Χάρης Συμβουλίδης

Όσοι παρακολουθούν τζαζ στις μικρές σκηνές και στα σχετικά clubs της Αθήνας, συνάντησαν συχνά το τελευταίο διάστημα τον Γιάννη Κασέτα και τον Γιώργο Σπανό να δρουν αυτοσχεδιαστικά, ως ντουέτο. Η συνεργασία τους αυτή έλαβε πρόσφατα και δισκογραφική μορφή –το άλμπουμ Jungle Of Illusions στην Puzzlemusic– ενώ οι δυο τους ετοιμάζονται για μία ακόμα εμφάνιση, την Κυριακή 5 Φεβρουαρίου στο Dizzy Miles. Κατάλληλη λοιπόν αφορμή για να μάθουμε μερικά πράγματα παραπάνω τόσο για την κοινή τους σύμπραξη, όσο και για το μουσικό τους σκεπτικό...

Σας είδαμε συχνά μαζί στο συναυλιακό σανίδι τον τελευταίο καιρό. Πώς όμως φτάσατε από εκεί σε μια κοινή δισκογραφική συνεργασία;

Το γκρουπ ξεκίνησε μέσα από ατελείωτα μεταμεσονύχτια τζαμαρίσματα σε μαγαζιά όπου έπαιζε ο ένας απ’ τους δυο μας, τα οποία γίνονταν μετά το «επίσημο» live. Γρήγορα καταλάβαμε ότι υπήρχε ιδιαίτερη επικοινωνία μεταξύ μας κι έτσι κλείσαμε μια συναυλία σαν ντουέτο. Μετά από την αναπάντεχη αποδοχή του κόσμου στον ελεύθερο αυτοσχεδιασμό του γκρουπ μας, αποφασίσαμε να κάνουμε μια ζωντανή ηχογράφηση, την οποία δώσαμε στη συνέχεια στον Χρήστο τον Αλεξόπουλο, ιδιοκτήτη της  Puzzlemusik. Ο Χρήστος ήταν ιδιαίτερα θετικός και έτσι προχωρήσαμε στο επόμενο βήμα, κάποιες πρόσθετες ηχογραφήσεις στο στούντιο με καλεσμένους. Σημαντικό ρόλο στην απόφαση για τη δημιουργία του Jungle Of Illusions έπαιξε και η συμβολή του ηχολήπτη και φίλου Άλεξ Γκίκα, που ηχογράφησε το live και πίστεψε σε μας από την αρχή.

Γιατί αποφασίσατε να παίξετε ζωντανά στο στούντιο και να τοποθετήσετε και τρεις συναυλιακές ηχογραφήσεις από το Bacaro; Θέλατε ο δίσκος να έχει το πνεύμα μιας ζωντανής εμφάνισης ή το στούντιο σας εμφάνισε εμπόδια τα οποία δεν υπήρχαν στα live;

Πρώτα έγινε το live στο Bacaro. Και ήταν αυτό που μας ενέπνευσε για περαιτέρω ηχογραφήσεις στο στούντιο και για τη δημιουργία ενός CD. Γενικά πάντως η συναυλία έχει πάντα καλύτερη ενέργεια από ένα κλειστό, απρόσωπο στούντιο –ιδιαίτερα όσον αφορά στην αυτοσχεδιαστική μουσική. Το θετικό βέβαια με το στούντιο είναι ότι υπάρχει καλύτερη ποιότητα ήχου και το ενδεχόμενο επανάληψης του κομματιού.

Kasetaspanos_2

Γιάννη Κασέτα, πόσο διαφορετικά χρειάστηκε να προσεγγίσεις το σαξόφωνο στη συνεργασία σου με τον Γιώργο Σπανό, συγκριτικά με την ως τώρα διαδρομή σου με τους Funk Wizards;

Η αλήθεια είναι ότι η free jazz και το contemporary αυτοσχεδιαστικό υλικό με απασχολούν εδώ και πολλά χρόνια. Γι’ αυτό και ήταν κάτι πηγαίο για μένα το να πειραματιστώ με το ύφος. Βέβαια, θα με ρωτούσατε πώς και δεν το έκανα τόσο καιρό; Η απάντηση είναι απλή: δεν είχα βρει τον κατάλληλο συνεργάτη, τόσο στην επικοινωνία πάνω στη σκηνή όσο και κάτω απ’ αυτήν. Παράλληλα οφείλω να προσθέσω ότι ο καθηγητής μου στη Βοστόνη, ο George Garzone, είναι ένας απ’ τους γκουρού του avant-garde στην παγκόσμια τζαζ σκηνή τα τελευταία 30 χρόνια και με βοήθησε πολύ –κυρίως με την έμπνευση την οποία μου έδωσε σαν ιδιοφυής μουσικός που είναι.

Ο Γιώργος Σπανός, απ’ την άλλη, έχει παίξει τύμπανα για πολύ ετερόκλητους καλλιτέχνες –σταθερά με τον Ζωρζ Πιλαλί εδώ και 32 χρόνια, αλλά και με τη Μαρινέλλα, με τον Γιάννη Γιοκαρίνη και με τα Τιγρέ Σποράκια. Πώς επιλέγεις τις συνεργασίες και ποιος σου έχει βάλει τα πιο δύσκολα μέχρι σήμερα;
 
Είναι αλήθεια ότι έχω παίξει με  ετερόκλητους καλλιτέχνες κι αυτό σε κάποια φάση άρχισε να με μπερδεύει. Καταρχήν, εκτός από ντραμς –το βασικό μου όργανο– έχω ασχοληθεί και με πιάνο, κόρνο, μαρίμπα, ξυλόφωνο και μ’ όλα τα κρουστά συμφωνικής ορχήστρας, ενώ έχω παίξει και σε χώρους όπως το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Παράλληλα, από την ηλικία των 15 περίπου, άρχισα να ανακαλύπτω την τζαζ και γενικότερα τον αυτοσχεδιασμό και είχα την τύχη αργότερα να πάρω μαθήματα από τον θρυλικό ντράμερ του Salif Keita και του Manu Dibango, τον Brice Wassy, όπως και απ’ τον Antonio Sanchez (Pat Metheny Group, Chick Corea). Έτσι, αποκτώντας όλη την εμπειρία, γνώση και αντίληψη μου ήταν εύκολο να προσαρμοστώ σε διαφορετικά στυλ και συνεργασίες.

Kasetaspanos_3

Επιλέγω μια συνεργασία συνήθως με καλλιτέχνες οι οποίοι έχουνε και κάτι να πούνε μουσικά αλλά και ως προσωπικότητες –μερικές φορές βέβαια με επιλέγουνε και το κάνω και για λόγους επιβίωσης, διότι ζω μόνο από την μουσική. Πιστεύω η αντιμετώπιση της δυσκολίας με τον κάθε καλλιτέχνη είναι σχετική. Παίζοντας με Ζωρζ Πιλαλί, για παράδειγμα, αποτελεί μια τρομερή εμπειρία: κάθε συναυλία είναι και μοναδική, διότι υπάρχει η δυνατότητα του αυτοσχεδιασμού και πειραματισμού καθώς και αμεσότητα μεταξύ των μουσικών και του Ζωρζ. Αντιθέτως με τη Μαρινέλλα (συνεργάστηκα μαζί της στο Παλλάς, στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, αλλά και σε καλοκαιρινή της περιοδεία) υπήρχε άλλη αντιμετώπιση και άλλη δυσκολία από την πλευρά ενός ντράμερ. Ήμουνα έτσι προσηλωμένος στην παρτιτούρα και στον μαέστρο που διηύθυνε, γιατί εκεί υπήρχε μεγάλη ευθύνη: ήταν ένα μιούζικαλ, οπότε είχες να αντιμετωπίσεις 25 συνεργάτες επί σκηνής.

Επιλέξατε και δύο διασκευές, δίπλα στις δικές σας δημιουργίες στο Jungle Of Illusions. Γιατί ο Clifford Brown και ο McCoy Turner;

Οι συνθέσεις των Clifford Brown και ΜcCoy Tyner αποδόθηκαν από το γκρουπ μας με μια τελείως διαφορετική προσέγγιση, αφού ο αυτοσχεδιασμός σε αυτές βασιζόταν στη μελωδία και όχι στην αρμονική φόρμα του κομματιού. Τις παρουσιάσαμε στον δίσκο για δύο λόγους: πρώτον, ένα απo τα concept του γκρουπ είναι να αποδίδει κλασικές συνθέσεις της τζαζ και να αυτοσχεδιάζει σε αυτές χωρίς περιορισμούς. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι απλά στις συγκεκριμένες ηχογραφήσεις υπάρχει εντυπωσιακή επικοινωνία μεταξύ μας, αλλά και ενδιαφέρουσες μοτιβικές αναπτύξεις, σε συνδυασμό με πλούσιες ρυθμικές ενορχηστρώσεις της στιγμής.

Το Jungle Of Illusions είναι απλά ένας τίτλος που σας άρεσε; Ή να το αποκωδικοποιήσουμε ως μια συναισθηματική πρόσληψη του ελεύθερου αυτοσχεδιασμού;

Τo Jungle Of Illusions μας άρεσε και ως τίτλος, αλλά έχει να κάνει καθαρά με τη μουσική μας. Με λίγα λόγια, πρόκειται για μια ζούγκλα ηχοχρωμάτων, πειραματισμού, αυτοσχεδιασμού, προερχόμενη από διαφορετικές κουλτούρες και εποχές, η οποία –σαν αποτέλεσμα– επιδρά διαφορετικά στον κάθε άνθρωπο, ως μια ψευδαίσθηση.

Έδωσε πιστεύετε ο ελεύθερος αυτοσχεδιασμός μετά τον John Coltrane πάτημα σε πολλούς ατάλαντους και μέτριους μουσικούς, γενόμενος κάτι σαν ευκολία ή και μόδα ακόμα;

Δεν νομίζουμε ότι έδωσε πάτημα σε μέτριους και ατάλαντους για να ασχοληθούνε με τον ελεύθερο αυτοσχεδιασμό. Αυτό το φαινόμενο το συναντάμε άλλωστε σε όλες τις μορφές της τέχνης. Η μετριότητα στη μουσική έχει να κάνει με την έλλειψη αισθητικής, αντίληψης, μουσικότητας και σε βάθος γνώσης, δημιουργίας, αλλά και συναισθημάτων. Δεν θα λέγαμε έτσι σε καμία περίπτωση ότι η free jazz αποτελεί ευκολία και μόδα.

Η πρώτη παρουσίαση του δίσκου σας έγινε από κοινού με το βιβλίο του Γιάννη Ν. Μπασκόζου, Ποιοι Ακούνε Ακόμη Jazz. Με αφορμή αυτή τη συνύπαρξη, ήθελα να σας ρωτήσω ποιοι κατά τη γνώμη σας ακούνε ακόμη τζαζ στην Ελλάδα και αν έχει πια φτάσει ο καιρός να τη γράφουμε στα ελληνικά –δηλώνοντας, σημειολογικά, ότι έχει πάψει να θεωρείται αμιγώς «ξένη μουσική».

Ποιοι ακούνε τζαζ στην Ελλάδα; Σίγουρα περισσότεροι από παλαιοτέρα. Φανταστείτε ότι υπάρχουν συναυλίες του γκρουπ μας (σε μικρούς χώρους) στις οποίες είχαμε πάνω από 80 άτομα, αριθμός τεράστιος για ένα ντουέτο ελεύθερου αυτοσχεδιασμού. Και οι περισσότεροι από αυτούς; Φοιτητές! Ναι, πιστεύουμε ακράδαντα ότι η τζαζ στην Ελλάδα έχει ένα μικρό μεν, αλλά αυξανόμενο κοινό. Παράλληλα έχει ανέβει εντυπωσιακά το επίπεδο των μουσικών της ελληνικής τζαζ σκηνής. Υπάρχει μια νέα γενιά η οποία μπορεί να σταθεί σε ευρωπαϊκά φεστιβάλ!

Υπάρχουν (ανακοινώσιμα) από κοινού σχέδια για το 2012, πέρα από την επικείμενη εμφάνισή σας στο Dizzy Miles; Ή η κρίση έχει περιορίσει τη συναυλιακή δραστηριότητα;

Για το 2012 έχουμε προγραμματίσει κάποιες εμφανίσεις στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας, θα έχουμε όμως και συμμετοχή σε φεστιβάλ στο εξωτερικό! Σαφώς και η οικονομική κρίση έχει περιορίσει τις συναυλιακές δραστηριότητες, συνεχίζουμε όμως ακάθεκτοι. Η μουσική είναι το μόνο μας εφόδιο και λύτρωση ώστε να ξεπεράσουμε οποιαδήποτε δυσκολία μας περιβάλει.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured