Ο Στέφανος Θωμόπουλος δεν διαθέτει μονάχα το «τέλειο» βιογραφικό, γεμάτο σπουδές με άριστα και σημαίνουσες επαγγελματικές διακρίσεις. Ακόμα πιο σημαντική από όλα αυτά είναι η φήμη που έχει κερδίσει για το παίξιμό του και για τον τρόπο που προσεγγίζει ένα ευρύ και απαιτητικό ρεπερτόριο –ειδική θέση στο οποίο κατέχει το έργο του Γιάννη Ξενάκη. Ο Θεσσαλονικιός πιανίστας ξέκλεψε λίγο χρόνο για να απαντήσει στις ερωτήσεις μας, καθώς ετοιμάζεται να αναμετρηθεί για ακόμα μία φορά με το τελευταίο, στα πλαίσια του φετινού τριημέρου του Μουσικού Χωριού στη Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών (24, 25 & 26 Ιανουαρίου –παίζει την πρώτη μέρα)…
Θα θέλατε να αποσαφηνίσετε για τους αμύητους την έννοια «πειραματιστής», η οποία μόνιμα σχεδόν συνοδεύει το όνομά σας; Πρόκειται για έναν σολίστ που δεν πατάει σε συμβάσεις και στην πειθαρχία, αλλά αφήνεται στα δικά του μονοπάτια;
Βασικά πιστεύω ότι αυτό το «παρατσούκλι» μου κόλλησε επειδή από καιρό, ταυτόχρονα με τα κλασικά μου προγράμματα, ασχολήθηκα με πρότζεκτ τα οποία είχαν και πρωτοτυπία, αλλά και ρίσκο –γιατί κάθε φορά δεν ήταν δοκιμασμένα. Αρχικά δούλεψα στο θέατρο, για παράδειγμα στη Μαρκησία του Ο του Κλάιστ σε σκηνοθεσία Lukas Hemleb, όπου παρέφραζα τη σονάτα opus 111 του Μπετόβεν σε συνδυασμό με την πλοκή του έργου. Μετά έκανα και τα μεταλλαγμένα πιάνα του Tal Issac Hadad στη Διεθνή Έκθεση Σύγχονης Τέχνης στο Παρίσι, καθώς και αυτοσχεδιασμό πάνω σε βουβό κινηματογράφο...
Τον Ιούνιο ετοιμάζουμε –πάλι με τον Tal Issac Hadad– μία συναυλία με έργα Bartok και Crumb στη Cité dela Musiqueστο Παρίσι, στην οποία θα έχει πολύ βίντεο: θα αποτελεί ένα σχόλιο πάνω στην κίνηση του πιανίστα. Και πάλι δεν ξέρω τι άκριβως θα βγει, είναι κι αυτό ένα πείραμα. Ακόμη και στα προγράμματα ρεσιτάλ μου έκανα πάντα πειραματισμούς, Ξενάκης με Σοπέν για παράδειγμα, ή Scarlatti με Ραχμάνινοφ. Πάντα βγαίνει κάτι ενδιαφέρον.
Έχετε δώσει παραστάσεις σε πολλά μέρη του κόσμου και σε διαφορετικές ηπείρους. Αντιλαμβάνεστε το κοινό να εισπράττει με διαφοροποιημένους τρόπους ένα κονσέρτο πιάνου, αναλόγως της χώρας; Τι έχετε εντοπίσει;
Όχι πολύ μεγάλες διαφορές σε σχέση με τις χώρες… Εκεί που βλέπω διαφορές είναι αναλόγως με το μέρος όπου γίνεται μία συναυλία, και με το τι ανθρώπους έχω απέναντί μου. Θυμάμαι μία φορά είχα παίξει στο πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας και από κάτω είχα πανεπιστημιακούς –ε, λοιπόν, βγήκα να παίξω και δεν χειροκρότησε κανένας· έφτασα στο πιάνο, υποκλίθηκα, και από κάτω σιωπή. Μάλλον περίμεναν ότι θα κάνω διάλεξη. Τελικά κάποιος το έπιασε και άρχισε να χειροκροτάει δειλά-δειλά, οπότε ακολούθησαν και οι υπόλοιποι. Αλλιώς θα έκανα όλη τη συναυλία μέσα στη παγωνιά!
Έχετε πραγματοποιήσει αμέτρητες εμφανίσεις και σπουδαίες συνεργασίες, αποσπάσατε εντυπωσιακές κριτικές και έχετε βραβευτεί διεθνώς. Η ακαδημαϊκή σχέση σας με τη μουσική, με ποιον τρόπο συμπληρώνει τις ηχογραφήσεις και τις εμφανίσεις σας; Πώς δηλαδή καταφέρνετε να συγκεράσετε την πλευρά του διδάκτορα με εκείνη του σολίστ;
Αποφάσισα να ασχοληθώ με το διδακτορικό επειδή είχα ήδη ένα ξεκινημένο πρότζεκτ το οποίο με ενδιέφερε πολύ, τη δουλειά μου δηλαδή πάνω στο έργο του Ξενάκη. Το διδακτορικό ήταν έτσι μια ευκαιρία όχι μόνο να εμβαθύνω τη γνώση μου πάνω σε αυτήν τη μουσική, αλλά και ένα κίνητρο για να παίξω πολλά έργα του συνθέτη, να τα ηχογραφήσω, επίσης να γνωρίσω από κοντά και άλλους μουσικούς και επιστήμονες που ασχολούνται με τη μουσική του… Ούτως ή άλλως, το συγκεκριμένο διδακτορικό έγινε στο Κονσερβατόριο του Παρισιού και πρόκειται για διδακτορικό ερμηνείας. Εξάλλου είναι το πρώτο τέτοιο διδακτορικό που έγινε σε αυτό το ίδρυμα.
Η «σχέση» σας με τη μουσική του Γιάννη Ξενάκη, πώς γεννήθηκε;
Ο Ξενάκης είναι ένας συνθέτης πολύ γνωστός και σεβαστός στη Γαλλία. Όταν λοιπόν πήγα εκεί για να κάνω τις σπουδές μου στο Conservatoire του Παρισιού, ήταν λογικό πολλοί να με συμβουλέψουν να ασχοληθώ με τη μουσική του, επειδή ήμουν Έλληνας και οι Έλληνες ήμασταν πάντα λίγοι στο Παρίσι. Αυτή που επέμεινε περισσότερο ήταν η τότε δασκάλα μου, η Marie Françoise Bucquet, μία εξαιρετική πιανίστα και παιδαγωγός, η οποία άνηκε στον στενό καλλιτεχνικό και δημιουργικό κύκλο του Ξενάκη και είχε παίξει όλα του τα έργα. Άλλωστε η Ευρυάλη –την οποία θα παίξω και στη συναυλία στη Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών– είναι αφιερωμένη σε αυτήν, εκείνη ήταν η πρώτη που την έπαιξε. Και χάρη στη Bucquet μπόρεσα να μπω στον κόσμο του Ξενάκη και να καταλάβω πώς παίζεται η μουσική του, για την οποία η πρόσβαση μπορεί να δείχνει δύσκολη· λόγω της ιδιαιτερότητας όχι μόνο της μουσικής, αλλά και της πιανιστικής της γλώσσας.
Έχετε επιχειρήσει να ερμηνεύσετε με τη λογική τον δυνατό –μεταφυσικό σχεδόν– σύνδεσμο τον οποίον έχετε με τη μουσική του Ξενάκη;
Το έχω προσπαθήσει, αλλά παραμένει ένα μυστήριο. Πιστεύω ότι η απάντηση εμπεριέχεται στην ελληνικότητα του ξενακικού κόσμου, ελληνικότητα η οποία βρίσκεται βέβαια πέρα από μία σχέση με την ιδέα που έχουμε για την ελληνική μουσική, παραδοσιακή ή άλλη. Υπάρχει κάτι στη μουσική του Ξενάκη που έχει σχέση με την ελληνική αρχαιότητα, τη φιλοσοφία, μα και με τον πρωτογονισμό του εγχώριου τοπίου –τον ήλιο, τη θάλασσα, την πέτρα. Μία επίστροφή στις ρίζες. Βγαζει κάτι το πρωτόγονο και αληθινό, το οποίο και συγκινεί, μέσα από τη σκληρότητά του.
Τι αντιπροσωπεύει για εσάς ο Ξενάκης, ως κεφάλαιο στη μουσική αλλά και γενικότερα ως προσωπικότητα;
Λέγεται συχνά ότι ο Ξενάκης υπήρξε μία από τις επαναστάσεις στη μουσική του 20ου αιώνα και πιστεύω πως είναι αλήθεια. Πιστεύω δηλαδή πως η βασική του καινοτομία βρίσκεται στο ότι δούλεψε με τους ήχους σαν να ήταν ύλη, με τη μουσική σαν να ήταν γλυπτική –είδε τη σχέση ήχου και φόρμας, τη σχέση ακοής και όρασης. Πιστεύω επίσης ότι η λεγόμενη συναισθησία είναι πολύ έντονη στη μουσική του, ίσως πιο έντονη από τη συναισθησία του Scriabin ή του Messiaen, παρά το γεγονός ότι το συγκεκριμένο φαινόμενο σχετίζεται πολύ πιο συχνά με αυτούς τους συνθέτες.
Νομίζω πως το πιο σημαντικό στοιχείο της καλλιτεχνικής προσωπικότητας του Ξενάκη είναι ότι πρόκειται για κάποιον πραγματικά αυτοδημιούργητο. Συνειδητά πλησίασε τη μουσική με ένα παρθένο βλέμμα και μακρυά από κάθε γνωστό μονοπάτι. Ξεκίνησε να ασχολείται μαζί της αρκετά αργά στη ζωή του, χωρίς να έχει κάνει τις σχετικές σπουδές από νωρίς, και δυσκολεύτηκε έτσι πολύ στην αρχή –οι περισσότεροι καθηγητές τον απέρριπταν.
Ο πρώτος που πίστεψε σε εκείνον ήταν ο Messiaen, ο οποίος και τον συμβούλεψε να μην κάνει τις σπουδές που κάνουν όλοι. Του είπε: «είστε Έλληνας, είστε αρχιτέκτονας και ξέρετε τα μαθηματικά. Πάρτε αυτά τα τρία στοιχεία και κάντε τα μουσική». Ο Ξενάκης ακολούθησε πιστά τη συγκεκριμένη συμβουλή για να συλλάβει το έργο του. Ήταν ένας άνθρωπος με μεγάλη δύναμη και θέληση. Ένας πραγματικός πρωτοπόρος, ένας πραγματικός καλλιτέχνης.
Τι να περιμένουμε λοιπόν από την επερχόμενη εμφάνισή σας στη Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών, στα πλαίσια του φετινού τριημέρου του Μουσικού Χωριού; Πώς θέλετε να επικοινωνήσετε τις Κοσμογονίες στο κοινό και τι θα επιθυμούσατε να πείτε για το συγκεκριμένο έργο;
Η συναυλία μου θα έχει όλο το έργο για πιάνο σόλο του Ξενάκη, σε παγκόσμια πρώτη. Θα περιλαμβάνει –εκτός από τα γνωστά έργα– και τρία μικρά ανέκδοτα κομμάτια, τα οποία ο Ξενάκης συνέθεσε στην αρχή της μουσικής του πορείας. Το πρώτο μάλιστα είναι η πρώτη του σύνθεση που έχουμε στα χέρια μας. Πρόκειται για έργα που εμπνεόνται από την ελληνική παραδοσιακή μουσική και φαίνονται πολύ μακρινά από όσα κομμάτια γράφτηκαν μετά τη γέννηση της στοχαστικής μουσικής, η οποία είναι ίσως η πιο σημαντική ξενακική θεωρία.
Ελπίζω λοιπόν το κοινό να μοιραστεί μαζί μου όλα όσα έχω ζήσει αυτά τα χρόνια παρέα με τα εν λόγω έργα, καθώς και τη δύναμη της συγκεκριμένης μουσικής, που είναι πρωτόγνωρη. Ένα μεγάλο ευχαριστώ στην εξαιρετική ομάδα του Μουσικού Χωριού, η οποία αγκάλιασε από την αρχή το πρότζεκτ, αλλά και στη Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών, που το καλωσόρισε στον προγραμματισμό της.
{youtube}WnWcgXLGSgE{/youtube}