιρούς έκανα, σε μερικά μπαράκια ανά την επικράτεια, στους μικρούς ναούς της μουσικής όπου κάτι παράξενοι τύποι πήγαιναν (και πηγαίνουν) κόντρα στις συνήθειες των πολλών και σε λίγους ραδιοφωνικούς παραγωγούς. Έτσι, βασανιστικά αργά, από στόμα σε στόμα, αναπτύχθηκε μια δυνατή σχέση με έναν πυρήνα συνανθρώπων, οι οποίοι δεν φοβήθηκαν να πλησιάσουν τα στρείδια-τραγούδια μου. Τώρα, κατά κάποιον τρόπο, έχει μπει το νερό στ’ αυλάκι και πάει, μέχρι να χυθεί στον ωκεανό της λησμονιάς.
Φυσικά το διαδίκτυο –και ειδικά το YouTube– είναι πια το βασικό μέσο για την πληροφόρηση πάνω στις μουσικές παραγωγές. Υπάρχει όμως ακόμα χώρος για το ραδιόφωνο. Αλλά για ένα ραδιόφωνο πειρατικό, ατίθασο κι όχι για τα κουφάρια που κρατούν στα χέρια τους διαπλεκόμενοι, εφοπλιστές, λαμόγια.
Στη σκέψη πολλών, κυρίως μη φανατισμένων μουσικόφιλων, υπάρχει η άποψη ότι εσύ και ο Φοίβος Δεληβοριάς έχετε κάποιες υπόγειες συνδέσεις. Σχετικά πρόσφατα, ο Δημήτρης Κάζης έγραφε στο Mic.gr ότι μια ενδεχόμενη συνεργασία σας θα είχε πολλές πιθανότητες να προκύψει ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Τι λες;
Ο Φοίβος είναι χαρισματικός. Αλλά κάνει τα δικά του πράγματα, σαν ολοκληρωμένος δημιουργός. Και νομίζω, ότι, αν πρέπει να συνεργαστεί με κάποιον, αυτός είναι ο Διονύσης Σαββόπουλος.
Αποφεύγεις να εξηγείς για ποια πράγματα μιλάνε τα τραγούδια σου κι έχεις αιτιολογήσει αυτή τη στάση σου πολλές φορές. Θα ήθελα πάντως να μου σχολιάσεις και μια αντίθετη οπτική, η οποία λέει ότι όσο πιο καλά αντιλαμβάνεται ο ακροατής τι θέλει να πει ο δημιουργός (και με ποια μέσα επιχειρεί να το κάνει), τόσο περισσότερο βαθιά φτάνει στο να βιώσει το έργο πλήρως.
Είναι πιο λυτρωτικό να βιώνεις κάτι δικό σου, παρά το βίωμα κάποιου άλλου. Ύστερα, όταν ο δημιουργός ξέρει τι ακριβώς θέλει να πει –γιατί δεν ξέρει πάντα– να είσαι σίγουρος ότι θα ξέρει και ο ακροατής. Κάποιες εγκυκλοπαιδικές μικρολεπτομέρειες τις παραθέτω, όταν υπάρχουν. Παράδειγμα, στο "Θηρίο" αναφέρομαι στην κορυφή Αφέντης της Κρήτης. Θεώρησα ότι έπρεπε να το επεξηγήσω μέσα στο CD. Γενικότερα, όμως, η επεξήγηση υποβιβάζει το έργο: είναι σαν να δίνεις στον άλλον μασημένη τροφή. Είναι παρόμοια κατάσταση με 'κείνη όπου έχεις πει ένα ανέκδοτο, δεν έχει γελάσει κανείς και προσπαθείς μετά να το εξηγήσεις, κάνοντάς το ακόμα χειρότερο.
Θα εμφανιστείς για δύο βράδια στο PassPort. Τι ετοιμάζεις για τα συγκεκριμένα λάιβ; Και τι άλλο υπάρχει στα σκαριά;
Στο PassPort, όπως και σε άλλους χώρους που το σηκώνουν, θα εμφανιστώ με το πολυπληθές σχήμα του καλοκαιριού, ανανεώνοντας αρκετά το πρόγραμμα και προσθέτοντας κι άλλα τραγούδια από τον πρόσφατο δίσκο. Μ' αυτό θα εμφανιστούμε και στη Θεσσαλονίκη, στην Κύπρο, στα Γιάννενα, ίσως στη Λάρισα, και τέλη Μαρτίου ξανά στην Αθήνα. Έπειτα, από τις 8 έως τις 15 Μαρτίου θα κάνουμε και μια επέλαση στο εξωτερικό: Άμστερνταμ, Κολωνία, Ζυρίχη, Βαρκελώνη, Βερολίνο, Λονδίνο, μπορεί και αλλού.
Παράλληλα, θα τρέξει κι ένα μικρό ακουστικό σχήμα για να μπορέσω να παίξω σε μικρούς χώρους στην περιφέρεια. Εδώ το πρόγραμμα θα είναι πολύ διαφοροποιημένο, θα στηρίζεται πιο πολύ στη λαϊκή και δημώδη πλευρά, θα πούμε και τραγούδια που δεν έχουν ειπωθεί ποτέ. Άντε, δεν λέω άλλα σχέδια, γιατί κάποιος μπορεί να γελά τώρα!
Πώς νιώθεις αλήθεια για αυτήν την επερχομένη ευρωπαϊκή περιοδεία;
Ε, τώρα στα γεράματα... (γέλια) Ξεκίνησε από μία συναυλία στο Άμστερνταμ και σιγά-σιγά χτίστηκε ένα σύνολο από εμφανίσεις.
Θα παίξετε κυρίως σε ελληνικό κοινό ή και σε ξένους;
Δεν ξέρω. Έχω ενδείξεις για μια μικτή κατάσταση, γιατί και στις συναυλίες που κάνω εδώ έρχονται αρκετοί ξένοι. Η μουσική μου άλλωστε, λόγω των επιρροών, πιάνει και τον κόσμο έξω –ειδικά με αυτό το σχήμα που παίζουμε τώρα. Και στο Βερολίνο που είχα ξαναπαίξει είχαν έρθει αρκετοί ξένοι. Βέβαια, εγώ ήμουν πάντα διστακτικός σε σχέση με εμφανίσεις στο εξωτερικό. Σκεφτόμουνα ότι ένα σημαντικό κομμάτι, τα λόγια, χάνεται. Επίσης, είμαι σαν ξυλάγγουρο πάνω στη σκηνή κι έξω είναι συνηθισμένοι να βλέπουν έναν περφόρμερ. Και για εδώ, στην Ελλάδα, αυτό είναι μια αδυναμία. Σκέψου ας πούμε τον Σαββόπουλο: μπορεί να πει ένα τραγούδι που να μην είναι σημαντικό, αλλά και μόνο που θα το πει με τον τρόπο του, το αναδεικνύει. Εγώ δυστυχώς είμαι παλαιάς κοπής, μονολιθικός. Έχω όμως τη Ματούλα (Ζαμάνη) και το αναπληρώνω! (γέλια)
Σε είδα πάντως σε ένα βίντεο στο YouTube να κλωτσάς το μικρόφωνο και να γίνεται χαμός από κάτω. Έχεις γίνει, θα έλεγες, πιο εξωστρεφής με τα χρόνια πάνω στη σκηνή;
Σίγουρα δεν είμαι ο τρομοκρατημένος και δειλός, όπως ήμουνα για πολλά χρόνια όταν ανέβαινα σε πάλκο. Πού και πού με πιάνει, στιγμιαία, μια ανεξήγητη λύσσα –αλλά αυτό δεν είναι εξωστρέφεια. Περισσότερο με αυτισμό μοιάζει...
----------------------
Η πρόβα προχωράει με τα "Η Αλίκη Στη Χώρα Των Τραυμάτων" και "Η Εξαφάνιση", δύο επιλογές από τον καινούριο δίσκο. Καθώς τελειώνει το δεύτερο, ο Παπακωνσταντίνου δηλώνει την ικανοποίησή του για το πώς βγαίνει. «Να 'ταν εδώ και η Ματούλα, θα ήταν ακόμα καλύτερα». Η Ματούλα Ζαμάνη, η μόνιμη εδώ και κάποια χρόνια συνεργάτις του στη σκηνή (με ερμηνευτικό ρόλο και σε αρκετά τραγούδια της Πρόσκλησης Σε Δείπνο Κυανίου) δεν μπορούσε να δώσει το παρών εκείνη την ημέρα. Άλλος απών από τη συγκεκριμένη πρόβα είναι και ο κιθαρίστας Δημήτρης Μυστακίδης, από τους πιο παλιούς του συνεργάτες –θα ενταχθεί στο σχήμα αργότερα.
Σε κάποιο από τα τραγούδια ο Πολυζωγόπουλος ζητάει από τον Χριστοδούλου να θυμηθεί μια πολλή ωραία φράση που έχει παίξει με τα πλήκτρα του στη στουντιακή εκδοχή. Ο Παπακωνσταντίνου θεωρεί ότι δεν χρειάζεται να σταθούν εκεί: «θα βρει δέκα φράσεις». Είναι φανερή η μεγάλη εμπιστοσύνη που έχει στους συνεργάτες του, αλλά και η διάθεσή του να δοκιμάζει διαφορετικά πράγματα κάθε φορά.
----------------------
Πρόσφατα, συζητήθηκε αρκετά η απάντησή σου σε ερώτηση σχετικά με τους λόγους της συμμετοχής σου στο Φεστιβάλ Νεολαίας του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Η Χάρις Ποντίδα έγραψε, σχολιάζοντας στο spirto.net, ότι «και μόνο ότι υπάρχει ακόμα ο θεσμός των φεστιβάλ κομματικών νεολαιών (οποιουδήποτε κόμματος), και μόνο αυτό, είναι αρκετό για να παίρνουμε όλοι μαζί τα βουνά». Τι έχεις να σχολιάσεις;
Η Χάρις με αδίκησε σε εκείνο το σχόλιό της, χωρίς να το θέλει βέβαια. Αν είναι πάντως να πάρουμε τα βουνά, ας το κάνουμε για κάποιον σοβαρότερο λόγο, και δυστυχώς υπάρχουν πολλοί. Προσωπικά, δεν σνομπάρω τις γιορτές των κομματικών νεολαιών, γιατί διαβλέπω μέσα σ’ αυτές την αγωνία και την ανάγκη για συντροφικότητα.
Την πολιτική κατάσταση πώς τη βλέπεις; Έπεσε πάλι ξύλο τις προάλλες στους φοιτητές...
Το 'χω πει πολλές φορές Μιχάλη και το εννοώ. Προσωπικά, από όλα τα χρόνια που νιώθω τον εαυτό μου, το σημερινό καθεστώς είναι –αμέσως μετά τη δικτατορία που την έζησα σαν παιδί– το πιο ανελεύθερο που έχω βιώσει. Και πολλές φορές νιώθω ενοχές: πώς αφήνω, από τη μεριά μου, να συνεχίζεται κάτι τέτοιο; Νιώθω ότι δεν είμαι αντάξιος αυτού που θα έπρεπε να είμαι σαν πολίτης. Όπως και οι περισσότεροι Έλληνες, οι οποίοι θα έπρεπε να έχουν αντιδράσει. Το καθεστώς μάς θεωρεί ηλίθιους. Με τον τρόπο που μιλάνε, με τη συγκεκριμένη γλώσσα, με τα ψεύδη, είναι σαν να μάς θεωρούν ηλίθιους. Είναι φοβερό. Αλλά δεν έχω απελπιστεί, πιστεύω ότι αργά ή γρήγορα κάτι θα γίνει.
Με κυβέρνηση ΣΥ.ΡΙΖ.Α. θεωρείς ότι θα αλλάξει κάτι;
Πιστεύω ότι θα είναι καλύτερα. Εγώ βέβαια μια πιθανή κυβέρνηση του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. την βλέπω περισσότερο σαν μια διαδικασία για κάτι ακόμα καλύτερο: σαν μια μετάβαση για κάπου αλλού. Δεν είναι ο τελικός στόχος αυτός δηλαδή, δεν αρκεί. Τα πράγματα όμως θα είναι εξαιρετικά δύσκολα και για τον ίδιο τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α., αφενός εξ αιτίας εκείνων που θα τον ψηφίσουν... Ήταν ένα 5% σε κάποιο σημείο, άντε μέσα από όλη αυτή τη διαδικασία να συνειδητοποιήθηκε ως προς την ιδεολογία ακόμα ένα 5%. Οι υπόλοιποι όμως είναι άνθρωποι απελπισμένοι, οι οποίοι με το πρώτο ολίσθημα θα την κάνουν. Και είναι σοβαρό το ενδεχόμενο, αν αποτύχει στη διακυβέρνηση της χώρας, η αριστερή ιδεολογία να περάσει για χρόνια στην αφάνεια. Πάντως, με τόση αρνητική προπαγάνδα από όλα τα μέσα –ιδιωτικά και δημόσια– πάλι καλά που έχει φτάσει κι ως εδώ.
----------------------
Ο λόγος του Θανάση Παπακωνσταντίνου ρέει αβίαστα. Το βλέμμα του σπάνια σηκώνεται προς εμένα, πιο πολύ κινείται χαμηλά. Και διακρίνεις μια αμηχανία, παρά τη σταθερότητα στον τόνο της φωνής. Συνεχώς παίζει με τα χέρια του, νιώθεις ότι μάλλον θα προτιμούσε να μη μιλάει για όσα κάνει. Παρ’ όλα αυτά, δεν βάζει εμπόδια στον συνομιλητή του: είναι προσιτός και ανοιχτός και από την πρώτη στιγμή της επικοινωνίας μας μού ζήτησε να μιλάμε στον ενικό. Από την άλλη, κάτω από όλα αυτά, σχεδόν μπορείς να νιώσεις το σκληρό υπόστρωμα ενός ανθρώπου ο οποίος δεν πολυενδιαφέρεται να παίξει το παιχνίδι της δημοσιότητας.
«Τον τελευταίο καιρό το μεγάλο μου πρόβλημα είναι ο στίχος», μου λέει κάποια στιγμή, «δεν μπορώ να γράψω εύκολα. Έχω πολλές μουσικές που περιμένουν και είναι ορφανές από στίχο», «Σιγά-σιγά», του λέω. «Ναι, τίποτα δεν μας κυνηγάει –αν εξαιρέσουμε τον χρόνο» και ξεσπάμε και οι δυο σε γέλια.
Έχει έρθει όμως η ώρα να φύγω. Με χαιρετά με ένα φιλικό χτύπημα στον ώμο. Βγαίνω έξω, μπαίνω στο αμάξι, γυρίζω το κλειδί και ξεκινάω. Έξω η Αθήνα λούζεται από ένα γλυκό φως. «Συμπαγής επιστρέφω στον κρυστάλλινο κόσμο, με το σάλιο στην άκρη των χειλιών να γλιστρά»...
{youtube}vmcPDi_W0BU{/youtube}