Ο Μανώλης Γαλιάτσος είναι, πέρα από συνθέτης, ένας άνθρωπος με τον οποίον μπορείς να συζητήσεις πολλά πράγματα. Γι’ αυτό και στην περίπτωσή του μια ανταλλαγή ερωταποκρίσεων δια της ηλεκτρονικής οδού είναι εκ φύσεως απαλλαγμένη από το στεγνό, κλινικό αποτέλεσμα που πολλές φορές προκύπτει –αντίτιμο βαρύ για την ευκολία που προσφέρει σε δημοσιογράφους και καλλιτέχνες η μέσω mail συνέντευξη. Αφορμή για την κουβέντα μας η νέα του δουλειά Άφοβοι-Έφηβοι, με την οποία δοκιμάζει τη συνθετική του γραφή σε νέα μονοπάτια, επιδιώκοντας να συνδέσει τη μουσική με το πολύ σύγχρονό μας κοινωνικό γίγνεσθαι. Από εκεί ορμώμενος, μας μιλάει, μεταξύ άλλων, για τη λογική του ως δημιουργός, για τη μουσική ως γλώσσα, για τη θέση του έναντι στις ζωντανές εμφανίσεις, αλλά και για τη μουσικοκριτική και την κατάστασή της στην Ελλάδα…
Για τα χρονικά δεδομένα της δισκογραφίας, η επιστροφή σας με τους Άφοβους-Έφηβους , μόλις έναν χρόνο ύστερα από τις Θάλασσες Των Μικρών Λάμψεων, θεωρείται γρήγορη. Όμως ποια είναι η αλήθεια του δικού σας δημιουργικού χρόνου;
H αλήθεια του δημιουργικού μου χρόνου είναι ένας μυστικός –άγνωστος και σε μένα– αριθμός, που προκύπτει από κάποιες περίεργες μαθηματικές πράξεις ανάμεσα στο ταλέντο, την ένταση, την επιθυμία, το χάζεμα, τις μεγάλες και τις μικρές ώρες, τις διατιθέμενες ποσότητες γέλιου, την ετοιμότητα, τις πάγιες και τις υπό αναθεώρησιν ιδέες, την αναβλητικότητα, τη δυσπιστία και τη βεβαιότητα, από το αν υπάρχει εκείνο το διάστημα στο γραφείο μου πενάκι Uni Pin 0.8 όπου το χέρι φεύγει πολύ πιο γρήγορα στο γράψιμο, καθώς και τα ρέστα από κάποιες λοιπές γενικές ανάγκες. Αν μου έβγαιναν πέντε δουλειές τον χρόνο, να είστε σίγουρος πως θα βλέπατε πέντε δίσκους μου κάθε χρόνο. Μην πανικοβάλλεστε όμως, στην πράξη αυτό είναι κομμάτι δύσκολο ακόμη και για μένα. Η προγραμματισμένη δισκογραφία στην οποία αναφέρεστε πάντως, ήταν αυτή που έκοβε δελτίο στην έμπνευση κι έβαζε πλάνα για τον επόμενο δίσκο του τραγουδιστή-σταρ , προσδιορίζοντας έτσι –κατ’ αποκλειστικότητα– την ύπαρξη της μουσικής ως καταναλωτικού προϊόντος. Εμένα, απ' την άλλη, μ’ ενδιαφέρει η μουσική ως αισθητικό και ευρύτερα πνευματικό προϊόν. Μπορώ να σας εγγυηθώ προσωπικώς, ότι η τελευταία αυτή άποψη είναι που θα αποδειχτεί και η ανθεκτικότερη.
Αν και η διανομή του άλμπουμ ανήκει στη Soundforge, η παραγωγή είναι ανεξάρτητη, σωστά; Πώς και δεν συνεχίσατε τη συνεργασία με την Puzzlemusik; Δεν θέλανε, δεν θέλατε;
Φοβούμαι ότι η απάντηση θα είναι αποκαρδιωτική, δημοσιογραφικά. Η αλήθεια είναι λοιπόν ότι η νομική μορφή της συγκεκριμένης εταιρείας είναι τέτοια που αδυνατεί να παράξει δίσκο του ιδίου καλλιτέχνη πριν την πάροδο δύο ημερολογιακών ετών. Οι Θάλασσες Των Μικρών Λάμψεων είχαν κυκλοφορήσει το 2009, άρα οι Άφοβοι-Έφηβοι δεν μπορούσαν να κυκλοφορήσουν πριν το 2011. Μην ξεγελιέστε εκ των αναγραφομένων επί των δίσκων, πάντως: και οι Άφοβοι-Έφηβοι και οι Θάλασσες Των Μικρών Λάμψεων και το Ημερολόγιο: Largo του 2007, είναι εξ’ ίσου ανεξάρτητες παραγωγές.
Μια ανεξάρτητη παραγωγή κρύβει και συμβιβασμούς, εκτός από τα προφανή πλεονεκτήματα; Ας πούμε, αν και είναι εντυπωσιακό το εικαστικό του Δανιήλ Γουδέλη, στο εσώφυλλο δεν αναγράφονται καν τα όργανα που ακούμε και το ποιοι τα παίζουν, ή σε ποιον ανήκει η παραγωγή και η ενορχήστρωση. Αν και εύκολα πιθανολογεί κανείς ότι οι δύο τελευταίοι τομείς σας ανήκουν, το δέον δεν θα ήταν να αναγράφονται τα στοιχεία;
Καλώς, αφού πρέπει να αποκαλύψω τις μύχιες σκέψεις μου, θα χαρείτε να σας ομολογήσω ότι, για όσα με ρωτάτε, όλα –μα όλα– διεπράχθησαν εκ μέρους μου και απολύτως συνειδητά. Είμαι ο παμψηφεί ένοχος απόλυτης συμφωνίας με τον εαυτό μου. Έκρινα λοιπόν ότι το δέον είναι η απογυμνωμένη μουσική ακρόαση –και μόνον– η αποκλειστική μουσική επικοινωνία και όχι η παράθεση στοιχείων. Στην ιδανική μουσική κοινωνία, θα σας έδινα τα ίδια ακριβώς στοιχεία επί του εσωφύλλου, μείον όμως το δελτίο τύπου. Δεν σας φαίνεται ακόμη πιο ενδιαφέρον έτσι; Διαφορετικά θα έπρεπε να γράφω κάθε τρεις και λίγο τ' όνομά μου, πράγμα που θα μου ήταν αφόρητο. Κι αυτό όχι για λόγους που οι έγκριτοι δημοσιογράφοι αναφέρουν συνήθως –με μιαν αρκετή δόση τυποποίησης– ως «ο σεμνός καλλιτέχνης», αλλά για λόγους στοιχειώδους καλού γούστου. Θα προσέξατε ίσως ότι, ακόμη και στο εξώφυλλο, το όνομά μου είναι σχεδόν αόρατο.
«Σπασμένες βιτρίνες, φλεγόμενοι κάδοι σκουπιδιών και η διαπεραστική μυρωδιά των χημικών που τρυπώνει παντού». Ζήσατε από πρώτο χέρι τα λεγόμενα νέα Δεκεμβριανά, τα οποία πυροδότησε ο προπέρσινος φόνος του Αλέξη Γρηγορόπουλου και ενέπνευσαν τους Άφοβους-Έφηβους; Ή μπήκαν στην πραγματικότητά σας διαθλασμένα από τον τηλεοπτικό φακό και την άποψη των εφημερίδων;
Δεν βλέπω τηλεόραση. Για την άποψη των εφημερίδων... Νομίζω ότι περισσότερο χρειάζεται ο Ντοστογιέφσκι. Και ο Καμί. Όχι ο Μαρσέλ, ο Αλμπέρ. Η περιοχή που διαμένω, πάντως, είναι η Πατησίων.
Γιατί διαλέξατε ένα αμιγώς μουσικό έργο ώστε να σκιαγραφήσετε την αρχή και το τέλος της νεότητας στη σύγχρονη Ελλάδα, όπως δηλώνει το δελτίο τύπου ότι στοχεύετε με τον νέο σας δίσκο; Γιατί όχι τραγούδια; Έχουν γενικά πάψει να σας ενδιαφέρουν τα τραγούδια;
Γιατί η μουσική, ως γλώσσα, διαφεύγει κάθε απόπειρας λεκτικής αντιστοίχησης και, μέσω μιας αχαρτογράφητης εκφραστικής, παραδίδει τον άνθρωπο στα ίδια τα μυστικά και άγνωστα βάθη του. «Μιλάει αυτό που δεν λέγεται και δείχνει αυτό που δεν φαίνεται». Αν συνειδητοποιούσατε ότι έχετε στα χέρια σας τέτοια πολύτιμα αινίγματα, θα τα προσπερνούσατε από τη συνήθη, κοινήν οκνηρία; Από την άλλη, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα ξανακάνω ποτέ τραγούδι. Όταν όμως συμβεί αυτό, θα είναι αφομοιωμένο σ' ένα συνολικό μουσικό περιβάλλον και θα προβάλλει ως στοιχείο της ευρύτερης μουσικής σύνθεσης. Όχι ως το, θεωρούμενον, άλφα και ωμέγα.
Συνθετικά, στους Άφοβους-Έφηβους ακολουθείτε μια διαφορετική λογική σε σύγκριση με τις Θάλασσες Των Μικρών Λάμψεων. Θέλετε να μας διευκρινήσετε τις λεπτομέρειές της;
Οι Θάλασσες Των Μικρών Λάμψεων έδιναν το προβάδισμα προς μια κατεύθυνση διαρκούς μορφολογικής ανάπτυξης, εμβάθυνσης ενδεχομένως, με τη λογική μιας αρχικής μήτρας της οποίας η κάθε γέννα γινόταν μια βασική μητρική για τη συνέχεια –η γέννα της επαναλάμβανε τη μετατροπή της σε καινούργια μητρική και ούτω καθεξής. Αυτή ήταν μια λογική που μου υπέβαλλε η ίδια η αίσθηση του εσώτερου λυρισμού του θέματος, καθώς ο λυρισμός σχετίζεται (εντός μου τουλάχιστον) με μιαν αίσθηση του απείρου. Οι Θάλασσες Των Μικρών Λάμψεων λειτουργούσαν, ας πούμε, σαν μια μουσική μπάμπουσκα. Οι Άφοβοι-Έφηβοι, αντίθετα, λόγω της φύσης του θέματός τους, με οδήγησαν εξ’ αρχής στην ανάγκη του συγκεκριμένου και με απόλυτη σαφήνεια προσδιορισμένου στόχου. Θα ήταν μέγιστο σφάλμα, για ένα τέτοιο θέμα, να μοιάζει ότι το αντιμετωπίζω με γενικότητες ή με πιθανές αοριστολογίες. Έπρεπε λοιπόν οι μουσικές αναπτύξεις να μην απομακρύνονται ολότελα –ή για πολύ– από τις βάσεις τους και να καταφέρνουν να αποτυπώνουν με ένταση τη μοναδικότητα της στιγμής τους. Αν προσέξετε, θα διαπιστώσετε ότι ακόμα και οι πιο ακραίες αλλαγές διαδραματίζονται ακαριαία και πάντα μέσα σε μια καθαρή – μουσικά και αισθητικονοηματικά– προοπτική του βασικού τους θέματος. Το σημείο όμως που με προβλημάτισε περισσότερο απ' όλα , ήταν και πάλι ο λυρισμός , ως κοινό στοιχείο που δεν μπορούσε να απουσιάζει ούτε από το Άφοβοι-Έφηβοι –νομίζω ότι υπάρχει πρωτογενώς μέσα στο θέμα τους. Το ζήτημα ήταν να τοποθετηθεί διαφοροποιημένος σε σχέση με την προηγούμενη δουλειά, απλούστατα γιατί είναι ενός άλλου περιεχομένου, ανακατεμένος με βία και ένταση. Τελικά νομίζω ότι – αν υποθέσουμε ότι τα κατάφερα– οι Άφοβοι-Έφηβοι διαθέτουν έναν δικό τους, απελπισμένης τάξης, λυρισμό.
Παρακολουθείτε την εγχώρια μουσικοκριτική; Τη θεωρείτε έτοιμη και ενημερωμένη αρκετά ώστε να αντιμετωπίσει το νέο σας άλμπουμ, με βάση την εμπειρία από τα δύο προηγούμενα αμιγώς μουσικά σας έργα;
Η μουσικοκριτική είναι συστατικό στοιχείο της συνολικής μουσικής πραγματικότητας. Άρα, ναι, οφείλω να την παρακολουθώ. Θα προτιμούσα όμως το κριτήριο της επάρκειας που θέσατε για την αντιμετώπιση (την ακρόαση, γενικότερα) του έργου μου, να μην είναι η ενημέρωση, αλλά η μουσικότητα. Η μουσικοκριτική εκφράστηκε για τις προηγούμενες δουλειές μου, στην πλειονότητά της, με τρόπο που θα χαρακτήριζα εγκωμιαστικό –με εξαίρεση κάποιες λίγες κριτικές για το προηγούμενο άλμπουμ (δύο, αν γνωρίζω καλώς), οι οποίες εκφράστηκαν με τρόπον ιδιαζόντως αρνητικό. Δεν είναι και άσχημα όμως, αν σκεφτείτε ότι –για να εισέλθουμε στιγμιαία σε μιαν άλλη τέχνη– οι ταινίες που εμένα μου αρέσουν συνήθως είναι αυτές που οι κριτικοί τους διχάζονται, από την ύψιστην εκτίμησην ως τη βαθύτατη περιφρόνηση. Παράδειγμα το Μη Αναστρέψιμος του Γκασπάρ Νοέ. Ένα γενικότερο θέμα όμως που τίθεται με τη μουσικοκριτική, είναι ότι οι άνθρωποί της συχνά τείνουν να δείχνουν μονομέρεια σε σχέση με τις μουσικές τους ορέξεις. Και, σε μια τέτοια περίπτωση, η γνώμη τους δεν μπορεί παρά να είναι εξ’ ορισμού ανάπηρη και «μη κριτική». Πράγμα που δυσχεραίνει τους πραγματικούς κριτικούς –τους οποίους λίγο ως πολύ νομίζω ότι ο χώρος γνωρίζει και αναγνωρίζει– γιατί μετατρέπει τον κλάδο συνολικά σε αναξιόπιστο. Aπ’ όσους πάντως ακούνε, δηλωμένα, μόνον ένα είδος, υπάρχουν και οι ακόμα χειρότεροι, οι οποίοι, ενώ επισήμως ακούνε «πολλά» (ως άλλοθι, κοινώς ξεκάρφωμα), κάπως γίνεται και, στο τέλος, ορέγονται, μονίμως, μόνον ένα. Και βέβαια, last but not least, η λαμπρότερη κατηγορία όλων: οι ξερολοπαρλαπιπολόγοι… Εσύ μπορεί να ξημεροβραδιάζεσαι για την τιμή της ελάχιστης μουσικής λεπτομέρειας, στη συνέχεια όμως έρχεται ένας υπερβολικά χαλαρός κύριος (λογικό αυτό γιατί όταν εσύ δούλευες αυτός μπορεί και να έλειπε για ψάρεμα), o οποίος, με δύο εξαιρετικά «περιεκτικές» αράδες, σου δίνει να καταλάβεις ότι σημασία δεν έχει ο μουσικός μόχθος, αλλά η ξερολιασμένη άνεση. Εσχάτως –και υπό το κράτος των πρόσφατων εξελίξεων (απολύσεις στον τύπο κ.λ.π.)– πρόθυμοι συνάδελφοί σας ανασηκώνουν τα μανίκια και «επεκτείνουν» τις δραστηριότητές τους, αναλαμβάνοντας χρέη θεατρολόγου και, τι να πω κι εγώ, άντε και στα εικαστικά. Καλή τύχη! Σχέδιο αυτοκάθαρσης, λοιπόν –και ας μη λείψουν απ' αυτό οι καλύτεροί σας– γιατί, σε στιγμές σαν αυτές που ζούμε, οι χώροι είτε καταβαραθρώνονται, είτε αναγεννώνται. Προτεινόμενο σύνθημα: «Γάλλοι, ακόμα μια προσπάθεια να γίνετε ελεύθεροι» (Μαρκήσιος ντε Σαντ).
Πώς θα έπρεπε να φανταστούμε τον Οστινάτο, τον κεντρικό ήρωα του έργου σας; Πώς να είναι ντυμένος; Τι μουσική να τον ευχαριστεί; Ψήφισε στις πρόσφατες δημοτικές & περιφερειακές εκλογές;
Τον φαντάζομαι πολύ ανέμελο και ταυτόχρονα συνταρακτικό, για να μπορώ να περιγράψω με γλαφυρότητα την καθημερινότητά του. Πώς θα σας φαινόταν, όμως, αν σας έλεγα ότι ακούει τα κουαρτέτα του Μπετόβεν;
Πότε και πώς τελειώνει αλήθεια η νεότητα; Είναι διαφορετικά τα μέτρα και τα σταθμά στη σύγχρονη Ελλάδα, συγκριτικά π.χ. με το κυρίαρχο μοντέλο του Δυτικού κόσμου;
Κοιτάξτε, η σύνθεση “Το Τέλος Της Νεότητας”, με την οποίαν ολοκληρώνονται οι Άφοβοι-Έφηβοι, κάνει στην πραγματικότητα μιαν αναγωγή σε τρεις ταυτόχρονες και αλληλοσυμπληρούμενες κατευθύνσεις: στο τέλος της εφηβικής, της ηλικιακής ας πούμε ή γενικότερης νεότητας, στο τέλος της νεότητας μιας ολόκληρης χώρας και, τρίτον, στο τέλος της υπαρξιακής νεότητας. Γι' αυτήν την τελευταία δεν νομίζω ότι μπορούν να υφίστανται μοντέλα και σταθμά ικανά να την προσδιορίσουν συνολικά. Έγκειται στην αντίληψη περί δημιουργικότητας εκάστου προσώπου και στο πώς «παίζει», ολισθαίνει, ανάμεσα στην πραγματική και στη φανταστική του ύπαρξη. Μια τέτοια νεότητα δεν μπορεί να έχει, όπως αντιλαμβάνεστε, ηλικιακά προσδιοριστικά. Τελειώνει μόνον γιατί θρυμματίζεται εσωτερικά.
Θα παρουσιάσετε ζωντανά το νέο σας άλμπουμ; Σας ενδιαφέρουν γενικά οι ζωντανές εμφανίσεις;
Τώρα που μου το ρωτάτε, συνειδητοποιώ ξαφνικά γιατί λέγονται ζωντανές εμφανίσεις: γιατί θέλουν να πιστοποιούν επιτακτικά την παρουσία τους σήμερα. Εμένα πάλι μ' ενδιαφέρει περισσότερο το αύριο, το μεθαύριο και το πολύ πιο μεθαύριο. Λέτε τελικά αυτό να σημαίνει ότι μου αρέσουν οι πεθαμένες, οι μεταθανάτιες εμφανίσεις; Αν κάτι τέτοιο μπορεί να συμβαίνει, ειλικρινώς, θα ήθελα να δω κι εσάς εκεί.