Είναι χρόνια πλέον που επιχειρούμε παρέα υπό τη σκεπή του αβοπολίτικου λογότυπου. Συνεπώς, απ’ τη μια θέτεις ερωτήσεις σ’ έναν συνεργάτη, ο οποίος πέραν της κοινής ιδιότητας διαθέτει κι εκείνη του μουσικού –με ό,τι αυτό συνεπάγεται– απ’ την άλλη σου δίνεται η δυνατότητα όχι να μην είσαι ευγενής, αλλά να είσαι πιο έντονος. Είναι ωραία η αίσθηση, νομίζω και για τους δύο. Στυλιανός Τζιρίτας, λοιπόν, κυρίες και κύριοι, με το A(r)mour του άρτι αφιχθέν και επίσημα παρουσιαζόμενο μεθαύριο Πέμπτη (25 Απριλίου) στο Six d.o.g.s…
Γιατί ο δίσκος δεν είναι τόσο καλός; Το έγραψε και το Avopolis...
Αν είναι η προσωπική σου κρίση, θα έπρεπε να γράψεις την κριτική (παρεμπιπτόντως η κριτική του κυρίου Γεωργιόπουλου ήταν άψογη και εμβριθής). Αν ρωτάς την προσωπική μου άποψη, θα σου πω ότι φυσικά και δεν είμαι ικανοποιημένος από τον δίσκο. Του βρίσκω ψεγάδια, λάθη καθαρά δικά μου σε επίπεδο μίξης ή ηχοληψίας, κι ενώ με ικανοποιεί σε σχέση με αυτό που προσπάθησα να κάνω, σε καμία περίπτωση δεν με ικανοποιεί σε σχέση με ό,τι είχα στο μυαλό μου. Το τελευταίο παραμένει άπιαστο και έχει να κάνει με την εξέλιξη που οφείλω να έχω στα επόμενα χρόνια ως μουσικός, ενορχηστρωτής και λογοκόπος.
Αγαπάς ιδιαίτερα το spoken word και φαίνεται... Προς τι το έντονο βάρος στον λόγο;
Η εικόνα στη σημερινή κοινωνία, ενώ διατηρεί ακόμα τη δυναμικότητά της, εντούτοις (βάσει ιστορικής συγκυρίας) έχει κατακλείσει τα πάντα. Είμαι κι εγώ προσωπικά άνθρωπος της εικόνας, αλλά την ίδια στιγμή ο λόγος –γραπτός και προφορικός– ήταν και παραμένει το σημείο αναφοράς μου. Μουσικός έγινα από εσωτερική παρόρμηση να βγω στη σκηνή. Με τον λόγο ασχολήθηκα διότι ήταν το πρώτο πράγμα που συνειδητά αποφάσισα να κάνω στη ζωή μου, στα 8 μου, όταν άρχισα να βγάζω μια μικρή (και αφελή φυσικά) εφημερίδα στο σχολείο.
Μπορεί να εκληφθεί ως αδυναμία αυτό; Θέλω να πω, υπό μια έννοια ένας τέτοιος τρόπος αποτελεί και ηχητική διευκόλυνση...
Ίσα-ίσα, το αντίθετο. Μπορεί κάποιος να πάει στην αντίθετη πλευρά και να πει «μεγάλε, ρυθμολογικά δεν γράφεις στίχους επειδή δεν μπορείς». Και να σου πω την αλήθεια μπορεί να έχει και δίκιο... Από αντίδραση στο ρεφρέν/κουπλέ άρχισα να κάνω αυτό το είδος κάπου στα 34 μου, όταν αποφάσισα να πάω από τα αγγλικά στα ελληνικά ακριβώς επειδή ήθελα ο γιος μου (άρτι γεννηθείς τότε) να καταλαβαίνει άμεσα στο μέλλον τι τραγουδάω. Διαφωνώ πάντως περί διευκόλυνσης, διότι σε καμία περίπτωση δεν είναι όλα τα κεράσια ίδια. Πρέπει να γράψεις το κατάλληλο ηχητικό υπόβαθρο ώστε να υποστηρίξεις συχνοτικά τον λόγο. Αλλιώς κάνεις ambient.
Ένα σκηνικό ήχου, θεωρητικά, μπορεί να συνοδεύσει οποιαδήποτε απαγγελία; Η παράλληλη εξέλιξή τους επιτρέπει κάτι τέτοιο, έτσι δεν είναι;
Για να το ξεκαθαρίσουμε: δεν κάνω ακριβώς μουσική και δεν το λέω σαν εστετισμό. Δεν υπάρχει περίπτωση να ξεκινήσω έναν δίσκο αν δεν υπάρχει το λεκτικό υπόβαθρο. Δεν ξεκινάω με ήχους. Αρχίζω πάντοτε με τον λόγο.
Και πώς δύνανται να συμπλεχθούν αυτά τα δύο, πέραν μιας κάποιας κλιματικής αίσθησης; Ρωτάω επειδή διέκρινα στο A(r)mour μια συνεχή προσπάθεια να εισέρχεται το ένα στο άλλο και να εξέρχεται το ένα απ' το άλλο...
Ακριβώς. Τουτέστιν, προσπάθησα σε σημεία ο ήχος να μπαίνει όχι ως σφήνα, ούτε σαν υπογραφή λεκτικών εξάρσεων, αλλά ως σκηνικό κατάλληλο για το ενίοτε κείμενο. Αυτό έχω σπουδάσει, αυτό κάνω.
Κι αν θες, διέκρινα μια προσέγγιση να εντείνεται η ηχητική υπόσταση του λόγου –καμιά φορά και σε βάρος του περιεχομένου του...
Ο λόγος είναι ήχος. Τον χειρίζομαι λοιπόν ανάλογα. Το νόημα είναι εφάμιλλο της ηχητικής του στόματος. Γι’ αυτό και στα live, για παράδειγμα, εφαρμόζω πολλές φορές μια τεχνική που μου έχουν διδάξει, με δάχτυλα μέσα στο στόμα, ώστε να επηρεάζεται η εκφορά του λόγου μέσω του στοματικού θόλου (και όχι του λαρυγγιού). Όπως ακριβώς έχει σημασία και η στιγμή κατά την οποία δεν ακούς κάτι καλά και ρωτάς τον συνομιλητή σου «τι είπες, παρακαλώ ξαναπές το». Με την ίδια λογική, στον δίσκο θα το ξανακούσεις, ενώ στο live επαναλαμβάνω τις όποιες φράσεις έχουν φθορά μέσω ηχητικής ώστε να ακουστούν ατόφιες.
Έχει εγγενή εκφραστικά όρια αυτή η cut-up προσέγγιση;
Μόνο το νόημα, αν υποθέσουμε ότι θέλεις να μείνεις σε αυτό. Υπάρχει βέβαια και η μεταγλώσσα, η οποία δεν έχει να κάνει μόνο με την ηχητική των λέξεων και των συλλαβών, αλλά και με τη μεταμοντέρνα έννοια του νοήματος –όπως αυτό λαμβάνεται από τον εγκέφαλο. Το μετανόημα έχει βέβαια παγίδες, τις οποίες προσπαθώ να αποφεύγω μαντρώνοντας (όσο γίνεται) τις ανοικτές ερμηνείες που θα δώσει ο ακροατής. Όχι τίποτε άλλο, για να μη φτάσουμε και σε παρεξηγήσεις.
Κι όταν το cut-up εντείνεται και εφαρμόζονται φίλτρα, έχει τελικά σημασία ποιος απαγγέλλει; Ή τελοσπάντων δεν έχει λιγότερη σημασία η εκάστοτε φωνή; Τι ψάχνεις σ' αυτούς που θα απαγγείλουν;
Λειτουργώ πάντα με ανθρώπους τους οποίους γνωρίζω, μην έχοντας κανένα φίλτρο στο αν έχουν προηγούμενη πείρα ή όχι. Το ίδιο κάνω και στη μουσική (εκεί βέβαια χρειάζεται να έχουν πείρα). Είμαι της λογικής ότι οι ζυμώσεις δημιουργούν κοινωνικές ροπές και ανοίγματα για μελλοντικές προσεδαφίσεις σε νέες γαίες. Φυσικά και μερικές απόπειρες βγάζουν σε αδιέξοδα, αλλά χωρίς ρίσκο δεν υπάρχει το καινούργιο. Δοκιμάζεις για να απορρίψεις. Έτσι κάνω προσωπικά. Δεν με ενδιαφέρει η καλή φωνή, αλλά η φωνή που με ανάλογη σκηνοθεσία προ της ηχογράφησης (από μεριάς μου) θα δώσει τον συναισθηματισμό που κρίνω ότι αρμόζει σε κάθε σύνθεση.
Η εξόδεια σύνθεση (“Σπίτι”) δομείται πάνω σε γκαγκάν ηλεκτρική και σε στρέιτ απαγγελία εκ μέρους σου. Γιατί κρατάς για το τέλος (και για τον εαυτό σου) αυτή την πιο ευθεία προσέγγιση;
Δεν είναι πιο ευθεία κατά τη γνώμη μου, διότι κάλλιστα θα μπορούσε κανείς να πει «ρε γεροδιάολε, δεν κολλάει με το υπόλοιπο του δίσκου!» (ασχέτως αν του αρέσει ως σύνθεση ή όχι). Το θέμα είναι ότι η φόρμα του χαρντ ροκ αποτελεί για μένα την πεμπτουσία του ροκ εν ρολ και μου είναι έτσι κάτι παραπάνω από αγαπητή. Μαζί με τη musique concrète και την όπερα, έχει σχηματίσει με τα χρόνια την τριάδα ήχων που μου αρέσουν περισσότερο και αναλόγως απαντώ αν κάποιος με ρωτήσει ποια είναι τελικώς τα είδη που όχι μόνο αγάπησα, αλλά και με επηρέασαν σε ό,τι κάνω. Ήθελα έτσι να μπει αυτή η σύνθεση στο A(r)mour και με βοήθησε –περισσότερο απ’ όσο ακούγεται– ο θαυμάσιος Δημήτρης Κανελλόπουλος από τους Domenica (που παίζει και τη ρυθμική κιθάρα), στου οποίου το στούντιο γράψαμε το “Σπίτι” χωρίς κανένα overdub, μέσα σε λιγότερο από 1,5 ώρα –εξ αιτίας της όρεξής μας και της πείρας του. Το κράτησα λοιπόν για μένα διότι, εκτός της σχέσης μου με το χαρντ ροκ, οι συγκεκριμένοι στίχοι είναι ό,τι πιο προσωπικό υπάρχει στον δίσκο.
Το κόνσεπτ του A(r)mour με ωθεί να σε ρωτήσω: τι ρόλο παίζει ο έρωτας στη ζωή σου; Καλό δεν είναι να τίθεται το θέμα έστω κι έτσι, κι ας χτυπάνε καμπανάκια λάιφ-στάιλ ερωταπαντήσεων;
Το ωραίο στην ελληνική γλώσσα είναι ότι έχουμε δύο λέξεις, έρωτας και αγάπη. Αστραπιαίας και φλογισμένης λογικής ο πρώτος, διαχρονικής υπόστασης η δεύτερη. Η αλήθεια είναι ότι στον δίσκο ασχολούμαι με τη δεύτερη (με την αυτονόητη προ-ύπαρξη του έρωτα βέβαια). Συνειδητοποίησα ότι στα 26 χρόνια κατά τα οποία ηχογραφώ, είναι ελάχιστα (λιγότερα από τα δάχτυλα μιας παλάμης) τα ερωτικά τραγούδια που έχω γράψει. Συνειδητοποίησα επίσης ότι πρόκειται περί φόβου, είτε για να μην ακουστώ παρωχημένος, είτε για να μην καταταχτώ στους έντεχνους. Επίσης, τα τελευταία χρόνια –ειδικότερα το 2012– ήταν για μένα έτη ριζικών πιστοποιήσεων πάνω στο θέμα. Τελικά, το να μιλήσεις για τον έρωτα είναι κυρίως μια ευθύνη: απέναντι σε αυτούς που έχεις αγαπήσει και σε έχουν αγαπήσει. Δόξα τω θεώ, στη ζωή μου έχουν υπάρξει και τα δύο σκέλη της παραπάνω πρότασης.
{youtube}25Z8DrgaEtk{/youtube}