Μετά το θέατρο και την τηλεόραση ήρθε και για σένα η ώρα της μουσικής επένδυσης μιας κινηματογραφικής ταινίας. Σε δυσκόλεψε;
«Ήταν μια καθαρή τρέλα. Εγώ είμαι άνθρωπος αργών ρυθμών και δεν είχα φανταστεί ότι θα έκανα ταινία τόσο σύντομα αφού για πρώτη φορά είχα κάνει τηλεόραση - χρωστάω πολλά στους συνεργάτες μου για την ταχύτητα με την οποία έγινε. Μεγάλο ρόλο έπαιξε και το «προξενιό» της Sony με την Odeon, όπως αργότερα και οι συναντήσεις μου με τη σκηνοθέτη του film Όλγα Μαλέα. Ήταν άλλωστε και μια ταινία που μιλούσε για τα Χανιά, από όπου κατάγομαι. Αυτή η ίντριγκα που θέλει ένα 11χρονο Αμερικανάκι στα Χανιά του 1963, σε μια εποχή που ακόμα ξένο τραγούδι γινόταν να ακούσεις μόνο από τον ραδιοσταθμό της αμερικανικής βάσης, και προσπαθεί να γίνει νονός μέσα στα χανιώτικα έθιμα και τον χανιώτικο πολιτισμό, μου έδωσε μια πολύ καλή πλατφόρμα για το soundtrack. Από κάτω υπήρχε δηλαδή σταθερά η Μάνα Κρήτη, αλλά κάθε τόσο κοντραριζόταν με το rock ‘n’ roll, το R’n’B, το φάντασμα του Morricone σε ένα-δυο στιγμές, αλλά και τον Χατζιδάκι - μία από τις εμμονές του σεναρίου, γι’ αυτό κάποια στιγμή ακούγεται και το “Χάρτινο Το Φεγγαράκι”. Πλάι επίσης στον μουσικό και καθηγητή Πάρη τον Περυσινάκη εκπλήρωσα ένα παιδικό όνειρο, να παίζω πιάνο παρέα με έναν λυράρη. Αυτή ήταν για μένα η πιο συγκινητική στιγμή του album».

Θεωρείς ότι το μοίρασμα του χρόνου σου ανάμεσα στα Χανιά και την Αθήνα αποτελεί παράγοντα φρεσκάδας για την τραγουδοποιία σου;
«Είμαι πια σε μια φάση όπου προσπαθώ να το παλέψω στην Αθήνα. Μέχρι πριν τρία χρόνια ήμουν δυστυχισμένος που αναγκαζόμουν να ζω στην Αθήνα, κατέβαινα δέκα-έντεκα φορές τον χρόνο στα Χανιά και δεν σταμάταγα να παίζω και να τζαμάρω στο μέρος από όπου ξεκίνησα, το Φαγκότο - το πιο παλιό jazz club στην Ελλάδα. Μέσα μου, σχεδόν εντελώς υπαρξιακά, είχα ταυτίσει τα Χανιά με τη μοναδική πηγή τροφοδοσίας μου σε τραγούδια, τόσο ώστε ακόμα και ιδέες που μάζευα στην Αθήνα ένιωθα πως έπρεπε να πάω εκεί για να τις στρώσω κάτω. Μιλάμε για μεγάλο εθισμό. Την τελευταία διετία, επειδή διάφοροι κύκλοι κλείνουν και νέες περίοδοι ανοίγουν, προσπαθώ να το παλέψω, γιατί είναι φοβερή παγίδα για μένα τα Χανιά. Περιμένω πάντως με μεγάλη αγωνία πότε θα βγει από τα Χανιά ένα ζόρικο group που να έχει μπερδέψει πολύ καλά την παράδοση και τη ντοπιολαλιά με τα σύγχρονα μουσικά ρεύματα και την ουσία της εποχής μας. Υπάρχουν αξιόλογα groups, ελληνόφωνα και αγγλόφωνα, αλλά αυτό ακόμα δεν έχει γίνει. Περιμένω πότε επιτέλους ο λυράρης θα είναι με σεβασμό ενσωματωμένος και πότε οι μαντινάδες δεν θα είναι πια ένα απλό φολκλόρ».

Εκτός όμως από το soundtrack, έχεις συνεισφέρει και ένα νέο τραγούδι, αποκλειστικά για την οικολογικού χαρακτήρα συλλογή ξένων τραγουδιών The Green Album, η οποία επίσης κυκλοφορεί αυτές τις μέρες. Μίλησέ μας για αυτό.
«Το Green Album είναι ένας πράσινος δίσκος-συλλογή όπου δίπλα σε γνωστά στον πολύ κόσμο κομμάτια, που με το ένα τους πόδι είτε πατάνε σε ένα σχόλιο, όπως π.χ. το “Sign ‘O’ The Times” του Prince, είτε είναι πιο ξεκάθαρα «πράσινα», βρίσκονται και κομμάτια όχι και τόσο γνωστά, όπως το “Last Great American Whale” του Lou Reed. Πρόκειται για ένα πολύ μεγάλο μα και προφητικό τραγούδι οικολογικού χαρακτήρα, το οποίο είναι πολύ σημαντικό και ως ποίημα. Ελπίζω, σε όποιον ασχοληθεί με τη συλλογή, να του δοθεί το έναυσμα για να ψάξει και τους στίχους του. Για μένα που ζω τον μισό μου καιρό στην Πεντέλη, όπου έχουμε εθιστεί στις αλλαγές και βλέπεις την αλλαγή χρόνο με τον χρόνο, και τον άλλον μου μισό βρίσκομαι στα Χανιά, όπου μέσα στην τελευταία πενταετία βλέπεις πιο έντονα τις διαφορές στο κλίμα, η έννοια της οικολογικής συνείδησης έχει και έναν περισσότερο προσωπικό τόνο. Έπρεπε να καεί η μισή Ελλάδα για να παρατηρήσεις μια διαφορά στην αντιμετώπιση τέτοιων θεμάτων, ώστε να αναλογιστούμε ότι το air condition π.χ. δεν είναι μέρος του φυσικού τρόπου ζωής. Κάποια στιγμή, και ενώ συνεργαζόμουν με το Ως3, ήρθαμε σε επαφή με τη WWF. Δύο χρόνια παλευόταν η ιδέα πίσω από το Green Album, η οποία βρισκόταν στο μυαλό του Γιώργου Βελλίδη της WWF πριν καν με γνωρίσει. Κλείδωσε πολύ ωραία το παζλ, γιατί ενώ εκείνος έψαχνε να βρει πώς θα γινόταν κάτι τέτοιο, έπεσε πάνω σε μένα που ενδιαφερόμουν για κάτι τέτοιο».

Το ύφος της τραγουδοποιίας σου είναι πολυσυλλεκτικό και συνδυάζει το ελληνικό με το δυτικό. Ποια πράγματα από την ελληνική πλευρά θεωρείς πως σε καθόρισαν ως δημιουργό;
«Είναι η εκατοστή, φορά που θα το πω, αλλά αν δεν είχα ακούσει τον δεύτερο δίσκο των Φατμέ, τα Ψέματα, μπορεί και να μην είχα ποτέ αποφασίσει να ασχοληθώ. Οπωσδήποτε και μια πολύ μεγάλη συλλογή του Μάνου Χατζιδάκι που έφτασε στα χέρια μου σε μικρή ηλικία. Από εκεί και πέρα, κάποια πράγματα του Ελαφρού τραγουδιού τα οποία άκουγε η μάνα μου και του παλιού Λαϊκού που άρεσε στον πατέρα μου, ένα μέρος του Σαββόπουλου και του Κραουνάκη, κάποια ακραία πολιτικά τραγούδια του Μικρούτσικου, οι Κατσιμίχες στις καλύτερές τους στιγμές ή ο Ξυδάκης, τον οποίον και έχω μάλιστα διασκευάσει».

Και όσον αφορά το ξένο τραγούδι;
«Δεν έχει τελειωμό η λίστα! Αλλά το θέμα είναι πώς παίρνεις το ξένο και το κάνεις τραγούδι στη χώρα σου, για τον φίλο σου, τον γείτονά σου, τα δικά σου προβλήματα, με τον δικό σου τρόπο - αυτό είναι πάντα το μεγάλο στοίχημα. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι όπου ο αδερφός μου ήταν συλλέκτης και DJ, οπότε καταλαβαίνεις ότι ήταν πάμπολλες οι επιδράσεις. Ήταν όμως καταλυτικό το ότι σε ηλικία 11 ετών, και ενώ στο σπίτι βασιλεύει ο David Bowie, έφτασε εκεί ο δίσκος ενός ελληνικού ηλεκτρικού group, που έλεγε ιστορίες νεανικές, για τις ανησυχίες της γενιάς του».

Είναι δύσκολη για σένα αυτή η ισορροπία μεταξύ ελληνικού και ξένου στη γραφή σου;
«Είναι κάτι που στις καλύτερες των περιπτώσεων μου έχει κάνει πολύ καλό, τις φορές ειδικά όταν, δίχως να το πολυκαταλαβαίνω, έχει δημιουργηθεί ένα υβρίδιο, ένα χαρμάνι από όλα αυτά, που όμως πατάει βαθιά στην Ελλάδα. Και είναι μια εξαργύρωση όταν κάτι το οποίο με έχει κάνει να περάσω καλά κάνει και άλλους ανθρώπους να περνούν εξίσου καλά μαζί του. Από την άλλη όμως ούτε εύκολο είναι πάντα και είναι κάτι που το έχω πληρώσει. Γιατί ο Έλληνας αγαπάει πολύ το συγκεκριμένο στίγμα, θέλει πάρα πολύ την κατάταξη. Υπάρχουν δύο πράγματα στο τραγούδι τα οποία ο Έλληνας δεν έχει καταφέρει να ξεπεράσει. Το ένα είναι η κατάταξη, το άλλο το σύνδρομο της φωνάρας, θέλει δηλαδή τον τραγουδισταρά. Είναι ένα τριπάκι στο οποίο μπαίνει και ο Έλληνας κριτικός, στον ξένο π.χ. τύπο δεν θα διάβαζες ποτέ ότι ο Tom Petty ή ο John Hiatt είναι λειτουργικοί για τα τραγούδια τους. Πιστεύω ότι ο Elvis Costello, αν είχε γεννηθεί στην Ελλάδα, θα είχε ίσως γίνει ταξιτζής».

«Σπουδαία τραγούδια ακόμα γράφονται», είχες δηλώσει κάποτε, «αλλά οι προβολείς δεν πέφτουν πια πάνω τους»…
«Και παραμένει η πιο μεγάλη αλήθεια από όλες. Και είναι επίσης κάτι πολύ εκνευριστικό για εμένα, που νιώθω περισσότερο ως ένας επαγγελματίας ακροατής και είμαι σε όσους ακόμα τα σκάνε για να αγοράζουν cd - στα Metropolis γελάνε κάθε τόσο και αναρωτιούνται γιατί ψωνίζω. Συχνά ακούω τσιτάτα σαν το ότι δεν γράφονται καλά τραγούδια τα τελευταία είκοσι χρόνια, ή βλέπω συνθέτες οι οποίοι επηρέασαν όχι μόνο τη δική μου γενιά, μα και την αμέσως προηγούμενη, να χαρακτηρίζονται ως «η νέα δύναμη» και να περιστρέφεται η όλη κουβέντα γύρω από 2-3 πρόσωπα τα οποία μπορεί και να δισκογραφούν εδώ και 35 χρόνια! Μην ξεχνάς επίσης τι γινόταν με τους Κατσιμιχαίους, που ενώ είχαν τέτοιο έργο, κάποιοι έβγαιναν και μίλαγαν για τα «Κατσιμιχάκια». Είναι μεγάλος, για μένα τουλάχιστον, ο αριθμός των καλών ελληνικών τραγουδιών που παράγονται στη δισκογραφία κάθε χρόνο. Δεν γίνεται π.χ. συνθέτες όπως ο Παπαδημητρίου, ο Κραουνάκης ή ο Ανδρέου να βρίσκονται σε τόσο δημιουργική φάση και να σφυρίζουμε κλέφτικα».

Δεν βλέπεις δηλαδή καμία κρίση στην «έντεχνη» πλευρά; Ότι έχει κλειδωθεί στον εαυτό της;
«Όχι, δεν βλέπω καμία κρίση. Τα σύνδρομα αυτά πράγματι υπήρξαν, περάσανε όμως. Ήταν μια φυσική άμυνα απέναντι στη λαίλαπα του ας το πούμε «σύγχρονου λαϊκού», υπήρξε μια συστολή, μια παγίδα - ακόμα και το ηλεκτρικό τραγούδι έπεσε σε αυτήν. Σταμάτησε ο κόσμος να θέλει να χορεύει μαζί του, σκοτείνιασαν οι στίχοι, δεν πρότεινε κάποιο όραμα, δεν μίλησε για μια ελπίδα, εκτός κάποιων εξαιρέσεων. Περάσαμε πράγματι ένα διάστημα κατά το οποίο δεν μπορούσες να πεις «σ’ αγαπώ». Για να το πεις έπρεπε να πεις πως ανεβαίνω σε ένα βουνό, βλέπω έναν κορυδαλλό να πετάει και σου στέλνω ένα μήνυμα της καρδιάς μου μέσα από την ομίχλη της στέπας. Άμα έλεγες έτσι απλά «σ’ αγαπώ», σε πυροβολούσαν. Αλλά αυτό τέλειωσε, δεν είμαστε τώρα πια σε τέτοια φάση. Υπάρχει μια πιο έξω διάθεση, το βλέπω και στη φετινή παράσταση της Τσαλιγοπούλου με τη Νέγκα και τη Μπάμπαλη, όπως το είδα και στην παράσταση της Ρεμπούτσικα με τον Καλαντζόπουλο. Η μεγάλη κρίση πλέον είναι αυτή της πολιτισμικής υποστάθμης την οποία υποτίθεται ότι γουστάρει ο κόσμος και διασκεδάζει μαζί της».

Αν κάποια από τις φωνές της «άλλης όχθης» σου πρότεινε να της γράψεις τραγούδια, στα πλαίσια ας πούμε μιας επιχείρησης-στροφή σαν κι αυτή που είδαμε να επιχειρεί η Πίτσα Παπαδοπούλου ή η Δήμητρα Παπίου, θα σε ενδιέφερε καθόλου η πρόταση;
«Αυτά τα δύο παραδείγματα που ανέφερες είναι πολύ ξεχωριστά. Η Παπαδοπούλου ήταν μια στιβαρή, σεβαστή φωνή. Της Παπίου δεν θυμάμαι τα προηγούμενα ίχνη της, έκανε όμως με τον Κραουνάκη μια βουτιά σε ένα λαϊκό ρεσιτάλ που ήθελε πολλά κότσια. Η έννοια της «στροφής» έχει αρχίσει και με εκνευρίζει, αν δεν προκύπτει ως μια φυσική ανάγκη. Με όποιον και αν μιλάς ξαφνικά θέλει να κάνει μια στροφή. Και καλά αν πρόκειται για καλλιτέχνες με πορεία 15-20 χρόνων, αλλά εδώ συναντάς παιδιά με έναν δίσκο, που σου λένε ότι θέλουν να κάνουν κάτι διαφορετικό. Ακόμα δεν έχουν δηλαδή καλά-καλά βρει τη φωνή τους και θέλουν να κάνουν στροφή. Ομολογώ ότι υπάρχουν κάποια πράγματα που θα είχαν ενδιαφέρον ως πείραμα. Ο Elvis Costello π.χ. πήρε κάποτε τη Wendy των Transvision Vamp, μια λολίτα της pop, και έκανε έναν φοβερό ηλεκτρικό pop δίσκο. Έχουν ενδιαφέρον τα παντρέματα και δεν πιστεύω ούτε στον αφορισμό και την ιεροσυλία, ούτε στο άβατο. Αλλά να υπάρχει νόημα και καλλιτεχνικός λόγος. Τα φράγκα θα ’ναι πάντα φράγκα, όμως δεν τα παίρνεις μαζί στον άλλο κόσμο. Αν η αιτία είναι τα φράγκα, θα προτιμούσα προσωπικά να επένδυα μουσικά δύο ταινίες ή δύο θέατρα με λιγότερα λεφτά, παρά να παγιδευτώ σε κάτι το οποίο θα έχει μόνο άγχος αν θα πετύχει και όχι χαρά, παιχνίδι, πείραμα. Δεν βλέπω κανέναν λόγο για να το κάνω αυτό».

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured