Μία ακόμα επιβεβαίωση της ακμαίας ηλεκτρονικής σκηνής της χώρας μας ήρθε όταν το “Snowdrops” του Chris Nemmo βρέθηκε ως ηχητικό φόντο μιας από τις πλέον επιτυχημένες παγκοσμίως σειρές των ημερών μας –του CIS. Ο Χρήστος Παναγιωτόπουλος επιστρέφει φέτος στα πράγματα με το πρότζεκτ Ναυτίλος, πηγαίνοντας κάποιες λεύγες πιο πέρα το βασισμένο στο house δημιουργικό του όραμα. Το Avopolis είχε διάφορες απορίες γι’ αυτό το ταξίδι και όλες του λύθηκαν στην παρακάτω συνέντευξη...

 

Θα ήθελες να μας εξηγήσεις σε ποιους ακριβώς λόγους οφείλεται η απουσία σου για έξι ολόκληρα χρόνια από τη δισκογραφία, έπειτα από ένα τόσο καλό ντεμπούτο σαν το Forgotten Paths;

 

Απουσία υπήρξε κυρίως από την ελληνική δισκογραφία, γιατί μέσα σε αυτά τα χρόνια κυκλοφόρησα αρκετά tracks και remixes σε εταιρείες του εξωτερικού, όπως η Proton Music, Vapourise, Whoop!, κλπ. Η αλήθεια είναι, όμως, ότι έδωσα περισσότερο βάση στις σπουδές μου και η μουσική μπήκε σε δεύτερη μοίρα, λόγω υποχρεώσεων. Στη μέση μπήκε και ο στρατός έναν χρόνο, οπότε καταλαβαίνεις... Τώρα βέβαια, τελειώνοντας, βρίσκω τον εαυτό μου πιο ήρεμο να γράψει μουσική, και έτσι λοιπόν φτάνουμε στον Ναυτίλο!


Στον οποίον παρατηρούμε μια σαφή στροφή προς το nu funk και τη disco φιλοσοφία. Ήταν τέτοια τα ακούσματά σου τα τελευταία χρόνια;

Το μοτίβο του Ναυτίλου είναι μια προσπάθειά μου να χρησιμοποιήσω funky μπασογραμμές τύπου δεκαετίας 1970 στον ήχο μου. Πιο χαρούμενα riffs, πιο disco δομές και πιο easy-going ρυθμούς! Δεν ήθελα να πιάσω πάλι τα πολλά μινόρε και –όντας λάτρης της μουσικής εκείνης της εποχής– είπα να δοκιμάσω κάτι άλλο. Δεν μου αρέσει να μένω σε ένα είδος, τη στιγμή που η τεχνολογία σου προσφέρει απίστευτα μεγάλη ελευθερία να κάνεις ό,τι θες πάνω σε ένα κομμάτι.

 

Πόσο σημαντική ήταν για την τελική εξέλιξη του Nautilus Project η συμμετοχή σε αυτό ορισμένων πραγματικά υπέροχων φωνών;

 

Άκρως απαραίτητη και σημαντική... Όχι μόνο γιατί τα παιδιά αυτά ερμήνευσαν τις συνθέσεις με το δικό τους στυλ αλλά επειδή μου έδωσαν το ερέθισμα και την έμπνευση να γράψω ακόμα περισσότερα πράγματα πάνω στη φωνή τους. Μια καλή φωνή πάντα σου δίνει ιδέες στην παραγωγή και συνεχώς θες να πειραματίζεσαι πάνω της. Για παράδειγμα, το “Half Human” με την Etten πέρασε από τρεις διαφορετικές εκδοχές μέχρι να φτάσει στην τελική που κυκλοφόρησε. Ήταν τόσες πολλές οι ιδέες, ώστε δεν μπορούσα να αποφασίσω!

Σε τι ακριβώς και κατά πόσο πιστεύεις ότι έχει βοηθήσει το τελικό αποτέλεσμα των δίσκων σου η ενασχόλησή σου με την παραγωγή και το mastering;

 

Αν δεν είχα ασχοληθεί με την παραγωγή, δεν θα έβγαζα και δίσκο. Ο ηλεκτρονικός μουσικός είναι πάνω απ’ όλα παραγωγός και ύστερα συνθέτης. Η ενασχόληση με την παραγωγή είναι λοιπόν αναγκαία για μουσικούς του είδους μου, για τον απλούστατο λόγο ό,τι πολύ λίγοι από εμάς έχουμε τα χρήματα και τον χρόνο να γράψουμε μια ιδέα και μετά να πληρώσουμε παραγωγό να μας την κάνει κομμάτι –όπως γίνεται στις πολυεθνικές. Τώρα το mastering σε βοηθάει να κατανοήσεις τι πρόκειται να κάνει ο mastering engineer στα κομμάτια σου αφού τα τελειώσεις, για να τα κάνει να ακούγονται καλά σε όλα τα ηχοσυστήματα (ή τουλάχιστον στα περισσότερα)! Μ’ αυτό τον τρόπο μπορείς να του προετοιμάσεις το έδαφος και να τον βοηθήσεις να επιτύχει τον τελικό ήχο που ζητάς.


Πώς βλέπεις την πορεία της Klik Records μέσα στα χρόνια, όντας από τους πρώτους καλλιτέχνες πίσω στο ξεκίνημά της;

 

Δεν είμαι βέβαια ο πιο κατάλληλος να εκφέρει γνώμη, μιας και χάθηκα για αρκετό διάστημα από τα μουσικά δρώμενα της Ελλάδας. Αλλά το γεγονός ότι η Klik κατάφερε να συσπειρώσει πολλά ονόματα και να παρουσιάσει πολλές αξιόλογες δουλειές στην πάροδο του χρόνου, όλοι το αναγνωρίζουν. Η δραστηριότητά της μου φαίνεται δυναμική και συνεχίζει την πολύ καλή πορεία της, με διοργανώσεις φεστιβάλ, με νέες πολύ καλές κυκλοφορίες και με μια παρουσία πολύ σημαντική στον ελληνικό χώρο.


Από τις σύγχρονες τάσεις στην ηλεκτρονική μουσική τι πιστεύεις ότι παρουσιάζει το μεγαλύτερο μουσικό ενδιαφέρον –τουλάχιστον για σένα;

Η μεγαλύτερή μου αδυναμία είναι το πάντρεμα της electronica με τον ορχηστρικό κινηματογραφικό ήχο. Πάντοτε μου άρεσε και συνεχίζει να μου κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον κάθε φορά που θα ακούσω μια καινούργια δουλειά του Harry Gregson-Williams ή των Hybrid. Για μένα η δύναμη την οποία διαθέτει αυτό το συνονθύλευμα ήχων θα δίνει για καιρό έμπνευση σε πολλούς παραγωγούς. Από την άλλη, οι σύγχρονες τάσεις δείχνουν να αλλάζουν ελαφρώς προς το καλύτερο. Η nu disco είναι από τα είδη τα οποία έδειξαν πολύ καλά σημάδια εξ’ αρχής. Το τέμπο άρχισε να πέφτει, οι δομές να γίνονται πιο γκρουβάτες και πλέον ξεφεύγεις από το κλασικό 4/4 house beat που είχαμε συνηθίσει. Εκτός αυτών βλέπουμε περισσότερες μελωδίες και εξελίξεις σε ένα track, και με γνώμονα τις κλασικές 1970s και 1980s ενορχηστρώσεις το είδος ξαναγεννιέται.

 


Η ελληνική electronica σκηνή δείχνει να έχει εδραιωθεί τα τελευταία χρόνια, όχι μόνο εντός των συνόρων αλλά και εκτός αυτών. Πώς το βλέπεις εσύ όλο αυτό;

 

Με πάρα πολύ χαρά! Βλέπεις ονόματα Ελλήνων να φιγουράρουν συχνά σε φεστιβάλ του εξωτερικού και με κάνει ιδιαίτερα χαρούμενο το γεγονός ότι η ελληνική electronica αναγνωρίζεται και ο κόσμος τη δέχεται με τόση ζεστασιά. Έχουν αρχίσει να προβάλλονται πολλά ονόματα εγχώριων παραγωγών σε εταιρείες του εξωτερικού και να αποσπούν πολύ καλές κριτικές. Μόνο περήφανο θα μπορούσε να με κάνει κάτι τέτοιο!


Τελικά θα μάθουμε ποτέ πως βρέθηκε κομμάτι σου να παίζει ως ηχητικό υπόβαθρο σε μια τόσο γνωστή τηλεοπτική σειρά σαν το CSI;

 

Αυτό που ξέρω είναι ότι βρισκόμουν στο εργαστήριο στο York, όταν χτύπησε το τηλέφωνο και στην άλλη γραμμή ο Γιώργος Κυριάκου (label manager της Klik) με ρωτάει αν δέχομαι να μπει ένα κομμάτι μου στη σειρά του CSI. Φυσικά, όπως καταλαβαίνεις, αφού συνήλθα από το σοκ, μπήκα στο εργαστήριο με ένα μπουκάλι ουίσκι και το γιορτάσαμε κανονικότατα! Νομίζω ότι ένα αμερικάνικο δίκτυο που αναλάμβανε την εξεύρεση κομματιών για τηλεοπτικές σειρές, είχε ακούσει κάποια κομμάτια της Klik και διάλεξαν το “Snowdrops”. Δεν μπορώ να πω ότι παραπονέθηκα πάντως!


Θα ήθελες να μας πεις λίγο για την ενασχόλησή σου στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας όσον αφορά στις τεχνολογίες ήχου, ώστε να καταφέρει και ένας απλός ακροατής να κατανοήσει λίγο καλύτερα τι ακριβώς εμπεριέχει αυτό;

 

Στο εργαστήριο Τεχνολογίας Ήχου & Ακουστικής του τμήματος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών είχα την τιμή να δουλεύω με μια πολύ δυνατή ομάδα μηχανικών, υπό την επίβλεψη του καθηγητή Γιάννη Μουρτζόπουλου, πάνω σε μια έρευνα σχετικά με την ψηφιακή επεξεργασία και τον διαχωρισμό ηχητικών σημάτων. Με πολύ απλά λόγια, αυτό σημαίνει, για παράδειγμα, να έχεις μία ηχογράφηση με δύο ανθρώπους να μιλάνε ταυτόχρονα και να τους διαχωρίζεις σε δύο ηχογραφήσεις που η κάθε μία περιέχει έναν από τους δύο. Την έρευνα αυτή την έκανα στο πανεπιστήμιο του Southampton και τη συνέχισα για μερικούς μήνες, μετά την επιστροφή μου στην Ελλάδα, στο εργαστήριο στην Πάτρα. Αποτελεί δε μία από τις πολλές έρευνες πάνω στον ήχο και στην ακουστική που γίνονται αυτή τη στιγμή εκεί.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured