Λίγες οι βασισμένες στην παράδοση δουλειές στις μέρες μας οι οποίες να έχουν έναν φρέσκο και σύγχρονο αέρα, αρνούμενες να αντιμετωπίσουν το παρελθόν ως κάτι το μουσειακό. Γι’αυτό και το Avopolis δεν έχασε την ευκαιρία να τα πει λίγο με τον Άλκη Ζοπόγλου, ο οποίος υπόγραψε πρόσφατα μια τέτοια δουλειά, σε συνεργασία με το συγκρότημα Κοντραμπάντο…
Πες μας λίγα πράγματα για σένα, για τους Κοντραμπάντο και για το νέο σας album.
«Είμαι ένα από τα ιδρυτικά μέλη των Κοντραμπάντο. Στο σχήμα αυτό έχουν πάρει μέρος διάφοροι μουσικοί, έχει αλλάξει αρκετές συνθέσεις και θα έλεγα πως είναι ένα πεδίο δράσης, μια φόρμα όπου κατά καιρούς εντάσσονται νέοι άνθρωποι ανάλογα με το αποτέλεσμα που θέλουμε να βγει κάθε φορά. Αυτή τη φορά επιλέξαμε να κάνουμε αυτή τη δουλειά η οποία συνδυάζει ετερόκλητα στοιχεία, με αποτέλεσμα η βασική ομάδα του σχήματος να διαμορφωθεί από τους Πάνο Καραθανάση, Γιάννη Τσίγκα, Βαγγέλη Καρύπη, Σοφία Κακουλίδου κι εμένα. Από εκει και πέρα πήραν μέρος και πολλοί άλλοι στην παραγωγή, με μένα να έχω το γενικό πρόσταγμα μιας και οι συνθέσεις είναι δικές μου».
Δεν μας είπες όμως για σένα. Παίζεις κανονάκι, ένα όχι και τόσο συνηθισμένο όργανο. Πώς προέκυψε αυτή η ενασχόληση;
«Η δική μου ιστορία με τη μουσική ξεκινάει από τα παιδικά μου χρόνια όταν ασχολήθηκα με τα κρουστά. Οι πρώτες μου εμπειρίες ήταν σε πανηγύρια και αντίστοιχες εκδηλώσεις. Κάποια στιγμή, λόγω της παραδοσιακής μουσικής, ασχολήθηκα με το κλαρίνο παίζοντας σε διάφορες φοιτητικές μπάντες. Όμως πάντα έκλινα προς την ανατολίτικη μουσική, ίσως και λόγω οικογενειακής καταγωγής. Εκεί γύρω στα είκοσι πέντε λοιπόν θέλησα να ασχοληθώ με το κανονάκι. Γράφτηκα στο ωδείο «Εν Χορδαίς» της Θεσσαλονίκης και είχα δάσκαλο τον Θανάση Στεργίου, που ερχόταν κάθε τόσο απ’ την Αθήνα. Όταν αυτός σταμάτησε, για κάποιους λόγους, να ανεβαίνει - και με δεδομένο πως εγώ μένω στην Καβάλα - έπρεπε να επιλέξω μεταξύ Αθήνας και Κωνσταντινούπολης για να συνεχίσω τα μαθήματά μου. Επέλεξα τη δεύτερη, και λόγω απόστασης αλλά και λόγω της ζωντανής παράδοσης που διαθέτει, ειδικά πάνω σ’ αυτό το όργανο. Μετά από πέντε περίπου χρόνια, άρχισα να νοιώθω πως πρέπει να αποστασιοποιηθώ από αυτή τη σχέση εξάρτησης μεταξύ δασκάλου και μαθητή, οπότε και αρχίσαμε να δημιουργούμε ομάδες δουλειάς στην Καβάλα. Εγώ στο μεταξύ ταξίδεψα αρκετά και γνώρισα πολλούς μουσικούς ανατολικών χωρών και διαφορετικά στυλ παιξίματος. Κάτι που είναι πολύ σημαντικό, γιατί αρχίζεις να καταλαβαίνεις πόσο διαφορετικά αντιλαμβάνεται καθένας τη μουσική ανάλογα με τον κοινωνικό του χώρο. Όλο αυτό το ταξίδι διαμόρφωσε τη δική μου μουσική οντότητα και σιγά-σιγά άρχισα να μπαίνω στη λογική πως κάπου πρέπει να διοχετεύσω τις συνθέσεις μου. Έτσι δημιουργήθηκε το Κοντραμπάντο και ήρθε ο πρώτος μας δίσκο (Cargo), πριν δυο χρόνια περίπου».
Πώς σε υποδέχτηκαν αλήθεια, ως Έλληνα, στην Κωνσταντινούπολη;
«Κοίταξε, πέρα των τετριμμένων περί της μουσικής που ενώνει, θέλω να σου πω πως όλοι οι δάσκαλοι τους οποίους συνάντησα θεωρούσαν εξαιρετικά μεγάλη τιμή το γεγονός πως ένας άνθρωπος από μια ξένη χώρα ζητάει να μαθητεύσει δίπλα τους. Θυμάμαι χαρακτηριστικά έναν δάσκαλό μου, που προερχόταν από οικογένεια μουσικών. Πάντα πριν ξεκινήσουμε να παίζουμε - τον συναντούσα στο σπίτι του τις Κυριακές - φώναζε τον πατέρα του, βετεράνο μουσικό, για να ακούσει και ο ίδιος την πρόοδό μου. Γενικότερα, όλοι με αντιμετώπισαν εξαιρετικά, έκανα πολλούς φίλους και έχω πολύ όμορφες αναμνήσεις από εκείνη την περίοδο».
Πάντα πίστευα πως οι μίξεις είναι αυτές που γεννάνε το καινούργιο. Στο νέο σας album, για παράδειγμα, συναντιέται ηχητικά η Ανατολή με τη Δύση, με αποτέλεσμα μια φρέσκια πρόταση.
«Θέλω πρώτα-πρώτα να πω πως δεν το κάναμε ηθελημένα. Δεν είχαμε στο μυαλό μας δηλαδή να ακολουθήσουμε κάποια world μόδα. Σκέψου πως οι μουσικοί στην επαρχία είναι περιορισμένοι σε αριθμό. Οπότε, όταν βρεθούν μαζί, αναγκαστικά ο καθένας τους θα φέρει μαζί τις εμπειρίες και τα μουσικά του γούστα. Το ζήτημα δηλαδή ήταν και λίγο πρακτικό. Πάντως θα χαρακτήριζα αυτή τη δουλειά σημερινή, σύγχρονη. Θα μπορούσε να την ακούσει τόσο ένας πιο ηλικιωμένος, όσο και ένας νεότερος ακροατής. Σε μπαράκια της Καβάλας που παίζουμε θα δεις ανθρώπους διαφορετικών ηλικιών στο κοινό, πάντα όμως πολλούς νέους. Απ’ την άλλη, ζούμε ξέρεις και σε μια περιοχή που είναι σταυροδρόμι πολιτισμών και όλα αυτά τα χρόνια πέφτουν στα χέρια μας δουλειές ετερόκλητες. Έχουμε δηλαδή έναν μουσικό ορίζοντα πολύ ευρύ και νομίζω πως, χωρίς να το προσπαθήσουμε πολύ, αυτό καθρεφτίστηκε στον δίσκο. Σημαντικό ρόλο έπαιξε και ο Δανιήλ Μπάρμπας, ο οποίος δούλεψε πολύ μαζί μου τις ενορχηστρώσεις, για να φτάσουμε σε αυτό το αποτέλεσμα».
Ενώ πολλοί ασχολούνται με την παραδοσιακή μουσική, λίγοι είναι αυτοί που καταφέρνουν να την ανανεώσουν με επιτυχία, έτσι ώστε να αφορά τους σημερινούς ακροατές. Πόσο δύσκολη θεωρείς ότι είναι μια τέτοια προσπάθεια και τι παγίδες μπορεί να κρύβει;
«Κοίταξε, ουσιαστικά εγώ είμαι μυημένος στην παραδοσιακή μουσική και προέρχομαι από τον χώρο αυτού ήχου. Όσο φτιάχναμε τον δίσκο λοιπόν, ένα σύνηθες αστείο μεταξύ μας ήταν ότι οι κύκλοι αυτοί θα με «αφορίσουν» μετά απ’ αυτό ή ότι θα φάω ξύλο. Ήδη με είχαν στο μάτι άλλωστε, γιατί το παίξιμό μου διαφοροποιείται από τα συνηθισμένα. Εγώ είμαι της άποψης πως είναι βαρετό να αναπαράγεις τα ίδια πράγματα. Ακόμα και οι παλιοί συνθέτες που τους φυλάμε ως κόρη οφθαλμού σήμερα, στην εποχή τους ήταν μεταρρυθμιστές. Ο Μπατζανός για παράδειγμα, ένας από τους κορυφαίους ουτίστες, έπαιζε πράγματα εξωπραγματικά για την εποχή του. Σήμερα όμως είναι ευρέως αποδεκτός και οι νέοι παίκτες τον σπουδάζουν. Η μουσική γενικότερα, από τη φύση της, πρέπει να ακολουθεί την εποχή. Δεν πρέπει να είναι καταδικασμένη να κλειστεί σε προθήκες μουσείων. Καλό είναι βέβαια, για να περνάει η μουσική από γενιά σε γενιά, να αναπαράγουμε την παράδοση. Να μην ξεχνάμε όμως να ακούμε και τι συμβαίνει γύρω μας. Προς αυτή την κατεύθυνση είναι και το πείραμα αυτού του δίσκου. Ξέρουμε πως μπορεί να δεχθούμε κριτική, μα έτσι κι αλλιώς, απ’ τη στιγμή που δημοσιοποιείς τη δουλειά σου, αυτό είναι κάτι αναπόφευκτο».
Θεωρείς πως ως δημιουργός έχεις την υποχρέωση να λογοδοτήσεις σε κάποιους για τις επιλογές σου;
«Κατηγορηματικά όχι, θα σου απαντήσω. Απλά, θέλω πάντα να λαμβάνω υπόψη την όποια κριτική. Να έχω τα αυτιά μου ανοιχτά και να μη ζω στο μικρόκοσμό μου, κι ας συνεχίζω να κάνω αυτό που θέλω».
Η διασκευή στην “Γκαρσόνα” του Τούντα πώς σας προέκυψε;
«Γενικά μας αρέσει να πειραματιζόμαστε - και πάνω σ’ αυτή τη διαδικασία προέκυψε αυτό το κομμάτι. Να σου πω την αλήθεια, αρχικά δεν επρόκειτο να συμπεριληφθεί στο album, διότι μας το απέκλεισαν οι κληρονόμοι του ίδιου του Τούντα. Ενώ το είχαμε ήδη γράψει στο στούντιο, μάθαμε τα άσχημα νέα και ομολογώ πως απογοητευτήκαμε. Τελικά πάντως, και αφού τους το στείλαμε να το ακούσουν, πήραμε την άδεια τους γιατί τους άρεσε και θεώρησαν πως η διασκευή μας θα το ανανέωνε. Αυτό το θεωρώ πολύ σημαντικό, γιατί ένα κομμάτι με τέτοια ιστορία βγαίνει πάλι εκεί έξω με νέα πνοή για να κάνει έναν καινούργιο κύκλο».
Πώς βιώνετε το τοπίο της ελληνικής δισκογραφίας, δεδομένου και του γεγονότος ότι ζείτε στην επαρχία;
«Το βιώνουμε όπως όλοι οι μουσικοί φαντάζομαι. Τα πράγματα είναι δύσκολα και, όπως είπες, για μας στην επαρχία ακόμα δυσκολότερα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση απευθυνθήκαμε αρχικά στη Libra, όπου είχαμε κάνει και τον προηγούμενο δίσκο, αυτή τη φορά όμως δεν μπορέσαμε να συνεργαστούμε. Αποφασίσαμε λοιπόν να στήσουμε μια δικιά μας εταιρία (Elephant), έτσι ώστε και να διαχειριζόμαστε μόνοι τις παραγωγές μας, αλλά και να τις προχωράμε με τους δικούς μας ρυθμούς. Το μόνο που χρειαζόμαστε πλέον για να κυκλοφορήσουμε μια δουλειά είναι κάποιον να τη διανέμει. Πάντως, είναι ολοφάνερο πλέον ότι πρέπει να υπάρξουν νέοι και εναλλακτικοί τρόποι προώθησης της μουσικής. Νομίζω πως το δικό μας πείραμα έχει πάει αρκετά καλά. Και φαντάσου πως μιλάμε για ένα «δύσκολο» είδος μουσικής, είτε στουντιακά, είτε συναυλιακά».
Θεωρείς πως επικρατεί ένας σνομπισμός προς αυτούς που ασχολούνται με την παραδοσιακή μουσική;
«Όπως σου είπα και πριν, η μουσική δεν χωράει σε καλούπια. Κάποιοι ασχολούνται με παραδοσιακά όργανα, κάποιοι άλλοι με πιο σύγχρονα. Δεν λέει κάτι αυτό. Σημασία έχει να παίζεις και να εκφράζεσαι, τα υπόλοιπα είναι «οδοντόβουρτσες»!
Τέλος, ξέρω είναι λίγο τετριμμένη η ερώτηση, αλλά είμαι περίεργος να μάθω τι μουσική ακούς τον τελευταίο καιρό…
«Προσπαθώ να ακούω ό,τι πέφτει στα χέρια μου και δεν είναι λίγα αυτά, αφού κρατάω επαφές με πολλούς συναδέλφους μουσικούς. Κατά καιρούς κολλάω με κάποια πράγματα και, τον τελευταίο καιρό - πέντε μήνες τώρα - ακούω μανιωδώς μια παραγωγή ενός τρομερού Λιβανέζου, του Toufic Farroukh (Tootya λέγεται το album). Ο τύπος είναι καταπληκτικός και μου τον συνέστησε μια φίλη τραγουδίστρια από τον Λίβανο. Γενικότερα πάντως μου αρέσει ο βαλκανικός ήχος, αν και παλιότερα άκουγα πολύ Οθωμανική μουσική, λόγω και των σπουδών μου».