Συνέχεια από το Α' Μέρος.
Κάτι που εκτιμώ προσωπικά σε εσένα ως δημιουργό είναι ότι δεν ενδίδεις στην ευκολία. Πιστεύεις ότι κάτι τέτοιο ισχύει και για τους υπόλοιπους τραγουδοποιούς που ξεπηδήσανε την ίδια περίοδο με εσένα;
“Α, τώρα δεν μπορώ να σου απαντήσω σε αυτό. Το να δηλώσω ότι όταν ξεκίνησα, στα 21, είχα μια θεωρία και έναν προσανατολισμό, που ακολούθησα μέχρι κεραίας, θα ήταν μια γιγάντια μπούρδα. Ο καθένας μας βέβαια πρέπει να υπερασπίζεται έναν μύθο, αλλά εμένα δεν μου πάει αυτός ο ρόλος. Έχω κάνει πράγματα που δεν φανταζόμουν ότι θα τα έκανα και βυθίστηκα σε πολύ βαθιά διλήμματα για να τα κάνω. Έχω τόσες αμφιβολίες για τις δικές μου κινήσεις, για ό,τι προτείνω κάθε φορά, ώστε δεν θα μπορούσα να αμφισβητήσω κανέναν άλλον. Βρίσκω σε μένα λάθη σχεδόν σε κάθε δουλειά που έχω κάνει.”
Με τη γραφή σου αρνείσαι να υπηρετήσεις στεγανά, στην Ελλάδα όμως έχουμε ένα περιβάλλον στρατοπέδων, όπου οι «έντεχνοι» τα βάζουν με τους λαϊκούς, οι λαϊκοί με τους «έντεχνους» και όσοι έχουν δυτικά ακούσματα με ό,τι μιλάει ελληνικά. Πώς το εισπράττεις αυτό όσον αφορά το κοινό;
“Το πληρώνω! Έχω μια τάση να είμαι κάπως σχολαστικός με τις έννοιες και για λόγους ιδιοτελείς αν θέλεις. Κάνω ας πούμε ορθόδοξα λαϊκά και νέα ελληνικά τραγούδια με έναν πιο εναλλακτικό ήχο. Εγώ νομίζω πως συναντιούνται, αλλά αν θέλεις σώνει και καλά να τα εντάξεις σε μια από τις υπάρχουσες ταμπέλες, θα φεύγει το ένα πόδι από δεξιά και το άλλο από αριστερά. Έχω εννοιολογικά προβλήματα με τους όρους αυτούς. Τι είναι «έντεχνο» ας πούμε; Νομίζω ότι είναι ένας γελοίος όρος, γιατί περιέχει την επιβράβευση αυτού που περιγράφει, το χαρακτηρίζει όχι μόνο ως ιδιότητα αλλά και ποιοτικά. Είναι ένας όρος ύπουλος, που εγώ προσωπικά δεν θα αποδεχόμουν σε καμία συζήτηση. Όσον αφορά τους ας πούμε «ευρωπαϊστές», εγώ από αυτόν τον χώρο κατάγομαι.”
Μπορεί να κατάγεσαι από αυτόν τον χώρο, έχεις όμως πει κάποτε στον συνάδελφο Σπήλιο Λαμπρόπουλο πως θεωρείς ότι πολλά από τα παιδιά που μεγαλώσανε με τέτοια ακούσματα καταλήγουν πιο στενόμυαλα και συντηρητικά από παιδιά τα οποία αρπάζουν τραγούδια δεξιά και αριστερά στο ραδιόφωνο.
“Ναι, και εξακολουθώ να το πιστεύω αυτό. Υπάρχουν πολύ καλά μυαλά και αυτιά και ταλέντα, αλλά και ένας διάχυτος επαρχιωτισμός. Αυτό το σώνει και καλά είμαστε υποδεέστεροι είναι ένα σύμπλεγμα κατωτερότητας και πολλές φορές αυτά τα συμπλέγματα εκφράζονται ως συμπλέγματα ανωτερότητας. Οπότε δημιουργείται μια καθαρολογική διάθεση να εξοβελίσουμε ο,τιδήποτε ελληνογενές, να αποσιωπήσουμε όλο αυτό το κομμάτι της ζωής μας. Για αυτό και οι περισσότερες τέτοιες προσπάθειες δεν φτάνουν και πουθενά, όχι μόνο σε επίπεδο αποδοχής, αλλά και για τους ίδιους τους καλλιτέχνες. Υπάρχουν βέβαια άνθρωποι που κάνουνε πράγματα, είναι όμως τόσο δοσμένοι σε έναν φαντασιακό χώρο που δυσκολεύονται να έχουν συνέχεια. Μπορεί βέβαια να κάνω και λάθος σε αυτό.”
Θεωρείς ότι στη δική σου περίπτωση το ότι μεγάλωσες με λαϊκά ακούσματα κοντά σε έναν πατέρα που έπαιζε μπουζούκι σε βοήθησε να βλέπεις τα πράγματα έξω από στρατόπεδα;
“Δεν ξέρω αν έχω καταφέρει να βλέπω τα πράγματα έξω από στρατόπεδα. Συνέβη να με συγκινούν πράγματα που προέρχονται από εντελώς διαφορετικούς χώρους. Το ότι είχα στο σπίτι μου το μπουζούκι με βοήθησε σίγουρα στο να το μισήσω νωρίς. Είχα όμως έτσι και την ευκαιρία να ξεπεράσω την απαξίωσή μου σχετικά νωρίς, οπότε ίσως στάθηκα τυχερός από αυτή την άποψη.”
Είπες πριν πως βρίσκεις στον εαυτό σου λάθη σχεδόν σε κάθε δουλειά σου. Ποια θεωρείς ότι είναι τα μεγαλύτερα λάθη που έχεις κάνει;
“Μεγάλο μου λάθος ήταν που πίεσα την κατάσταση έξω από εμένα ώστε να κυκλοφορήσει ο πρώτος μου δίσκος όπως κυκλοφόρησε. Πιστεύω τώρα ότι χρειαζόμουν λίγο χρόνο ακόμα, ότι κάποια πράγματα θα μπορούσαν να εκφραστούν διαφορετικά. Μετά, όταν συνειδητοποίησα αυτά τα προβλήματα, κύλησα στον άλλο πόλο, άρχισα δηλαδή να κάνω πράγματα πιο «σφιγμένα», χωρίς να αφήνω περιθώρια για λάθη και ατέλειες. Αυτό είναι αλήθεια πως λειτούργησε περισσότερο, αλλά ήταν σε βάρος πάλι κάποιων άλλων πραγμάτων. Δεν έχω συνήθως ενστάσεις για τραγούδια, θα πετούσα λίγα, τα περισσότερα όμως τα δέχομαι. Έχω κυρίως πρόβλημα με το πώς εκφράστηκαν κάποια πράγματα.”
Συχνά έχω ακούσει να αναφέρεται ένα τραγούδι που έχεις γράψει για τον Γιάννη Κότσιρα, το “Σεντόνι”, ως δείγμα του δήθεν ποιοτικού και του τι πάει στραβά στις μέρες μας με το λεγόμενο «έντεχνο». Τι θα είχες να πεις ως αντίλογο;
“Μάλλον δεν θα επιχειρηματολογούσα, γιατί νομίζω ότι η προδιάθεση προηγείται της άποψης. Είναι μια τοποθέτηση που τη βρίσκω απόλυτα δεκτή, αν και θα συζητούσα μάλλον τον χαρακτηρισμό «δήθεν». Δεν είναι ένα τραγούδι που λέει «κοιτάξτε πόσο ψαγμένο είμαι», όταν το έκανα είχα τη σκηνή στο μυαλό μου και ήθελα να κάνω κάτι που θα μιλούσε για κάτι χωρίς να το ονομάζει, δεν λέει ας πούμε έλα πάρε με αγκαλιά. Αυτό είναι δήθεν; Θα μπορούσα πάντως να επικαλεστώ τον αντίλογο. Όλοι λένε «τι κάνεις μαλάκα Φάμελλε με τον Κότσιρα». Αλλά κανείς δεν λέει «μπράβο ρε Κότσιρα που πήγες με έναν εναλλακτικό». Δεν γίνεται να στέκει το ένα επιχείρημα αν δεν στέκει το άλλο. Ας πούνε μπράβο σε αυτόν και «να μαλάκα» σε μένα και τότε ίσως να το δεχτώ, ως άποψη δίχως προδιάθεση.”
Βρίσκεις ότι είναι μια ανάλογη περίπτωση με όσους σε χαρακτήρισαν ξεπουλημένο όταν έδωσες τραγούδια σου στον Γιώργο Νταλάρα;
“Υπάρχουν ορισμένοι άνθρωποι που ίσως στη ζωή τους να τους βοηθάει κάτι τέτοιο, να έχουν ανάγκη να είναι αυτό το οποίο δεν είναι ο Νταλάρας. Ίσως να τους ζηλεύω λίγο όλους αυτούς που έχουν τόσο σταθερά σημεία αναφοράς στο τι δέχονται για τον εαυτό τους και ίσως να έχουν και δίκιο, δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι δεν είμαι εγώ αυτός ο οποίος διαπράττει το μέγα σφάλμα. Εξακολουθώ όμως να πιστεύω ότι ο Νταλάρας είναι ένας πολύ μεγάλος λαϊκός τραγουδιστής. Από εκεί και πέρα πολλά από τα πράγματα που κάνει έχει τύχει να μη μου αρέσουν. Αλλά αν έπρεπε να συμπίπτουν οι απόψεις μου με τις απόψεις όποιου ανθρώπου συνεργάζομαι, δεν θα έπρεπε να συνεργάζομαι με κανέναν. Και με τον εαυτό μου θα έπρεπε να πάψω να συνεργάζομαι (γέλια).”
Τι άλλο περιλαμβάνει η καθημερινότητά σου εκτός από το να δημιουργείς μουσική;
“Διαβάζω κυρίως, με ενδιαφέρει πολύ η λογοτεχνία και η ιστορία, είμαι κατά κάποιον τρόπο ένας ερασιτέχνης ιστορικός (γέλια). Είχα πάντα μια κλίση προς τις επιστήμες του ανθρώπου. Ακούω και πολύ μουσική, ως ακροατής, ενώ μεγάλο μέρος του χρόνου και της ενέργειάς μου απορροφά και η δουλειά μου ως παραγωγού. Μου αρέσει επίσης ο κινηματογράφος.”
Με το που μπαίνει κανείς στο www.famellos.gr τον υποδέχονται διάφορα αρχαία ρητά. Ποιο είναι το σκεπτικό με το οποίο τα έχεις βάλει εκεί;
“Είναι όλα του Ηράκλειτου. Ήθελα να κάνω κάτι που να απαιτεί την εμπλοκή του άλλου, να τον κάνει να μπει σε κόπο. Το διαδίκτυο εκ των πραγμάτων καταργεί την απόσταση και ήθελα να την αναδημιουργήσω. Πρέπει έτσι να αναζητήσεις αυτό που διαβάζεις, να το μεταφράσεις, να αναρωτηθείς - δεν σου δίνεται μασημένο. Η ίδια λογική χαρακτηρίζει και την κατασκευή της ιστοσελίδας μέσα, ανακαλύπτεις τους τομείς της, δεν είναι δεδομένοι. Τώρα να σου πω την αλήθεια το έχω αρκετά χρόνια αυτό και σκέφτομαι να κάνω κάτι άλλο.”
Αν και έχεις ήδη δώσει ένα Top-5 για το Sonik, τι θα πρότεινες σε κάποιον να ακούσει από τα albums του 2006;
“Στο Sonik έδωσα αν θυμάμαι σωστά Tom Waits, Cat Power, Grizzly Bear, Thom York, Joan As A Police Woman. Ο Beirut μου άρεσε πολύ, το Sparklehorse επίσης… Εγώ ξέρεις είμαι ιδιαίτερα αμερικανόφιλος στα ακούσματά μου! Πολύ ωραία μπάντα είναι και οι Whiskey Town 2000 κάτι Καλιφορνέζοι. Και το album της Tanya Donnelly μου άρεσε και ας την αγνοήσανε γενικά. Συχνά ξέρεις βλέπω ότι τα ξένα περιοδικά, το Uncut ας πούμε, προτείνουν κάποιες παραγωγές στις οποίες κυριαρχεί ένας συγκεκριμένος ήχος, ενδεχομένως να υπάρχει και μία κορυφή, το υπόλοιπο όμως υλικό δεν είναι παρά μια άσκηση ύφους, δεν υπάρχει δηλαδή κρέας. Για παράδειγμα γράψανε διθυράμβους για το τελευταίο album των Flaming Lips, που, εντάξει μου άρεσε, αλλά δεν ήταν κάτι το σπουδαίο, δεν φτάνει ας πούμε με τίποτα το Yoshimi Battles The Pink Robots.”