Χάρης Συμβουλίδης

Λαμπρές σπουδές και αρκετές βραβεύσεις, ένα βιογραφικό που βρίθει εμφανίσεων στο εξωτερικό, εξαιρετικές κριτικές για το παίξιμό της: η Λευκή Καρποδίνη δίνει την εντύπωση ότι θα είχε ταχύτατη ανέλιξη ως πιανίστρια αν παρέμενε εκτός συνόρων, δηλώνει όμως πως δεν μετανιώνει για την επιστροφή της στην Ελλάδα, πως επιθυμεί να καταφέρει να προσφέρει κάτι κι εδώ. Μιλήσαμε μαζί της με αφορμή τη μεθαυριανή της συναυλία στο Ίδρυμα Θεοχαράκη, όχι μόνο για το έργο του Debussy –στον οποίον είναι αφιερωμένη η βραδιά– ή για τη μαθητεία της κοντά στον Paul Roberts, αλλά και για τη γνωριμία της με τη Maria João Pires, την κατάσταση της κλασικής μουσικής στη χώρα μας και για τα πράγματα που θα έπρεπε ίσως ν' αλλάξουν...

Σε λίγες μέρες παρουσιάζετε ένα αφιέρωμα στον Claude Debussy, στο Ίδρυμα Θεοχαράκη. Τί κάνει τον Debussy τόσο ιδιαίτερο, ώστε πάντα να παραμένει δημοφιλής;

Ο Debussy έζησε στο Παρίσι σε μία εποχή που εγώ τη χαρακτηρίζω χρυσή, όσον αφορά στα διάφορα ρεύματα που άνθισαν εκείνη την περίοδο στη Γαλλία. Τόσο η δική του μουσική, όσο και το έργο άλλων δημιουργών της περιόδου –όπως οι Satie, Monet, Ravel, κ.ά.–  χρησιμοποιούν μια γλώσσα, η οποία είναι κατανοητή από το ευρύ κοινό και θα ’λεγα και αισθησιακή. Κυριαρχεί μία ατμόσφαιρα ξεχωριστή στα έργα του Debussy και ο ηχόκοσμός του είναι ονειρικός. Δύσκολο να μην καταφέρει να απολαύσει κανείς αυτόν τον κόσμο.

Karpodini_2Υπήρξατε μαθήτρια του Paul Roberts, διάσημου ερμηνευτή μα και μελετητή των Γάλλων ιμπρεσιονιστών. Πόσο σας επηρέασε ο Roberts και ως πιανίστρια γενικότερα, μα και ειδικότερα ως προς το έργο του Debussy;

Από τα δύο χρόνια δίπλα στον Paul Roberts πήρα πολλά. Έντονα χαραγμένο θα μείνει στη μνήμη μου καταρχάς το πάθος του για τη μουσική και τη διδασκαλία: την ώρα του μαθήματος τραγουδούσε, έκλεινε τα μάτια του να απολαύσει μια φράση, πηδούσε από την καρέκλα για να μου δείξει κάτι –ήταν μία απίστευτα ζωντανή παρουσία στο δωμάτιο. Μία λέξη που λάτρευε ήταν η λέξη gesture (χειρονομία). Τα πάντα είχαν να κάνουν με αυτήν τη μουσική χειρονομία... Ένα άλλο υπέροχο στοιχείο της προσωπικότητάς του ήταν ο λόγος. Τα λόγια του δηλαδή σε ενέπνεαν. Εξιστορούσε πολύ συχνά διάφορες ιστορίες ή αναφερόταν στις πηγές έμπνευσης των συνθετών. Όλα αυτά με έκαναν να αντιλαμβάνομαι πιο σφαιρικά το σύνολο των συγκεκριμένων ήχων και την αιτία ύπαρξής τους. Κάτι που με βοήθησε γενικότερα.

Στη μελέτη του Debussy βοήθησαν ιδιαίτερα τα βιβλία που έχει γράψει για τον ίδιο, αλλά και οι ερμηνείες του, όποτε είχα την ευκαιρία να τον ακούσω σε συναυλία ή στο μάθημα, καθώς επίσης –μην ξεχάσω να αναφέρω– το γεγονός ότι έδινε μεγάλη σημασία στο να προσεγγίζει κανείς το πιάνο σαν ένα κρουστό όργανο. Έτσι, αυτομάτως, τα διάφορα στρώματα ήχου που μπορεί κανείς να εκμαιεύσει από το όργανο διαφέρουν κατά πολύ από (για παράδειγμα) την πιανιστική προσέγγιση ενός έργου Chopin.

Στο βιογραφικό σας διαβάζω για μια πορτογαλική υποτροφία, η οποία σας έφερε στο Belgais Centre κάπου στα σύνορα Πορτογαλίας και Ισπανίας, να μαθητεύετε κοντά στην Maria João Pires. Αληθεύει αυτό που λένε συχνά-πυκνά διάφοροι, ότι είναι η καλύτερη πιανίστρια στον κόσμο;

Δεν μου αρέσει να χρησιμοποιώ τέτοιες απόλυτες εκφράσεις. Η καλύτερη πιανίστρια στον κόσμο... Ή ποιος είναι ο πιο αγαπημένος μου συνθέτης, όπως με ρωτούν κατά καιρούς... Αυτό που μπορώ με βεβαιότητα να πω είναι ότι από όλες τις πιανίστριες που θεωρούνται κορυφές και είχα την τύχη να ακούσω ζωντανά, ήταν η μόνη που πραγματικά με καθήλωσε με το παίξιμό της την πρώτη φορά που την άκουσα ζωντανά, στο Βarbican του Λονδίνου πριν πολλά χρόνια (αλλά και πριν κάτι μέρες στο Μέγαρο Μουσικής). Αυτός ήταν κι ο λόγος που, χωρίς δεύτερη σκέψη, πήγα στο καμαρίνι της και τη ρώτησα αν μπορώ να πάρω κάποια μαθήματα μαζί της. Ήταν πολύ ζεστή μαζί μου και συγκινήθηκε. Μου πρότεινε τότε να πάω στην Πορτογαλία. Στάθηκα πολύ τυχερή, μιας και ήταν η πρώτη χρονιά κατά την οποία λειτούργησε το Belgais Centre –ακόμη δεν το ήξερε ο κόσμος και υπήρχε έτσι ακόμη μία θέση. Έστειλα λοιπόν το βιογραφικό μου με κάποια ηχογράφηση, καθώς και την αίτηση, και με δέχτηκαν. Η εμπειρία υπήρξε πραγματικά πολύτιμη και αξέχαστη.

Έχετε κάνει αρκετές ζωντανές εμφανίσεις στο εξωτερικό και έχετε ζήσει εκεί για κάποιο διάστημα. Ποιες θα εντοπίζατε ως κύριες διαφορές στο πώς τρέχουν τα κλασσικά πράγματα, σε σύγκριση με τα εδώ;

Έζησα 15 χρόνια στο εξωτερικό, στο Λονδίνο και στο Βερολίνο, τα μεγαλύτερα  πολιτιστικά κέντρα της Ευρώπης. Ίσως η πιο σημαντική διαφορά εντοπίζεται στο ότι το κοινό της κλασικής μουσικής έξω είναι μεγαλύτερο, δεδομένου ότι υπάρχει και μία μεγαλύτερη παράδοση στο είδος. Εφόσον επενδύονται πολύ περισσότερα χρήματα από ό,τι εδώ, έχεις διαρκώς την ευκαιρία, ως ακροατής, να απολαύσεις μεγάλα ονόματα στη σκηνή. Ως μουσικός, πάλι, έχεις πολύ περισσότερες ευκαιρίες για συνεργασίες και συναυλίες, ακόμη κι αν ο ανταγωνισμός είναι μεγάλος, αφού πολλοί διάσημοι μουσικοί ζουν εκεί. Μία άλλη έντονη διαφορά είναι η παρουσία της κλασικής μουσικής στα ΜΜΕ, ειδικά στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση, η οποία δυστυχώς είναι σχεδόν ανύπαρκτη στην Ελλάδα. Παρ’ όλα αυτά, παραμένω αισιόδοξη γιατί βλέπω πως τα τελευταία χρόνια πολλοί αξιόλογοι μουσικοί με σημαντικές σπουδές και έντονη δραστηριότητα στο εξωτερικό έχουν επιστρέψει στην Ελλάδα. Έτσι, υπάρχει το κατάλληλο ανθρώπινο δυναμικό, καταξιωμένοι μουσικοί με ιδέες και διάθεση για να αλλάξουν την υπάρχουσα κατάσταση. Και ήδη έχουν αρχίσει και φαίνονται οι καρποί αυτών των προσπαθειών τα τελευταία χρόνια.

Karpodini_3Αλήθεια, εσείς πηγαίνετε σε συναυλίες άλλων συναδέλφων; Τις θεωρείτε σημαντικές για την παιδεία ενός μουσικού;

Ναι, πηγαίνω, αν και τώρα πια –λόγω υποχρεώσεων– όχι όσο τακτικά θα 'θελα. Τις θεωρώ σημαντικές, ειδικά στο πρώιμο στάδιο μιας καριέρας. Πολύ σημαντικό για έναν μουσικό είναι να αποκτά σφαιρική γνώση και άποψη πάνω στο κλασικό ρεπερτόριο. Έτσι, ένας πιανίστας για παράδειγμα δεν πρέπει να  πηγαίνει μόνο σε ρεσιτάλ πιάνου, αλλά και σε συναυλίες μουσικής δωματίου, τραγουδιού ή ορχήστρας. Σχηματίζει έτσι μία πιο ολοκληρωμένη άποψη για το έργο ενός συνθέτη και για την ιστορία της μουσικής, το οποίο επηρεάζει πολύ και την ερμηνεία του. Να πω επίσης ότι, για μένα, η εμπειρία της ζωντανής επαφής με τον εκτελεστή δεν συγκρίνεται, ακόμη κι αν με το ίντερνετ έχουμε πλέον πρόσβαση σε χιλιάδες βιντεοσκοπημένες συναυλίες και ηχογραφήσεις.
 
Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ότι έχετε παίξει στα Μπαρμπέιντος της Καραϊβικής. Πώς έτυχε ένας τέτοιος προορισμός; Και πώς ήταν η εμπειρία;

Όταν ακόμη βρισκόμουν στο Λονδίνο και σπούδαζα, έτυχε να με προτείνουν για να αντικαταστήσω τελευταία στιγμή έναν Άγγλο πιανίστα, ο οποίος έπρεπε να ακυρώσει την εμφάνισή του εκεί. Η εμπειρία ήταν ενδιαφέρουσα και διασκεδαστική ταυτόχρονα. Όταν έφτασα στο αεροδρόμιο με υποδέχτηκαν πολύ θερμά και με συνόδευσαν στο ξενοδοχείο. Η οργάνωση της συναυλίας, αν θυμάμαι καλά, ήταν πρωτοβουλία του διευθυντή της μουσικής μπάντας του νησιού, ο οποίος ήταν λάτρης της κλασικής μουσικής. Πριν τη συναυλία μου πήραν και μια μικρή συνέντευξη, η οποία δημοσιεύθηκε σε ένα τοπικό περιοδικό μαζί με μία φωτογραφία μου με έναν έφηβο –νομίζω ανιψιό του διοργανωτή– ο οποίος μάθαινε πιάνο και ο θείος του ήθελε να τον προωθήσει! Αναρωτιόμουν ποιος θα 'ρθει στη συναυλία, αφού κανείς δεν με ήξερε εκεί. Αλλά τελικά το αμφιθέατρο, το οποίο μπορεί να χωρούσε και 1000 άτομα, ήταν γεμάτο! Ο κόσμος εκεί διψάει για μουσική από ό,τι κατάλαβα και με έκαναν να νιώσω ότι η άφιξή μου ήταν το μουσικό happening της χρονιάς. Μετά τη συναυλία ακολούθησε μία βδομάδα διακοπών στο νησί.

Έχετε σκεφτεί ότι, αν ζούσατε μόνιμα στο εξωτερικό, θα είχατε ίσως περισσότερες ευκαιρίες για την καριέρα σας; Γιατί διαλέξατε να παραμείνετε βασισμένη στην Ελλάδα;

Είχα τη βάση μου στο εξωτερικό μέχρι το τέλος του 2010. Οι λόγοι που γύρισα ήταν οικογενειακοί και δεν είχαν να κάνουν με επαγγελματική επιλογή. Παρ’ όλα αυτά –αν και στάθηκε μία απρόσμενη αλλαγή και μάλιστα πάνω στο ξέσπασμα της κρίσης και με ένα πεδίο το οποίο δεν είχα προλάβει να προετοιμάσω– δεν μετανιώνω. Είμαι χαρούμενη που βρίσκομαι στη χώρα μου, που μιλάω τη γλώσσα μου, που έχω κοντά τους δικούς μου ανθρώπους... Και εύχομαι να μπορώ να προσφέρω κάτι χρήσιμο στην πατρίδα μου, ελπίζοντας η Ελλάδα να με κάνει και μετά από χρόνια να μπορώ να πω το ίδιο.
 
Μιας και διδάσκετε πιάνο, δεν είστε μόνο σολίστ, τί πιστεύετε με βάση την εκπαιδευτική σας εμπειρία πως θα ήταν εφικτό να γίνει στην Ελλάδα, με δεδομένες πλέον και τις συνθήκες μιας οικονομικής κρίσης, ώστε να καλυτερεύσουν τα πράγματα σε επίπεδο ευκαιριών;

Δύσκολη ερώτηση... Το έργο του δασκάλου είναι από τα πιο δύσκολα, τα πιο σημαντικά και με τεράστια ευθύνη, αφού χτίζει τη νέα γενιά. Στη Γερμανία είναι ένα από τα πιο ακριβοπληρωμένα επαγγέλματα. Κάτι που αυτομάτως εκμηδενίζει την παραπαιδεία, η οποία στην Ελλάδα θεωρείται απαραίτητη τις τελευταίες δεκαετίες. Ο δάσκαλος αμείβεται ανάλογα με το έργο του και αποδίδει περισσότερο, αφού δεν χρειάζεται να συμπληρώσει τον μισθό του. Έτσι, το επίπεδο διδασκαλίας είναι υψηλό, ούτως ώστε να μην χρειάζεται κι ο μαθητής να αναλώνει περισσότερο χρόνο και χρήμα σε φροντιστήρια και σε ιδιαίτερα. Στην περίπτωση ενός μουσικού, όταν για να μπορέσεις να διδάξεις ένα όργανο χρειάζεται να έχεις τουλάχιστον ένα πτυχίο Ωδείου –που σημαίνει μία επένδυση σε χρόνο και χρήμα διάρκειας περίπου 15 ετών– οι αμοιβές της τάξεως των 7/10 ευρώ την ώρα θεωρούνται τρομερά χαμηλές. Εάν αυτό αλλάξει, πολλοί σπουδαίοι μουσικοί (οι οποίοι έχουν επιλέξει άλλες χώρες) θα προτιμήσουν να προσφέρουν έργο στη χώρα μας και το επίπεδο των μαθητών θα ανέβει αντιστοίχως.

Karpodini_4

Εδώ θα ήθελα να προσθέσω ότι, κατά τη γνώμη μου, θα πρέπει ν' αλλάξει και το σύστημα των εξετάσεων στα Ωδεία. Γιατί οι διαφορές ανάμεσα στο επίπεδο των μαθητών από διαφορετικά Ωδεία είναι τεράστιες! Όταν με ένα Δίπλωμα Ωδείου μπορείς (από τον νόμο) να διδάξεις στην Ελλάδα, θα πρέπει αυτό το Δίπλωμα να έχει αξιολογηθεί σωστά. Μία λύση θα ήταν να υπάρχει μία πανελλήνια εξωτερική εξεταστική επιτροπή για κάθε επίπεδο, όπως γίνεται με το αγγλικό σύστημα των ABRSM μουσικών εξετάσεων και ίσως κι ένας τρόπος αξιολόγησης των Ωδείων. Επίσης, πολύ σημαντικό είναι να υπάρχει η πρόσβαση σε μουσικό υλικό (παρτιτούρες, δίσκους κλπ). Θα ’πρεπε λ.χ. να υπάρχει σε κάθε Νομό, στα Ωδεία ή στο Πανεπιστήμιο, μία δανειστική βιβλιοθήκη με CD και παρτιτούρες. Διαθέτουμε βέβαια μια εξαιρετική μουσική βιβλιοθήκη αυτή τη στιγμή στην Αθήνα –της Λίλιαν Βουδούρη– δυστυχώς όμως δεν είναι δανειστική.

Άλλη αλλαγή είναι η ένταξη εκμάθησης όλων των βασικών τουλάχιστον οργάνων στα ελληνικά Πανεπιστήμια ή η ίδρυση μουσικών ακαδημιών του αντίστοιχου επιπέδου. Έτσι θα δίνεται η ευκαιρία σε πολύ περισσότερους μουσικούς να μπορούν να προχωρήσουν σε πανεπιστημιακές σπουδές σε κάποιο όργανο (και όχι μόνο θεωρητικές), χωρίς να χρειάζεται να φύγουν από τη χώρα. Κάποιες τέτοιες βασικές αλλαγές θα ανέβαζαν αυτομάτως το επίπεδο της μουσικής σκηνής στη χώρα. Τέλος, θα 'θελα να μην παραλείψω να αναφέρω και το σύστημα φορολόγησης του ελεύθερου επαγγελματία, το οποίο είναι εγκληματικό γενικώς για την ανάπτυξη της χώρας και επηρεάζει σαφώς και τους μουσικούς.

«Νέο αίμα. Πολλά υποσχόμενη». Έτσι μου είπε για σας ένας φίλος που παρακολουθεί τα κλασικά πράγματα, όταν του ανέφερα ότι θα κάναμε μια συνέντευξη. Σας αρκεί στο παρόν στάδιο της καριέρας σας κάτι τέτοιο ή το κρίνετε λίγο, με το μέτρο των καλλιτεχνικών σας φιλοδοξιών;

Θεωρώ ότι ένας καλλιτέχνης διαρκώς εξελίσσεται, ή θα πρέπει να εξελίσσεται. Η στασιμότητα και η μη τροφοδότηση της δημιουργίας με νέο αίμα, θα 'λεγα ότι είναι και ο θάνατος της τέχνης. Έτσι, δεν μπορώ παρά να χαίρομαι με ένα τέτοιο σχόλιο!

Σε μια άλλη κριτική, για συναυλία σας, διάβασα ότι είστε μια νεαρή πιανίστρια που συνδυάζει τα φυσικά προσόντα με τη σωστή σπουδή. Πόσο μετράνε αλήθεια αυτά τα φυσικά προσόντα; Μετρούσαν πάντα, ή αντικατοπτρίζουν και μια εποχή στην οποία ο κλασικός κόσμος χρησιμοποιεί περισσότερες μεθόδους της ποπ κουλτούρας στην επικοινωνία του προς τα έξω;

Τα φυσικά προσόντα πάντα μετρούσαν, μετρούν και θα μετρούν. Η διαφορά ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν έγκειται κυρίως στη θέση που κατέχει το marketing και τα MME στην εποχή μας, τα οποία εκμεταλλεύονται ακριβώς αυτό. Ωστόσο, δεν νομίζω ότι κάποιος που ασχολείται σοβαρά με το αντικείμενο μπορεί να επηρεαστεί από μια εικόνα. Εγώ τουλάχιστον σίγουρα όχι... Ένα καλό παράδειγμα είναι εκείνο του διάσημου βαρύτονου Thomas Quasthoff, ο οποίος –παρά τη σωματική του διάπλαση– καταφέρνει με τη φωνή του και την ερμηνεία του να γεμίζει παγκοσμίως τις αίθουσες και να θεωρείται ο καλύτερος βαρύτονος της εποχής μας. 

Karpodini_5

Απολαμβάνετε και άλλα είδη μουσικής, ως ακροατής, πέραν του κλασικού ρεπερτορίου; Συχνά ξέρετε το ευρύ κοινό έχει μια αντίληψη ότι οι κλασικοί και οι τζαζ μουσικοί δεν ακούνε τίποτα που να ξεφεύγει από τα όρια του δικού τους κόσμου...
 
Βεβαίως! Θεωρώ ότι ένας μουσικός είναι πιο ολοκληρωμένος όταν έχει επαφή και με άλλα στυλ μουσικής, πέραν του αντικειμένου του. Μου αρέσει πάρα πολύ η τζαζ, η έντεχνη ελληνική μουσική, η κινηματογραφική μουσική και άλλα πολλά είδη. Κάποια ονόματα μουσικών που μου έρχονται πρώτα στο μυαλό είναι ο Bill Evans, ο Chet Baker, η Billie Holiday, ο Leonard Cohen, η Adele, ο Yann Tiersen, ο Nicola Piovani, ο Pat Metheny, η Δήμητρα Γαλάνη, ο Μάνος Χατζιδάκις και άλλοι πολλοί. Από τα πιο αγαπημένα μου μη κλασικά CD είναι το Stone In The Water του Stefano Bollani, το Le Pas Du Chat Noir του Anouar Brahem, το Conversations With Myself του Bill Evans, ο Μεγάλος Ερωτικός και το Χαμόγελο Της Τζοκόντας του Χατζιδάκι, το Missouri Sky του Pat Metheny και το The Remains Of Shade του Έλληνα συνθέτη Anastazios.

Τί άλλο έχετε στα σχέδια για το άμεσο μέλλον, πέραν της συναυλίας στο Ίδρυμα Θεοχαράκη; Υπάρχει μήπως και κάτι δισκογραφικό στα σκαριά;

Πέραν του αφιερώματος στον Debussy ετοιμάζω ένα ακόμα αφιέρωμα, στον Chopin, το οποίο θα παρουσιαστεί και στην Αθήνα τον ερχόμενο Μάρτιο (και πάλι στο Ίδρυμα Θεοχαράκη). Πέραν του σολιστικού προγράμματος, ξεκίνησε και μία συνεργασία με τον πιανίστα Michael Brownlee Walker σε πιανιστικό ντουέτο. Πριν δύο βδομάδες συνεργαστήκαμε στα πλαίσια ενός αφιερώματος στον Λιστ και τώρα ετοιμάζουμε πρόγραμμα για την επόμενη σεζόν.  Παράλληλα εγκυμονούν και δύο-τρία άλλα projects με Έλληνες και ξένους μουσικούς. Μία ατομική δισκογραφική δουλειά είναι έντονα στην σκέψη μου αυτόν τον καιρό και κάτι που θα δρομολογήσω για το επόμενο έτος, καλώς εχόντων των πραγμάτων. Βρίσκομαι ακόμη σε μεγάλο δίλημμα σχετικά με την επιλογή των κομματιών... Πολύ πιθανό τα έργα να προέρχονται από την περίοδο ανάμεσα στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα. Μία ηχογράφηση είναι για έναν μουσικό η διαθήκη του. Η συναυλία έρχεται και φεύγει. Η ηχογράφηση μένει. Περίμενα, λοιπόν, να νιώσω έντονα μέσα μου τη στιγμή, που αυτό που έχω να πω, θέλω να μείνει.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured