Το στούντιο και δεύτερο σπίτι του Γιάννη Μιλιώκα βρίσκεται σε ένα υποφωτισμένο υπόγειο στο Χαλάνδρι. Κλεισμένος εκεί, προχειροντυμένος και ατημέλητος, μοιάζει με αγρίμι που δεν του επιτρέπουν να βγει, στο οποίο το μόνο που απομένει είναι να εκδικείται με τραγούδια. Αφορμή για τη συνέντευξη υπήρξαν οι επικείμενες εμφανίσεις του μαζί με τον Διονύση Τσακνή και τον Νίκο Ζιώγαλα στον Σταυρό του Νότου, που ξεκινούν αυτήν την Παρασκευή, 7 Οκτωβρίου, και θα συνεχιστούν κάθε Παρασκευή και Σάββατο για έξι συνολικά διήμερα...
Ετσι όπως ταλαιπωρηθήκαμε μέχρι να συναντηθούμε, θυμήθηκα τον διάσημο στίχο σας «Το Σάββατο μπορείς;». Γιατί είναι τόσο δύσκολο να συναντηθούν δύο άνθρωποι στην Αθήνα σήμερα;
Ξεμάθαμε, γιατί επικοινωνούμε συνήθως τηλεφωνικά. Αν δεν το ασκείς το σπορ που λέγεται ραντεβού, σταδιακά προκύπτει μια ακαμψία. Και βέβαια το κερασάκι στην τούρτα είναι οι καθημερινές απεργίες. Περαστικά μας!
Τι ετοιμάζετε στον Σταυρό του Νότου με τον Διονύση Τσακνή και τον Νίκο Ζιώγαλα;
Ο Διονύσης είναι ένας καλλιτέχνης που πρόσεξε τι θα κάνει και κυρίως τι δεν θα κάνει –ασχολήθηκε με όλα όσα είναι επί της ουσίας στη ζωή. Ο Νίκος πάλι είναι λίγο πιο, πώς να το πω…, ερωτικός! Στα τραγούδια του ασχολείται συνήθως με τα βραδινά θέματα, ενώ εγώ και ο Διονύσης με τα ημερήσια. Κι έτσι όπως τα έφερε ο διάολος, οι καιροί δηλαδή, η παρουσία μας είναι απαραίτητη. Εγώ δεν θα πάψω ποτέ να δηλώνω την αντίθεσή μου στο σύστημα, για να μη νομίζουν ότι αλλοτριώθηκα και συγχωνεύτηκα μέσα σε αυτό. Ερχεται άσχημος καιρός. Το άσχημος για ’σένα μπορεί να είναι κάτι πρωτοφανές, για μας όμως είναι μια απ’ τα ίδια. Σε ένα από τα πρώτα μου τραγούδια είχα γράψει «εμείς που μεγαλώσαμε με σάλτσα στο ψωμί»…
Να πάμε στο παρελθόν λοιπόν, αλλά να επιστρέψουμε στη μουσική. Εσείς τι ακούγατε τη δεκαετία του 1960, στην εφηβεία σας; Σας ρωτάω γιατί οι επιρροές σας είναι κάπως ασαφείς…
Οι επιθυμίες μου με οδήγησαν στον δρόμο με μια βαλίτσα και μια κιθάρα και δεν είχα τρίτο χέρι να κουβαλάω και στερεοφωνικό. Χωρίς ποτέ να ’χω δικιά μου δισκοθήκη, άκουσα όλες τις μουσικές. Ημουν τυχερός γιατί πρόλαβα και την τζαζ της Αμερικής στο φόρτε της και το ροκ εν ρολ, και μετά Deep Purple, Pink Floyd, Jethro Tull… Η λαϊκή μουσική θα έλεγα πως με απώθησε, γιατί δεν με αφορούσε. Eίχε κάτι πονεμένες ιστορίες τις οποίες δεν είχαμε μάθει στο σπίτι ούτε να τις βιώνουμε ούτε να τις περιγράφουμε με τον τρόπο που τις ακούγαμε στα τραγούδια. Η ζημιά δεν συζητιόνταν στο πατρικό μου –προσπαθούσαμε να την ξεχάσουμε. Και παρ’ όλο που ο πατέρας μου ήταν μηχανουργός και η μητέρα μου βοηθός του, άκουγαν κλασική μουσική. Προφανώς γιατί θαύμαζαν τη μεγαλοπρέπεια που κρύβουν αυτές οι ηχογραφήσεις, η οποία μας θυμίζει αυτό που ξεχάσαμε: το εν δυνάμει του ανθρώπου.
Το λαϊκό τραγούδι δεν το αγαπήσατε, ωστόσο ξεκινήσατε παίζοντας κιθάρα σε λαϊκά μαγαζιά…
Ετσι τα ’φερε η κατάρα. Δοκίμασα να κάνω δυο-τρία ροκ γκρουπ, αλλά το αποτέλεσμα ήταν μηδενικό.
Και γιατί δεν διαλέξατε άλλη δουλειά;
Ηθελα να παίζω κιθάρα. Εμαθα μέσα σε ένα τρίμηνο όλα τα γνωστά ελληνικά τραγούδια –γιατί είναι πολύ εύκολα– μετά βρήκα μπασίστες και ντραμίστες με ροκ καταβολές που ήταν αναγκασμένοι κι αυτοί να παίζουν λαϊκά για να ζήσουν. Παίζαμε λοιπόν ό,τι θέλαμε από πίσω, είχαμε βάλει μπροστά ένα μπουζούκι και όποιος καταλάβαινε, καταλάβαινε… (γέλια). Μιλάμε τώρα για τη δεκαετία του 1970. Με εξαίρεση κάποια διαλείμματα, έπαιζα σε καθημερινή βάση για 12 χρόνια.
Πόσες ώρες την ημέρα;
Από τις 11 το βράδυ μέχρι τις 5 το πρωί. Αλλά έχω κάνει και δουλειές στις οποίες πήγαινα απόγευμα σε έναν χώρο, μετά το βράδυ σε έναν άλλο και τα μεσάνυχτα σε έναν τρίτο. Επαιζα δηλαδή σύνολο γύρω στις δώδεκα ώρες.
Πώς αντέξατε;
Δεν απογοητεύτηκα γιατί έλεγα «παίζω μουσική». Έχει μέσα τη λέξη «παίζω». Αυτό εμένα με κάλυψε, με ηρέμησε, με παραμύθιασε. Επίσης είχα πάντοτε ένα κόλπο: ενώ ασχολιόμουν με κάτι, ετοίμαζα κάτι άλλο. Κάποια στιγμή άνοιξα μια γκαλερί και ζωγράφιζα. Μέσα εκεί λοιπόν έγραψα τα πρώτα τραγούδια μου και το 1985 έβγαλα το πρώτο μου άλμπουμ, το Εδώ Θεσσαλονίκη. Λίγο μετά άρχισα να ασχολούμαι και με την ηχοληψία. Υστερα σκέφτηκα πως είχα πει ό,τι ήθελα να πω, είχα εκφράσει τα παράπονά μου και βγήκα από τον χορό μήπως βρω καμιά λύση. Λύσεις υπάρχουν παντού. Υπάρχουν δηλαδή δέκα πολιτισμοί τουλάχιστον, εδώ και χιλιάδες χρόνια, που από ένα σημείο και μετά κάτι ανακάλυψαν. Σαν Έλληνας ασχολήθηκα έτσι με την Αρχαία Ελλάδα και έγραψα κι ένα βιβλίο, το Μαίανδρος. Δέκα χρόνια μου πήρε αυτή η ιστορία... Ο Μαίανδρος είναι τα χέρια μας, που είναι δεμένα μεταξύ τους. Αν δεν δυναμώσουν τα χέρια μας –για να μπορούν να πετάξουν ένα ακόντιο, έναν δίσκο ή ένα τόξο– δεν έχουν την ικανότητα να κουβαλήσουν τον εαυτό μας. Επίσης βρήκα από τον Ιπποκράτη ότι το κράτημα της αναπνοής στο κεφάλι (και όχι στο στήθος) παράγει δύναμη. Με τον μηχανισμό αυτόν τον αρχαίων ανακυκλώνουμε την ενέργειά μας. Και δεν χρειαζόμαστε τρία γεύματα την ημέρα, αλλά μισό.
Δεν μπορεί όμως τώρα κάποιος να πει, τι θέλει ο Μηλιώκας και μιλάει για την αρχαιότητα και για το σώμα μας σε ένα μουσικό site;
Ένα ωραίο αυτοκίνητο παρκαρισμένο χωρίς βενζίνη είναι άχρηστο. Πρέπει να μάθουμε να βάζουμε τη σωστή βενζίνη για να ζήσουμε σαν άνθρωποι. Οταν βλέπω τον Πάγκαλο και τον Βενιζέλο να έχουν σώματα τα οποία η βαρύτητα έχει καταρακώσει, δεν περιμένω να μου βρουν λύσεις για τίποτα. Αμα δεις έναν από αυτούς να έρχεται προς το μέρος σου από μακριά, νομίζεις ότι έρχεται ολόκληρη παρέα…
Πάμε πίσω στη μουσική. Πού οφείλεται αυτή η τεράστια έκρηξη δημιουργικότητα που είδαμε στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1980, της οποίας αποτελείτε μέρος;
Υποψιαστήκαμε τη διαφορετικότητα των στίχων του εξωτερικού, που ασχολούνταν με άλλα θέματα, ενώ εδώ έλεγαν «καρδιά μου καημένη» και χέσε μέσα. Επίσης πήρε το μάτι μας την ουρά που φτιάξαν κάποιοι άνθρωποι για να βολευτούν: άλλοι πήραν το τρένο της Αλλαγής, άλλοι πήραν τη δάδα της Νέας Δημοκρατίας και προχώρησαν… Ε, εμείς δεν θέλαμε να είμαστε συμμέτοχοι σ’ αυτό το παιχνίδι. Κοίταξε, ίσως να κάναμε κάτι. Αλλά όπως είχε πει και ο Χατζιδάκις και όπως σου έλεγα για τον Διονύση πριν, δεν είναι μόνο το τι θα κάνεις αλλά και τι δεν θα κάνεις. Αν θα υποκύψεις δηλαδή ή όχι.
Τραγουδήσατε πρόσφατα στους Αγανακτισμένους το “Να Δεις Που Κάποτε Θα Μας Πούνε Και Μαλάκες”, ένα κομμάτι με απαισιόδοξο μήνυμα αλλά χαρούμενη μελωδία. Τι σκεφτόσασταν όταν το γράψατε;
Το χαρούμενο προκύπτει επειδή λες μέσα σου δεν θα λυγίσω, δεν θα κατεβώ στο επίπεδό τους, ας βρουν κάποιον άλλο να τρελάνουν. Οταν γράφτηκε το ρεφρέν πίσω στο 1988, έλεγε «κι εμείς καθόμαστε και κοιτάμε σαν μαλάκες». Θορυβήθηκαν από την εταιρεία –το είδαν σαν προτροπή να γίνει ένα ντου και να πάρουμε το Σύνταγμα. Την άλλη μέρα τους το πήγα αλλαγμένο και έλεγε «να δεις που κάποτε…». Οπως λοιπόν στο μπιλιάρδο κάνεις καραμπόλα από σπόντα, ήρθε ο στίχος αυτός είκοσι χρόνια μετά και έδεσε. Μας λέγαν από τότε μαλάκες βέβαια, απλώς τώρα το μάθαμε.
Και το “Για Το Καλό Μου” πώς σας ήρθε;
Το είχα ξεκινήσει σε ένα πακέτο από τσιγάρα –ήταν πλακέ τότε τα πακέτα και από πίσω έγραφες. Έδωσα τους πρώτους στίχους στον παραγωγό μου και ανατρίχιασε. Μου είπε να το συνεχίσω, να γίνει τραγούδι. Εγώ δεν ήθελα γιατί με στεναχωρούσε. Με έβαλε λοιπόν με το ζόρι να θυμηθώ και να καταγράψω μερικά δικά μου βιώματα και κάποια άλλα γενικά.
Γιατί αγγίζει τόσο κόσμο;
Ολα αυτά που λέει τα σκεφτόμαστε ο καθένας στο σπίτι του, αλλά η μουσική λειτουργεί σαν συνδετικός κρίκος. Συνειδητοποιείς μέσα από ένα τραγούδι αυτό που αισθάνεσαι και λες ΟΚ, δεν είμαι ο μόνος, υπάρχει και ένας άλλος που το παρατήρησε και το εξέφρασε και μου δίνει και λύση. Ή τουλάχιστον ο στόχος μου είναι να παίζει τέτοιο ρόλο το τραγούδι.
Χαζά τραγούδια έχετε γράψει;
Χαζά δεν θα τα ’λεγα... Έχω παρατηρήσει πως πολλοί στίχοι σε τραγούδια άλλων είναι σαββατοκυριακάτικοι. Μόλις πιάσουν το στυλό να γράψουν, τους πιάνει μια επισημότητα. Εγώ αντίθετα γράφω όλες τις μέρες της εβδομάδας. Δεν μπορώ δηλαδή να έιμαι μόνο θυμωμένος, μόνο σοβαρός, ή μόνο χαρούμενος. Η ζωή μας κινείται σε τέσσερεις διαθέσεις: από τη μία είναι ο θυμός και η χαρά που σε εκτονώνουν και από την άλλη η λύπη και η ηρεμία, οι οποίες σε κουλάρουν. Έχω γράψει τραγούδια και για τις τέσσερεις διαθέσεις.
Το “Ερωτεύτηκα” και το “Αμπεμπαμπλόμ” είναι δύο από τα πιο χαρούμενα τραγούδια σας…
Το πρώτο ήταν μια μπαρμπουτσάλα, μέσα από την οποία διαπίστωσα ότι μπορώ να τραγουδάω ό,τι γουστάρω από τη στιγμή που διαθέτω αυτοσαρκασμό. Το άλλο το έγραψα σε μια εποχή όταν το ενδιαφέρον μου ήταν εστιασμένο στις γυναίκες. Δεν το παίζω στα live σήμερα –εδώ και δεκαπέντε χρόνια είμαι μονογαμικός και πάω για τίτλο. Ο άντρας, που γεννήθηκε πολυγαμικό ον, πρέπει κάποια στιγμή να κάνει δώρο σε μια γυναίκα τη μονογαμία, να το δηλώνει και να το εννοεί. Αλλά να καταλάβουν και οι γυναίκες τι δώρο είναι αυτό, γιατί πρόκειται για μια απόφαση που πρέπει να πάρει ο άντρας κόντρα στη φύση του.
Σήμερα τι μουσική ακούτε σπίτι;
Ραδιόφωνο, δίσκους παλιούς, κλασική μουσική, κλασικό ροκ… Η μουσική είναι απογειωτική και λίγο θεϊκή. Σου θυμίζει το εν δυνάμει του ανθρώπου, το τι μπορεί να κάνει ο καθένας μας όχι στην καθημερινότητά του, αλλά στην υπέρβασή του. Τα αυτιά μας καλοπερνούν. Τα μάτια μας επίσης. Αφή, δόξα τω θεώ. Γεύση, δεν σου λέω τίποτα. Η μόνη αίσθηση που αδικείται στις μέρες μας είναι η όσφρηση. Οι πόλεις είναι φτιαγμένες έτσι ώστε να κάνουμε τη δουλειά μας, δεν βγαίνει κανείς έξω για τις μυρωδιές…
Πώς σας κάνει να αισθάνεστε το γεγονός ότι τα CD του Σαββόπουλου, που υποθέτω πως αγαπήσατε στα νιάτα σας, δίνονται από μια εφημερίδα;
Κοίταξε, η τέχνη του τραγουδιού ξεκινάει από την ιδέα –πρώτα είναι η ιδέα. Υστερα βρίσκεις τον τρόπο με τον οποίο θα εκφράσεις αυτήν την ιδέα, την παντρεύεις με μια μουσική από έρωτα και όχι από συνοικέσιο. Και στο τέλος έρχεται το mastering, η τελευταία φάση της ηχοληψίας. Ολα αυτά είναι τέχνη. Τα υπόλοιπα υπάγονται στους νόμους του εμπορίου. Ε, λοιπόν, στο εμπόριο δεν έχω ακούσει ποτέ να συμβαίνουν καλλιτεχνικά πράγματα. Το να γράψεις ένα τραγούδι είναι έργο –το να το παρουσιάσεις είναι πάρεργο. Ακόμα και οι συνεργασίες ή οι εμφανίσεις γίνονται με τους κανόνες του εμπορίου.
Μιας και είπατε για εμφανίσεις: στα live σας βλέπω πάντα με ηλεκτρική κιθάρα, πράγμα σπάνιο για καλλιτέχνες της ηλικίας σας. Πώς κι έτσι;
Ναι, έχω μια κόκκινη ηλεκτρική, η οποία έχει έρθει από Αμερική χωρίς θήκη και μάλιστα σε ένα σημείο είναι ραγισμένη! Ανέκαθεν έπαιζα με ηλεκτρική, ακόμα και στα λαϊκά μαγαζιά. Κάποτε πήρα και μια δωδεκάχορδη ακουστική, ήθελε όμως κούρδισμα μετά από κάθε τραγούδι. Πέρασαν καμιά δεκαπενταριά κιθάρες από τα χέρια μου, αλλά μόνο μία ήταν η καλύτερη του κόσμου: μια Gibson Les Paul Custom, την οποία αργότερα πούλησα για να αγοράσω μηχανήματα ηχοληψίας. Μελέτησα έναν μήνα, διάστημα πολύ μεγάλο για ’μένα. Μάλιστα, για να μη βγαίνω έξω τότε, κουρεύτηκα γουλί. Σύντομα όμως συνειδητοποίησα πως δεν υπήρχε περίπτωση να φύγω στο εξωτερικό και πως στην Ελλάδα δεν υπήρχε λόγος να μάθεις να παίζεις άψογα. Λυπάμαι τον καλύτερο κιθαρίστα της Ελλάδας για το πού παίζει αυτήν τη στιγμή. Πραγματικά, πονάει η ψυχή μου όταν σκέφτομαι πόσο απλά και μαζεμένα είναι υποχρεωμένος να παίζει.
Δεν μου είπατε όμως, εσείς πώς φύγατε από τα μαγαζιά και γίνατε τραγουδοποιός;
Απορώ πώς κράτησε τόσα χρόνια… Με βόλευε γιατί γύριζα την Ελλάδα αλλά κάποια στιγμή χόρτασα και είπα, αφού ασχολούμαι τόσα χρόνια, ας γράψω κι εγώ κάτι. Η ευκαιρία δόθηκε όταν έκανα τη γκαλερί. Άλλα πράγματα ζούσαμε τότε και άλλα ακούγαμε στα τραγούδια. Απορούσα ποιους ανθρώπους εξέφραζαν και έβλεπα κάποια πράγματα να συμβαίνουν στα οποία δεν αναφερόταν κανείς. Κάποια στιγμή άκουσα λοιπόν τον Λουκιανό να λέει «όλοι μου οι φίλοι παντρευτήκανε/γίνανε ρεζίλι γι’ αυτό κρυφτήκανε». Λέω εδώ κάτι συμβαίνει... Υστερα άκουσα τον Γερμανό, είχαν αρχίσει ήδη βέβαια ο Σαββόπουλος, ο Πουλικάκος, ο Σιδηρόπουλος, ο Άσημος… Το ότι σκάσαμε πολλοί καλλιτέχνες μαζί στα μέσα της δεκαετίας του 1980 έκανε πολλούς να νομίζουν ότι ήμασταν συννενοημένοι. Δεν ήξερε όμως κανένας κανέναν, απλά αισθάνθηκαμε ένα κενό στη μουσική. Τότε λέγανε ότι όλο αυτό θα ξεχαστεί μέσα σε μια πενταετία, αλλά να που κρατάει 30 χρόνια...
Πάντως σπουδάια τραγούδια με ελληνικό στίχο σαν αυτά που γράφονταν τότε σήμερα βγαίνουν ελάχιστα…
Μα όλα όσα ζήσαμε τα τελευταία χρόνια ήταν μια φούσκα. Ένα πράγμα χαλαρό, χλιδάτο αλλά και υποτονικό. Είμαι σίγουρος ότι σιγά-σιγά οργανώνονται κάποια θηρία σε γειτονιές, τα οποία θα βγουν και θα πουν τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Εγώ έχω μια κόρη 23 ετών. Καλύτερη νεολαία δεν έχουν δει τα μάτια μου. Μπορεί να σαστίζουν με αυτά που γίνονται, αλλά με τη βοήθεια κάποιων παλαβών σαν τον υποφαινόμενο, θα φτάσουν στο σημείο να εκφράσουν την άποψή τους όσο τους αξίζει.
Νέο άλμπουμ θα βγάλετε;
Έχω αυτόν εδώ τον χώρο που είναι ερασιτεχνικό-επαγγελματικός και δεν μπαίνει κανένας μέσα. Πειραματίζομαι με τον ήχο. Με ενδιαφέρουν οι μεγάλοι χώροι, θέλω δηλαδή να βλέπω τον μουσικό που παίζει δίπλα μου, γιατί εδώ στην Ελλάδα είναι ο ένας πάνω στον άλλον. Τώρα για καινούργια τραγούδια, προσέχω πάρα πολύ, λέω όχι αυτό και όχι εκείνο, για να μη γράψω καμιά μπαρμπουτσάλα. Δεν είμαι σε θέση να κάτσω δυο μήνες και να γράψω δέκα τραγούδια, γιατί θα ακυρωθούν από τα γεγονότα. Είναι λίγο επιθεωρησιακού ύφους αυτά που μου βγαίνουν, ενώ εγώ θέλω κάτι και για χτες και για τώρα και για αύριο.