Ήθελε να γίνει γυμνάστρια, έγινε τελικά δασκάλα, το πανελλήνιο την έμαθε ως τραγουδίστρια –σταδιοδρόμησε πάντως και ως η καλύτερη διαγώνια πάσα στη γυναικεία ομάδα μπάσκετ της Αρμενικής! Με αφορμή τις τρέχουσες παραστάσεις της στο Χαμάμ με την Καλλιόπη Βέττα (κάθε Παρασκευή και Σάββατο, έως 16 Νοεμβρίου), η Φωτεινή Βελεσιώτου μου έκοψε από την πρώτη κουβέντα τον πληθυντικό και έκατσε αντίκρυ να μιλήσουμε για τα πάντα: για το τραγούδι, για τη δική της διαδρομή, για τα χρόνια της διαμόρφωσης σε Καρδίτσα και Θεσσαλονίκη, αλλά και για τον Άρη του Νίκου Γκάλη...
«Μα πώς έγινε και θα συναντήσεις τη Βελεσιώτου από κοντά;», με ρώτησε μια φίλη που σε θαυμάζει, όταν της είπα ότι θα βρισκόμασταν για συνέντευξη, «άφησε η Βελεσιώτου τη Θεσσαλονίκη; τόσο χάλασε πια ο κόσμος;»...
Αφού εδώ δεν βρίσκομαι πια τον περισσότερο καιρό, τα τρία τελευταία χρόνια; Κι όταν η εβδομάδα έχει εφτά ημέρες και τις πέντε τις περνάς στην Αθήνα... ουδέν μονιμότερον του προσωρινού, έτσι δεν λένε; Εντάξει, τα παιδιά μου πλέον είναι μεγάλα –ο γιος μου έφτασε 25, η κόρη μου 23. Δυσκόλεψαν και οι καιροί, τραγουδάω κι εγώ με άλλους ρυθμούς. Είναι και οι δουλειές περισσότερες στην Αθήνα, ήρθαν κι έτσι τα πράγματα με τη δική μου ζωή...
Όμως κατάγεστε από την Καρδίτσα, όχι από τη Θεσσαλονίκη, έτσι δεν είναι;
Βέβαια, από την Καρδίτσα είμαι. Κι εκεί έκανα μάλιστα και τα πρώτα μου μουσικά βήματα: από τα 15 ως τα 18 συμμετείχα στη χορωδία Αρίων. Καλή χορωδία, εγώ και η κουμπάρα μου ήμασταν οι μικρότερες. Ακόμα θυμάμαι μια μεγάλη περιοδεία που κάναμε, ταξίδι 20 ημερών στην Ευρώπη. Επισκεφθήκαμε 9 χώρες, βγήκαμε και τρίτοι ανάμεσα σε 27 ευρωπαϊκές χορωδίες –και δεν ξέραμε μουσική, κανένας μας. Στις παρτιτούρες εμείς δεν είχαμε νότες, είχαμε τα λόγια. Δεν ήταν εύκολο, αλλά είχαμε πολύ καλό μαέστρο. Πάω ακόμα στην Καρδίτσα, παλιότερα μάλιστα πιο συχνά, όσο ζούσαν οι δικοί μου. Αλλά έχω και τα αδέρφια μου τώρα εκεί.
Η οικογένειά σας πρέπει να την αγαπούσε τη μουσική...
Και ο πατέρας μου και η μάνα μου ήταν πολύ φιλόμουσοι. Ο πατέρας όμως ήταν πολύ της εκκλησίας κι έτσι στο σπίτι δεν ακουγόταν τίποτα άλλο, πέρα από κλασική μουσική και βυζαντινά. Για τη μάνα μου, κατάλαβα ότι είχε ωραία φωνή τα πρώτα Χριστούγεννα που γύρισα στην Καρδίτσα, ως φοιτήτρια, 1976 ήταν. Ήπιε δυο ποτηράκια κρασί, ζαλίστηκε κι άρχισε να μας λέει κάτι υπέροχα ελαφρά τραγούδια. Και μερικά αρχοντορεμπέτικα. Αλλά και όλο το σόι μου, τα ξαδέρφια μου ας πούμε, τραγουδούσαμε.
Και σήμερα βρίσκεστε και πάλι στο Χαμάμ, ξανά με την Καλλιόπη Βέττα. Τι αλλάξατε φέτος;
Αλλάξαμε τα τραγούδια. Πέρσι είχαμε το πρόγραμμα «Τα τραγούδια της Ζωής μου», το οποίο επιμελήθηκε ο Μιχάλης ο Κουμπιός. Φέτος κάνουμε κάτι διαφορετικό, εγώ ας πούμε λέω λίγα από τη δισκογραφία μου. Μου ζητάει ο κόσμος τις "Μέλισσες", κανά άλλο ρε παιδιά, τους απαντάω! Τις βαρέθηκα, ακόμα κι ένα ωραίο τραγούδι, όταν το λες συνέχεια επί χρόνια, παθαίνεις overdose... Δεν ξέρω τι κάνουν οι υπόλοιποι συνάδελφοι, πάντως εγώ βαριέμαι.
Είναι ωστόσο το σουξέ σου, έτσι;
Ε, ναι, με τη συχνότητα που έχει παιχτεί, είναι σουξέ. Κοίτα, άσχετα με το τι λέω εγώ ότι το βαρέθηκα και τέτοια, είναι ένα καλό τραγούδι, με ωραία μουσική και ωραίους στίχους.
Σ' αρέσουν και οι στίχοι λοιπόν; Μερικοί λένε τι ωραία που το λέει η Βελεσιώτου, αλλά τι λόγια είναι αυτά, αέρας με δροσολογά/με κυνηγούν οι μέλισσες κι εσύ που δεν με θέλησες...
Ε, εντάξει... Έτσι είναι η Φωτάκη. Εμένα μου άρεσε, από την πρώτη στιγμή.
Λένε επίσης ότι ο Γιώργος ο Καζαντζής σε «εντεχνίζει» όταν συνεργάζεστε, απομακρύνοντάς σε από το πιο λαϊκό στοιχείο...
Εγώ θεωρώ ότι μου κάνει καλό! Με την έννοια ότι δεν έχω μείνει μόνο στο ρεμπέτικο και στο λαϊκό, με βοήθησε να μην κλειστώ. Δεν πρέπει να έχουμε στεγανά οι άνθρωποι.
Εκπλήσσει εντωμεταξύ αυτή η συνεργασία με τη Βέττα, ξέρεις... Έχει άλλο ρεπερτόριο.
Έχει πράγματι διαφορετικό ρεπερτόριο. Η Καλλιόπη λέει πολύ πιο κλασικό τραγούδι, εγώ είμαι στα λαϊκά και στα ρεμπέτικα και σε αυτά που ονομάζουμε έντεχνα, τέλος πάντων, λαϊκά είναι κι αυτά. Όμως είναι φοβερό πλάσμα η Καλλιόπη, προικισμένο με μια υπέροχη φωνή. Το ηχόχρωμά της το βρίσκω εξαιρετικό. Είναι και πιο σοβαρή από μένα κι εγώ διαρκώς την πειράζω και την κάνω να γελάει. Το έχω κρατήσει από τα χρόνια μου ως δασκάλα, το πείραγμα αυτό που έχουν τα παιδιά...
Έχω διαβάσει σε άλλη σου συνέντευξη ότι θεωρείς καθοριστικά τα χρόνια που δίδασκες, γιατί κρατιέσαι ζωντανή και νέα χάρη σε εκείνη την περίοδο της ζωής σου...
Βέβαια, εκείνα τα 24 χρόνια είναι ο καθοριστικότερος παράγοντας για το πώς είμαι σαν άνθρωπος σήμερα. Μόνο από τα παιδιά μπορείς ξέρεις να την αντλήσεις μια τέτοια ζωτικότητα, έτσι νομίζω.
Ναι, όμως δεν ήθελες να γίνεις δασκάλα, έτσι δεν είναι;
Καθόλου δεν ήθελα! Γυμνάστρια ήθελα να γίνω στην αρχή, καθώς έπαιζα μπάσκετ, έκανα στίβο, ακόμα και ποδόσφαιρο έπαιζα, για πλάκα βέβαια, στη γειτονιά.
Μπάσκετ;;
Έπαιζα μπάσκετ για 15 χρόνια! Στη Θεσσαλονίκη, στην Αρμενική. Την ομάδα της παροικίας των Αρμενίων δηλαδή. Δεν υπήρχε κάποια σχέση με Αρμενία, απλά τους γνώρισα τους ανθρώπους και βρήκα ότι μου έκαναν, μου παρείχαν μια ζεστή αγκαλιά. Ήμουν μάλιστα η πρώτη Ελληνίδα που αγωνίστηκα στην ομάδα τους. Έπαιζα πλέι-μέικερ, είχα δυνατά χέρια και ήμουν η πιο μακριά διαγώνια πάσα στο γήπεδο! Έτρεχε η Βούλα Πατουλίδου μπροστά –ήμασταν συμπαίκτριες– κι εγώ της έστελνα την πάσα.
Άρης ή ΠΑΟΚ;
Αρειανάρα! Δεν έχανα ούτε προπόνησή τους τότε. Πήγαινα 2 ώρες πριν τους αγώνες για να δω το ζέσταμα που έκανε ο Γκάλης. Πολύ μεγάλος παίχτης και πολύ μεγάλο σχολείο για μένα που έπαιζα. Ιδιαίτερος άνθρωπος βέβαια, κλειστός. Έτσι λένε όσοι τον γνώριζαν καλά. Έφερε όμως το μπάσκετ στην Ελλάδα. Κι αυτό που έχουμε σήμερα –γιατί παρακολουθώ και σήμερα, μην νομίζεις– σε εκείνον οφείλεται. Παιδιά σαν τον Διαμαντίδη, τον Παπανικολάου ή τον Σπανούλη δεν ξέρω αν θα έπιαναν μια μπάλα μπάσκετ αν δεν είχε υπάρξει εκείνο το ευρωπαϊκό.
Είχε όμως και ο ΠΑΟΚ κάτι παίχτες τότε... Πόσο μου άρεσε ο Τζον Κόρφας, που σούταρε με αυτό το απαράμιλλο στιλ, με το ένα χέρι. Ή ο Πρέλεβιτς.
Ααα, ο Κόρφας! (γελάει) Πολύ, πολύ ωραίος παίχτης. Και ο Μπάνε-Μπάνε... μεγάλος παίχτης κι εκείνος. Τον συναντάω ξέρεις μερικές φορές στο αεροπλάνο. Δεν είμαι αντι-ΠΑΟΚτζού, δεν με ενδιαφέρουν τέτοιες αντιπαλότητες. Με ενδιαφέρει να βλέπω καλό μπάσκετ.
Τι έγινε όμως τελικά; Γιατί δεν έγινες γυμνάστρια αφού είχες τέτοιο πάθος με τα αθλήματα;
Τι πράγμα; είπε ο πατέρας μου μόλις του το ανακοίνωσα, γυμνάστρια;! Να πηγαίνεις στα γήπεδα να κάνεις προπονήσεις; Με τίποτα! Κλείστηκα μια εβδομάδα στο δωμάτιό μου, αλλά δεν άλλαξε κάτι. Παρ' όλα αυτά, επειδή στην τελευταία τάξη του Λυκείου ζορίστηκα κι έβγαλα άριστα (18 και 8), μπορούσα να μπω στην Παιδαγωγική Ακαδημία χωρίς εξετάσεις. Να πας στη Λάρισα, μου είπε τότε ο πατέρας μου, αποκλείεται του είπα εγώ: στη Θεσσαλονίκη θα πάω, που είναι και τα αδέρφια μου. Και δεν θέλω ούτε μία δραχμή από σένα. Κι έτσι έγινε, δούλεψα τότε στο μαγαζί του θείου μου –ασημικά σκεύη– και παράλληλα συνέχισα τις αθλητικές δραστηριότητες, μερικές φορές και με διπλές προπονήσεις μέσα στην ίδια μέρα. Στην Ακαδημία δεν πατούσα, όμως το πήρα το πτυχίο.
Αυτός ο θείος σε έπεισε τελικά να γίνεις δασκάλα;
Όχι αυτός, ένας άλλος θείος, ο οποίος ήταν σχολικός σύμβουλος, επιθεωρητές τους λέγαμε τότε. Πήγαινε ρε παιδί μου δοκιμαστικά σε ένα ιδιωτικό σχολείο μου είπε, να δεις πώς είναι, χωρίς να κάνεις συμβόλαιο. Ε, πήγα για 5 μέρες κι έμεινα μια ζωή.
Γιατί τέτοια απότομη μεταστροφή; Είχε τόσο μεγάλη διαφορά η πράξη από τη θεωρία;
Δεν μου άρεσε ο τρόπος με τον οποίον μαθαίναμε όσα μαθαίναμε. Και νομίζω ακόμα έτσι είναι τα πράγματα, σε κανένα παιδί που σπουδάζει δεν αρέσει η σχολή του. Δάσκαλος ας πούμε δεν γίνεσαι με ένα χαρτί παραμάσχαλα... Κλείσου σε μια αυλή, με 20 άγνωστα παιδάκια. Αν μπορέσεις να παίξεις μαζί τους, θα μπορέσεις και να τα διδάξεις. 10άρια σε όλα τα μαθήματα να έχεις, αν δεν μπορείς να κάνεις αυτό, δάσκαλος δεν θα γίνεις.
Πώς έγινε η επαφή με το λαϊκό και το ρεμπέτικο τραγούδι; Η Θεσσαλονίκη την προκάλεσε;
Ο πατέρας μου, μας είχε με παρωπίδες. Όσο δύσκολο κι αν είναι να το πιστέψεις, δεν είχα ποτέ ξανακούσει για τον Τσιτσάνη ή τον Βαμβακάρη, έμαθα τα ονόματά τους φεύγοντας από την Καρδίτσα, το 1976. Κυριολεκτικά τους έμαθα στο λεωφορείο προς τη Θεσσαλονίκη, όταν ο οδηγός έβαλε μουσική. Ε, όταν μετά πήγα στη Θεσσαλονίκη, δεν άφησα στέκι για στέκι.
Τους είδες ποτέ ζωντανά όλους εκείνους που θαύμαζες από τη δισκογραφία;
Δυστυχώς όχι όλους... Ελάχιστους κατάφερα να δω. Σε μια μεγάλη συναυλία που έκανε ο Ρήγας Φεραίος στο Παλαί ντε Σπορ, με όλους τους εν ζωή ρεμπέτες, είδα τη Ρόζα Εσκενάζυ, τη Ρίτα Αμπατζή, τον Μπαγιαντέρα, τον Ρούκουνα, τον Κερομύτη. Δεν πρόλαβα όμως τη Μπέλλου. Κι αυτό μου έχει κοστίσει.
Οι παλιότεροι Θεσσαλονικείς σε θυμούνται να τραγουδάς στην Ανατολή, οι νεότεροι φίλοι από εκεί σε ξέρουν από το Καφωδείο. «Η Μπέλλου της Θεσσαλονίκης», έτσι σε περιγράφανε...
(γελάει) Έχει κάποια στοιχεία η φωνή μου τα οποία φέρνουν στη Μπέλλου, όμως είναι δύο διαφορετικές φωνές. Εγώ ας πούμε λέω και ρετρό τραγούδια, που η Σωτηρία δεν έλεγε. Η Ανατολή τώρα ήταν ένα υπέροχο μαγαζάκι, ξυλοκατασκευή –το είχε φτιάξει ένας φίλος, ο Φώτης. Πήγαινα να ακούσω κάποια παιδιά που έπαιζαν εκεί, τα οποία τελικά έγιναν η μπάντα μου ας πούμε, τραγούδησα εκεί για 8,5 χρόνια. Μπουζούκι, κιθάρα και φωνές, χωρίς μικρόφωνα. Το Καφωδείο πάλι (πολλά χρόνια κι εκεί!) ήταν μεγαλύτερο μαγαζί, έκανα κι εκεί σπουδαίους φίλους.
Έχω βαρεθεί να διαβάζω εδώ κι εκεί για τη Φωτεινή Βελεσιώτου, τη «ροκ ρεμπέτισσα». Εσένα σε ενοχλούν τέτοιες ταμπέλες;
Οι ταμπέλες είναι σαχλαμάρες. Ωστόσο καταλαβαίνω ότι ο τρόπος ζωής ορισμένων, ωθεί στο να δημιουργούνται. Ίσως λοιπόν επειδή είμαι αντισυμβατικός άνθρωπος, κάποιοι έφτιαξαν τον συγκεκριμένο χαρακτηρισμό;
Με το ροκ υφίσταται αλήθεια κάποια σχέση;
Α, ασφαλώς! Κι αυτό «ανακαλύφθηκε» στη Θεσσαλονίκη. Χάρη στον αδερφό και στην αδερφή μου, οι οποίοι είχαν πολλούς δίσκους και αγόραζαν και μουσικά περιοδικά, τον Ήχο θυμάμαι με τον Ζήλο τον Αργύρη, το Ποπ + Ροκ... Θα ήθελα να μπορώ να τραγουδάω και τέτοια κομμάτια, αλλά δεν ξέρω αγγλικά.
Ίσως κάποια συνεργασία με τον Γιάννη τον Αγγελάκα; Ή τον Θανάση τον Παπακωνσταντίνου; Πώς και δεν έχει συμβεί;
Δεν έχουμε γνωριστεί... Ξέρω όμως τη δουλειά τους. Σιγά-σιγά, δεν μας κυνηγάει και κανένας.
Σχέδια για το άμεσο μέλλον, υπάρχουν;
Πάντα κάτι γίνεται. Συνεχίζουμε για την ώρα στο Χαμάμ, τώρα και Παρασκευές, όχι μόνο Σάββατα, συζητιούνται εντωμεταξύ και μερικά καινούρια τραγούδια.
{youtube}GDCrUnPECKs{/youtube}