Με μια μικρή σειρά έξι συναυλιών να ξεκινά την ερχόμενη Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου στο Κέντρο Πολιτισμού Ελληνικός Κόσμος, με μια μεγάλη περιοδεία σε Ελλάδα και εξωτερικό στα σκαριά, με δύο νέες κυκλοφορίες στα δισκοπωλεία και μια τρίτη προ των θυρών (για την αγορά της Μεγάλης Βρετανίας), ο Αλκίνοος Ιωαννίδης είναι δραστήριος όσο λίγοι. Ξέκλεψε πάντως λίγο χρόνο για να απαντήσει γραπτώς στις ερωτήσεις του Avopolis, για όλα τα παραπάνω μα και για άλλα θέματα, όπως για την ανάμειξή του στα διοικητικά του Μεγάρου Μουσικής και για την εγχώρια αγγλόφωνη σκηνή. Ο λόγος του, όπως πάντα, μεστός και οι απόψεις του ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες...
Σε περίοδο ισχνών αγελάδων για τη δισκογραφία, εκδώσατε πρόσφατα δύο κυκλοφορίες: έναν διπλό, ζωντανά ηχογραφημένο δίσκο και μια κασετίνα που συγκεντρώνει όλα τα άλμπουμ σας από το 1997 μέχρι σήμερα. Είστε υπερβολικά αισιόδοξος ή γνωρίζετε κάτι που διαφεύγει από την προσοχή των πολλών σχετικά με τις πωλήσεις των δίσκων;
Ετοιμάζω και τρίτη κυκλοφορία, στο εξωτερικό! Τι άλλο να κάνω; Αυτό ξέρω, να γράφω τραγούδια, να κάνω συναυλίες και να βγάζω δίσκους. Οι πωλήσεις είναι στο χαμηλότερο σημείο τους, το αντιλαμβάνομαι, δεν είμαι ούφο. Ε και; Να κάτσω με σταυρωμένα χέρια ή να γράψω κανένα σουξέ και να το ρίξω στο ίντερνετ; Αγαπώ τους δίσκους σαν αντικείμενα, χαίρομαι που βγάζω διπλό live δίσκο, χαίρομαι και για τη Συγκομιδή. Δεν πρόκειται για «ανακεφαλαίωση» της πορείας μου, πρόκειται μόνο για ένα ωραίο κουτί γεμάτο τραγούδια και εκτυπώσεις των έργων του πατέρα μου από τα μέχρι στιγμής εξώφυλλα. Ενώ κατανοώ πως η μουσική είναι άυλη και άρα ο υλικός φορέας είναι μάλλον ξένος προς τη φύση της (η διακίνησή της στο διαδίκτυο είναι ίσως ένας τρόπος επιστροφής στο μη χειροπιαστό), μεγάλωσα με δίσκους και τους αγαπώ. Ακόμα παίρνω δίσκους άλλων, Ελλήνων και ξένων. Κοιτώ το εξώφυλλο, διαβάζω τους στίχους και τα κείμενα, τους συντελεστές, τις ευχαριστίες... Και μετά τους βάζω να παίξουν. Όταν κάναμε τον πρώτο δίσκο με τον Νίκο Ζούδιαρη, το μόνο που ήθελα ήταν να τον κρατήσω στα χέρια μου και να τον ακούσω. Το ίδιο κάνω και τώρα. Ποτέ δεν έκανα δίσκους για να πουλήσουν, άσχετα αν τις περισσότερες φορές πήγαιναν καλά. Θα μ' έβαζε σε πολλά ερωτήματα για τον εαυτό μου το να παρατούσα τη δισκογραφία επειδή δεν αποφέρει πια έσοδα.
Με την προσθήκη του άλμπουμ Γυάλινος Κόσμος, οι ζωντανές ηχογραφήσεις κατέχουν πλέον σχεδόν το 25% του όγκου της προσωπικής σας δισκογραφίας. Για ποιους λόγους δείχνετε αυτή την προτίμηση; Ποιες «κρυφές» πτυχές και ποιότητες των τραγουδιών θα λέγατε ότι φωτίζονται από τις ζωντανές εκτελέσεις, έτσι ώστε να αξίζει η δισκογραφική καταγραφή τους;
Είναι το δεύτερο προσωπικό live άλμπουμ που κυκλοφορώ, 11 χρόνια μετά το προηγούμενο. Παρ' όλο λοιπόν που τα στατιστικά σας είναι σωστά, νομίζω πως το πρόβλημα δεν βρίσκεται στο ότι βγάζω πολλά live, αλλά στο ότι βγάζω λίγα στούντιο άλμπουμ... Τα τραγούδια, όπως ηχογραφούνται συχνά για πρώτη φορά στο στούντιο, έχουν μια ενσωματωμένη εφηβεία, η οποία αγωνιά να βγει στον κόσμο και να ζήσει. Όταν, χρόνια μετά, κουρασμένα απ' τον δρόμο, τις πολλές συναναστροφές και τη συνήθεια, πλούσια, ταλαιπωρημένα και ώριμα, καταγράφονται σε μια δυνατή στιγμή τους, όπου στάθηκαν ζωντανά και ειλικρινή κόντρα στον χρόνο και τη μόδα –ειδικά όταν αυτή η καταγραφή έρχεται μέσα από συνεργασίες με μουσικούς που αγαπάς– σου μιλάνε αλλιώς. Ο Γυάλινος Κόσμος κλείνει μια περίοδο χρόνων στον δρόμο με τους Γιώργο Καλούδη, Σωτήρη Λεμονίδη και Μιχάλη Καπηλίδη. Με τις διασκευές που κάναμε στα συγκεκριμένα τραγούδια ταξιδέψαμε πολύ στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, γελάσαμε, κουραστήκαμε, ξενυχτίσαμε, μοιραστήκαμε στιγμές σπουδαίες μεταξύ μας και με το κοινό, με ανθρώπους άγνωστους και δικούς μας. Ζήσαμε. Αυτή η ζωή μας μέσα από τα τραγούδια καταγράφεται στον δίσκο. Όχι σαν ταξιδιωτικό ημερολόγιο, αλλά σαν καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Η προσθήκη του φωνητικού συνόλου Εν Φωναίς πρόσφερε μια νέα παράμετρο στον ήχο που ξέραμε, συγκεράζοντας μια ηλεκτρική, αυτοσχεδιαστική μπάντα με τη χορωδιακή πειθαρχία. Αυτά έκαναν τη στιγμή σημαντική για μένα και οδήγησαν στην έκδοση του δίσκου.
Η γενιά καλλιτεχνών στην οποία ανήκετε αποκαλούνταν για σχεδόν δύο δεκαετίες ως «νέα και ελπιδοφόρα». Πλέον υπάρχει μια «διάδοχη κατάσταση», η οποία εκφράζεται κυρίως μέσω του αγγλικού στίχου και μοιάζει να επηρεάζεται περισσότερο από τα διεθνή μουσικά ρεύματα παρά από τα εγχώρια. Ποια η γνώμη σας για αυτή;
Ας γράφει ο καθένας σε όποια γλώσσα θέλει. Βέβαια, υπάρχουν κάποιοι που αντί να γράφουν μέτριους ή κακούς στίχους στα ελληνικά, προτιμούν να γράφουν μέτριους ή κακούς στίχους στα αγγλικά... Το να γράφεις στη μητρική σου γλώσσα έχει τα πλεονεκτήματά του, σε φέρνει πιο άμεσα σε επαφή με τον εσωτερικό σου κόσμο, με αυτό που ξέρεις σαν εαυτό: μπορείς πιο εύκολα να ψιθυρίσεις πίσω απ' τις λέξεις ένα άλλο, κρυφό κείμενο που είναι συχνά πιο σημαντικό από τους στίχους. Σε βοηθά αν θέλεις να απαγκιστρωθείς από το ύφος και να γυρέψεις τον χαρακτήρα. Η γραφή σε μια ξένη γλώσσα έχει όμως κι αυτή τα καλά της. Πολλοί λογοτέχνες, όπως ο Κάφκα, ο Πεσσόα και άλλοι, έγραψαν σε άλλη γλώσσα από τη μητρική τους. Απελευθερώνεσαι από ευκολίες, γνώσεις, συνήθειες, μανιέρες. Το καλό καλλιτεχνικό αποτέλεσμα απαντά σε όλα τα ερωτήματα. Όταν αποφασίζεις με βάση τις εσωτερικές σου ανάγκες και αυτές της τέχνης σου, όλα καλά είναι. Το να σχετίζεσαι με τα ξένα μουσικά ρεύματα είναι επίσης αυτονόητο σήμερα –εκτός κι αν παριστάνεις τον ερημίτη. Και όταν λέω ξένα, δεν εννοώ μόνο τα αγγλοσαξονικά. Επίσης, το να τρέφεσαι περισσότερο από τα διεθνή μουσικά ρεύματα παρά από τα εγχώρια, ειδικά όταν τα σημερινά εγχώρια δεν μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες σου σε αίσθημα, είναι πιστεύω αναγκαία επιλογή. Φτάνει να μην πιθηκίζεις, αλλά να βρίσκεις τη φωνή σου με αυτόν τον τρόπο. Θεωρώ όμως ταυτόχρονα αυτονόητο πως, αν βρίσκεσαι σε τόσο υψηλό επίπεδο που δεν σου αρκεί ο φτωχός μας τόπος, γνωρίζεις οπωσδήποτε και την παραδοσιακή μουσική, τα ρεμπέτικα, τον Παπαδιαμάντη, τον Καβάφη. Αλλιώς είσαι απλά τρέντι.
Έχετε εμφανιστεί αρκετές φορές στους χώρους του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών ενώ πλέον είστε και μέλος του διοικητικού συμβουλίου του. Ο χώρος όμως αυτός –και όσα αντιπροσωπεύει– αντιμετωπίζονται από μερίδα του κοινού και των καλλιτεχνών με σκεπτικισμό και καχυποψία. Τι έχετε να αντιτείνετε σε αυτούς;
Είναι πολλοί οι λόγοι που αρκετοί θεωρούν ξένο το Μέγαρο. Πρώτα απ' όλα, για διάφορους λόγους η κλασική μουσική δεν κατάφερε ποτέ στην Ελλάδα να αγαπηθεί από το σύνολο της κοινωνίας και να γίνει μέρος της καθημερινότητάς της. Έπειτα, το Μέγαρο ταυτίστηκε στη συνείδηση του ευρέως κοινού με την οικονομική και την πολιτική ελίτ, με την εξουσία. Πολλές πρεμιέρες κατά καιρούς θύμιζαν υπουργικά συμβούλια. Η ίδια η λέξη «Μέγαρο» απομακρύνει έναν τέτοιο χώρο από τη βάση της κοινωνίας, αφού κανείς μας δεν μεγάλωσε και δεν ζει σε μέγαρα. Το κτήριο, δίπλα στην Αμερικανική πρεσβεία, με τα μάρμαρα, τους πολυελαίους και τους αχανείς χώρους του, θα πρέπει να κάνει μεγάλη προσπάθεια –ειδικά σήμερα– ώστε να γίνει συμπαθές και οικείο. Επίσης, το γεγονός ότι ο Χρήστος Λαμπράκης παθιάστηκε και ενεπλάκη τόσο έντονα στη δημιουργία και τη λειτουργία του τα πρώτα χρόνια, προκάλεσε αναπόφευκτα καχυποψία στον κόσμο, αν και η αλήθεια είναι πως χωρίς αυτόν θα ψάχναμε ακόμη κανένα φτηνό αεροπορικό εισιτήριο για να παρακολουθήσουμε μια κλασική συναυλία της προκοπής...
Το θέμα είναι πως ο χώρος αυτός υπάρχει και έχει ήδη προσφέρει πολλά. Εγώ τον αγάπησα νωρίς, από πολύ νέος, για διάφορους λόγους. Κατ' αρχήν η μουσική που αγαπώ περισσότερο είναι η κλασική. Μου έδωσε λοιπόν τη δυνατότητα να ακούσω ορχήστρες, σολίστες, έργα, εκτελέσεις που ούτε στο όνειρό μου δεν μπορούσα να φανταστώ όταν μεγάλωνα στην Κύπρο. Καλά είναι τα μαγαζιά που παίζουμε συνήθως εμείς οι τραγουδιστές, σπουδαίο είναι όμως να υπάρχουν και χώροι οι οποίοι μπορούν να φιλοξενήσουν μεγαλύτερα σύνολα, και που μπορούν να σου προσφέρουν μια ήσυχη θέση όταν θέλεις να χαθείς μέσα σε μιαν άλλη, μεγάλη μουσική –χωρίς ποτά, φασαρία και υποχρεωτική κατανάλωση. Είναι σπουδαίο να μπορεί με 5 ως 10 ευρώ ένας άνεργος ή ένας νέος μέχρι 25 χρονών να ακούσει τη Συμφωνική του Λονδίνου, τη Φιλαρμονική του Βερολίνου ή αυτή της Βιέννης στην πόλη του. Ή το να έχουν όλοι δωρεάν πρόσβαση σε μια τεράστια μουσική βιβλιοθήκη. Αγάπησα χρόνια τώρα τους ανθρώπους του Μεγάρου, συνεργάτες, υπαλλήλους, μουσικούς και τεχνικούς. Είδα τις προσπάθειές τους, τις αγωνίες τους και το πάθος τους για τη μουσική.
Εσείς με ποιους στόχους αναμειχθήκατε στα διοικητικά του Μεγάρου;
Η θέση στο Δ.Σ. είναι άμισθη και προϋποθέτει δουλειά. Οπότε, όσο τιμητική και να είναι για κάποιους, φαντάστηκα πως δεν θα ήταν περιζήτητη και δεν θα προκαλούσα φθόνο. Από την άλλη, βεβαιώθηκα ότι δεν θα κάνει καλό στην εικόνα μου, μην κατηγορήσω αργότερα τον εαυτό μου για δεύτερες σκέψεις. Και πίστεψα ότι είχα κάποιες ιδέες για το πώς θα μπορούσε να προσφέρει περισσότερο αυτός ο χώρος στη δύσκολη εποχή που ζούμε, τόσο στο κοινό, όσο και στη μουσική. Και εννοώ την κλασική κυρίως, παρ' όλο που δεν είναι ο επαγγελματικός μου τομέας. Έζησα αντίστοιχους χώρους στη Ρωσία, όπου εργάτες πάνε μετά τη δουλειά με τις φόρμες εργασίας τους, καθαρίστριες με τα παιδιά τους, γιαγιάδες με τα εγγονάκια τους, φρικιά με τις μοϊκάνες τους. Είδα πως τέτοιοι χώροι μπορούν να ανεβάσουν το επίπεδο της ζωής: μπορούν να προσφέρουν χαρά, πολιτισμό, γνώση και εμπειρίες μοναδικές. Πρότεινα πέρσι τον Φεβρουάριο –ανάμεσα σε άλλες ανέξοδες προτάσεις– να δημιουργηθεί ένα ελεύθερο ωδείο για παιδιά μεταναστών και ανέργων με εθελοντές δασκάλους. Όχι από «φιλανθρωπία», αλλά από υποχρέωση του Μεγάρου να προσφέρει στην κοινωνία και σε αυτούς στους οποίους ανήκει, σ' όσους πλήρωσαν και πληρώνουν το κόστος της κατασκευής και της λειτουργίας του. Ελπίζω να γίνει. Αν το Μέγαρο, χωρίς να χάσει τίποτα από το επίπεδο και την αίγλη του, δεν γίνει πιο προσιτό, αν δεν γίνει το σπίτι όσων αγαπούν τη μουσική, αν δεν γίνει χώρος χρήσιμος σε όλους, αν δεν αγαπηθεί και δεν καταγραφεί στη συνείδηση του συνόλου της κοινωνίας σαν ένας προσιτός χώρος πολιτισμού ο οποίος προσφέρει χωρίς ταξικές διακρίσεις και χωρίς να εξυπηρετεί άλλα συμφέροντα, κινδυνεύει στα επόμενα δύσκολα χρόνια που θα ζήσουμε να χάσει κάθε αληθινό λόγο ύπαρξης... Ευτυχώς, αν και αυτά δεν είναι εύκολα πράγματα, υπάρχει θέληση από μεριάς του προέδρου και της διοίκησης και γίνονται μεγάλες προσπάθειες. Ο χρόνος θα δείξει.
Σας θυμάμαι, προ δεκαετίας περίπου, σε συναυλία σας στα Χανιά, να ζητάτε από το κοινό να είναι αυστηρό και να μη χειροκροτεί αν κάτι δεν του αρέσει. Αντιμετωπίσατε ποτέ αποδοκιμασία ή χλιαρή υποδοχή σε κάποια εμφάνισή σας; Πώς νιώσατε και πώς το αντιμετωπίσατε;
Υπάρχει αυτή η σύμβαση, η οποία δεν επιτρέπει στο κοινό να συμπεριφερθεί σ' έναν καλλιτέχνη που βρίσκεται σε «κακή μέρα» όπως συμπεριφέρεται σ' έναν ποδοσφαιριστή που τα κάνει θάλασσα. Και ευτυχώς, αλλιώς φαντάζεστε τι θα είχα ακούσει για τη μανούλα μου ως σήμερα; Έχω κάνει κυριολεκτικά χιλιάδες συναυλίες στη ζωή μου. Ζώντας τον πιο πολύ καιρό μακριά απ' το σπίτι –άσχετα αν γνωρίζω τα ονόματα των ακροατών ή αν ξέρω έστω τα πρόσωπά τους– αυτοί οι άνθρωποι είναι κάθε φορά οικογένεια για μένα, όσο κι αν κάτι τέτοιο ακούγεται σαν λαϊκισμός. Πέσατε προφανώς σε μέρα που δεν ήμουν καθόλου ευχαριστημένος από τον εαυτό μου. Κάποιες απ' αυτές τις φορές σκέφτομαι «ευτυχώς χειροκροτάνε» και παίρνω κουράγιο. Άλλες τέτοιες στιγμές δεν αντέχω το χειροκρότημα, όπως δεν αντέχεις να σου λέει μπράβο ο αδερφός σου από ευγένεια. Μια φορά στην Αγία Πετρούπολη παρακολούθησα ρεσιτάλ όπου στο τέλος του δεν χειροκρότησε κανείς. Σκληρό, σίγουρα... Ένας Ιταλός οργανίστας ήταν, τον λυπήθηκε η ψυχή μου. Όμως η πραγματική ευγένεια είναι και σκληρή.
Κατατάσσεστε συνήθως στο λεγόμενο έντεχνο τραγούδι, γύρω από το οποίο μαίνεται καιρό τώρα μια έντονη συζήτηση, τόσο για το δόκιμο της χρήσης του όρου «έντεχνο» όσο και για το αν αυτό έχει κλείσει τον δημιουργικό του κύκλο και με ποια παρακαταθήκη. Ποια η δική σας θέση;
Ο όρος «έντεχνο» εμφανίστηκε για να περιγράψει αρχικά το αστικό τραγούδι που δεν ήταν ούτε παραδοσιακό, ούτε λαϊκό, ούτε ελαφρύ αλλά ούτε και λόγιο με την έννοια των τραγουδιών που έγραψαν π.χ. ο Σούμπερτ, ο Μάλερ ή ο Σοστακόβιτς. Και που δεν χρειαζόταν να είσαι ακαδημαϊκός για να το καταλάβεις. Το τραγούδι δηλαδή που έγραφαν «εγγράμματοι» αστοί οι οποίοι σέβονταν συνήθως το παραδοσιακό και το λαϊκό τραγούδι, όπως και τη βυζαντινή μουσική, συγκεράζοντας στοιχεία της παράδοσης με τη (Δυτική κατά κύριο λόγο) μουσική ή λογοτεχνική τους παιδεία. Απευθυνόταν δε στο κοινό της εποχής που είχε κάποιες αναζητήσεις πέρα από τη χρήση της μουσικής στα πανηγύρια, στα λαϊκά μαγαζιά, στους γάμους, στις σχολικές εκδηλώσεις ή στις παρελάσεις. Ένα τραγούδι χαρακτηριζόταν λοιπόν ως έντεχνο λόγω του συνθέτη και του στιχουργού και όχι του τραγουδιστή. Ο Μπιθικώτσης, ας πούμε, ήταν λαϊκός άνθρωπος και λαϊκός τραγουδιστής. Το τραγούδι ήταν όμως έντεχνο γιατί το έγραφαν ο Σεφέρης και ο Θεοδωράκης.
Αργότερα, μάλλον στη δεκαετία του 1980, με την είσοδο του promotion, των δημοσίων σχέσεων, της διαπλοκής δημοσιογράφων, εταιρειών, εκδοτών και καλλιτεχνών κλπ., ο όρος αυτός έφτασε να σημαίνει επίσης το τραγούδι που στηρίζεται στη δική του καλλιτεχνική δύναμη προκειμένου να αγγίξει το κοινό, και όχι στη διαφήμιση και στην επιβολή του μέσω των Μ.Μ.Ε. Παράλληλα, σήμαινε το τραγούδι που πηγάζει από αληθινή ανάγκη έκφρασης και όχι μόνο από την επιθυμία του καλλιτέχνη να προβληθεί, να γεμίσει τις τσέπες του ή να ανταγωνιστεί τον τάδε συνάδελφο. Δηλαδή το τραγούδι αυτού που θέτει τη ζωή του στην υπηρεσία της τέχνης του και όχι το αντίστροφο. Μέσα στον όρο αυτό χώρεσαν πολλές διαφορετικές τάσεις και πολλοί διαφορετικοί άνθρωποι: μαγικοί, περιθωριακοί, μεγαλοφυείς, καλών προθέσεων αλλά μέτριοι, κάφροι αλλά ταλαντούχοι, τυχάρπαστοι, στομφώδεις, ψώνια, καταθλιπτικοί, επίδοξοι γκουρού, αριστεροί, δεξιοί, χοντροί, τεκνά, σοφοί, παλαβοί, σημαντικοί και ασήμαντοι. Και μαζί ήρθε το μπέρδεμα...
Αρκετοί ζητούσαν έτσι την αίγλη του έντεχνου, πακέτο με την αναγνωρισιμότητα και με το οικονομικό αντίκρισμα του «εμπορικού» τραγουδιού. Με την επιβολή επίσης των τραγουδιστών ως πρωταγωνιστών, είδαμε άλλου είδους τραγούδια να χαρακτηρίζονται ως έντεχνα επειδή τα τραγούδησε η τάδε «έντεχνη» τραγουδίστρια. Ή θεωρούσαν κάποιοι υποχρεωτικό οι έντεχνοι δίσκοι να μην πουλάνε, ενώ δεν ήταν ποτέ θέμα πωλήσεων: αρκετοί δίσκοι του Χατζιδάκι πούλησαν πολύ περισσότερο από μεγάλα σκυλάδικα σουξέ. Σήμερα βέβαια δεν πουλάει κανείς, οπότε ευτυχώς έληξε αυτή η παρεξήγηση... Το είδος αυτό μας έδωσε σπουδαίες προσωπικότητες και πολύτιμα τραγούδια χωρίς τα οποία η εικόνα του τόπου, της ζωής και του εαυτού μας θα ήταν άλλη. Μπορούμε να του καταλογίσουμε πολλά, σε γενικές όμως γραμμές πιστεύω πως υπήρξε πολύτιμο. Βλέπω άλλες χώρες, όπως η Ρωσία, όπου δεν υπάρχει δυναμική σκηνή σαν ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ κλασικής μουσικής και κακέκτυπων της Μαντόνα. Ή το ένα θα ακούς, ή το άλλο. Και οι περισσότεροι νέοι άνθρωποι ακούν βέβαια το άλλο. Στη Γερμανία, στη Γαλλία, στην Αγγλία, στο Βέλγιο κλπ., η κύρια μουσική παραγωγή είναι φασόν. Πρέπει να ψάξεις στην undreground σκηνή τους ή στην avant garde για να βρεις κάποιον ιδιαίτερο χαρακτήρα. Το έντεχνο το έκανε όντας mainstream, με όλα τα κακά του. Λειτούργησε συχνά σαν αντίβαρο στην ξενομανία, ενσωματώνοντας στοιχεία του «ξένου» τραγουδιού αλλά κρατώντας κι ένα χρώμα τοπικό. Ανέβασε το επίπεδο και τις απαιτήσεις των ακροατών, έφερε ένα άλλο μέτρο, συνόδευσε με ειλικρίνεια τις στιγμές μας και έγινε πρόσωπο δικό μας. Κι όπως το πρόσωπό μας περνά στιγμές σύγχυσης τα τελευταία χρόνια (και δεν αναφέρομαι μόνο στην οικονομική κρίση), όπως καταρρέουν όσα ξέραμε για μάς, όπως χάνουμε την εμπιστοσύνη μας στον εαυτό μας, όπως δυσκολευόμαστε όλοι να βρούμε νέες προτάσεις, όπως δεν έχουμε πού να στραφούμε για να βρούμε την αλήθεια μας, όπως το σημαντικό και το ασήμαντο μπερδεύονται καθημερινά, έτσι και το έντεχνο τραγούδι –όπως οφείλει– τ’ ακολουθεί όλα αυτά και μικραίνει, στειρώνεται, μπερδεύεται, σιωπά, μιζεριάζει, απελπίζεται, χάνει το νόημα, χάνει τον εαυτό του.
Αυτό αποδεικνύει όμως πως πραγματικά ρίζωσε μέσα μας, μέσα στην κοινωνία: ταυτίστηκε μαζί μας και συμπάσχει με όσα μας συμβαίνουν. Το αν θα βγει απ' αυτή την κατάσταση, το πώς θα βγει και το τι πρόσωπο θα πάρει εξαρτάται απόλυτα από το ποιοι θα είμαστε εμείς, δημιουργοί και ακροατές τότε. Εύχομαι πάντως το έντεχνο τραγούδι του μέλλοντος να βρει σημαντικότερα πράγματα να πει απ' όσα είπε τις τελευταίες δύο δεκαετίες.
Έχετε προγραμματίσει μια σειρά συναυλιών για τον Φεβρουάριο στο «Θέατρον» του Κέντρου Πολιτισμού Ελληνικός Κόσμος και μία εμφάνιση για τον Μάρτιο στο Λονδίνο. Τι ετοιμάζετε για εκείνες τις βραδιές;
Αρχίζει μια μεγάλη περιοδεία στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Εκτός από το Λονδίνο, τον Μάρτιο και τον Απρίλιο θα παίξουμε και σε άλλες τρεις πόλεις στην Αγγλία και στη Σκοτία, όπως και στο Παρίσι και σε κάποιες πόλεις της Αμερικής και του Καναδά. Αυτά ντουέτο με τον Γιώργο Καλούδη στο τσέλο και στη λύρα. Εκτός απροόπτου, τον Μάιο ταξιδεύουμε για Ολλανδία, Βέλγιο και Γερμανία –ίσως και αλλού– ενώ θα ξαναπαιχτούν τα ορχηστρικά μου στο Πετροζαβόντσκ της Ρωσίας. Παράλληλα, να 'μαστε καλά, στην Ελλάδα θα κάνουμε αρκετές συναυλίες στην Αθήνα και στην επαρχία. Κάνουμε πρόβες εδώ και καιρό με τους Γιώργο Κοντραφούρη στα πλήκτρα, τον Άγγελο Πολυχρόνου στα κρουστά, τον Κωνσταντίνο Στουραΐτη στην κιθάρα και στο ούτι και πάντα τον Γιώργο Καλούδη στο τσέλο και στη λύρα. Βγαίνει ένας νέος ήχος κι ένα νέο πρόγραμμα που ήθελα καιρό. Αυτές τις μέρες, μέσα σε πρόβες, ετοιμασίες και σκέψεις, βλέπω τα παιδιά μου όσο πιο πολύ μπορώ. Θα μου λείψουν πολύ τους επόμενους μήνες.