Με αφορμή την κυκλοφορία του πρόσφατου album του Ελληνικού Τρίου με έργα Ελλήνων συνθετών, το Avopolis συνάντησε τον φλαουτίστα τους Δημήτρη Φωτόπουλο, για μια ενδιαφέρουσα συζήτηση, όχι μόνο για τη συγκεκριμένη δουλειά, αλλά και για τη γενικότερη κατάσταση στην Ελλάδα σε σχέση με τη μουσική παραγωγή, παιδεία και αγορά...

 

 

 

Το Ελληνικό Τρίο απαρτίζεται από ένα φλάουτο (Δημήτρης Φωτόπουλος), από μια βιόλα (Πάρις Αναστασιάδης) και μια κιθάρα (Απόλλωνας Κουσκουμβεκάκης). Δεν είναι κάπως παράδοξη και σπάνια αυτή η συνύπαρξη των οργάνων;

 

«Καθόλου. Ο συγκεκριμένος συνδυασμός των οργάνων αποτελεί κλασικό σχήμα. Ήδη από την εποχή του Μπετόβεν και πολύ περισσότερο στην εποχή του Ρομαντισμού, όπου συνθέτες συστηματικά γράφουν έργα για φλάουτο, βιόλα και κιθάρα. Ιδιαίτερα όσον αφορά στην κιθάρα, είναι η χρονική περίοδος που γνωρίζει άνθηση και συνθέτες-κιθαρίστες γράφουν μουσική δωματίου και για αυτό το όργανο».

 

Ποιος ήταν ο στόχος της ίδρυσης του Ελληνικού Τρίου το 1989;

 

«Να παίξουμε μουσική. Για παράδειγμα, αν ένας φλαουτίστας δεν έχει την τύχη να καλύψει τις ελάχιστες θέσεις του οργάνου σε μια ορχήστρα, τότε, για να μπορέσει να μην παραιτηθεί από τη χαρά της εκτέλεσης, βρίσκει διέξοδο στη μουσική δωματίου».

 

Κάτω από ποιες συνθήκες δημιουργήθηκε το τρίο;

 

«Όλα ξεκίνησαν στο ωδείο «Ορφείο». Θέλοντας να μάθω, πέρα από τις σπουδές μου στο φλάουτο, και βιόλα, βρέθηκα κοντά στον Γιάννη Βατικιώτη. Εντελώς αυθόρμητα και ξαφνικά, τόσο εγώ όσο και ο Βατικιώτης, που ήταν ένας καταπληκτικός άνθρωπος, αλλά και ο Κουσκουμβεκάκης, βρεθήκαμε να παίζουμε έργα Ευρωπαίων συνθετών. Και τότε μας ήρθε η ιδέα να ζητήσουμε από Έλληνες συνθέτες, που με πολλούς από αυτούς είχαμε και έχουμε φιλικές σχέσεις, να μας δώσουν έργα για το τρίο».

 

Ποιοι συνθέτες σας έχουν δώσει έργα έως τώρα;

 

«Οι Κωνσταντίνος Κυδωνιάτης, Αμάραντος Αμαραντίδης, Σπύρος Μάζης, Σάββας Ζάνας, Μπάμπης Κανάς, Περικλής Κούκος, Γιώργος Διαμαντής, Ντίνος Κωνσταντινίδης, Ευάγγελος Κοκκόρης κ.ά.».

 

Στο τελευταίο σας cd Works of Greek Composers I, με ποια κριτήρια επιλέχτηκαν τα κομμάτια;

 

«Επιλέξαμε κομμάτια που έχουν δοκιμαστεί στις συναυλίες και γίνονται αποδεκτά από το κοινό· κομμάτια βατά που δεν αποκλείουν κανέναν ακροατή. Δεν είμαστε ελίτ, δεν θέλουμε να αποκλείουμε ή να αποκλειόμαστε. Θέλουμε όλος ο κόσμος να ακούει αυτά που κάνουμε».

 

 

 

Πού συνήθως παίζετε;

 

«Κυρίως στην Αθήνα· στον Παρνασσό, στον Νάκα, στο Ινστιτούτο Γκαίτε κτλ. Οι χώροι είναι λίγοι και συγκεκριμένοι, ενώ παίζουμε αρκετά συχνά και στην επαρχία. Δυστυχώς δεν υπάρχει αγορά για την κλασική μουσική στην Ελλάδα. Όταν ήμουν στο Παρίσι, τα σχήματα στα οποία συμμετείχα είχαν τέτοια προσφορά εργασίας, που οι μουσικοί έβρισκαν διαρκώς δουλειά. Υπήρχε ένα κοινό που στήριζε τη μουσική και ο μουσικός μπορούσε να ζει από τις συναυλίες. Είναι, ξέρεις, και το ζήτημα της γενικότερης κουλτούρας ενός λαού. Θυμάμαι, πάλι στο Παρίσι, ότι πήγα σε μια έκθεση ζωγραφικής των αποφοίτων της Σχολής Καλών Τεχνών, όπου τα έργα των αποφοίτων, δηλαδή των νέων εικαστικών καλλιτεχνών, πουλιούνταν. Δε θα το πιστέψεις, αλλά κανένα δεν έμεινε απούλητο. Υπήρχε λοιπόν ένα κοινό το οποίο αγόραζε έργα άσημων και πρωτόβγαλτων καλλιτεχνών».

 

Μια και θέτετε ζητήματα πολιτισμού, θα ήθελα να ρωτήσω για ποιον λόγο στην Ελλάδα υπάρχει μια ιδιότυπη «δικτατορία του τραγουδιού»; Αν ένας συνθέτης δεν έχει γράψει και τραγούδια, δεν τον ξέρει κανείς.

 

«Το τραγούδι πάντα έχει ένα απεριόριστο κοινό. Ακόμα και από τις όπερες όλοι γνωρίζουν τις άριες. Θέλεις ο λόγος, η ανθρώπινη παρουσία, το τραγούδι είναι πιο εύπεπτο και αν αναλογιστούμε ότι τα περισσότερα τραγούδια είναι ερωτικά, είτε είναι έντεχνα είτε όχι, αυτό το στοιχείο τα κάνει ακόμα πιο δημοφιλή. Το άλλο ζήτημα είναι το ζήτημα της παιδείας. Ο Γερμανός, για παράδειγμα, την κλασική μουσική την έχει μέσα στην παράδοσή του ακόμα και μέσα στο σχολείο του, πράγμα που δεν συμβαίνει στον Έλληνα που καταναλώνει μουσική κυρίως για να διασκεδάζει. Αυτό το τελευταίο δεν είναι αναγκαστικά κακό, αλλά δεν βοηθάει την κλασική μουσική στην Ελλάδα».

 

Συναυλίες ή ηχογραφήσεις;   

 

«Συναυλίες! Η ηχογράφηση σκοτώνει τη μουσική, αν και είναι αναγκαία για την αρχειοθέτηση και τη διάδοσή της και ιδιαίτερα της δουλειάς των Ελλήνων συνθετών των οποίων τα έργα παρουσιάζονται σπάνια στο ελληνικό κοινό. Η μουσική είναι σαν το θέατρο, πρέπει να παίζεται. Το cd από την άλλη πλευρά είναι ένα πολύ σημαντικό παιδευτικό μέσο για τους μαθητές της μουσικής και όχι μόνο».

 

Πώς βλέπετε το μέλλον των Ελλήνων συνθετών εντός των συνόρων;

 

«Δυσοίωνο. Αν δεν υπάρξει μια κρατική πολιτική χρηματοδότησης των Ελλήνων συνθετών, ώστε αυτοί να παραγάγουν έργα, αλλά και ένα κοινό που θα στηρίξει τον Έλληνα συνθέτη και θα απαιτήσει από το κράτος μια τέτοια δράση, δεν μπορώ να δω πώς μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα. Επίσης χρειάζονται να χρησιμοποιηθούν όλα τα σύγχρονα μέσα προβολής (διαφήμιση, ΜΜΕ, διαδίκτυο) της ελληνικής κλασικής μουσικής μέσα από ηθικούς στόχους και ορθό υπόβαθρο. Η Λυρική Σκηνή, που ακολουθεί αυτήν τη στρατηγική, κάθε σχεδόν παράστασή της είναι sold out - πράγμα διόλου τυχαίο».

 

 

Με ποια λόγια θα παροτρύνατε του νέους να ακούσουν το Ελληνικό Τρίο σε έργα Ελλήνων συνθετών;

 

«Εμείς παρουσιάζουμε μια υπαρκτή κατάσταση της ελληνικής μουσικής και αυτόν το χώρο προτείνουμε, το δημιουργικό κομμάτι του Έλληνα συνθέτη. Πρόταση ειλικρινής και πηγαία. Με τη μουσική δεν μπορείς να κρύψεις τίποτε. Στις συναυλίες μας έρχονται άνθρωποι που μπορεί να ακούν ελληνική εμπορική μουσική, μορφωμένοι και σύγχρονοι, από ελάχιστα έως καθόλου σχετικοί με το είδος της μουσικής που παίζουμε, οι οποίοι μας μεταδίδουν τον ενθουσιασμό τους για τη μουσική των Ελλήνων συνθετών που εκτελούμε. Αυτό που λέμε στους νέους είναι να ακούνε τα πάντα· και την ελληνική εμπορική μουσική και την αντίστοιχη κλασική. Πρώτον, γιατί θα κερδίσουν αυτοί οι ίδιοι ένα κομμάτι μουσικής εμπειρίας και γνώσης που αλλιώς θα χάσουν, αλλά και γιατί ο Έλληνας συνθέτης βγαίνει πιο δυνατός, όταν το έργο του έρχεται σε επαφή με το νεανικό, και όχι μόνο, κοινό. Μόνο όταν το έργο του δημιουργού γίνεται κομμάτι της κοινωνίας, μπορεί ο δημιουργός να διορθώνεται και να γίνεται καλύτερος, γιατί μέσα από την επαφή του έργου του με το κοινό μπορεί να αναγνωρίσει τα λάθη του ή και περισσότερες πλευρές του έργου του, αλλά και του ίδιου του του εαυτού, που πριν πιθανόν να αγνοούσε».

 

Τη συνεργασία σας με τη δισκογραφική σας εταιρεία, την Puzzlemusic, πώς θα την κρίνατε;

 

«Πίσω από την Puzzlemusic βρίσκεται ο Χρήστος Αλεξόπουλος, μουσικός και συνθέτης ο ίδιος, πράγμα που τον κάνει να επιλέγει δουλειές με κριτήριο την αισθητική του, αλλά και με βάση τη βαθιά γνώση του αντικειμένου».

 

Άλλοι υποστηρικτές στην προσπάθειά σας υπάρχουν;

 

«Το κοινωφελές Ίδρυμα Κωστόπουλου που, με σύστημα και χωρίς τυμπανοκρουσίες, βοηθάει όχι μόνο το Ελληνικό Τρίο, αλλά τη γενικότερη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού εντός και εκτός της χώρας. Αξίζουν, πραγματικά, συγχαρητήρια στους ανθρώπους αυτούς που, ενώ προσφέρουν τόσο πολλά, διατηρούν ένα χαμηλό προφίλ, χωρίς να επιδιώκουν την αυτοπροβολή τους».  

 

Τα μελλοντικά σχέδια του Ελληνικού Τρίου ποια είναι;

 

«Η συνέχεια της δισκογραφικής δουλειάς με βασική προτίμηση στην εκτέλεση έργων Ελλήνων συνθετών. Εκεί κρίνουμε ότι η προσφορά μας θα είναι μεγαλύτερη για την ελληνική μουσική, όταν δηλαδή εμείς ως Έλληνες εκτελεστές παίζουμε έργα Ελλήνων κάνοντάς τα έτσι γνωστά».                                                                                

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured