Μουσικός και ακαδημαϊκός, ο Δημήτρης Καλαντζής ειδικεύεται στην τζαζ. Η τελευταία του κυκλοφορία Mano’s: A Jazz Tribute To Manos Hadjidakis έγινε ήδη χρυσή, σημειώνοντας ανέλπιστη εμπορική επιτυχία για τα ελληνικά δισκογραφικά δεδομένα. Με αφορμή τις επικείμενες εμφανίσεις του στο Half Note –από την επόμενη Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου ως και τις 12 του μήνα– ο μουσουργός μιλάει στο Avopolis για τις συνεργασίες του, για την εμπορική διάσταση της μουσικής, αλλά και για τη σημασία της Παιδείας για την Ελλάδα...
Πείτε μας ορισμένα πράγματα για σας. Πώς ξεκίνησε η σχέση σας με τη μουσική και πώς μετατράπηκε σε επαγγελματική σχέση;
Η σχέση μου με τη μουσική ξεκίνησε γύρω στα 5 μου χρόνια, εφ’ όσον τυχαία βρέθηκε ένα πιάνο στο πατρικό μου σπίτι. Επαγγελματικά, πολύ φυσικά, η μουσική ήταν αυτό που μπορούσα αξιόπιστα και εύκολα να κάνω τελειώνοντας το σχολείο, μέχρι και σήμερα.
Πώς θα ορίζατε την τζαζ μουσική εν έτει 2012;
Η τζαζ δεν είναι ένα είδος μουσικής που υπάγεται ή χρίζει «χρονολογικών» προσδιορισμών. Είναι ένα ιδίωμα με βαθιές ρίζες, άρα και ανεξάντλητες πηγές. Έχει μέσα της μια «αλήθεια», η οποία προσελκύει νέους μουσικούς με τον ίδιο ενθουσιασμό, εδώ και 100 χρόνια. Σίγουρα όμως η αναζήτηση αυτή των μουσικών δεν συναντά πάντα τις προτιμήσεις του κοινού, παρά μόνο σε κάποιες εποχές.
Μιλήστε μας για τη συνεργασία του Κουιντέτου σας με την Καμεράτα: πώς ξεκίνησε η ιδέα για το άλμπουμ Mano’s: A Jazz Tribute To Manos Hadjidakis και πώς σας φάνηκε το τελικό αποτέλεσμα;
Κατ’ αρχήν υπάρχει το εξαιρετικό ταλέντο και οι ικανότητες του Γιάννη Αντωνόπουλου, που υπογράφει τις ενορχηστρώσεις των εγχόρδων, και του Μίλτου Λογιάδη, ο οποίος έχει τη διεύθυνση. Η Καμεράτα είναι ένα σύνολο από καταπληκτικούς σολίστες και δασκάλους, με μεγάλο ταλέντο, προσαρμοστικότητα, ανοιχτή διάθεση για καινούργια πράγματα και εξαιρετική φιλοξενία. Το Mano’s ξεκίνησε ως ένα έργο για κουαρτέτο ή κουιντέτο, τα έγχορδα ήρθαν μετέπειτα, το δε αποτέλεσμα με ικανοποιεί απόλυτα!
Πώς ήταν η εμπειρία να διασκευάζετε τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι;
Δεν πρόκειται ουσιαστικά για διασκευή, αλλά για μεταφορά ή «μετάφραση» ας πούμε, στη δική μας γλώσσα.
Πόσο δύσκολο ή εύκολο είναι να αποφασίσει κανείς για την τελική μορφή ενός τζαζ άλμπουμ, το οποίο εξ’ ορισμού βασίζεται κατά μεγάλο μέρος στον αυτοσχεδιασμό; Πιο συγκεκριμένα, πώς έγινε αυτή η επιλογή στο Mano’s;
Σε έναν τζαζ δίσκο, όπου το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος καλύπτεται όντως από αυτοσχεδιασμό, αυτό που βασικά έχει να αποφασίσει κανείς είναι η διάθεση στην οποία θα κινηθεί –το «mood» όπως λέμε. Εν προκειμένω, αυτήν τη διάθεση την είχε προαποφασίσει ο Μάνος Χατζιδάκις. Τώρα, σε μια αυτοσχεδιαστική μουσική όπως αυτή, τεράστια σημασία έχει και το ποιος και πώς παίζει. Εδώ μιλάμε λοιπόν για τους πολύ σπουδαίους συν-αδελφούς, Τάκη Πατερέλη, Αλέξανδρο Κτιστάκη, Γιώργο Γεωργιάδη και Ανδρέα Πολυζωγόπουλο. Τον δε ήχο υπογράφει ο Δημήτρης Καρπούζας.
Το άλμπουμ έχει σημειώσει αξιοσημείωτη εμπορική επιτυχία, καθώς έγινε χρυσό. Μιλήστε μας για την εμπειρία της επιτυχίας. Θα ήθελα ακόμη να μου πείτε τη γνώμη σας για το σημερινό όριο του χρυσού δίσκου (3.000 αντίτυπα)...
Είναι πολύ μεγάλη χαρά και εντελώς πρωτόγνωρο ένας τζαζ ορχηστρικός δίσκος να βρίσκει την αποδοχή του κόσμου. Ακόμα και για το εξωτερικό είναι κάτι πολύ δύσκολο. Εκτός βέβαια από τη χαρά, κάτι τέτοιο έχει και άλλες προεκτάσεις –και αναφέρομαι στις «δεδομένες», υποτίθεται, προτιμήσεις του κοινού. Τώρα, σε ό,τι αφορά στις ελάχιστες πωλήσεις δίσκων των τελευταίων χρόνων (3.000 το όριο του χρυσού δίσκου), αν αναλογιστεί κανείς την εξέλιξη της τεχνολογίας είναι κάτι πολύ φυσικό. Από καθαρά καλλιτεχνική άποψη, η αστραπιαία διάδοση της μουσικής μέσω του διαδικτύου αποτελεί ένα θαύμα. Αυτό που πονάει είναι το εμπορικό κομμάτι. Αλλά δεν μπορούμε να τα ’χουμε όλα... Αναπτύσσουμε την τεχνολογία για εμπορικούς σκοπούς, κι όταν κατόπιν μας γυρνάει μπούμερανγκ παραπονιόμαστε...
Ποια είναι τα επόμενα μουσικά σας σχέδια;
Παίζουμε το Mano’s στο Half Note, 8-12 Φλεβάρη, προγραμματίζουμε ορισμένες συναυλίες εκτός Αθηνών τον Μάρτη και Απρίλη και φτιάχνουμε 2-3 καινούργιες δουλειές.
Στον ακαδημαϊκό χώρο τώρα, πώς σας φαίνεται το Ελληνικό Πανεπιστήμιο, ειδικά όσον αφορά στην επιστήμη/τέχνη της μουσικής;
Για την επιστήμη της μουσικής –και υποθέτω εννοείτε τη Μουσικολογία –λειτουργούν σχολές στα Πανεπιστήμια εδώ και αρκετά χρόνια. Καθαρά καλλιτεχνικά τμήματα (ή τομείς) λειτουργούν, απ’ όσο γνωρίζω, στην Κέρκυρα και στη Θεσσαλονίκη, ίσως δε να υπάρχουν και κάποια ΤΕΙ. Για την Κέρκυρα –στην οποία και έχω 6ετή προσωπική εμπειρία– με τον κόπο, την ταλαιπωρία και το μεράκι δασκάλων και μαθητών αποδείχτηκε ότι μπορούν να φτιαχτούν πολύ δυναμικοί καλλιτεχνικοί πυρήνες. Βέβαια, όλα αυτά, για κάποιον λόγο, οι «ιθύνοντες νόες» της Πολιτείας τα θεωρούν περιττά. Κι ας μιλάμε για μια χώρα η οποία παράγει ελάχιστα αλλά, ταυτόχρονα, το μόνο «σήμα κατατεθέν» της παραμένει ο πολιτισμός.
Και για το ελληνικό κοινό; Τι γνώμη έχετε γι’ αυτό;
Είναι εξαιρετικό που σαν έθνος έχουμε τη δική μας μουσική και την αγαπάμε. Απλά μπορεί να γίνει κι επικίνδυνο κάτι τέτοιο, όταν ας πούμε φτάνει στα όρια της εσωστρέφειας ή της αυταρέσκειας. Σε τέτοια πράγματα θα μπορούσε να βοηθήσει η Παιδεία.
Τέλος, θα ήθελα να μου προβλέψετε το 2012 με τρεις λέξεις!
(άδικη) εξαθλίωση, (επιδημία) κατάθλιψης, (αναγκαστική) ελπίδα.