Με αφορμή το πρώτο του προσωπικό cd, One For The Road, και κάποιες επικείμενες εμφανίσεις του στην Αυλαία (13 & 20 Μαΐου) συναντηθήκαμε κάπου στον Υμηττό. Μια περιοχή της Αθήνας η οποία ακόμα φαίνεται να μην έχει χάσει την αίσθηση της γειτονιάς. Αυτού του πράγματος δηλαδή, που όλοι λίγο-πολύ γνωρίζονται μεταξύ τους και, όταν θα συναντηθούν στην πλατεία, θα ανταλλάξουν μια-δυο κουβέντες – όχι από τυπικότητα, αλλά από αυθόρμητο και ειλικρινές ενδιαφέρον. Ο Δώρος Δημοσθένους φαίνεται να είναι ένα κομμάτι αυτής της γειτονιάς. Ψάχνοντας να βρούμε μια ήσυχη καφετέρια για τη συνέντευξη, μίλησε τουλάχιστον με τέσσερις ανθρώπους και δεν περιορίστηκε σε μια απλή καλησπέρα. Αντίθετα, οι μεταξύ τους ερωταπαντήσεις έδειξαν ανθρώπους οι οποίοι ακόμα δεν έχουν αλλοτριωθεί από τους ρυθμούς μιας πολιτείας που τρέχει για να προλάβει, αλλά ανθρώπους που η επικοινωνία μεταξύ τους είναι αναγκαία. Μου έκανε πολύ καλή εντύπωση ο τρόπος με τον οποίο κινούταν στον χώρο του. Και με αυτές τις κοινωνικές αναλύσεις που βομβάρδισαν αστραπιαία το μυαλό μου, ξεκίνησε μια χαλαρή συζήτηση επί παντός επιστητού.
Όλα αυτά τα χρόνια δεν δισκογραφούσε και από ό,τι φαίνεται δεν τον ενδιέφερε κιόλας. Το άφηνε και λίγο στη μοίρα, στην τύχη. Και να που ο πρώτος του προσωπικός δίσκος έγινε πραγματικότητα. Γι’ αυτόν ίσως να μην είναι και κάτι το πολύ σημαντικό. Άλλωστε δεν είναι ούτε ματαιόδοξος, ούτε έχει το ψώνιο της δημοσιότητας. Μένει απλώς στην ουσία της τέχνης του. Και αυτό ακριβώς τον κάνει έναν από τους πιο σεμνούς και ελπιδοφόρους ερμηνευτές του τόπου μας. Γρήγορα συμπεράσματα θα μου πείτε. Και ο ίδιος άλλωστε, με την ταπεινότητα που τον διακρίνει, θα προσπαθούσε να αντικρούσει τέτοιου είδους χαρακτηρισμούς. Ας είναι… εγώ απλώς σας παραθέτω ονόματα καλλιτεχνών με τους οποίους συνεργάστηκε όλα αυτά τα χρόνια, μόνο και μόνο για να σας προδιαθέσω θετικά: Λουκιανός Κηλαηδόνης, Λένα Πλάτωνος, Νίκος Κυπουργός, Μαρία Φαραντούρη, Μάνος Χατζιδάκις, Δημήτρης Λάγιος κ.ά.
Από όσο ξέρω έχεις μια 15χρονη δισκογραφική παρουσία μέσα από συμμετοχές σε δίσκους άλλων, ξεκινώντας από το 1994 με το δίσκο Των Αθανάτων…
«Και πιο πριν, από το 1992. Ήρθα από την Κύπρο το 1991, χάρη στον Δημήτρη Λάγιο, ο οποίος με είχε ακούσει εκεί και μου είχε πει ότι, όταν θα ερχόμουν στην Αθήνα, θα αναλάμβανε τη μουσική μου παιδεία – αλλά λίγο πριν έρθω, πέθανε. Είχε αφήσει εντολή στη γυναίκα του να ερμηνεύσω ένα τραγούδι σε έναν δίσκο που θα έβγαινε με τον Νταλάρα και τη Σαβίνα (Γιαννάτου). Από ’κει έγινε η αρχή, ήμουν φοιτητής και μόλις είχα ξεκινήσει».
Ωραία, ας πούμε χοντρικά, 15 χρόνια δισκογραφίας και άλλα τόσα σε συναυλίες. Και εκδίδεται τώρα αυτός ο δίσκος, το One For The Road, που είναι ο πρώτος σου προσωπικός. Αποτελεί μια νέα αρχή αυτός ο δίσκος για σένα;
«Είναι μια διαφορετική αρχή γιατί τα 15 χρόνια αυτά δεν είναι ότι δεν έκανα τίποτα, έκανα αξιόλογα πράγματα. Πέραν του ότι ήρθα για να σπουδάσω ακτινολογία, έκανα και συμμετοχές, σπούδασα κλασικό τραγούδι, συνεργάστηκα με μεγάλες ορχήστρες και γνωστούς συνθέτες, όπως ο Νίκος Κυπουργός, ο Χρήστος Λεοντής, ο Μιχάλης Γρηγορίου, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, ο Λουκιανός Κηλαηδόνης και με σκηνοθέτες όπως ο Μιχάλης Κακογιάννης, ο Claude Crespen, καθώς και με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου στην παράσταση Ενός Λεπτού Σιγή της Ομάδας Εδάφους. Μέσα στην πάροδο των χρόνων έκανα σημαντικά πράγματα, που άλλοι θα τα ονειρεύονταν. Δηλαδή δεν καθορίζεται κάποιος, αν είναι νέος ή παλιός καλλιτέχνης, από τη δισκογραφία και μόνο, αλλά και από όσα κάνει».
Το λέω διότι το One For The Road είναι ουσιαστικά αυτό που μπορεί να σε κάνει πολύ πιο γνωστό σε ένα ευρύ κοινό: φέρει την υπογραφή σου, τραγουδάς, γράφεις τα τραγούδια – αυτό δηλαδή, αν είναι μια νέα αρχή...
«Μάλλον θα έλεγα ότι είναι η συνέχεια όσων έκανα τόσα χρόνια και αυτών που ήθελα να κάνω. Ο δίσκος περιέχει κάποιες διασκευές, όπως το “Broken Bicycles” του Tom Waits, περιλαμβάνει όμως και καινούργια τραγούδια που ταιριάζουν στην αισθητική μου και τα οποία σίγουρα έχουν επιρροές από το πρόσφατο παρελθόν μου, όπως το τραγούδι “Saved” του Κυπουργού».
Ουσιαστικά είναι μια απόρροια όλων αυτών των συναυλιών που έκανες, ξεκινώντας από το θέατρο Ροές…
«Ναι, έχει γενικά επιρροές από πιο παλιά μου πράγματα».
Ακούγοντας κανείς τον δίσκο καταλαβαίνει ότι ένα βασικό στοιχείο που το διατρέχει είναι αυτό του αλκοόλ. Γιατί αυτή η επιλογή;
«Αν και δεν θα ήθελα να σταθώ στη μυθολογία του αλκοόλ, μέσα από αυτό γεννήθηκε η ιδέα του δίσκου. Μου αρέσουν τα bars με χαρακτήρα και αυτά τα bars όπου γενικά μπορείς να κάνεις μια κουβέντα. Με κάποιες έτσι εξορμήσεις προς τα έξω με ένα φίλο μου, τον Τάκη τον Χαλδαίο, με το ποτό να συνοδεύει τις σκέψεις, τα υπαρξιακά μας, γενικά την καθημερινότητα μας, σκεφτόμασταν τι θα κάνω τώρα που όλοι λέμε ότι η δισκογραφία πάει χάλια και που εμένα δεν ήταν αυτοσκοπός μου να κάνω έναν δίσκο. Και μου λέει ο Χαλδαίος «έχω μια καλή ιδέα, κάνε αυτό που κάνεις εδώ σήμερα». Βασικά το ποτό συνοδεύει τις σκέψεις και τα συναισθήματα και τα σμίγει και τα βγάζει προς τα έξω με έναν τρόπο πολυσυλλεκτικό. Το γεγονός ότι αυτός ο δίσκος έχει τραγούδια διαφορετικά μεταξύ τους, πέραν του ότι είναι τραγούδια τα οποία μ’ αρέσουν και έχουν γραφτεί από διαφορετικούς ανθρώπους, έχει να κάνει και με ένα μικρό συμβάν που εξελίχθηκε στο bar Μικρό, στην Πλατεία Μαβίλη. Είχα πάει εκεί και άκουγα τραγούδια από ξένα μέχρι ρεμπέτικα και λέω στον ιδιοκτήτη ότι κοντράρουν ωραία. Τον ρωτάω, λοιπόν, ποιος του έδωσε την κασέτα και μου απαντάει «ο χασάπης μου»…! (γέλια!). Ωραία ιδέα, είπα, θα το κάνω και εγώ στον δίσκο μου».
Από όσο διάβασα στο δελτίο τύπου, το One For The Road ψιλομαγειρευόταν 2 χρόνια πριν κυκλοφορήσει.
«Ναι, είχαν προηγηθεί οι παραστάσεις στις Ροές. Εκεί το άκουσε ο Παρασκευάς Καρασούλος της Μικρής Άρκτου και μου πρότεινε να το δισκογραφήσουμε. Ήταν δηλαδή θέμα συγκυρίας το ότι βγήκε αυτός ο δίσκος, εγώ δεν είχα πάει ποτέ σε εταιρεία να προτείνω δίσκο».
Θεωρείς ότι θα μπορούσε να βγει ένας τέτοιος δίσκος μέσα από μια άλλη εταιρεία; Μέσα από μια πολυεθνική ας πούμε; Δηλαδή κατά πόσο σε βοήθησε τελικά η Μικρή Άρκτος; Σε άφησε να κάνεις ό,τι θέλεις;
«Υπάρχουν εταιρείες που κάνουν συγκεκριμένα πράγματα – όπως η Λύρα, η οποία έκανε παλιά ένα συγκεκριμένο είδος. Πλέον μια πολυεθνική που σμίγει πράγματα, ναι, θα μπορούσε. Φυσικά με τη Μικρή Άρκτο έκανα ό,τι ήθελα. Με εμπιστεύτηκαν, και μου είπαν κάνε ό,τι θέλεις. Αυτό για μένα ήταν αρκετά σημαντικό. Στην Ελλάδα οι μουσικοί παραγωγοί που μπορούν να καταλάβουν και από μουσική, είναι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού».
Εκεί θα σε πήγαινα τώρα. Γράφεις στο σημείωμα του δίσκου ότι «τον δίσκο αυτό τον αφιερώνω σε όσους δεν ξέρουν τι τους γίνεται».
«Σε όσους δεν είναι απόλυτα σίγουροι…».
…Kαι ψάχνοντας υλικό για σένα εντόπισα ένα βιντεάκι που κυκλοφορεί μέσω YouTube, όπου φόρας ένα μπλουζάκι που λέει Please tell me who am I, John Presley or Elvis Lennon?
«Αυτές είναι δύο προσωπικότητες που με έχουν επηρεάσει στα εφηβικά μου χρόνια – όταν όλοι ακούγανε τα 1980s και τα 1990s, εγώ άκουγα Elvis και Beatles. Ως προσωπικότητα βέβαια μου άρεσε πιο πολύ ο Lennon, του Elvis μου άρεσε η φωνή του. Όλο αυτό είναι λίγο συμβολικό, από την άποψη ότι, όπως ξέρεις, το υλικό μου είναι πολύ διαφορετικό και δεν μπορώ να επικεντρωθώ σε ένα συγκεκριμένο ύφος. Έχω τριφτεί με πολλά είδη που μ’ αρέσουν και προσπαθώ να τα φτάσω χωρίς να τα μιμηθώ, προσπαθώντας παράλληλα να μπω μέσα στην ατμόσφαιρα κάθε ήχου».
Όλο αυτό το πράγμα που δείχνεις είναι ότι είσαι λίγο μέσα σε σύγχυση…
«Νομίζω ότι κάθε άνθρωπος έχει λίγη σύγχυση μέσα του».
Είναι δημιουργικό αυτό; Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι με το να είσαι κατασταλαγμένος, οδηγείσαι σε πιο στέρεες απόψεις.
«Δεν ξέρω, μπορεί να λειτουργεί και έτσι. Να είσαι κατασταλαγμένος και να πεις, τώρα θα κάνω μουσική ή αντίστοιχα μια άλλη τέχνη. Νομίζω, όμως, ότι μέσω της σύγκρουσης και της αντιφατικότητας των πραγμάτων μπορεί ένας άνθρωπος να γεννήσει κάτι δημιουργικό. Δηλαδή υπάρχει ένα κίνητρο και αυτό το κίνητρο είναι η αντίφαση, τα πράγματα που συγκρούονται μέσα σου, ο πόλεμος που γίνεται μέσα σου. Δεν τα λέω εγώ αυτά, τα έχουν πει άλλοι πριν από μένα».
Στον δίσκο κάνεις κάτι το οποίο δισκογραφικά είναι ολίγον παράξενο. Δεν βάζεις το πρόσωπό σου στο εξώφυλλο, αλλά το βάζεις στο οπισθόφυλλο. Και, κάνοντας τον δικηγόρο του διαβόλου, θα σου έλεγα ότι από έναν τραγουδιστή σαν τον Αλκίνοο Ιωαννίδη, ο οποίος έχει κι αυτός μια επιτυχημένη 15ετη πορεία στη δισκογραφία με ένα πολύ μεγάλο κοινό να τον ακολουθεί, το να μην βάζει στο εξώφυλλο το πρόσωπο του είναι μια κίνηση που μπορώ να την ερμηνεύσω. Αυτό όμως, το να το κάνει ένας άνθρωπος στην πρώτη του δισκογραφική εμφάνιση δεν είναι λίγο οξύμωρο; Και το λέω αναφορικά με την αναγνωρισιμότητά σου.
«Νομίζω ότι ένα εξώφυλλο πρέπει να πετύχει την ατμόσφαιρα του εσωτερικού, δηλαδή το έξω να συμβαδίζει με το μέσα. Ήμουν κι εγώ υπέρ της ιδέας να μην υπάρχει το πρόσωπό μου στο εξώφυλλο. Νομίζω ότι παραπέμπει λίγο σε δίσκους εκλαϊκευμένους, σαν αυτούς που βλέπουμε στα δισκάδικα της Ομόνοιας. Ευτυχώς συμφωνούσε και η εταιρεία καθώς είναι και η πολιτική της αυτή. Νομίζω ότι όσοι με ξέρουν, με ξέρουν από αυτά που έχω κάνει και κάποιος θα πάρει τον δίσκο επειδή έχει ακούσει κάπου για μένα και όχι γιατί θα με δει στο εξώφυλλο».
Είναι όμως μια ευκαιρία να ανοιχτείς σε μεγαλύτερο κοινό. Η δύναμη της εικόνας είναι αυτή…
«Ναι, είναι η δύναμη της εικόνας και ο νόμος της ομοιομορφίας – ο άλλος, άμα δει κάτι αναγνωρίσιμο, που το έχει δει κάπου άλλου, το προσεγγίζει πιο εύκολα. Η λογική της διαφήμισης είναι. Αλλά δεν νομίζω ότι έχει να κάνει μ’ εμένα αυτή η λογική, δεν νομίζω ότι τραβάει τόσο πολύ αυτό το πράγμα το κοινό το οποίο με αφορά. Το αντίθετο θα έλεγα».
Άρα επιλέγεις το κοινό σου; Πιστεύεις ότι το επιλέγεις το κοινό σου;
«Σίγουρα όμως αυτό που κάνω απευθύνεται σε κάποιο κοινό, το οποίο έχει τη δυνατότητα να επιλέξει το ίδιο τι θέλει να ακούσει και όχι αυτό που του επιβάλλεται».
Πριν ανέφερες κάποιες συνεργασίες, οι οποίες είναι και πολύ σημαντικές. Έχεις τραγουδήσει τα Τραγούδια Της Αμαρτίας, έχεις συνεργαστεί με Φαραντούρη, Πλάτωνος, Λεοντή, τραγούδησες την Αμοργό του Χατζιδάκι και του Γκάτσου. Πολύ σημαντικές συνεργασίες, που θα τις ζήλευε κανείς. Καμιά φορά αυτά τα μεγάλα ονόματα θα μπορούσαν να σε εγκλωβίσουν και να σε στιγματίσουν για τις μετέπειτα επιλογές σου.
«Ναι, όντως, κάποιες ήταν σημαντικές συνεργασίες και κάποιες ίσως να με στιγμάτισαν, αλλά πάντα είχα την τάση να ξεφεύγω. Εγώ ήμουν ένα εργαλείο για τους συνθέτες, ένα όργανο που ερμήνευε ένα τραγούδι τους, όπως ένας μουσικός. Ναι, νομίζω ότι κάποια στιγμή άρχισε να με εγκλωβίζει κιόλας, γιατί υπήρχε έντονη ανάγκη να κάνω κάτι που ήθελα από μόνος μου. Συνήθως δημιουργώ με όσους μου ταιριάζουν αισθητικά, ως σκέψη, και έχουμε κοινές αναζητήσεις. Όταν δεν υπάρχει αναζήτηση για κάτι καινούργιο, τότε αρχίζω και βαριέμαι. Κι εμένα δεν μου ταιριάζει να αναπαράγω την παλιά επιτυχία κάποιου συνθέτη εκατό φορές».
Στη συναυλία την οποία εγώ παρακολούθησα στον Ιανό, αν θυμάμαι καλά, έκλεισες με το “Κοπερτί” της Πλάτωνος και του Παλαμίδα.
«Αυτό ήταν για το concept της παράστασης. Κατά κάποιο τρόπο υπάρχει το ερώτημα «το τελευταίο ποτό τι είναι;». Το τελευταίο ποτό, μήπως είναι ο χωρισμός;. Και το “Κοπερτί” μιλάει για τη φθορά των σχέσεων και τον χωρισμό, με την πρόσκληση όμως «έλα να γεράσουμε μαζί».
Κάνοντας κι εγώ λοιπόν την πολύ απλοϊκή ταύτιση Παλαμίδα και Δημοσθένους, έρχομαι να ρωτήσω αν έχεις πατήσει πάνω σε φωνές. Έχεις πρότυπα;
«Όταν έκανα το Σαμποτάζ με τη Σαβίνα Γιαννάτου, το έκανα με τον δικό μου τρόπο, αλλά σίγουρα θαυμάζω πάρα πολύ τη φωνή του Παλαμίδα. Δεν έχω πατήσει πάνω σε κάποιους. Αν όμως μπορείς να πεις ότι κάποιοι με επηρέασαν, αυτοί είναι δύο, ένας άντρας και μία γυναίκα. Ο άντρας είναι ο Elvis Presley, με επηρέασε η δυναμικότητα και η τρυφερότητα της φωνής. Η γυναίκα είναι η Φλέρυ Νταντωνάκη, μου αρέσει η φωνή της».
Μιας και ανέφερες τη Φλέρυ Νταντωνάκη, το μυαλό μου πάει κατευθείαν στον Μάνο Χατζιδάκι. Τον γνώρισες;
«Όχι, δεν τον γνώρισα. Μπήκα όμως από μικρός στα βαθειά τραγουδώντας τα Τραγούδια Της Αμαρτίας. Μέχρι τότε ήξερα λίγα τραγούδια του Χατζιδάκι και όταν άκουσα αυτά, που είναι πιο περίτεχνα και δύσκολα, τότε μου μπήκε το μικρόβιο να τον ψάξω. Και μπορώ να ομολογήσω ότι όσο περνάει ο καιρός, μου είναι αισθητή η παρουσία του και μουσικά, αλλά και ως προσωπικότητα. Τα τραγούδια του συνεχίζουν να με αγγίζουν με την ίδια ένταση ως παιδί, και συνεχίζω να τον ανακαλύπτω. Απλά τώρα υπάρχει μια περίοδος, των τεσσάρων τελευταίων χρόνων, που το άφησα λίγο αυτό το κομμάτι, γιατί ασχολούμαι με άλλα είδη».
Όπως;
«Πιο πειραματικά είδη μουσικής. Επίσης μου άρεσαν πολύ τα swing. Είναι επιτέλους μια ευχάριστη μουσική, διότι συνηθίζουμε στην Ελλάδα τα κομμάτια που μας αγγίζουν να έχουν μια δόση μελαγχολίας. Και θεωρώ ότι μπορεί να υπάρξει και μια άλλη πλευρά. Γενικά είμαι φύσει περίεργος και μου αρέσει κατά καιρούς να αλλάζω».
Πιάνομαι από το «περίεργος» που λες και νιώθω ότι καμιά φορά στις παραστάσεις σου βγάζεις μια πολυσχιδή προσωπικότητα. Σα να ρίχνεις ένα πέπλο την ώρα του τραγουδιού. Με το που ανάβουν τα φώτα, γίνεσαι ένας άλλος Δώρος Δημοσθένους και με το που κλείνουν, αρχίζεις να τραγουδάς σαν να μη σε νοιάζει καθόλου ποιος είναι από κάτω.
«Και οι δυο καταστάσεις είναι διαφορετικές: στη μία τραγουδάς και καλείσαι να μπεις στο τραγούδι, να βγάλεις τη δική σου προσωπικότητα, που φιλτράρεται από μέσα σου. Όταν ανάψουν τα φώτα είναι η καθημερινή σου ζωή, είσαι αυτός που είσαι».
Και όχι μόνο αυτό… Αλλά έχεις μία ευκολία, και το σημειώνω ως προτέρημα αυτό, να περνάς από τα μελαγχολικά τραγούδια στα πιο χαρούμενα.
«Μπορεί να είμαι κυκλοθυμικός. Είμαι ένας άνθρωπος ο οποίος βρίσκεται σε συνεχή κίνηση μέσα του. Έτσι και στη σκηνή επιλέγω να εκφράζω όλη τη γκάμα των συναισθημάτων μου. Για να μην βαριέμαι».
Αυτό φαίνεται και στον δίσκο σου, δηλαδή το πόσο πολυσυλλεκτικός είναι. Έχει εντελώς διαφορετικά είδη μέσα του, τα οποία έρχονται και ενοποιούνται μέσα από τη φωνή σου.
«Ο δίσκος έχει πολλές συναισθηματικές αποχρώσεις και σίγουρα ενοποιούνται μόνο αν μπορείς να το υποστηρίξεις αληθινά αυτό το πράγμα».
Πέραν από ερωτικό τραγούδι, υπάρχει κάτι άλλο;
«Εγώ δεν κάνω απόλυτα ερωτικό τραγούδι».
Δεν κάνεις – όμως υπάρχει έντονο το ερωτικό στοιχείο. Πώς θα τα χαρακτήριζες τα τραγούδια του δίσκου σου, θα μπορούσες να τα εντάξεις κάπου; Διότι έψαξα επί τούτου ένα-ένα τα τραγούδια και, πράγματι, δεν μπόρεσα να απομονώσω κάποιο και να πω ότι αυτό είναι ένα καθαρά ερωτικό τραγούδι.
«Θα τον χαρακτήριζα σαν μια έκφραση της δικής μου ψυχής τη συγκεκριμένη περίοδο που το έκανα».
Πολύ προσωπικό;
«Ναι, προσωπικό. Φυσικά έχει μέσα και διασκευές και δεν μπορείς να πεις ότι έχω κάνει έναν δίσκο που έχει αποκλειστικά στίχους και μουσική δική μου, περιέχει όμως χαρακτηριστικά μου. Πραγματικά, κάθε ένας που το ακούει δεν θα μπορέσει να το εντάξει κάπου. Υπάρχει ένα τραγούδι ρετρό της Βέμπο, υπάρχει του Λάγιου που είναι πιο ροκ, υπάρχει ένα πιο πειραματικό, υπάρχει το θεατρικό στοιχείο μέσα. Δεν μπορείς να το εντάξεις κάπου. Κάποιος το χαρακτήρισε ως pop, πράγμα που δεν το πιστεύω. Κάποιος το είπε έντεχνο. Εντάξει δεν θέλω να βάζουμε ταμπέλες, είναι μια προσωπική στιγμή της περιόδου η οποία με απασχολούσε αυτό».
Σε μια συνέντευξή της, η Ελευθερία Αρβανιτάκη είπε ότι όταν πήγε να βγάλει ταυτότητα, ζήτησε από τον αστυνόμο να της δηλώσει το επάγγελμα της τραγουδίστριας. Ο αστυνόμος γύρισε και της είπε ότι δεν έχει συμπληρώσει ποτέ σε ταυτότητα την ιδιότητα του τραγουδιστή ως επάγγελμα. Της έκανε πολύ εντύπωση. Νιώθεις ότι είναι επάγγελμα το να είσαι τραγουδιστής;
«Πολυτελές επάγγελμα και δύσκολο. Βέβαια από τη στιγμή που πληρώνεσαι, νομίζω ότι είναι επάγγελμα».
Επίσης νιώθεις συνάδελφος με όλους τους τραγουδιστές που κυκλοφορούν;
«Εντάξει, δεν είμαστε συγγενείς, δεν κάνουμε παρέα. Ο καθένας κάνει αυτό που θέλει να κάνει. Τώρα αν κάποιος θεωρεί ότι έχει τη συνταγή της επιτυχίας και σκοπός του είναι να πουλήσει, εγώ θα σου πω ότι δεν λειτουργώ με αυτά τα κριτήρια… Συνάδελφος νιώθω πιο πολύ με τους μουσικούς μου, με όσους δηλαδή έχω τριφτεί πάνω σε ένα συγκεκριμένο πράγμα».
Βασικά θέλω να το πάω αλλού και να ρωτήσω αν υπάρχει διαχωριστική γραμμή.
«Ναι υπάρχει διαχωριστική γραμμή. Δεν κάνουμε όλοι το ίδιο πράγμα».
Δεν σε απασχολεί το γεγονός ότι θέλεις να ακουστεί η δουλειά σου;
«Εμένα με απασχολεί να φτάσει η δουλειά μου σε κάθε ευαίσθητο οργανισμό που υπάρχει και να μπορώ εγώ να έχω το κοινό μου».
Θα τραγουδήσεις στην Αυλαία στις 13 και 20 Μαΐου. Σε φοβίζει λίγο ο χώρος, που είναι πιο μεγάλος από όσους έχεις συνηθίσει; Μπορείς να ανταποκριθείς στα δεδομένα ενός τέτοιου χώρου;
«Όχι, δεν με φοβίζει η έκταση. Αντιθέτως, ο χώρος πιο πολύ λειτουργεί σαν θέμα μνήμης – δηλαδή, αν σε έναν χώρο πήγα πιο παλιά και είχα τρακ, όταν θα πάω πάλι, θα έχω τρακ. Όταν ήμουν 19 χρονών και τραγούδησα στο Ηρώδειο, επειδή κυνηγούσα μια κοπέλα, δεν με ενδιέφερε καν τι θα κάνω και τι θα πω. Μετά από χρόνια, όταν στον ίδιο χώρο τραγούδησα την Αμοργό, δεν είχα καθόλου άγχος. Η πρώτη μου εκείνη εμπειρία, τελικά, λειτούργησε πολύ θετικά. Σίγουρα πάντως υπάρχουν χώροι που με κάνουν να νιώθω πιο καλά ή άλλες φορές η μνήμη που μπορεί να φέρει ο χώρος μπορεί να είναι και ανασταλτικός παράγοντας».
Επόμενα βήματα;
«Δεν υπάρχει κάτι συγκεκριμένο. Έχω βέβαια μια ιδέα του τι θέλω να κάνω καθώς και τη διάθεση και ανυπομονώ να βρω τον χρόνο για να αρχίσω πάλι να δημιουργώ στο σπίτι».
Όλη αυτή η περίοδος, που ξεκίνησε από τις Ροές και φτάνει μέχρι το σήμερα με τον δίσκο One For The Road, θα μπορούσες να πεις ότι ολοκληρώνεται;
«Ελπίζω κάποια στιγμή να κλείσει αυτός ο κύκλος με τα ποτά και τα bars…(γέλια!)».