Ως όχι και τόσο γνωστόν, το Reworks –πέραν του αμιγώς μουσικού του μέρους– προσφέρει βήμα εξερεύνησης των κοινών περιοχών μεταξύ ήχου και εικαστικής τέχνης. Λίγο λοιπόν πριν την έναρξη της σχετικής έκθεσης στη Βίλκα της Θεσσαλονίκης, ο Παναγιώτης Βορριάς, νέος εικαστικός ο οποίος ανοίγεται και προς το πέλαγος του ήχου, μας εισάγει στα «πώς» και στα «γιατί» του έργου που πρόκειται να παρουσιάσει στα πλαίσια του φεστιβάλ…
Πριν πιάσουμε τις λεπτομέρειες, τι λες να μας «σκετσάρεις» μια γενική ιδέα του έργου που πρόκειται να παρουσιάσεις στο Reworks;
Το έργο Ηχοτοπίο Φυτειά αποτελεί μέρος ενός συνολικότερου project, η έρευνα του οποίου έχει ξεκινήσει πριν από περίπου ενάμισι χρόνο. Αποτελεί προσπάθεια να χτίσω εικαστικά έναν τρόπο προσέγγισης και πρόσληψης ενός υπαρκτού τόπου και κυρίως της δράσης-πρακτικής των ανθρώπων μιας μικρής γειτονιάς, που συντροφεύει τις ζωές τους μέσα στο πέρας του χρόνου. Πρόκειται για μία επιδαπέδια εγκατάσταση, η οποία συνδυάζει ηχητικά αλλά και κατασκευαστικά οπτικά μοτίβα.
Στη Μεσσηνία τις λένε σαΐτες, αλλού τις ξέρουν ως χαλκούνια. Περί τίνος πρόκειται και πώς προέκυψε το προσωπικό σου ενδιαφέρον για το συγκεκριμένο έθιμο;
Πρόκειται για το έθιμο μικρών ομάδων ανθρώπων («μπουλούκια») που κρατούν στα χέρια τους αυτοσχέδιους σωλήνες κατασκευασμένους με ειδική επεξεργασία μπαρουτιού. Με έντονο το στοιχείο των σωματικών κινήσεων («το ζεϊμπέκικο της φωτιάς», όπως χαρακτηριστικά λέγεται) πλησιάζουν ο ένας τον άλλον και εκτοξεύουν από τα ίδια τους τα χέρια ένα σύμπλεγμα φωτιάς, καπνού και, πάνω απ’ όλα, εκκωφαντικού θορύβου. Πέρα από τη «γοητεία» που πάντα μου ασκούσαν οι σαΐτες, βρήκα, σε ένα συμβολικό-φαντασιακό επίπεδο (δηλαδή στον χώρο της τέχνης), ένα πρόσφορο έδαφος να μιλήσω για καθολικά, κοινωνικά ζητήματα μέσα από ένα καθαρά τοπικό δρώμενο.
Σε ενδιαφέρει η διασύνδεση του λαϊκού με την αίθουσα Τέχνης, της συλλογικότητας –καλή ώρα του σαϊτοπόλεμου– με την ατομική έκφραση; Πάνε μαζί αυτά;
Βεβαίως, ναι. Η ατομική έκφραση είναι αναπόσπαστη από την τέχνη και η τέχνη με τη σειρά της εκτίθεται, δηλαδή κοινοποιείται, από το ατομικό στο κοινωνικό. Η προσωπική έκφραση που δεν καταφέρνει κάποια στιγμή να επικοινωνήσει με τους υπολοίπους (λίγους ή πολλούς) μάλλον δεν βρίσκει τον χαρακτήρα της. Όμως παρατηρείται το εξής παράδοξο : ένα έργο δύναται να είναι τόσο ερμητικά προσωπικό, ώστε να αγγίζει το καθολικό. Επίσης μπορεί θεματικά να αναφέρεται ξεκάθαρα στο κοινωνικό σύνολο και παρ’ όλα αυτά να μην αγγίξει κανέναν. Μόνο το ίδιο το έργο μπορεί κάθε φορά να μας δώσει επαρκείς απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα. Ένα στοιχείο της έρευνάς μου ήταν πώς μπορώ μέσα από μία μινιμαλιστική πρακτική (η οποία διέπει τη δουλειά μου) να αφηγηθώ μια δράση με ανθρωπολογικές και κοινωνικές προεκτάσεις, που συνομιλεί με ένα κομμάτι της ελληνικής λαϊκής παράδοσης.
Πόσο σημαντικός είναι ο ήχος για το έργο και με ποιον τρόπο; Η προσωπική μου εμπειρία απ' το έθιμο λέει πως φτάνουν στιγμές με τόσο καπνό τριγύρω που η μόνη πραγματικότητα είναι ο θόρυβος. Και η μυρωδιά απ' το μπαρούτι... Σκέφτηκες να βάλεις στο κόλπο της κατασκευής σου και τη μυρωδιά;
Ο ήχος αποτελεί ένα αναπόσπαστο δομικό στοιχείο του έργου. Ο συγκεκριμένος ήχος, ως μέσο μετάδοσης εμπειρίας, δεν μπορεί να είναι αναγνωρίσιμος ως προς την αναφορά του (δηλαδή τις σαΐτες) από τον θεατή. Προσπάθησα όμως να του προσδώσω –μέσα από τα εγγενή ακουστικά στοιχεία– αυτό που θα λέγαμε πολυσημία και ανοιχτότητα ως προς την απόδοση νοημάτων, που μπορεί να διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο. Ο ήχος δηλαδή δεν προτείνεται για να περιγράψει π.χ. το πώς ηχούν οι σαΐτες, αλλά ως μία συνθήκη που πρέπει να ξεπεράσει την αρχική της αναφορά, να κερδίσει την αυτονομία της, να μπορεί να σταθεί «για αυτό που είναι». Κάποιες φορές μια αίσθησή μας μπορεί να είναι τόσο πλήρης, ώστε να αρκεί από μόνη της για να συμπληρωθούν και οι υπόλοιπες. Υπό αυτήν την έννοια, μέσα δηλαδή από την πρακτική της αφαίρεσης, θεώρησα ότι τα ηχητικά και οπτικά στοιχεία του έργου επαρκούν ως προς τη μετάδοση μιας εμπειρίας.
Το έργο παίζει με παραπάνω από μία αισθήσεις. Με την όραση, την ακοή, αν θέλεις εν δυνάμει και με την αφή –δεδομένου πως πρόκειται για κατασκευή που ο επισκέπτης ανακαλύπτει επί τόπου. Γιατί επέλεξες αυτήν τη «συνολική» προσέγγιση αντί για κάποια πιο παραδοσιακή;
Τις περισσότερες φορές ο τρόπος προσέγγισης αλλά και οι επιλογές για κάθε έργο προκύπτουν μέσα από την έρευνα και τον πειραματισμό, δηλαδή μέσα από τη δουλειά. Τουλάχιστον αυτό συμβαίνει σε μένα. Η ίδια η «τελετουργία» της δουλειάς είναι που μου ξεκαθαρίζει τις τελικές επιλογές και, μετά από αρκετά σκαμπανεβάσματα, είμαι σε θέση να πω ότι «έτσι είναι» και «με αυτόν τον τρόπο» και δεν μπορεί να είναι αλλιώς για μένα.
Τι είδους δυσκολίες κρύβει ένα τέτοιο εγχείρημα; Φαντάζομαι ότι η εξίσωση γίνεται αυτομάτως πιο απαιτητική όταν πρέπει να επεξεργαστείς ταυτόχρονα (και σε σχέση μεταξύ τους), την εικόνα, τον ήχο, τελοσπάντων σχεδόν όλες τις εκφάνσεις του χώρου.
Δεν θα έλεγα απαραίτητα ότι η δυσκολία μεγαλώνει λόγω της συνύπαρξης του οπτικού, του ηχητικού ή και του απτικού στοιχείου. Και μιας που η συνύπαρξη αυτή περνά μέσα από το τεχνολογικό στοιχείο, θεωρώ πως η τεχνολογία προσφέρει «έδαφος», προσφέρει δηλαδή νέους τρόπους αλλά και νέα μέσα για έκφραση και επικοινωνία. Θα πρόσθετα αντίθετα ότι στις μέρες μας είναι ίσως πολύ πιο δύσκολο κανείς να ζωγραφίζει, καθώς πρέπει να βρει λόγο και απαντήσεις για το πώς μπορεί κανείς να ζωγραφίσει με νόημα στο σήμερα.
Κοινό υπάρχει; Ή μάλλον πόσο τυχαίος είναι ο μικρός αριθμός του; Πέραν της προβολής, της ενημέρωσης, της παιδείας (παντού κολλάει μια παιδεία) υπάρχουν εμπόδια στην προσέγγιση τέτοιων έργων;
Αρχικά, οι εικαστικές τέχνες, από την ίδια τους τη «φύση», ποτέ δεν μπόρεσαν να έχουν μαζική απήχηση στον βαθμό που μπορεί να τα καταφέρει για παράδειγμα η μουσική. Και αν εξετάσουμε τον ελληνικό χώρο, είναι αλήθεια πως θα δούμε ότι δεν προσφέρονται και πάρα πολλές δυνατότητες να δούμε και να επικοινωνήσουμε με τέτοιου είδους έργα τέχνης. Τέλος, τα ίδια τα έργα παρουσιάζουν μία επιπλέον δυσκολία στην προσέγγισή τους, αφού πολλά εξ αυτών «απαιτούν» από τον θεατή προβληματισμό, γνώση και διάδραση.