Με ομοτράπεζο τον πολυπράγμονα και χειμαρρώδη drummer των Film Κώστα Μπόρση (πρώτος από δεξία στην κάτωθι φωτογραφία), μια κουβέντα με αφετηρία την κυκλοφορία του σκανδιναβικού τους 7" με την τραγουδίστρια των Rokkurro και κατάληξη τη φιλόδοξη συναυλία στο Gagarin –αυτή την Παρασκευή 21 Ιανουαρίου– δύναται να εκτροχιαστεί σε ενδιαφέρουσες ατραπούς: από μετεωρολογικούς αντίποδες και την καταγωγή του rock 'n roll, έως τον Νότη Σφακιανάκη και τα μονοψήφιων θαμώνων live στις εσχατιές της επικράτειας!Τις τελευταίες ημέρες στριφογυρίζει στα ακουστικά μου ο τελευταίος δίσκος των Rokkurro, ο οποίος στα δικά μου ώτα συνιστά ένα από τα πιο περιπετειώδη και υποδόρια άλμπουμ που (δεν) άκουσα το 2010. Δυο σχετιζόμενα ερωτήματα: (α) ηχητική συγγένεια-αποκλίσεις και (β) τυχόν συνέργιες –πλέον του 7" single "Harmur Fuglsins"– που μπορεί να ανακύψουν στο μέλλον.
Συγγράφουμε το "Harmur Fuglsins" με τους Rokkurro με αφορμή τη συμμετοχή μας στο Iceland Airwaves, και στο φεστιβάλ το τραγουδάει η Hildur μαζί με την Etten. Οπότε, κατά μια έννοια, και έχουμε γνωριστεί και έχουμε προβάρει μαζί. Σε δεύτερο επίπεδο, η συνεργασία μας επεκτείνεται λόγω της εν Ελλάδι αντιπροσώπευσής των Rokkurro από την Inner Ear. Η συγγένεια έγκειται στη λατρεία που τρέφουμε για τη σκανδιναβική σκηνή, γι’ αυτό δηλαδή το ηχόχρωμα το οποίο, πρωτοεπίπεδα, περιγράφει καιρικά φαινόμενα. Εμείς, βέβαια, προερχόμενοι από έναν μετεωρολογικό αντίποδα, ήρθαμε αντιμέτωποι με μια πρόκληση: δυο χώρες εκ διαμέτρου αντίθετες στο κλίμα τους, που όμως υφίστανται εξαιρετικά δύσκολες καταστάσεις, όσον αφορά στην οικονομία τους αλλά και στο πώς συμπεριφέρθηκαν οι τράπεζες. Θεωρώ ότι είναι τόσες πολλές οι αντιθέσεις και η ομοιότητες, ώστε γίνονται ικανές να συνθέσουν μια πολύ ενδιαφέρουσα σχέση.
Σε συνέχεια της προηγούμενης ερώτησης, καταθέστε συγκινήσεις, εμπειρίες και πορίσματα από τη γεωγραφική-ηχητική διαδρομή Δανία (Spot Festival), Βερολίνο (Φεστιβάλ Popkomm), Ισλανδία (Ιceland Αirwaves και άλλα venues). Τώρα που η οίκοθεν εμπειρία γίνεται ολοένα και πιο ασφυκτική με τις φωνές για «μετανάστευση» να πληθαίνουν, τι σας δίδαξε η εμπειρία από τον μουσικό μικρόκοσμο του εξωτερικού;
Υπάρχουν δυο διαφορετικοί κόσμοι: μπορεί να ακούγεται ακραίο, αλλά σε έναν μεγάλο βαθμό ισχύει, χωρίς να μας ευχαριστεί κάτι τέτοιο. Καλώς είμαστε αυτοί που είμαστε, τίθεται βέβαια το ζήτημα: σε ποια κοινωνία ανήκουμε; Σε μια μικροκλίμακα, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι άλλο η Αθήνα, άλλο η Πάτρα, άλλο η Λαμία, άλλο το Ηράκλειο Κρήτης. Η ευρύτερη περιοχή είναι η ίδια· το γεγονός ότι εμείς έχουμε βολευτεί με κάποιες συνθήκες, λειτουργώντας με έναν τρόπο ο οποίος αδυνατεί να συμβαδίσει με τους Ευρωπαίους, είναι μια άλλη, ανεξάντλητη συζήτηση. Για να απαντήσω όμως πιο άμεσα στην ερώτηση, εδώ έγκειται το σκέλος του εντυπωσιασμού, της ανάσας που παίρνεις. Ποιο είναι αυτό; Το αυτονόητο κομμάτι της οργάνωσης. Η εδώ εννοούμενη ως πολυτέλεια εκεί αποτελεί τη βάση συνεννόησης για 2-3 απλά πράγματα. Δεν ισχύει ό,τι πιστεύουν πολλοί, πως έξω πέφτουν τα «τρελά λεφτά», ούτε ότι πραγματοποιείται ένας χαμός επενδύσεων: ούτε και στις χώρες για τις οποίες μιλάμε αυτού του είδους η μουσική θεωρείται mainstream. Κατά κοινή ομολογία, σε αυτές τις χώρες εξακολουθούν να έχουν βαθιά ριζωμένο το αμερικάνικο στίγμα, λόγω σοβαρής και μεθοδικής δουλειάς στο marketing. Η αμερικανιά, με όλη την τρασίλα που βγάζει, ραντίζει όλη την Ευρώπη. Μολαταύτα, είναι πιο ευρεία η έξωθεν γκάμα ηχοχρωμάτων και μουσικών σχημάτων.
Είναι χαρακτηριστική η μουσική παιδεία που οι περισσότεροι λαμβάνουν, είτε από το σχολείο είτε από την οικογένειά τους, ενώ η αντίληψη τους για την ίδια τη μουσική είναι επίσης τελείως διαφορετική. Δεν παραλείπουν, ακόμα, να κυνηγάνε τις συναυλίες με τον ίδιο τρόπο –είτε λαμβάνουν χώρα στο κλαμπάκι της γειτονιάς τους είτε στα μεγάλα στάδια. Σε καμία από τις χώρες που ανέφερες δεν είδα ένα venue άδειο· ο δε κόσμος, μη γνωρίζοντας, στις πλείστες των περιπτώσεων, όσους έμελλε να παίξουν δεν διακατεχόταν από καμία προδιάθεση πέρα από το «πάω εκεί, γιατί γουστάρω συναυλία». Σε έναν μεγάλο βαθμό, στη διασκέδασή τους έχουν εντάξει και την έννοια της ψυχαγωγίας, ενώ πολλές φορές εμείς συγχέουμε αυτές τις δυο διακριτές έννοιες, θεωρώντας, για παράδειγμα, ως ψυχαγωγία τα τραγούδια του Νότη Σφακιανάκη! Δεν επιθυμώ να ακουστεί κάτι ρατσιστικό, ουδέν πρόβλημα έχω με το mainstream της Ελλάδας, θεωρώντας ότι καλώς υπάρχει αυτό σε κάθε χώρα. Όπως όμως υπάρχει χώρος για το mainstream, θα πρέπει να υπάρχει χώρος και για άλλα είδη, να μην πνίγει το ένα τον χώρο αναπνοής του άλλου. Για να το θέσω και συμβολικά, ο ένας χώρος καταβροχθίζει τα πάντα, έχει φτάσει αισίως τα 200 κιλά, μην χωρώντας σε οποιαδήποτε καρέκλα. Ενώ ο άλλος φυτοζωεί ως ασκητής, αδυνατώντας, αν και ευέλικτος, να βρει επαρκές πεδίο έκφρασης. Σημαντική παρατήρηση: τα τελευταία 5-6 χρόνια παρατηρείται εμφανής και σημαντική στροφή σε χώρους οι οποίοι φιλοξενούν διαφορετικά πράγματα. Συνεπάγεται, λοιπόν, το ότι αλλαγές συμβαίνουν, με τη γνωστή βέβαια δεκαετή καθυστέρηση.
Στεγάζεστε σε μια εταιρεία η οποία, εκτός από εξαιρετικό –εσχάτως και ελληνόφωνο– roster, κυνηγά την αψεγάδιαστη παραγωγή και το βέλτιστο packaging: με λίγα λόγια, οι ενέργειές της εμφορούνται από την αρχή του επαγγελματισμού. Δοθέντος ότι ελάχιστα ντόπια σχήματα δύνανται να βιοποριστούν αποκλειστικά από τη μουσική, πώς διαπερνά ο καλώς εννοούμενος τεχνοκρατισμός τις δικές σας δραστηριότητες;
Χαίρομαι που το διαπιστώνεις, όντως έχουμε μια «μανία», η οποία ενίοτε καταντά υπερβολική! Ωστόσο, από την αρχή των Film δεν γνωρίζουμε άλλο τρόπο λειτουργίας. Αν δεν προσπαθήσουμε πραγματικά, φοβόμαστε ότι μπορεί να προκύψει κάτι έως και κωμικό. Σκεφτόμαστε τη μουσική συνολικά ως μια παράσταση, κάτι που έχει πολλές παραμέτρους. Εξ’ ενάρξεως, χτίζουμε τα τραγούδια μας με τη λογική του live: πώς θα σταθεί ηχητικά, φωτιστικά, αισθητικά. Αυτή η σπουδή μας δίνει έναν μπούσουλα για όλα. Δεν επιθυμούμε να μπλεκόμαστε στα πόδια των ανθρώπων που συνεργάζονται μαζί μας (παραγωγός, εταιρεία κ.α.). Προσωπικά, εγώ δεν είμαι παρών στις μίξεις. Αυτά οφείλονται κυρίως σε μια αρχική σπαρτιάτικη εκπαίδευση που λάβαμε από τους Μανόλη Αγγελάκη και Στάθη Ιωάννου –με τους οποίους συνεργαστήκαμε στα δυο πρώτα άλμπουμ. Πάντα το ρίσκο επιλογής συνεργατών επιβαρύνει εμάς, τους οποίους και στηρίζουμε από το Α ως το Ω. Στο όραμα του παραγωγού ουδέποτε επεμβαίνουμε· ό,τι είναι να συζητήσουμε το συζητάμε μέχρι την ηχογράφηση των κομματιών. Από ένα σημείο και έπειτα, δεν θεωρούμε ότι περαιτέρω επέμβασή μας θα είναι για καλό. Περαιτέρω ιδέες μπορούν να εφαρμοστούν στο live ή σε κάποιον νέο δίσκο. Αυτός ο τρόπος λειτουργίας προτιμήθηκε και προστατεύθηκε και από την Inner Ear, με σκοπό πάντα την υψηλότερη ποιότητα του υλικού που θα βγει προς τα έξω. H Inner Ear δουλεύει πολύ συστηματικά, γι' αυτό και επιλέγουν πράγματα στα οποία πιστεύουν πραγματικά. Δυστυχώς, τα έσοδα από αυτό που κάνουμε οριακά το συντηρούν ώστε να μπορείς να το συνεχίσεις, χωρίς να υποπέσεις σε εκπτώσεις.
Ο ηχητικός πλουραλισμός και η γενικότερη κατεύθυνση του Persona εξέπληξαν ευχάριστα, εποικοδομώντας την αίσθηση που είχαμε αρκετοί πως οι Film δεν συνιστούν άλλο ένα αγγλόφωνο σχήμα του σωρού. Τι μεσολάβησε στις μεταξύ σας σχέσεις καθώς και στην κατ’ ιδίαν σας σχέση με τη μουσική, από την προηγούμενη δισκογραφική σας παρουσία;
Ανάμεσα στις δύο δουλειές υπάρχει ειδοποιός διαφορά: το Angel Β βρίσκεται πλησιέστερα σε βρετανικές επιρροές, ενώ το Persona σκανδιναβοαμερικανοφέρνει. Στο δε Angel B πραγματοποιήσαμε 3-4 μεγάλες περιοδείες ανά την επικράτεια, σε κάθε μια εκ των οποίων δώσαμε 25-30 συναυλίες. Η μπάντα πάντα είχε έναν χαρακτήρα κινηματογραφικό, τα άλμπουμ μας διέπονται από την αίσθηση μια ιστορίας με αρχή, μέση και τέλος. Για να αντιληφθείς έτσι τη μουσική μας, πρέπει να ακούσεις το σύνολο του έργου, όχι μεμονωμένα tracks. Από το Persona –πέρα από το γεγονός ότι δεν ηχογραφήθηκε από τη βασική σύνθεση της μπάντας (απουσία Etten)– προέκυψε ένα διαφορετικό αποτέλεσμα, προϊόν μια πιο ψύχραιμης και ώριμης σκέψης. Προσπαθήσαμε να αποβάλλουμε τις εμμονές μας, οικοδομώντας τραγούδια πιο άμεσα και πιο απλά στον πυρήνα τους. Βέβαια, οι συνθέσεις τους ήταν ακόμα πιο περίπλοκες, απόρροια της δουλειάς με τον παραγωγό Χρήστο Λαϊνά, η συμβολή του οποίου προσέδωσε μια πιο μαξιμαλιστική αισθητική, έναν πιο παχύρρευστο και ογκώδη ήχο. Εδώ θα την πω την αμαρτία μου: αν στον δίσκο συμμετείχε και η Etten, το αποτέλεσμα θα βρισκόταν πιο κοντά σε αυτό που είχαμε στο μυαλό μας, θα έβγαινε κάτι πολύ πιο δυναμικό. Με φρέσκιες τις πρόβες για το επερχόμενο live, στα κομμάτια έχει εισπνεύσει νέα πνοή.
Το θαυμάσιο Last Chance remix του Δημήτρη Παπασπυρόπουλου στο "Alarm", εκτός από την αυταξία του, έδωσε και έξτρα airplay στους Film, μέσω της συμμετοχής του σε σχετικό compilation. Πώς προσεγγίζετε αυτή τη διαδικασία; Υπάρχουν σχέδια για κάποιο νέο remix;
Όντως, το συγκεκριμένο εξαιρετικό remix οδήγησε το αρχικό κομμάτι σε άλλους δρόμους, τόσο αισθητικά όσο και από άποψη airplay. Remixes έχουν επίσης γίνει στο “Berlin” και στο “Harmur Fuglsins”. Ενώ σαφέστατα μας αρέσουν τέτοιες προσπάθειες, υπάρχουν αντίστοιχες προσεγγίσεις οι οποίες έχουν πέσει στην παγίδα του άνευ λόγου και ουσίας χορευτικού.
Με αφορμή την επάνοδο της Etten στα φωνητικά, πώς επηρεάζουν την επικοινωνία του μουσικού σας στίγματος οι εναλλαγές στη θέση της τραγουδίστριας;
Αυτές οι αλλαγές αφορούν συνεργασίες οι οποίες έλαβαν χώρα την περίοδο του Persona, όταν δοκιμάζαμε στα live να πειραματιστούμε με διάφορες συνεργασίες, προσωπικότητες, ήχους. Σε αυτό έπαιξε καταλυτικό ρόλο το ίδιο το άλμπουμ, όντας πιο πολυσυλλεκτικό κι αποπνέοντας την αίσθηση ενός σεναρίου με ρόλους. Κατά έναν τρόπο, τέτοιες εναλλαγές μας «εκπαίδευσαν», τόσο στις διεργασίες των προβών όσο και σε αυτές των καθαυτών μουσικών ακροάσεων.
Αυτό το τμήμα της συνέντευξης θα μπορούσε να τιτλοφορείται ως «Τι θέλει να πει ο ποιητής;». Σχολιάστε τα κάτωθι αποσπάσματα από στίχους δικών σας τραγουδιών:
(α) I feel like dining with Hitchcock every time that we fuck (“Stop Stop”, Angel B)
Εδώ θα ήταν πιο εύστοχο να σου απαντήσει ο ίδιος ο στιχουργός (Δημήτρης Μπόρσης), ο οποίος μετουσίωσε την πρωτογενή του σκέψη σε λόγο! Γνωρίζοντας τον βέβαια 35 χρόνια και μοιραζόμενοι στην πορεία κοινά βιώματα και αντιλήψεις, μπορώ να σου πω τα εξής: υπάρχει μια κριτική στις συναισθηματικές αντιφάσεις σε μια περίοδο που θα μπορούσαν τα πράγματα να ήταν απλά και ξεκάθαρα, ενώ στο φινάλε δεν είναι.
(β) ... and since your body's still not touched/you are a bunch of cold mechanical parts (“UR1 Robot”, Angel B)
Χμ, αυτό είναι της Ελένης. Θυμάμαι μια κουβέντα που είχαμε σε ένα διάλειμμα των ηχογραφήσεων, με την Etten να μου λέει πως από στοιχεία αδιόρατα στην κίνηση και στη συμπεριφορά των ανθρώπων παρατηρούμε μια τυποποίηση, η οποία θεωρείται ότι προσδίδει μια «ασφάλεια». Ξέρεις, το πρόβατο μόνο του πάει χαμένο, στην αγέλη έχει μια κάποια πιθανότητα επιβίωσης. Το σώμα μας, και κατ' επέκταση την ίδια μας τη ζωή, δεν το ορίζει κανείς παρά εμείς –δεν είμαστε μαριονέτες, φέρουμε ακέραιες όσες ευθύνες απορρέουν από τις συνέπειες των επιλογών μας. Ο στίχος είναι ξεκάθαρα ειρωνικός.
(γ) I hope next time love will come like twins/so I can have my share (“Beast”, Persona)
Πολύ πιο άμεσος στίχος σε σχέση με το πρώτο απόσπασμα. Από το πρωί έως το βράδυ με ευκολία ξεστομίζουμε φράσεις όπως «σ' αγαπώ» και «με αγαπάς». Στην ουσία του, όμως, συμβαίνει στην πραγματικότητα; Ο στίχος, διαμέσου της κατάθεσης μια επιθυμίας, θέτει ένα ερώτημα.
Ο Rous, σε μια συνέντευξή του στο Avopolis, είχε δηλώσει: «Είναι το μοναδικό πράγμα που δεν μπορώ να δεχτώ από την αγγλόφωνη σκηνή, αυτή την αποστροφή προς τον ελληνικό στίχο». Ποια είναι η θέση των Film; Θεωρείτε ότι στο ευρύτερο μουσικό ιδίωμα όπου κινείστε θα μπορούσε να μπολιαστεί ελληνικός στίχος;
Συμφωνώ με την παραπάνω άποψη, όσο και διαφωνώ! Δικαιολογώ σε μεγάλο ποσοστό την αποστροφή, όχι σε ιδεολογικό μα σε αισθητικό επίπεδο. Ιδεολογικά έχω τις ενστάσεις μου, οι οποίες συνιστούν μια τεράστια συζήτηση. Μπορώ όμως να σου καταθέσω τα πιστεύω μου σχετικά με τη θεώρηση της αγγλόφωνης σκηνής ως μη αξιοπρόσεχτης, για λόγους γλωσσικούς και μόνο. Αυτό είναι ένα γνώρισμα που απαντάται μόνο σε 2-3 χώρες. Από όσα ταξίδια έχουμε κάνει, σχήματα σε συναφές και μη μουσικό είδος χρησιμοποιούν εν πολλοίς την αγγλική γλώσσα. Αυτό δεν αποτελεί κάποιο είδος φασισμού της αγγλικής γλώσσας έναντι στις υπόλοιπες· το rock 'n’ roll δεν είναι προσωπική ιδιοκτησία των Αμερικάνων και στη μουσική τίποτα δεν ανήκει σε κανένα. Αν έχεις τοποθετήσει κάποια εργαλεία στον πάγκο, μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τον οιοδήποτε κάνει την ίδια δουλειά με εσένα. Η δε αποστροφή εδράζεται στο αταίριαστο σχήμα στίχου και μουσικής. Στην αρχή της πορείας μας, παίζοντας ως επί το πλείστον ορχηστρικά, πειραματιστήκαμε με ανδρικά φωνητικά στην ελληνική γλώσσα, τα οποία ηχούσαν παράταιρα με το ύφος και το κλίμα της μουσικής μας, αδυνατούσε να περιγραφεί καλά το ηχόχρωμά μας. Θεωρώ πως για να επικοινωνήσεις στα Ελληνικά οφείλεις να είσαι άριστος χειριστής αυτής της γλώσσας, ειδεμή καταλήγουμε σε στίχους σαν κι αυτούς που νυχθημερόν φτάνουν στα αυτιά μας. Η στιχομυθία και η μουσική παραγωγή, σε αντίθεση με τη δημοφιλή αντίληψη, δεν είναι διόλου απλή στην εφεύρεση και στη σύνθεσή της – μπορείς, για παράδειγμα, να δουλεύεις σκληρά έναν ολόκληρο μήνα και να κρατήσεις από αυτήν την προσπάθεια κάτι ελάχιστο.
Εξαιρετική ιδέα το warm up πάρτυ της επικείμενης συναυλίας στο Gagarin, όπως και η δυνατότητα που θα δοθεί σε 3 νέους Έλληνες μουσικούς χωρίς δισκογραφική παρουσία να παρουσιάσουν τη δουλειά τους στο κοινό. Πόσο και πού διαφέρει η εγχώρια συναυλιακή εμπειρία σε σχέση με την αντίστοιχη του εξωτερικού;
Διαφέρει δραματικά, καθώς, όπως προείπα, με επίκεντρο τη συναυλία ως φορέα διασκέδασης και ψυχαγωγίας δρομολογούνται πολλά πράγματα. Βέβαια, για να μην είμαστε άδικοι, στην Αθήνα έχουν αυξηθεί οι χώροι στους οποίους συμβαίνουν ενδιαφέρουσες καταστάσεις. Στην επαρχία δε, οι ευκαιρίες που δίνονται στα νέα παιδιά είναι ακόμα λιγότερες, μολονότι κι εκεί εμφανίζονται σημάδια προόδου. Συγκεκριμένα, χώροι στους οποίους πραγματοποιούνται live είναι τελείως ακατάλληλοι για συναυλίες, με τους ιδιοκτήτες να αρκούνται στη λογική της αρπαχτής, μην φροντίζοντας να θεσμοθετηθούν κάποιες ζωντανές εμφανίσεις. Όπως λοιπόν όλα τα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας ενός άλμπουμ, έτσι και το live απαιτεί συνέχεια και συνέπεια. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι τα line-up των φεστιβάλ του εξωτερικού (ειδικά στις Βαλκανικές χώρες και στην Κεντρική Ευρώπη) αποτελούνται σε ποσοστό 70-80% από εγχώρια σχήματα, την στιγμή που στην Ελλάδα ισχύει το αντίστροφο. Με την ίδια λογική λειτουργούν και τα εκεί ραδιόφωνα, περιοδικά και sites.
Κρίνοντας από την τριετή περιοδικότητα της δισκογραφικής σας παρουσίας, να αναμένουμε την κυκλοφορία του 4ου άλμπουμ των Film το 2012; Ή σχεδιάζετε κάτι για το μεσοδιάστημα;
Αυτή τη στιγμή, με το κέφι και την όρεξη που μας τριβελίζει, θα επιθυμούσα να βγει η δουλειά μας το 2011! Για πρακτικούς ωστόσο λόγους, όπως η επιμέλεια της παραγωγής και η συμμετοχή μας σε φεστιβάλ του εξωτερικού, θεωρώ πιθανότερο το 2012. Στο μεσοδιάστημα θα δώσουμε και κάποιες –ελάχιστες– συναυλίες στην Ελλάδα, όπως είναι η επερχόμενη εμφάνισή μας στο Gagarin. Η συγκεκριμένη πρόταση που μας έγινε ήταν ιδιαίτερα τιμητική, και το αποτέλεσμα που ελπίζουμε να προκύψει έχει στηθεί ολωσδιόλου διαφορετικά. Διασκευάζουμε πολλά από τα παλιά κομμάτια μας, τα οποία θα αποδοθούν με άλλο τρόπο, ενώ visuals, φωτισμοί και σκηνικά θα προδώσουν έναν άλλο χαρακτήρα στο συνολικό έργο –έτσι επιθυμούμε πια να το προσεγγίσουμε. Έχουν παρέλθει οι εποχές που παίζαμε μπροστά σε 10-20 άτομα, όπως σε ένα μαγαζί στην Κατερίνη, όπου οι θαμώνες ισούνταν με τον αριθμό του προσωπικού, το σύνολο 6 άτομα!