Στην Κοιλιά Του Κήτους τιτλοφορείται η νέα δουλειά των Mode Plagal, που μετά από πολλά χρόνια επιστρέφουν στη δισκογραφία με δικό τους υλικό, ξαναπιάνοντας το νήμα που ενώνει την τζαζ με την ελληνική παράδοση. Με αφορμή το καινούργιο άλμπουμ και λίγο πριν διαβούν το πέτρινο κατώφλι του tAF (την ερχόμενη Τετάρτη, 9 Μαρτίου), ο Θοδωρής Ρέλλος ανέλαβε να μας λύσει κάποιες απορίες…
Το γεγονός ότι είχατε σχεδόν μια δεκαετία να παρουσιάσετε δίσκο με δικό σας, καινούργιο, υλικό, οφείλεται στο ότι προσπαθήσατε να τελειοποιήσετε όσα ακούμε στην Κοιλιά Του Κήτους; Ή βιώσατε και κάποιο δημιουργικό τέλμα;
Τίποτα απ’ όλα αυτά. Ήταν απλά θέμα προτεραιοτήτων, κοινού χρόνου και προγραμματισμού, ζητήματα που μέσα σε μια ομάδα δεν είναι τόσο απλά. Tην περασμένη δεκαετία υπήρξε έντονη δραστηριότητα του συγκροτήματος, με συνεργασίες που άλλες δημοσιεύτηκαν (του Βοσπόρου Το Πέρα το 2003 και η Κάθοδος Των Σαλτιμπάγκων το 2008) και άλλες όχι –όπως λ.χ. επτά τρίωρες live ηχογραφήσεις με γνωστούς τραγουδιστές και τραγουδοποιούς από τον Σταυρό Του Νότου (2005) κι ένα Mode Plagal live το 2006. Ίσως γιατί περίμεναν πρώτα την έκδοση του εν λόγω CD.
Τι διαφορετικό θα ακούσει κανείς στην Κοιλιά Του Κήτους, σε σχέση με τους προκατόχους της; Έχετε κι εσείς οι ίδιοι ξεφύγει από την αρίθμηση, που συνηθίζατε στους προηγούμενους δίσκους, δίνοντας έναν άκρως ενδιαφέροντα τίτλο…
Ο καθένας απ’ το γκρουπ έφερε πρωτότυπες συνθέσεις, τις οποίες δουλέψαμε όλοι μαζί στο στούντιο. Αυτό αποτέλεσε και το concept της Κοιλιάς Του Κήτους, σε αντίθεση με το παρελθόν, όπου το υλικό ήταν γνώριμο (θέματα από την παράδοση) και δουλεμένο στις live εμφανίσεις μας.
Επικρατούν διάφορες απόψεις σχετικά με τις μπάντες που επιλέγουν να συμπεριλαμβάνουν διασκευές στους δίσκους τους. Τι απαντάτε σ’ εκείνους που υποστηρίζουν ότι αυτού του είδους οι μουσικοί δεν έχουν ουσιαστική επαφή με τη δημιουργία;
Οι περισσότεροι από τους μουσικούς τους οποίους θαυμάσαμε και συνεχίζουμε να θαυμάζουμε (Jimi Hendrix, Charlie Parker, John Coltrane, Τάσος Χαλκιάς κ.α.) έκαναν εξαιρετικές διασκευές. Με την έννοια ότι έδωσαν μια τέτοια διάσταση στα κομμάτια με τα οποία καταπιάστηκαν, ώστε σε αρκετές περιπτώσεις ήταν αυτά που τους καθιέρωσαν και τους έκαναν διάσημους.
Έχετε κινηθεί αρκετά στο εξωτερικό, τόσο σε δισκογραφικό, όσο και σε συναυλιακό επίπεδο. Τι εμπειρίες έχετε αποκομίσει από τις εμφανίσεις σας πέραν των συνόρων; Σκεφτήκατε ποτέ να «μεταναστεύσετε», δελεασμένοι από τις συνθήκες εκεί;
Δεν έχουμε αρκετή πείρα και αυτή η λίγη έχει να κάνει με παρασκήνια συναυλιών και λόμπι ξενοδοχείων. Πάντα οι σχέσεις με το εξωτερικό, αν και επιθυμητές, ήταν δύσκολες και οικονομικά ασύμφορες –εννοώ και από τις δύο πλευρές. Μας έγιναν στο παρελθόν κάποιες προτάσεις (μια εξάμηνη περιοδεία σε μικρά κλαμπ των Η.Π.Α.) τις οποίες απορρίψαμε, νομίζοντας ότι τα πράγματα θα είναι πάντα έτσι. Αυτές οι ευκαιρίες δεν ξέρω, παρουσιάζονται πολλές φορές; Ξέρετε μεγαλώνουμε... Σήμερα είναι παντού δύσκολα και αν ήταν να μεταναστεύαμε θα το κάναμε για άλλους λόγους, όχι μουσικούς.
Αρκετοί καλλιτέχνες, προσκολλημένοι στο παρελθόν, σηκώνουν τείχη απέναντι στις δισκογραφικές δουλειές νεότερων συναδέλφων, με τη δικαιολογία ότι η μουσική έχει πια κορεστεί. Ποια είναι η άποψή σας επί του θέματος; Παρακολουθείτε τις εξελίξεις ή σας προσδίδει μια «σιγουριά» η διέξοδος της παραδοσιακής μουσικής;
Αισθανόμαστε το ίδιο μετέωροι με όλους τους συναδέλφους μας, περισσότερο πεπειραμένους η όχι, στην προσπάθεια να δώσουμε νόημα στη μουσική και στην ίδια τη ζωή μας, αγωνιώντας ποιο θα είναι το επόμενό μας βήμα.
Θεωρείτε ότι έχετε φέρει την jazz πιο κοντά στην παραδοσιακή μουσική και ενδεχομένως σε ακροατές που δεν θα την άκουγαν ποτέ διαφορετικά; Ή στόχος σας είναι ο «εκμοντερνισμός» των ήχων που έχουμε σχεδόν στερεοτυπικά καταγεγραμμένους στον νου μας; Ποια ήταν, ας πούμε, η βάση σας;
Αν υπήρχε στο ξεκίνημα των Mode Plagal ένας σκοπός για το ότι χρησιμοποιήθηκε υλικό από την ελληνική παράδοση, είχε να κάνει με το πώς το υλικό αυτό θα μπορούσε να σταθεί μέσα σε ένα πρόγραμμα σύγχρονης, ροκ ή τζαζ μουσικής. Πώς δηλαδή θα αναπτύσσονταν οι μοναδικοί ρυθμοί της ευρύτερης περιοχής μας, σε σχέση με εκείνους της αφροαμερικάνικης παράδοσης. Πώς θα μπορούσε τελικά αυτή η μουσική να ανοίξει, να σχετιστεί, να αποτελέσει μια γλώσσα, να επικοινωνήσει με κοινό και μουσικούς από άλλες παραδόσεις. Αυτό έπρεπε να γίνει έστω και με πλάγιο τρόπο, δηλαδή με προσαρμοστικότητα στις ανάγκες και στις απαιτήσεις των καιρών.
Όλο και περισσότεροι καλλιτέχνες επιλέγουν να αναμειγνύουν διαφορετικά είδη μουσικής, καταργώντας τις ταμπέλες. Αρκετοί δε από αυτούς, κινούνται και στα δικά σας χνάρια. Πώς νιώθετε σαν «πρωτομάστορες» του είδους;
Αυτό πια δεν μας λέει τίποτε! Εξάλλου κι εμείς από κάπου επηρεαστήκαμε. Στην εποχή μας δεν μπορεί να υπάρξει μια οικουμενική γλώσσα. Υπάρχει αρκετή μοναξιά στην καλλιτεχνική δραστηριότητα. Ο καθένας, καλώς η κακώς, κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα. Και, όπως είπα, δίνει νόημα στην τέχνη του με οτιδήποτε τρόπο.
Απέχετε συνειδητά από τα Μ.Μ.Ε. και κυρίως από την τηλεόραση. Όσο κι αν δεν συμπαθείτε ένα μέσο, δεν νομίζετε ότι μέσα από αυτό θα μπορούσατε να δώσετε τη μουσική σας και σε κόσμο ο οποίος, πιθανόν, να μην έχει την ευχέρεια να σας βρει με κάποιον άλλο τρόπο;
Δεν θα είχαμε καμία τύχη στην τηλεόραση. Ή στις ελάχιστες μουσικές εκπομπές οι οποίες υποκύπτουν, εντέλει, στην εκλεπτυσμένη μορφή μαζοχισμού των τηλεθεατών τους –και εκεί όντως στηρίζεται η επιτυχία τους. Και να αυτοπυρποληθεί κάποιος μπροστά στη κάμερα μιας τέτοιας εκπομπής, το κοινό θα συνεχίσει, έχω την εντύπωση, να χειροκροτεί και να γελάει βλακωδώς.
Ήσασταν πρόσφατα στο tAF για την παρουσίαση του δίσκου. Θα σας δούμε κάπου αλλού τον επόμενο καιρό;
Τετάρτη στις 9 Μαρτίου και πάλι στο tΑF!