Το Avopolis Greek συνάντησε τον συνθέτη Νίκο Κυπουργό με αφορμή την έκδοση του Slow Motion, μιας συλλογής αποτελούμενης από μουσικές που έγραψε για τον κινηματογράφο τα τελευταία χρόνια. Επειδή όμως ο Κυπουργός έχει πλούσια θητεία στη μουσική και έχει γράψει από παιδικό τραγούδι (Λιλιπούπολη) έως και όπερα, θέλησα να κάνω κάποιες ερωτήσεις οι οποίες να αφορούν στην ίδια τη μουσική δημιουργία και στις διαφορετικές της εκδοχές. Πράγμα που δεν το μετάνιωσα καθόλου, όταν άκουσα τις περιεκτικές και ουσιώδεις απαντήσεις του…


Ας κάνουμε πρώτα λόγο για την κινηματογραφική σας μουσική. Σε ποια περίπτωση η σχέση σκηνοθέτη-συνθέτη μπορεί να λειτουργήσει δημιουργικά για τον μουσικό και σε ποια περίπτωση περιοριστικά;


«Αν ο σκηνοθέτης ξέρει τι θέλει, σε περιορίζει αλλά ο περιορισμός είναι δημιουργικός. Αν δεν ξέρει, δεν σε περιορίζει μεν, αλλά πρέπει να σε εμπιστευτεί και να σ’ αφήσει να κάνεις τη δουλειά σου. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις που λέει ότι ξέρει, αλλά στην πορεία ανακαλύπτεις ότι δεν ξέρει. Το χειρότερο είναι να κάνει ότι ξέρει και από ανασφάλεια να μην σ’ αφήνει να κάνεις το καλύτερο για την ταινία ή την παράστασή του. Τέλος πάντων, μου έχουν τύχει όλες αυτές οι περιπτώσεις, αλλά γενικά ήμουν τυχερός και οι περισσότερες συνεργασίες μου ήταν ευτυχείς».


Παρατηρώ ότι συχνά στηρίζετε το ενορχηστρωτικό σας σχέδιο σε κλασικά σχήματα μουσικής δωματίου της Δυτικής «λόγιας» μουσικής, όπως είναι για παράδειγμα ένα κουαρτέτο εγχόρδων. Τα οποία τα ποικίλλετε όμως με λαϊκά όργανα, δημιουργώντας εντελώς ιδιότυπους συνδυασμούς, όπως για παράδειγμα την ευχάριστη συνήχηση του κλαρινέτου με το νέι και της πολίτικης λύρας με τα έγχορδα με δοξάρι. Θα μπορούσε κάποιος να μπολιάσει με αυτό τον τρόπο την παγκόσμια εργογραφία με νέα μουσικά σύνολα που θα μπορούσαν με το πέρασμα του χρόνου να καταστούν και κλασικά;


«Τις τελευταίες δεκαετίες, τόσο σε ηχογραφήσεις όσο και σε συναυλίες, γίνονται πολλές «συναντήσεις» και επιμιξίες οργάνων προερχόμενων από διαφορετικούς πολιτισμούς, άλλοτε λιγότερο, άλλοτε περισσότερο επιτυχείς. Ο κινηματογράφος σε σπρώχνει συχνά να πειραματιστείς σ’ αυτόν τον τομέα. Ένα ταξίδι μου στην Αρμενία πριν κάποια χρόνια, για παράδειγμα, μου έδωσε την ευκαιρία να ακούσω νέα όργανα, και μάλιστα να διερευνήσω τις δυνατότητές τους συνεργαζόμενος με ντόπιους σπουδαίους μουσικούς. Οι «μικτές» ορχήστρες που προκύπτουν, πάντως, πολύ δύσκολα μπορεί να γίνουν κλασικές, με την έννοια των καθιερωμένων συνόλων της κλασικής, της τζαζ, της ροκ μουσικής...».


Στην καριέρα σας έχετε λειτουργήσει ως μελοποιός, ως συνθέτης, ως διασκευαστής και ως ενορχηστρωτής. Έχετε γράψει από παιδικό τραγούδι έως και όπερα. Αν κάποια από τις ιδιότητές σας μου διαφεύγει, ζητώ συγγνώμη. Αυτές τις διαφορετικές ασχολίες τις βλέπετε τόσο διαχωρισμένες όσο εγώ ή είναι τελικά αλληλοσυμπληρούμενες;


«Είναι και διαχωρισμένες και αλληλοσυμπληρούμενες. Πολλές όψεις ενός πράγματος, αν θέλετε. Αλλιώς προσεγγίζεις ένα τραγούδι για μία ταινία, αλλιώς ένα μιούζικαλ, αλλιώς ένα κουιντέτο για χάλκινα πνευστά. Ή, ακόμα, αλλιώς ένα έργο του Σαίξπηρ από ένα έργο του Πίντερ. Πίσω απ’ όλα αυτά όμως, είσαι πάντα εσύ».


 

Θα σας ενδιέφερε αυτό τον καιρό να δημοσιεύσετε κάποιο έργο «απόλυτης» μουσικής, για παράδειγμα ένα κονσέρτο για πιάνο;


«Σπάνια ασχολήθηκα με την «απόλυτη μουσική». Με βοηθούν και με κινητοποιούν οι περιορισμοί που απορρέουν από συγκεκριμένα θέματα, όπως θεατρικά έργα, ταινίες. Με ενδιαφέρει επίσης πολύ το μουσικό θέατρο. Παρ’ όλα αυτά, έγραψα πέρσι τα Πέραν για εκκλησιαστικό όργανο, παιδική χορωδία και ορχήστρα και γράφω αυτόν τον καιρό πάλι κάτι τελείως δικό μου, προτιμώ όμως να μη μιλήσω ακόμα γι’ αυτό».


Παρατήρησα ότι έχετε «αδυναμία» στα έγχορδα με δοξάρι, όσον αφορά στον ενορχηστρωτικό σας σχεδιασμό. Αλήθεια ποια άλλα όργανα μουσικής σας συγκινούν σε τέτοιο βαθμό που θα θέλατε να γράψετε για αυτά, συμπεριλαμβανομένης και της ανθρώπινης φωνής;


«Κρίνετε, υποθέτω, από τη μουσική μου στον κινηματογράφο. Εκεί, όντως, κυριαρχούν τα έγχορδα, και κυρίως σε σκηνές που χρειάζονται όγκο (π.χ. «ανοιχτά» εξωτερικά πλάνα). Αλλά όχι πάντα. Έχω συχνά καταφύγει σε μικρά σύνολα όπου χρησιμοποιώ πιάνο ή κιθάρα, πνευστά, κρουστά και ένα βιολί ή ένα τσέλο. Και άλλοτε σε πιο «περίεργους» συνδυασμούς, οι οποίοι αναμιγνύουν όργανα παραδοσιακά, κάποτε και από διαφορετικές χώρες, όπως είπαμε στην αρχή. Όσο για την ανθρώπινη φωνή, τη χρησιμοποιώ συχνά όχι μόνο σαν τραγούδι, αλλά και σαν όργανο, σαν ηχόχρωμα. Από ένα μουρμούρισμα που «συμπληρώνει» ηχοχρωματικά ένα πνευστό, μέχρι μία παιδική κραυγή».


Από το άκουσμα των έργων σας παρατηρώ ότι βρίσκεστε πιο κοντά στον Μότσαρτ και στην ελληνική δημοτική μουσική από ό,τι στον Σαίνμπεργκ και στον Στοκχάουζεν – παίρνοντας εντούτοις υπ’ όψιν τη μαθητεία σας πλάι στον Παπαϊωάννου και στον Ξενάκη. Επιβεβαιώνετε ή απορρίπτετε την προσχηματισμένη σε μένα αντίληψη για το έργο σας;


«Η μουσική μου στον κινηματογράφο είναι σίγουρα αρκετά απλή και εύληπτη, χωρίς πολλές αναφορές στη μουσική πρωτοπορία. Σε αντίθεση με το θέατρο και το μουσικό θέατρο, ο κινηματογράφος, όντας κατά βάση μία μαζική τέχνη, δεν επιτρέπει συχνά πειραματισμούς. Παρ’ όλα αυτά, σε κάποιες περιπτώσεις ταινιών, αλλά κυρίως σε σύγχρονες σκηνοθετικές προσεγγίσεις θεατρικών έργων, κλασικών ή σύγχρονων, έχω την ευκαιρία να χρησιμοποιήσω πολύ πιο «σύγχρονα» ιδιώματα. Αυτό ισχύει, κατά μείζονα λόγο, και για τα πιο «προσωπικά» έργα μου».


Θα εμπιστευόσασταν σε κάποιον άλλο συνθέτη να ανεβάσει ένα έργο σας διασκευασμένο; Κάτω από ποιες συνθήκες;


«Προτιμώ να ολοκληρώνω τη μουσική μου εγώ, να την ενορχηστρώνω και, πλην εξαιρέσεων, να τη διευθύνω κιόλας ο ίδιος. Βέβαια, κάποια τραγούδια μου χρειάστηκε να τα διασκευάσουν άλλοι για τις ανάγκες κάποιας δεύτερης εκτέλεσης. Είναι ενδιαφέρον να ακούς πώς προσεγγίζει ένα κομμάτι σου κάποιος άλλος, ιδίως αν αυτός έχει γνώσεις και γούστο. Φέτος μου ζήτησε ο Χαράλαμπος Γωγιός να μεταγράψει το μιούζικαλ Σιωπή Ο Βασιλιάς Ακούει για μικρό σύνολο, ώστε να παιχτεί το χειμώνα στο Bios. Με χαρά δέχθηκα, και ανυπομονώ να το ακούσω».


Η τόσο μεγάλη θητεία σας στη σύνθεση θεατρικής και κινηματογραφικής μουσικής θα σας οδηγούσε ποτέ στην ανάγκη να σκηνοθετήσετε ο ίδιος μια δική σας μουσική παράσταση;


«Παρ’ όλο που εύκολα γίνεται κανείς σκηνοθέτης στη χώρα μας (περισσεύουν οι ηθοποιοί που προθυμοποιούνται να τον αναγνωρίσουν), δεν είμαι ούτε θέλω να γίνω σκηνοθέτης. Στο μουσικό θέατρο όμως, όπου η μουσική δημιουργία συνδέεται στενά με το ανέβασμα ενός έργου, νομίζω ότι μπορώ να εκμεταλλευτώ πιο δημιουργικά την πείρα μου από τη συνεργασία μου με δεκάδες σκηνοθέτες».


Κατά τη διάρκεια των συνεργασιών σας με σημαντικούς μουσικούς και της μαθητείας σας σε σπουδαίους δασκάλους, θα ξεχωρίζατε κάποιον ή κάποιους που άσκησαν μια ιδιαίτερη επιρροή πάνω σας;


«Μας διαμορφώνουν ένα σωρό συναντήσεις και επιρροές. Και πιστεύω ότι επιλέγουμε πάντα βάσει αυτού που περιέχουμε. Από όσους είχα την τύχη να γνωρίσω προσωπικά, συνέβαλαν στη διαμόρφωση της σκέψης μου και με επηρέασαν, με διαφορετικό τρόπο ο καθένας, ο Χατζιδάκις, ο Ξενάκης και ο Παπαϊωάννου που αναφέρατε, αλλά και πολλοί άλλοι, για παράδειγμα κάποιοι εξαίρετοι σολίστ οργάνων τους οποίους έχω στο νου μου, όταν γράφω, και που με ωθούν να δίνω τον καλύτερο εαυτό μου για να μην τους απογοητεύσω».


Πώς θα κρίνατε τη σύγχρονη ελληνική μουσική παραγωγή;


«Ενδιαφέρουσα, πάντοτε υπάρχουν νέοι με ταλέντο, και κάπου ετοιμάζονται και περιμένουν και οι επόμενοι. Αν πάλι εννοείτε τη δισκογραφία, ελάχιστα πράγματα με ενδιαφέρουν. Έτσι κι αλλιώς όμως η δισκογραφία ευτυχώς ή δυστυχώς τελειώνει. Και μαζί της και οι περιορισμοί που επέβαλε στη δημιουργία. Η νέα εποχή θα είναι πολύ διαφορετική και η εκ φύσεως αισιοδοξία μου με κάνει να την φαντάζομαι και πολύ καλύτερη!».









 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured