Mε αφορμή τη συναυλία της
Ζεις στο Βερολίνο, μια πόλη που κάποτε ήταν σύμβολο της διαίρεσης, και μεγάλωσες στα Εξάρχεια, μια συνοικία των Αθηνών η οποία όλο και συχνότερα τον τελευταίο καιρό αποκαλείται άβατο. Θα έβρισκες ομοιότητες μεταξύ των Εξαρχείων και του Βερολίνου;
«Τη δεκαετία του 1980, περπατώντας κάθε μέρα από το σπίτι μου στην οδό Καλλιδρομίου στο δημοτικό σχολείο της Κωλέττη, έκανα προπόνηση στην ανάγνωση πάνω στα συνθήματα των τοίχων, ένα καθημερινά ανανεούμενο, συναρπαστικό και κάπως μυστηριώδες αναγνωστικό. Είναι όμως δύσκολο όταν έχεις μεγαλώσει σε ένα μέρος, να καταλάβεις όλη τη μυθολογία που αναπτύσσεται γι' αυτό. Για σένα τα χαρακτηριστικά του είναι αυτονόητα. Η συνοικία έχει πάντως για μένα τη σπάνια αρετή να σε κάνει γρήγορα να αισθάνεσαι οικεία μέσα σ' αυτήν. Αυτό το καλό το έχει και το Βερολίνο. Όποιον νέο ρωτήσεις σήμερα στην Ευρώπη, θα σού μιλήσει για το Βερολίνο μ' ενθουσιασμό. Αυτό είναι βέβαια και ένα trend, αλλά είναι και η αίσθηση ότι δεν υπάρχει τίποτε σχεδόν σ' αυτή την πόλη που δεν θα μπορούσες να απολαύσεις, έστω και μια φορά τον χρόνο, ως νέος με μέτριο εισόδημα. Το ότι η πόλη δεν έχει να επιδείξει αλλοτινό, αυτοκρατορικό μεγαλείο και χλιδή, όπως ας πούμε το Παρίσι ή το Λονδίνο, κάνει και την αναπόφευκτη φτώχεια της μεγαλούπολης να φαίνεται πιο υποφερτή και λιγότερο άδικη».
Σε ενδιαφέρει η διδασκαλία του τραγουδιού;
«
Διδάσκω ακόμη σπάνια και τελείως περιστασιακά, γιατί ταξιδεύω πολύ για συναυλίες και είναι δύσκολο να αναλάβω μαθητές οι οποίοι χρειάζονται τακτικά μαθήματα. Είναι όμως κάτι που με ενδιαφέρει και μου γεννά κάθε φορά καινούργιες ιδέες, ανάλογα με την προσωπικότητα του κάθε μαθητή. Αισθάνομαι μερικές φορές ότι το ταλέντο στη διδασκαλία είναι μια εφευρετικότητα παρόμοια μ' αυτή που χρειάζεται για έναν καλό αυτοσχεδιασμό».Στη συναυλία της
3ης Φεβρουαρίου στο μουσείο Μπενάκη εσύ και το Νέο Ελληνικό Κουαρτέτο θα παρουσιάσετε έργα για κουαρτέτο εγχόρδων και φωνή. Αυτός ο συνδυασμός είναι αρκετά σπάνιος.«
Το πρωτότυπο ρεπερτόριο για τέτοιο σύνολο είναι όντως πολύ περιορισμένο. Κρίμα, γιατί είναι ένας όμορφος συνδυασμός. Όσα έργα θα παίξουμε στις 3 του μηνός τα μετέγραψε, από την πρωτότυπη μορφή τους για φωνή και πιάνο, ο Φίλιππος Τσαλαχούρης. Οι Πέντε Δημοτικές, Ελληνικές Μελωδίες του Ραβέλ, στην πρωτότυπη γραφή, ήταν για μένα πάντα καθαρά γαλλική, ιμπρεσιονιστική μουσική. Στη μεταγραφή για έγχορδα θυμίζουν πολύ περισσότερο τη σχέση τους με τα ελληνικά δημοτικά. Ίσως γιατί ο συνειρμός τού Έλληνα ακροατή τον φέρνει στο άκουσμα του δημοτικού βιολιού. Τα τρία ελληνικά τραγούδια του Ντβόρζακ είναι βασισμένα σε μεταφράσεις δημοτικών ελληνικών ποιημάτων και είχαν αρχικά γραφτεί για ορχήστρα, η παρτιτούρα όμως έχει χαθεί. Μόνο η γραφή για πιάνο σώζεται σήμερα. Η μουσική κερδίζει βρίσκω πολύ στη μεταγραφή, γιατί είναι πιο κοντά στην πρωτότυπη ορχηστρική σκέψη του συνθέτη».Για ποιο λόγο ο Ραβέλ και ο Ντβόρζακ να ασχοληθούν με την ελληνική δημοτική μουσική και τη δημοτική ποίηση αντίστοιχα;
«
Η πεντατονική και ανατολίζουσα μουσική πάντα συνάρπαζε τους ιμπρεσιονιστές και η επεξεργασία λαϊκών τραγουδιών ήταν πολύ δημοφιλής σ' όλο τον 19ο αιώνα. Ο Ντβόρζακ παρουσίασε τα ελληνικά του τραγούδια το 1878. Το ελληνικό κράτος ήταν ακόμη νεαρό και οι Τσέχοι ονειρεύονταν τη δική τους ανεξαρτησία από τους Αυστριακούς. Ο φιλελληνισμός του 19ου αιώνα αντικατόπτριζε τον πόθο κάθε μικρού ή διαμελισμένου έθνους να ενωθεί και να έχει το δικό του κράτος. Πολλοί καλλιτέχνες μιλούσαν με παραβολές γι' αυτό τον πόθο. Ο εθνικισμός ήταν τότε κίνημα που συνδεόταν με τους νέους και τις καινούργιες ιδέες, ήταν εναντίον των Αυτοκρατοριών και της καταπίεσης των λαών. Νομίζω ότι τον εθνικισμό όπως τον ένοιωθε ο 19ος αιώνας, μάς είναι πια αδύνατον να τον εννοήσουμε σήμερα. Η έννοια έχει ανεπανόρθωτα μολυνθεί από τους δυο Παγκοσμίους Πολέμους και από τα ακραία συντηρητικά και ξενόφοβα κινήματα της εποχής μας».Το γεγονός ότι είσαι Ελληνίδα βοηθάει στην ερμηνεία αυτών των έργων;
«
Θα βοηθούσε ίσως εξίσου το να ήταν κανείς Ούγγρος ή ας πούμε Γεωργιανός. Θυμάμαι μια φορά στο Λονδίνο, στο διάλειμμα μιας πρόβας, ήμασταν μαζεμένοι πολλοί τραγουδιστές – Άγγλοι, Αυστραλοί, Σουηδοί και άλλοι. Μια κοπέλα από την Ουγγαρία εξιστορούσε με πολλή φλόγα τις εξεγέρσεις των Ούγγρων ενάντια στους Σοβιετικούς. Οι μόνοι που άκουγαν με ενδιαφέρον ήταν ένα αγόρι από την Ουκρανία και εγώ. Όσοι είμαστε από μικρά έθνη με ταραγμένη ιστορία μεγαλώνουμε συχνά με τη διάχυτη ιδέα ότι ο λαός μας άξιζε καλύτερη τύχη κι έχει αδικηθεί και καταδιωχθεί επίμονα. Αυτό μάς κάνει να επικοινωνούμε καλύτερα με έννοιες και αισθήματα όπως ο ηρωισμός ή η φιλοπατρία: αισθήματα τα οποία δεν είναι σήμερα καθόλου της μόδας στη δυτική κουλτούρα και έχουν στην πραγματικότητα βγει τελείως έξω απ' τη ζωή μας. Για έναν Έλληνα, Ούγγρο ή Αρμένιο μπορεί και να είναι ευκολότερο να τραγουδήσει ένα πατριωτικό τραγούδι απ' ότι για έναν Άγγλο ή Νορβηγό. Εξάλλου, αν μου επιτρέπεις να μιλήσω κάπως σχηματικά, η εξωστρέφεια ή το έκδηλο πάθος ενός νότιου ή ανατολικού ανθρώπου, βοηθά μάλλον να εκφρασθεί ένα τέτοιο αίσθημα με πειστικότερο τρόπο».Ποιες είναι οι σπουδές σου;
«
Σπούδασα τραγούδι και πιάνο στην Staatliche Hochschule fόr Musik und Darstellende Kunst της Στουττγάρδης και όπερα στο Guildhall School of Music and Drama και στο National Opera Studio του Λονδίνου. Επίσης έχω υπάρξει τυπικά, χωρίς ποτέ να αφιερωθώ σε αυτό, φοιτήτρια τής Ελληνικής Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών».Δείχνεις λοιπόν να έχεις πλατιά ενδιαφέροντα. Θες να αποκαλύψεις κάποια από αυτά;
«
Αφιερώνω πολύ χρόνο στη λογοτεχνία και το θέατρο. Πηγαίνω συχνά σε σεμινάρια θεάτρου, με ενδιαφέρει πολύ ο αυτοσχεδιασμός, τόσο στη μουσική όσο και στο θέατρο. Συνεργάζομαι αυτό τον καιρό με τον Γερμανό πιανίστα, συνθέτη και αυτοσχεδιαστή Michael Gees, με σκοπό να παρουσιάσουμε μέσα σ' αυτή τη χρονιά ένα ρεσιτάλ που θα περιέχει, πέρα από τα σταθερά του μέρη, και μελοδραματικούς αυτοσχεδιασμούς».Ασχολείσαι λοιπόν με πρωτοποριακά είδη καλλιτεχνικής έκφρασης…
«
Για μένα υπάρχουν θεάματα τα οποία μ' αρέσουν ή δεν μ' αρέσουν, σύμφωνα με τους κανόνες που διέπουν κατά την άποψή μου τη σκηνική τέχνη γενικά. Δεν πιστεύεις κι εσύ ότι τα καλά έργα παίρνουν κι αυτά μια απ' τις φόρμες της εποχής τους, αλλά ότι έχουν και την ικανότητα να κάνουν τη φόρμα να μιλά από μόνη της;».