Δεν κάνει συχνά live εμφανίσεις η Μαρία Βουμβάκη, η οποία έχει δικαίως χαρακτηριστεί ως μία από τις πιο ιδιαίτερες περιπτώσεις στην ελληνική μουσική. Ενόψει λοιπόν της συναυλίας της στο Κύτταρο την Τετάρτη 19 Μαρτίου, το Avopolis είχε μια συζήτηση μαζί της, που έπρεπε να είχε γίνει από καιρό...
Η επιλογή των ποιημάτων τα οποία μελοποιήσατε στον τελευταίο σας δίσκο, Το Τερραίν Του Παραδείσου, έγινε με βάση τις προτιμήσεις σας; Ή επιλέξατε να εστιάσετε σε ποιήματα που θεωρήσατε ότι θα μελοποιούνταν ευκολότερα;
«Μάλλον ένας υποσυνείδητος συνδυασμός υπήρξε. Ασφαλώς διάλεξα ποιήματα που με άγγιζαν περισσότερο και που συμπλήρωναν το σύνολο το οποίο ήθελα να περιγράψω. Αλλά και διαβάζοντας ένα ποίημα διαισθανόμουν αν υπάρχει δυνατότητα μελοποίησης ή όχι. Ανακάλυπτα έναν ρυθμό δηλαδή εκεί που δεν υπήρχε φανερά, όπως π.χ. στο “Πέρασμά Σου” του Ασλάνογλου. Το μέτρο βοηθάει, η ομοιοκαταληξία δεν με απασχολεί και τόσο αλλά δεν βλάπτει κιόλας. Κατά τη γνώμη μου, πολλές φορές έχουμε φτάσει σε ακρότητες προσπαθώντας να μελοποιήσουμε ποιήματα χωρίς μέτρο, αλλά το τραγούδι που προκύπτει έχει χάσει την ισορροπία του. Έτσι ποιητές των οποίων αγαπώ το έργο τους (Εγγονόπουλος, Αναγνωστάκης) έμειναν έξω από το Τερραίν Του Παραδείσου, γιατί το αποτέλεσμα προέκυψε κατώτερο των προσδοκιών μου».
Ποια πιστεύετε πως είναι τα σημεία επαφής μεταξύ ποίησης και μουσικής; Δέχεστε την άποψη που θέλει την τέχνη να είναι, τελικά, μία, ανεξάρτητα από την ποικιλία των μορφών της;
«Ο λόγος και η μουσική τα πήγαιναν ανέκαθεν καλά, γι’ αυτό και το τραγούδι είναι ένα τόσο δημοφιλές είδος. Στην ποίηση υπάρχει πάντα κρυμμένη η μουσική των λέξεων - έγκειται στον συνθέτη να την ανακαλύψει, να την αναδείξει και να δώσει στο ποίημα τη δικιά του ερμηνεία. Βέβαια, τις περισσότερες φορές, η μόνη μουσική που χρειάζεται είναι οι παύσεις, αρκεί το ποίημα από μόνο του! Όσο για το δεύτερο σκέλος της ερώτησης σας, δεν είμαι σίγουρη για την απάντηση. Τέχνες συνδυάζονται ωραιότατα και αλληλοεπηρεάζονται, αλλά κατά βάση πιστεύω στην αυτονομία του κάθε είδους».
Πόσο ευχαριστημένη είστε από την αποδοχή του Τερραίν Του Παραδείσου από τον κόσμο, με δεδομένα την απουσία σας για αρκετό καιρό από τη δισκογραφία, αλλά και την κατάσταση αυτής τα τελευταία χρόνια;
«Σε γενικές γραμμές είχε μια θετική ανταπόκριση - αν και όλοι κρινόμαστε σε βάθος χρόνου. Στο Τερραίν είμαι διπλά ικανοποιημένη γιατί είχα την ευθύνη της μελοποίησης σπουδαίων ποιητών, δεν θα ήθελα με κανένα τρόπο να τους εκθέσω και να εκτεθώ. Πωλήσεις υψηλές δεν έκανα ποτέ ,η κατάσταση της δισκογραφίας λοιπόν με αφήνει αδιάφορη. Κάνω τη δουλειά μου ανεξάρτητα απ’ αυτήν και προσπαθώ να εκδίδω το έργο μου όταν ολοκληρωθεί. Συνήθως βρίσκονται κάποιοι καλοί άνθρωποι και με βοηθάνε!».
Πριν τους Αγώνες Τραγουδιού Καλαμάτας, όπου κερδίσατε το πρώτο βραβείο, είχατε κάνει κάποια προσπάθεια προσέγγισης δισκογραφικών εταιρειών; Και, αν ναι, πώς αντιμετώπισαν τη διαφορετικότητα του ήχου σας;
«Είχα κάνει κάποιες προσπάθειες, δεν είχαν καρποφορήσει. Οι εταιρείες - από το 1990 και μετά που γνωρίζω εγώ - λειτουργούσαν με εμπορικά κριτήρια και μόνο, δεν ήταν ιδρύματα τέχνης. Προφανώς έκριναν ότι το προϊόν δεν θα πουλήσει. Οι παραγωγοί δίσκων δεν συνομιλούσαν μαζί μου, συνήθως είχαν meeting. Αλλά μην μεγιστοποιούμε και τον ρόλο τους, ούτε να τους φορτώνουμε όλες τις ευθύνες. Βγήκαν και αξιόλογα πράγματα. Αυτή η διαφορετικότητα, όπως την αποκαλείτε, μάλλον δεν με ωφέλησε - άλλωστε και μετά την έκδοση του πρώτου μου δίσκου στον Σείριο τις ίδιες δυσκολίες αντιμετώπισα. Όμως, επειδή είχα επιβραβευθεί με έναν τρόπο από ανθρώπους που θαύμαζα και εκτιμούσα το έργο τους, και επειδή τέλος πάντων αυτή είμαι, συνέχισα την πορεία μου. Με τις όποιες αντιξοότητες».
Τις προάλλες διάβασα μια αναφορά σε εσάς, κάπου στο ίντερνετ, η οποία σας περιέγραφε ως μία από τις πιο ιδιαίτερες περιπτωσεις στην ελληνική μουσική. Εσείς πού πιστεύετε ότι έγκειται αυτή η ιδιαιτερότητα; Δουλέψατε συνειδητά για να πετύχετε το διαφορετικό;
«Δεν θα ήθελα να περιαυτολογήσω. Δεν νομίζω ότι κάνω κάτι τόσο διαφορετικό, ίσως να έχω κατακτήσει ένα προσωπικό ύφος που θεωρώ ότι είναι απαραίτητο. Λίγο οι σπουδές στην κλσσική μουσική, λίγο τα ακούσματά μου - ελληνικά και ξένα - δουλειά, διαβάσματα, προσωπικές εμπειρίες, όλα αυτά που μας διαμορφώνουν. Συνειδητά εργάζομαι για να γίνομαι καλύτερη, αν και υπάρχουν και περίοδοι που τεμπελιάζω ή με παίρνει από κάτω».
Το Μέσα Σε Πόλεις Και Σε Κύματα Συγχρόνως είναι, κατά την άποψή μου, ένας από τους πιο ποιητικούς δίσκους που υπήρξαν ποτέ στην ελληνική δισκογραφική παραγωγή. Στο εισαγωγικό του σημείωμα αναφέρετε ότι το περιεχόμενο υπήρξε αποτέλεσμα μιας σειράς βιωμάτων και πως, άμα φτάσει κανείς ως το τέλος, θα έχει καταλάβει. Ποιο ήταν τελικά αυτό το ενιαίο κρυμμένο concept;
«Το σημείωμα λέει πως το τελευταίο τραγούδι (“Μοιράζοντας Τις Ωρες”) ανακεφαλαιώνει το περιεχόμενο του δίσκου, όπως επίσης και ότι τα τραγούδια περιγράφουν παραστατικότερα τις σκέψεις μου... Η ερμηνεία πρέπει να γίνει από σας, εγώ μπορεί και να μην την γνωρίζω. Δεν υπάρχει τίποτα κρυμμένο. Θα ήμουν ευχαριστημένη αν στα τραγούδια ο ακροατής βρίσκει κάτι δικό του μέσα κι όχι δικό μου».
Η πολύχρονη απουσία σας από τα πράγματα μετά το Μέσα Σε Πόλεις Και Σε Κύματα Συγχρόνως υπήρξε επιλογή σας; Ή δεν σας δόθηκαν οι απαιτούμενες ευκαιρίες για ό,τι θέλατε να κάνετε;
«Όπως είπαμε και παραπάνω, υπήρξαν δυσκολίες δημοσιοποίησης της δουλειάς μου. Αλλά ομολογώ ότι και οι ρυθμοί μου είναι αργοί. Έτσι, όταν εκδίδω ένα νέο έργο, προσπαθώ τουλάχιστον να είμαι όσο το δυνατόν περισσότερο ουσιαστική και περιεκτική. Επίσης και με τα live δεν τα πάω καλά γιατί δεν έχω σταθερούς μουσικούς, αφού λίγο-πολύ τα κάνω μόνη μου. Όταν έρχεται λοιπόν η ώρα για ζωντανές εμφανίσεις, τα κομμάτια πρέπει να προσαρμοσθούν σ’ ένα λιγότερο ηλεκτρονικό περιβάλλον, να βρεθούν οι κατάλληλοι συνεργάτες, πρόβες, χώροι. Πράγματα που απαιτούν χρόνο και χρήμα».
Από εδώ και στο εξής, τι πλάνα έχετε κάνει για το μέλλον;
«Έναν επόμενο καλό δίσκο. Δεν είναι πλάνο, είναι επιθυμία που εύχομαι να πραγματοποιηθεί. Ελπίζω σε μια καλή έμπνευση».