Όσοι κυκλοφορείτε τους τελευταίους μήνες στο κέντρο της πόλης, είναι σχεδόν βέβαιο ότι σε κάποιο πεζόδρομο ή μικρό μπαρ θα έχετε πετύχει live τον Γιώργη Χριστοδούλου και τις καινούργιες του μουσικές. Αυτή τη φορά είναι γεμάτες με ισπανικά τραγούδια που μιλάνε για τη Βαρκελώνη με μικρές πινελιές από Παρίσι. Σαν γνήσιος flaneur, κατά τη διάρκεια κάποιας περιπλάνησής του στην πόλη έπεσε και επάνω μας, οπότε κι εμείς βρήκαμε ευκαιρία να τα πούμε λίγο μαζί του, με αφορμή τόσο το νέο του άλμπουμ, όσο και την επικείμενη συναυλία του –στο Black Duck, την ερχόμενη Δευτέρα 19 Σεπτέμβρη…
Πώς προέκυψε αυτό το μουσικό ταξίδι από την Ελλάδα στην Ισπανία και από εκεί στη Γαλλία; Ήταν προγραμματισμένο ή έγινε ξαφνικά;
Δεν ξεκίνησα με την πρόθεση να κάνω δίσκο. Ξεκίνησα να μαθαίνω ισπανικά. Αγάπησα τη γλώσσα, την έμαθα καλά και κάποια στιγμή άρχισα να συλλαμβάνω τον εαυτό μου να σκέφτεται στα ισπανικά, πράγμα όχι πολύ εύκολο. Στα αγγλικά να φανταστείς πρώτα σκέφτομαι στα ελληνικά και μετά μεταφράζω, πράγμα που συμβαίνει με γλώσσες που δεν είναι στην καθημερινότητά σου. Αντίθετα, τα ισπανικά αποτέλεσαν από κάποια στιγμή και μετά κομμάτι της καθημερινότητάς μου. Άρχισα έτσι να κάνω χιούμορ στα ισπανικά, να μην ξεχωρίζω μιλώντας με Ισπανούς ότι είμαι Έλληνας, να καταλαβαίνω τις διαφορές στη ντοπιολαλιά, τον τρόπο που σκέφτονται, την τρέλα τους. Κάποια στιγμή στις συναυλίες, τραγουδώντας τραγούδια Ισπανών καλλιτεχνών, μου δημιουργήθηκε η ανάγκη να εκφραστώ μέσα από αυτήν τη γλώσσα σαν να ήταν η μητρική μου. Πλέον νιώθω άνετα με τα ισπανικά, όπως άνετα νιώθω και στις πόλεις αυτές.
…τα γαλλικά;
Πρέπει να ομολογήσω ότι δεν τα μιλάω πολύ καλά. Είναι ένα άγχος μου, αλλά είναι κι ένας ήχος ο οποίος μου αρέσει, ενώ μου ταίριαζαν και στον δίσκο. Ουσιαστικά υπάρχουν δύο καινούργια γαλλικά τραγούδια και μία διασκευή. Η διασκευή μου ταίριαζε γιατί το Flaneur* αποτελεί ένα αφιέρωμα στη Βαρκελώνη και στους δρόμους, τα καφέ, τις πλατείες και τα σοκάκια της. Και, με αφορμή τη Βαρκελώνη, ένα αφιέρωμα σε όλες τις κοσμοπολίτικες μητροπόλεις του κόσμου και στους ήχους τους, είτε τους πιο θορυβώδεις, είτε τους πιο εσωτερικούς. Επίσης μου κόλλησε η γαλλική γλώσσα, γιατί οι Καταλανοί έχουνε μεγάλους δεσμούς με τη Γαλλία και η Βαρκελώνη είναι έτσι πολύ γαλλική πόλη –είναι η λιγότερο ισπανική πόλη. Το χαρακτηριστικό αυτό έχει να κάνει από τη δόμηση και τον αέρα των κτιρίων μέχρι τη νοοτροπία των ανθρώπων, οπότε κάπου εκεί προέκυψε η σύνδεση των δύο πολιτισμών.
Ακούγοντας το Flaneur*, δείχνεις να απέκτησες μια βιωματική σχέση με αυτές τις κουλτούρες σαν ένας πραγματικός περιπατητής και όχι επισκέπτης, ισχύει;
Η πρόθεσή μου, από την αρχή, ήταν να πάρω απόσταση από ό,τι αποκαλούμε «τουριστικό». Δεν ήθελα ο δίσκος να είναι μια καρτ ποστάλ, γιατί υπάρχει αυτή η παγίδα σε ανάλογες περιπτώσεις. Μπορεί η μεγάλη αγάπη και ο ενθουσιασμός για ένα μέρος να σε οδηγήσει σε κάτι τουριστικό, σε έναν καθρέφτη, σε κάτι ιλουστρασιόν. Εγώ δεν ήθελα να αποτυπωθεί αυτή η πλευρά της πόλης. Με ενδιέφερε να αποτυπωθεί το κομμάτι που εμένα μου πάει καλύτερα. Κι επειδή πάντα με γοητεύουν ακόμα και οι υποβαθμισμένες γειτονιές, προσπάθησα να βγάλω και αυτήν την πλευρά, για να φτάσω όσο μπορώ στην ουσία του πράγματος: την ατμόσφαιρα και τη γεύση που σου αφήνει μια πόλη χωρίς να μένεις στα αξιοθέατά της. Γιατί ένας flaneur δεν είναι τουρίστας που κοιτάει τα αξιοθέατα μιας πόλης φωτογραφικά. Πρέπει να πιάσει την ατμόσφαιρά της, τις φευγαλέες σκηνές των δρόμων, τα πρόσωπα των ανθρώπων. Αυτά είναι στην ουσία και τα πιο διαχρονικά, από ένα κτίριο, μια κατοικία ή ένα μουσείο.
Αν και είναι πολύ της μόδας το αγγλόφωνο τραγούδι, εσύ προτίμησες το ισπανικό και το γαλλικό. Δεν φοβήθηκες το ρίσκο;
Δεν θα μπορούσα να ηχογραφήσω στα αγγλικά γιατί δεν νιώθω να σκέφτομαι στα αγγλικά. Είναι αυτό που σου έλεγα, στα ισπανικά μπορώ να σκεφτώ, δεν μεταφράζω, σκέφτομαι κατευθείαν στα ισπανικά, ακούω στα ισπανικά, και αυτό είναι το σημαντικό –γιατί έτσι μπορεί να είναι άμεση η επαφή μου με τους στίχους και τα τραγούδια. Αντίθετα, πολλά αγγλόφωνα γκρουπ μου αφήνουν την αίσθηση ότι δεν νιώθουν τη γλώσσα, γι’ αυτό μου φαίνεται ότι κάπου σκαλώνει το πράγμα και δεν ρέει σωστά. Δεν αρκεί μόνο να μιμείσαι τον ήχο, χρειάζεται να σκέφτεσαι με αυτόν τον τρόπο. Κι όταν δεν βρίσκεται μέσα στην καθημερινότητά σου υπάρχει πρόβλημα. Το Flaneur* φτιάχτηκε εκεί και δοκιμάστηκε εκεί. Αυτό αν θέλεις με απελευθέρωσε κιόλας από την όποια αγωνία θα μου προκαλούσε μια ελληνική κυκλοφορία (σ.σ..: το άλμπουμ κυκλοφόρησε πρώτα στην Ισπανία και μετά βρήκε διανομή στην Ελλάδα), στο επίπεδο της ραδιοφωνικής και εμπορικής επιτυχίας.
Μίλησε μας για το πιο τεχνικό κομμάτι της ηχογράφησης. Πώς έγινε π.χ. η γνωριμία με τους συνεργάτες σου, που οι περισσότεροι είναι Ισπανοί;
Τους βρήκα, τους περισσότερους, από το MySpace. Ήταν βέβαια άνθρωποι τους οποίους ήδη γνώριζα κατά κάποιον τρόπο, μέσα από τη δουλειά τους. Όχι πολύ γνωστοί, αλλά με μια αξιόλογη πορεία στον «alternative» χώρο και με μια αναγνωρισιμότητα. Πρέπει να ομολογήσω ότι βοήθησε και η τύχη! Λόγου χάρη, δεν με παρέπεμψε κανένας σε μάνατζερ ή σε δισκογραφική εταιρεία –ενώ όλοι έχουν– έδειξαν αμέσως προθυμία να συνεργαστούν μαζί μου. Ακούσανε δικά μου πράγματα στα ελληνικά, τους έστειλα κάποια ντέμο στα ισπανικά και αρχίσαμε σιγά-σιγά να δουλεύουμε χωρίς βιασύνη. Η όλη διαδικασία κράτησε δύο χρόνια και το άλμπουμ ηχογραφήθηκε μισό στην Ελλάδα μισό στη Βαρκελώνη.
Με αφορμή τη μουσική και μιας κι έχεις ζήσει αρκετό καιρό στη Βαρκελώνη, ποιες διαφορές θα έβρισκες στην κουλτούρα των δύο χωρών;
Ο τρόπος σκέψης είναι διαφορετικός. Και στην Ισπανία υπάρχουν δυσκολίες, βλέπεις όμως ότι υπάρχει και μεγάλη κινητικότητα και δημιουργικότητα. Οι άνθρωποι είναι πιο διαθέσιμοι, πολύ πιο έτοιμοι να σκεφτούνε με φαντασία, και συνεπώς γίνονται πράγματα. Από τη άλλη το όλο πράγμα είναι διαφορετικό. Οι συναυλίες, είτε μικρές είτε μεγάλες, στήνονται με άλλη λογική, με διαφορετικό εισιτήριο, χωρίς τραπέζια, μόνο με όρθιους, με μικρότερη διάρκεια –μέχρι μιάμιση ώρα. Όταν πηγαίνεις και πληρώνεις ένα μικρό αντίτιμο της τάξης των 3-4 ευρώ και είσαι όρθιος, δεν μιλάς να λες τα νέα της εβδομάδας με τον φίλο σου, αλλά παρακολουθείς. Και σου αρκεί η μία-μιάμιση ώρα διάρκειας. Δεν υπάρχει τα κακό ελληνικό συνήθειο ότι ο τραγουδιστής είναι ένα jukebox το οποίο πρέπει να παίζει 3 ώρες και επιπλέον να παίζει αυτό που θες εσύ. Υπάρχει μεγαλύτερος σεβασμός.
Στην Ελλάδα είναι και πιο έντονο το στοιχείο της εκτόνωσης…
Ακριβώς!
Εσύ αποφάσισες, εδώ και κάποιους μήνες, να επικοινωνήσεις το Flaneur* σε μικρά μπαρ και πεζοδρόμους. Είναι θέμα ευρύτερης αισθητικής ή πιστεύεις ότι ταιριάζει στο συγκεκριμένο υλικό;
Νομίζω ότι ταιριάζει περισσότερο στη συγκεκριμένη δουλειά, η οποία έχει να κάνει με τους χώρους αυτούς όπου συναντιέσαι για να ανταλλάξεις λέξεις με άλλους ανθρώπους, κάτι πολύ όμορφο. Επίσης, ο δίσκος αυτός έχει ήχους του δρόμου και των καφέ. Δύσκολα θα λειτουργούσε λοιπόν σε άλλους χώρους. Μ’ αρέσει ο ήχος του να μπερδεύεται με τον θόρυβο που κάνουν τα πιατάκια πίσω από τη μπάρα σε ένα καφέ ή με τους ήχους του δρόμου. Ενδεχομένως κάποια από αυτά τα τραγούδια να μπορούν να ακουστούν –στην Ισπανία έχει γίνει– σε κάποιους ιδιαίτερους χώρους, όπως π.χ. εκκλησίες. Θα ήθελα να το κάνω και στην Ελλάδα αυτό κάποια στιγμή, είναι δύσκολο, αλλά πιστεύω ότι θα το καταφέρω.
Έχεις δηλώσει ότι όσο μιλάμε για την κρίση τόσο την διογκώνουμε…
Ναι, τρέφουμε λίγο τον εγωισμό της. Είναι ένα σκυλάκι, που το ταΐζεις συνέχεια και αυτό όλο και μεγαλώνει και στο τέλος σε τρώει αυτό. Έχω μια θεωρία ότι όσο πιο πολύ μιλάμε για κάτι, τόσο το βρίσκουμε μπροστά μας.
Ναι αλλά, από την άλλη, δεν μπορείς να αμφισβητήσεις ότι σε τέτοιες συνθήκες η τέχνη ενδεχομένως μοιάζει πολυτέλεια…
Από εμάς εξαρτάται κι αυτό. Ακόμα και στην Αφρική, σε μέρη όπου ζούνε πάρα πολύ δύσκολα, υπάρχει μουσική. Και τώρα μπορούμε να συνεχίσουμε να παράγουμε και να μετέχουμε της τέχνης με διάφορους τρόπους. Πρέπει όλοι να βάλουν νερό στο κρασί τους, να μειωθούν το κόστος και οι τιμές, να γίνονται συνδυαστικά πράγματα, να υπάρξει μεγαλύτερη ευρηματικότητα.
Επειδή σου αρέσει να κάνεις διαφορετικά πράγματα –θυμίζω τα άλμπουμ Δες Το Κι Αλλιώς και Eurorevisions– θα ήθελα να σε ρωτήσω τι είναι αυτό που συνδέει, στη δικιά σου αισθητική, το “Τυχερό Μου Αστέρι” του Κ Βήτα με το “Όλα Τα Λεφτά” της Άννας Βίσση, δύο τραγούδια που τα έχεις αμφότερα διασκευάσει στο παρελθόν…
Δεν τα συνδέει τίποτα, παρά η επιθυμία μου να εξερευνήσω πώς μπορεί να γίνει διαφορετικό ένα πολύ ωραίο τραγούδι με το οποίο δεν είχε ασχοληθεί, τότε, σχεδόν κανένας μαζί του και –αντίστροφα– πώς ένα «καμένο» τραγούδι που το ξέρανε όλοι, μπορεί να αποκτήσει ένα ενδιαφέρον, να ακουστεί διαφορετικά, με φαντασία και χιούμορ, μέχρι κι ενός σημείου αντίδρασης για κάτι που ήταν αναπόφευκτα μες τη ζωή μας τότε, αλλά χωρίς διάθεση κανιβαλισμού. Γιατί κι αυτό είναι μία παγίδα, το να κοροϊδεύεις και να το κάνεις παρωδία. Κάτι τέτοιο δεν με αφορά. Μου αρέσει το χιούμορ, αλλά όχι η χοντράδα.
Μιας και έχεις παρουσιάσει το Flaneur* αρκετές φορές, πώς βλέπεις την αποδοχή;
Είναι πολύ ωραία να βλέπεις τον κόσμο να ενθουσιάζεται με στίχους ισπανικούς, αλλά κι εγώ λέω πάντα την ιστορία που συνοδεύει το τραγούδι, γιατί θέλω να καταλαβαίνουν οι ακροατές μου τι λέει περίπου το τραγούδι.
Θα σκεφτόσουν αυτό το ταξίδι να συνεχιστεί στις χώρες αυτές (Ισπανία-Γαλλία);
Έχω κανονίσει το φθινόπωρο, μαζί με το promo του άλμπουμ, live και στην Ισπανία και στη Γαλλία, αλλά μετά και στην Αργεντινή!
Τελικά ο Γιώργης Χριστοδούλου, πόσο flaneur αισθάνεται;
Επειδή είμαι ένας τύπος που περπατάω πολύ μες την πόλη, παρατηρώ, αφαιρούμαι, ταξιδεύω νοητικά με αφορμή όσα βλέπω, ήμουν ένας τύπος flaneur χωρίς να το ξέρω, πριν μάθω τον όρο. Φυσικά αυτό προϋποθέτει όρεξη, υπομονή, άπλετο χρόνο για χάσιμο και φυσικά όχι στόχο!