Τέτοια λαϊκή φωνή, είχαμε να απολαύσουμε χρόνια. Με αποχρώσεις που παραπέμπουν στις σπουδαίες μέρες αυτού του ήχου, με θαυμάσιες ερμηνείες σε τραγούδια των οποίων οι πρώτες εκτελέσεις έχουν συχνά νικήσει τους επίδοξους διασκευαστές και με μια αίσθηση ότι το στοίχημά της δεν εξαντλείται σε μία ακόμα αναβίωση. Η Ντένια Κουρούση μας κέρασε καφέ και μας ξετύλιξε όλο το κουβάρι της πορείας της προς το ντεμπούτο της, Τι Παράξενη Κοπέλα. Στη διαδρομή, μιλήσαμε και για το τι φταίει στο λαϊκό τραγούδι του σήμερα και δεν πάει καλά, για το Νησί, για τη γιαγιά της που ήθελε να γίνει τραγουδίστρια, για τη Μαρίκα Νίνου αλλά και για τις πρόσφατες κοινωνικο-πολιτικές εξελίξεις. Για όσους θα ήθελαν να δουν τις δυνατότητές της από πρώτο χέρι, την ερχόμενη Τετάρτη 13/7 η Ντένια Κουρούση θα βρίσκεται στο Μουσείο Λαϊκών Οργάνων στην Πλάκα, παρέα με τους Ανέμου Ώτα...
Ας αρχίσουμε από τα βασικά: πόσο παράξενη κοπέλα είναι η Ντένια Κουρούση;
Πάρα πολύ παράξενη! Όχι με κάποια έννοια ιδιορρυθμίας, αλλά ως προς το ότι δεν συνάδω με την εποχή μου και με το πού κινείται ο περισσότερος κόσμος.
Είσαι κοπέλα μιας άλλης εποχής;
Ναι. Όπως μου λένε συχνά και οι φίλοι που με ξέρουν καλά, είμαι μια κοπέλα από τα παλιά, της παλιάς σχολής. Μπορεί να είμαι δυναμική, ακολουθώ όμως τους παλιούς κανόνες –όχι μόνο στο τραγούδι, μα γενικότερα και στη ζωή μου. Είμαι μια παραδοσιακή γυναίκα.
Γι’ αυτό άρα προσανατολίστηκες και προς αυτόν τον ήχο στο άλμπουμ; Γιατί είναι ο ήχος μιας συγκεκριμένης εποχής...
Το ρεμπέτικο, όπως και το σμυρνέικο, με έχουν χαράξει. Όχι γιατί μεγάλωσα με τέτοιο ρεπερτόριο, το αντίθετο –στο σπίτι στη Ρόδο δεν ακούγαμε αυτήν τη μουσική. Ωστόσο, με το που ξεκίνησα να τραγουδάω, ήταν αυτός ο ήχος κι αυτά τα τραγούδια που ένιωσα να με σημαδεύουν.
Σπίτι δηλαδή τι μουσική ακούγατε;
Αν εξαιρέσεις τη γιαγιά μου, η οποία ήθελε κι εκείνη να γίνει τραγουδίστρια και άκουγε αρκετά Μούτση και Μπέλλου, ακούγαμε αρκετή τζαζ και γενικότερα ξένο ρεπερτόριο. Εγώ εντωμεταξύ ήθελα από μικρή να τραγουδάω κι έτσι εντάχθηκα στην Παιδική-Νεανική Χορωδία Δήμου ρόδου, με μαέστρο τον Γιώργο Σακελλαρίδη. Εκεί πάλι το ρεπερτόριό μας ήταν κυρίως κλασικό.
Τα κατάφερε αλήθεια η γιαγιά σου, έγινε τραγουδίστρια;
Όχι, η γιαγιά δεν τα κατάφερε. Μόνο στις παρέες και στα γλέντια τραγουδούσε!
Από γεννησιμιού σου όμως δεν είσαι Ροδίτισσα, σωστά;
Σωστά, γεννήθηκα στον Πειραιά. Αλλά οι γονείς μου χώρισαν όταν ήμουν μόλις 40 ημερών, οπότε ακολούθησα τη μητέρα μου, η οποία επέστρεψε στον τόπο καταγωγής της, στην Πάρο. Εκεί άνοιξε κάποια τουριστικά μαγαζιά, όταν όμως γνώρισε τον επόμενό της άντρα φύγαμε για τη Ρόδο. Εκεί πια έμεινα ως και πριν 6 χρόνια, οπότε αισθάνομαι και λίγο Ροδίτισσα –εκεί άλλωστε ξεκίνησα και να τραγουδάω, στο Καφέ Σαντάν.
Πόσο εύκολο το βρήκες μετά να μετακομίσεις στην Αθήνα;
Ίσως ακούγεται ρομαντικό και χαζό, όμως ήθελα πολύ να κυνηγήσω το όνειρό μου και να μπορέσω να γνωρίσω όσους ανθρώπους θεωρούσα άξιους και άκουγα μέχρι τότε μόνο στα ραδιόφωνα ή σε CD. Η προσαρμογή ήταν πράγματι δύσκολη, υπερίσχυσε όμως το πόσο σίγουρη ήμουν για την επιλογή μου. Το αγαπώ το τραγούδι και με ενδιαφέρει πολύ η εξέλιξή μου.
Ισχύει επομένως ότι η Αθήνα είναι μονόδρομος για όποιον έχει όνειρα για μια καριέρα στο τραγούδι ή και γενικότερα στη μουσική;
Παρ’ όλο που η επαρχία έχει νομίζω πολλά ταλέντα, δυστυχώς, αν δεν έρθεις στην Αθήνα, δεν μπορείς να κάνεις κάτι. Στην Αθήνα κινούνται όλα και είναι πολύ σημαντικός ο ανταγωνισμός που υπάρχει εδώ –στο πλαίσιό του μπορείς να βελτιωθείς, να έρθεις σε επαφή με νέα ρεπερτόρια, να γνωρίσεις ανθρώπους. Καλώς η κακώς –κακώς βέβαια, αν θες τη γνώμη μου– πρέπει να είσαι εδώ αν θες να προχωρήσεις.
Το πήραν καλά οι δικοί σου που αποφάσισες να γίνεις τραγουδίστρια;
Στην αρχή όχι, γι’ αυτό και πρωτοτραγούδησα στα κρυφά! Ο πατέρας μου δεν το ήθελε κι έτσι στην πρώτη μου συμμετοχή –το 1995, σε έναν δίσκο του Ανδρέα Κουμπαρούλη– εμφανίστηκα ως Διονυσία Λεοντή! Δεν το ξέρουν πολλοί...
Και στον πρώτο σου δίσκο, πώς έφτασες τελικά; Γιατί βρίσκεσαι αρκετά χρόνια στα μαγαζιά...
Δίσταζα τόσο καιρό να κάνω κάτι, λίγο γιατί δεν έβρισκα τις κατάλληλες προϋποθέσεις, λίγο γιατί δεν υπήρχαν τα λεφτά, λίγο γιατί είμαι τελειομανής και ήθελα ό,τι κάνω να βρίσκεται πολύ κοντά σε ό,τι ονειρευόμουνα... Τελικά με στρίμωξε μια μέρα του προηγούμενου καλοκαιριού ο Γιάννης Σακελλαράκης –ερασιτέχνης μπουζουξής και πολύ φίλος μου– μαζί με τον Δημήτρη Κοντογιάννη, οι οποίοι με πήραν τηλέφωνο και μου ανακοίνωσαν ότι είχαν ξεκινήσει τον δίσκο μου! Έτσι αναγκάστηκα να μπω στη διαδικασία.
Το ρεπερτόριο ποιος το επέλεξε;
Το μεγαλύτερο μέρος των τραγουδιών του δίσκου ήταν επιλογή του Σακελλαράκη. Εγώ διάλεξα τον “Σαν Βγαίνει Ο Χότζας Στο Τζαμί” και το “Τι Παράξενη Κοπέλα”.
Και πώς σου προέκυψε το Νησί; Πρέπει να βοήθησε σημαντικά τον δίσκο, υποθέτω...
Το Νησί ήταν μια ευτυχής συγκυρία. Την ιδέα για το τραγούδι την είχε ο καλός μου φίλος ο Αλέξανδρος Καραμαλίκης, αρχίσαμε να ηχογραφούμε το “Είσ’ Εσύ Ο Άνθρωπός Μου” τον Αύγουστο και τον Οκτώβρη μας προέκυψε το ενδιαφέρον από το Νησί. Ασφαλώς και με βοήθησε η επιτυχία του σίριαλ. Εγώ βέβαια δεν το έβλεπα παρά σποραδικά, γιατί τέτοιες ώρες δούλευα.
Σε τρόμαξε καθόλου το ότι ο πρώτος σου δίσκος αποτελείται αποκλειστικά από διασκευές;
Όχι, δεν με τρόμαξε αυτό. Πιστεύω αρκετά στον εαυτό μου και στην αισθητική μου, όπως βέβαια και στους συνεργάτες μου. Με τρόμαξε όμως το αν θα μπορούσα να υποστηρίξω έναν προσωπικό δίσκο και να τον τρέξω με συνέπεια. Δεν ήξερα αν είμαι έτοιμη να μπω στο επίκεντρο κάποιας δημοσιότητας.
Έχεις ξεκινήσει ηχογραφήσεις για κάποιον καινούργιο δίσκο;
Ηχογραφήσεις δεν έχω ξεκινήσει, ωστόσο κάτι ψήνεται... Καινούργια τραγούδια ενός παλιού δημιουργού! Με ενδιαφέρει να λέω νέο ρεπερτόριο, για να φαίνεται και η φωνή μου. Γιατί ξέρεις, όσο βασίζεσαι σε παλιά, πατάς αναγκαστικά στους δρόμους που έχουν χαράξει οι μεγάλοι ερμηνευτές πριν από σένα.
Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, συμπέρανα ότι πρέπει να αγαπάς ιδιαίτερα τη Μαρίκα Νίνου...
Η Νίνου είναι για μένα η δασκάλα μου. Κι ας μην το έμαθε ποτέ. Σ’ αυτήν πάτησα, αυτήν μελέτησα –τη χροιά της, τις καταλήξεις της, τη γενικότερη έκφρασή της. Ωστόσο στον δίσκο προσπάθησα, πέρα από τον σεβασμό στις πρώτες εκτελέσεις, να είμαι και ο εαυτός μου.
Το λαϊκό τραγούδι του σήμερα πώς το βλέπεις; Συμφωνείς πως δεν πατάει καλά;
Ναι, δεν πατάει καλά. Γιατί πλέον γνώμονας και κύριο μέλημα είναι αποκλειστικά το κέρδος. Λίγοι ασχολούνται με το τι θα μείνει στον χρόνο, ακόμα και άνθρωποι με ταλέντο ενδιαφέρονται πρωτίστως για το άμεσο όφελος. Δεν λείπει το ταλέντο, ούτε και οι καλές φωνές στον χώρο που συνήθως λέμε «σκυλάδικα» –το θέμα είναι τι επιλογές κάνουν. Στη σύνθεση νομίζω πάντως ότι εντοπίζεται περισσότερο το πρόβλημα. Δεν έχουμε συνθέτες. Ή κι αν έχουμε, δεν τους βοηθά το σύστημα να βγουν μπροστά και να αποκτήσουν μια θέση στην επικαιρότητα. Ίσως χρειάζεται γενικά να πατήσουμε λίγο φρένο σαν κοινωνία, να βάλουμε ξανά τα πράγματα σε μια σωστή σειρά. Και τότε θα διακρίνουμε καθαρότερα τους αξιόλογους ανθρώπους γύρω μας.
Παρακολουθείς τις πολιτικο-κοινωνικές εξελίξεις;
Τις παρακολουθώ και μου αρέσει πολύ αυτό που γίνεται στο Σύνταγμα. Βρίσκω καταπληκτικό το να ενώνονται οι άνθρωποι πέρα από κόμματα, να μιλάνε με βάση τα κοινά τους σημεία και όχι όσα τους χωρίζουν. Έτσι θα βρούμε ένα όραμα για κάτι καλύτερο. Παρ’ όλο που είμαι χρόνια στην αριστερή πλευρά των πραγμάτων –είμαι Κομμουνίστρια– πιστεύω ότι ο παράγοντας κόμμα δεν λειτουργεί πια. Είμαστε νομίζω έτοιμοι για κάτι καινούργιο.