You'll Never Walk Alone*

Η τραγωδία του Χίλσμπορο συνέβη στο ομώνυμο στάδιο του Σέφιλντ, στο Νότιο Γιόρκσιρ, στις 15 Απριλίου του 1989,  Κατά τη διάρκεια του ημιτελικού του Κυπέλλου Αγγλίας μεταξύ της Λίβερπουλ και της Νότιγχαμ Φόρεστ. Λίγο πριν από την έναρξη του ματς, δόθηκε από την αστυνομία η εντολή να ανοίξει η πύλη C, σε μια προσπάθεια να διευκολυνθεί ο συνωστισμός των φιλάθλων (της Λίβερπουλ) που περίμεναν να εισέλθουν στην μία από τις δύο εξέδρες ορθίων του γηπέδου. Αυτό όμως οδήγησε σε ανεξέλεγκτη εισροή οπαδών και είχε ως αποτέλεσμα τον υπερπληθυσμό της κερκίδας. Συνολικά 97 άνθρωποι ποδοπατήθηκαν ή έχασαν τη ζωή τους από ασφυξία και 766 τραυματίστηκαν. Πρόκειται για την πλέον θανατηφόρα καταστροφή στη βρετανική αθλητική ιστορία.

Τις επόμενες ημέρες, η αστυνομία του Νότιου Γιόρκσιρ (SYP) τροφοδότησε τον Τύπο με ψευδείς ιστορίες που υποδηλώνουν ότι ο ποδοσφαιρικός χουλιγκανισμός και η μέθη των οπαδών της Λίβερπουλ είχαν προκαλέσει την καταστροφή. Η κυβέρνηση των Συντηρητικών της Μάργκαρετ Θάτσερ υιοθέτησε πρόθυμα την παραπάνω εκδοχή. Το κατηγορώ στους οπαδούς της Λίβερπουλ συνεχίστηκε ακόμα και μετά την Έκθεση (του Λόρδου) Τέιλορ του 1990, η οποία διαπίστωσε ότι η κύρια αιτία ήταν η αποτυχία ελέγχου του πλήθους από την SYP. Μετά την Έκθεση Τέιλορ, ο Διευθυντής των Δημοσίων Εισαγγελιών έκρινε ότι δεν υπήρχαν στοιχεία που να δικαιολογούν τη δίωξη οποιωνδήποτε ατόμων ή ιδρυμάτων. Η καταστροφή οδήγησε σε ορισμένες βελτιώσεις ασφάλειας στα μεγαλύτερα αγγλικά γήπεδα ποδοσφαίρου, ιδίως την κατάργηση των περιφραγμένων κερκίδων για όρθιους.

Ο ανώνυμος αφηγητής στο τελευταίο μυθιστόρημα της Βασιλικής Πέτσα με τον τίτλο «Δεν θ’ αργήσω» (Εκδόσεις Πόλις, 2024) ανήκει σ’ αυτούς που βίωσαν από πρώτο χέρι την ποδοσφαιρική αυτή τραγωδία. Παντρεμένος και πατέρας δύο μικρών, αν και φαινομενικά ζει μια ευτυχισμένη ζωή με την οικογένειά του, το τραύμα συνεχίζει να τον κατατρέχει, και ο ίδιος δείχνει αδύναμος να το διαχειριστεί. Η ζωή του σαν να έχει πάρει την κάτω βόλτα. Το ψυχικό τραύμα καθορίζει διαρκώς τις αποφάσεις ζωής του, οικογενειακές, επαγγελματικές, προσωπικές.

Ενδιαφέρουσες οι συγκλίσεις και οι αποκλίσεις στα μουσικά γούστα των χαρακτήρων. Ο ανώνυμος αφηγητής ακούει ξανά και ξανά το “Don’t Give Up”, το ντουέτο του Peter Gabriel με την Kate Bush από το album “So” του 1986. Ο Άντι προτιμά το progressive rock των Genesis, που είχαν τραγουδιστή τον Gabriel στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’70. Ο Τζον, τέλος, είναι ο σκληροπυρηνικός της παρέας, φαν του hip-hop και του punk attitude των Beastie  Boys.

«Λένε πως ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός, όμως κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Η κούραση είναι ο καλύτερος γιατρός, όχι ο χρόνος. Καθώς πλησιάζει το τέλος, η φύση προνοεί να φεύγουμε ήρεμοι, λες και η αγωνία, η θέληση για ζωή, η αντίσταση στον πόνο προϋποθέτουν υπέρμετρο κόπο».

Παρακολουθούμε το συμβάν στο Χίλσμπορο μέσα από μια μνημονική πράξη, τη μαρτυρία του ανώνυμου αφηγητή∙ τη συνειδησιακή ροή, τις σκέψεις του αναφορικά με την ανάμνηση των γεγονότων, την οποία πυροδοτεί ένα τηλεφώνημα που τον πληροφορεί για την επίσκεψη ενός παιδικού του φίλου (του Άντι) στο Λίβερπουλ, για την επέτειο των 20 χρόνων από την τραγωδία – η τελετή πρόκειται να λάβει χώρα στο Άνφιλντ, την ιστορική έδρα της Λίβερπουλ. Η αναδρομική αφήγηση αφορά μια παρέα παιδικών φίλων. Ο αφηγητής, ο Τζον και η Τζέσικα, που είναι ζευγάρι από τα νεανικά τους χρόνια, η Κέισι που μεγαλώνει μόνη δύο κορίτσια, ο εκπατρισμένος στην Αυστραλία Άντι, ο Κιθ που βρήκε τον θάνατο στο Χίλσμπορο.

«Η μνήμη μοιάζει με φωτογραφική μηχανή Polaroid: κάθε ανάμνηση ένα κλικ επισφαλές, ευάλωτο στο φως και στην αλήθεια, με θολά περιγράμματα και θαμπά χρώματα».

 

Έχουν περάσει 35 και πλέον χρόνια από την τραγωδία του Χίλσμπορο. Αν και δεν πρόκειται για ιστορικό μυθιστόρημα για το συγκεκριμένο συμβάν, γιατί το επέλεξες ως καμβά για τους χαρακτήρες σου;

Η τραγωδία του Χίλσμπορο θεωρώ ότι λειτουργεί και συμβολικά, ως ένα γεγονός που συμπυκνώνει με νοσηρά θεαματικό τρόπο την απόπειρα ηθικής και φυσικής εξόντωσης της εργατικής τάξης (στη Βρετανία, αλλά και σε ευρύτερο επίπεδο). Επιπλέον, ίσως είχα την ανάγκη να μιλήσω για τις συνέπειες των συλλογικών καταστροφών, εστιάζοντας σε κάτι μακρινό πολιτισμικά, και άρα σχετικά διαχειρίσιμο συναισθηματικά.

Πάντα με φόντο το  Χίλσμπορο, η αφήγηση περιστρέφεται αναδρομικά γύρω από μια παρέα παιδικών φίλων. Θα το χαρακτήριζες, συγχρόνως, μυθιστόρημα ενηλικίωσης;

Δεν ξεκίνησα να γράφω το μυθιστόρημα έχοντας κατά νου ένα συγκεκριμένο είδος, του οποίου τις συμβάσεις θα ακολουθούσα. Εκ των υστέρων, αν έπρεπε να ιδωθεί έτσι, θα το χαρακτήριζα μάλλον ως μυθιστόρημα παρεμποδισμένης ενηλικίωσης.

Υπό αυτό το πρίσμα, αυτό που σε ενδιέφερε ήταν η επεξεργασία του τραύματος, ατομικά ή συλλογικά;

Ουσιαστικό μέλημα της γραφής είναι πάντοτε να ειπωθεί μια ιστορία, με τρόπο πειστικό και αισθητικά κατά το δυνατόν ολοκληρωμένο. Ξεκίνησα να γράφω προσπαθώντας να προσεγγίσω έναν ψυχισμό και μια εποχή, για να συνειδητοποιήσω κάτι που γνώριζα ίσως εξαρχής: ότι δεν μπορώ να τα κατανοήσω μεμονωμένα, ότι οι άνθρωποι είναι οι σχέσεις τους και οι εποχές το πριν και το μετά τους. 

Θεωρείς ότι λειτουργούν τα όποια πρωτόκολλα διαχείρισης του πένθους και του τραύματος;

Στην πλειονότητα των περιπτώσεων ίσως ναι, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Δεν είναι όμως όλες οι περιπτώσεις ψυχικά ιάσιμες. Κάποιες φορές, εξάλλου, χρειάζεται να συντηρεί κανείς ένα πένθος για να προστατεύσει τον εαυτό του από τον αντίκτυπο μεγαλύτερων ή καινούργιων απωλειών. 

Πέρα από το τραύμα που του προκάλεσε η ποδοσφαιρική τραγωδία, ο αφηγητής έχει να διαχειριστεί και τις αντιξοότητες στην άσκηση του επαγγέλματός του: είναι ιδιοκτήτης φωτογραφείου σε μια εποχή όπου τα κινητά έχουν υποκαταστήσει τις φωτογραφικές μηχανές – σε τέτοιο βαθμό που η σύζυγός του επινοεί παραγγελίες για να τον πείσει ότι εξακολουθεί να υπάρχει ζήτηση. Πώς επηρεάζει τις διαπροσωπικές του σχέσεις η επαγγελματική στενότητα;

Αποτελεί έναν επιπλέον παράγοντα τελμάτωσης, ένα ακόμη επίπεδο ασυγχρονίας με την εποχή του. Συγχρόνως, εντείνει τον βαθμό απομόνωσης από τον περίγυρο, όπως καθετί που πλήττει την αυτοεκτίμησή μας.

«Θέλω να θυμάμαι, και ξεχνάω· θέλω να ξεχνάω, και θυμάμαι· δεν θέλω ούτε να ξεχάσω ούτε να θυμάμαι· δεν θέλω τίποτα. Δεν μπορώ τίποτα. Δεν έχω πια δυνάμεις». Διαβάζεται σαν μπεκετικός μονόλογος. Τελικά, μετά το Χίλσμπορο και παρά τη φαινομενική οικογενειακή σταθερότητα και γαλήνη, ο ήρωάς σου έχει παραιτηθεί ως έναν βαθμό; 

Από το μέλλον πλήρως. Στο παρόν παραμένει επισφαλώς αγκιστρωμένος. Από το παρελθόν, από τη δυνατότητα εναλλακτικών εκδοχών του, όμως, αρνείται πεισματικά να παραιτηθεί.

Τι υποδηλώνει η επαναλαμβανόμενη φράση «Δεν θ’ αργήσω», που δίνει και τον τίτλο στο μυθιστόρημα;

Λειτουργεί, θέλω να πιστεύω, πολλαπλά. Στα αγγλικά το «I won’t be long» φέρει και τη σημασία του επικείμενου αφανισμού· στην ελληνική εκδοχή φέρει και πιο επικαιρικές συνδηλώσεις.  

Πλησιάζοντας στο φινάλε, ο αφηγητής απευθύνεται προς τον νεκρό φίλο του, τον Κιθ, κατά κάποιο τρόπο τον αρχηγό της νεανικής παρέας. Σε αυτά τα σημεία ο λόγος σου γίνεται πιο μικροπερίοδος, ασθμαίνει. Μου έφερε στο μυαλό την τεχνική συγγραφέων που επίσης καταπιάστηκαν με το τραύμα που προκαλεί ο θάνατος ενός στενού συγγενή ή φίλου, όπως ο Φώκνερ στο «Καθώς ψυχορραγώ» ή ο Γκράχαμ Σουίφτ στον «Τελευταίο Γύρο»….

Θέλησα να εναρμονίσω τον ρυθμό με μια αίσθηση βιασύνης, κοφτής αναπνοής, ψυχολογικής όσο και σωματικής. Ίσως αυτό το τέμπο να «φρενάρει» τη σκέψη, να συγκρατεί το θυμικό, σαν τα μικρά, απότομα βήματα όσων κινδυνεύουν να πέσουν.

Σημειώνεις στο τέλος του βιβλίου ότι έναυσμα για τη συγγραφή του μυθιστορήματος υπήρξε ένα δημοσίευμα, μια μαρτυρία στον Guardian. Τι ήταν αυτό που σου προκάλεσε τόσο έντονο ενδιαφέρον; Μελέτησες επιστάμενα τη Βρετανία της εποχής στην οποία αναφέρεσαι;

Για κάποιον λόγο η μαρτυρία με συγκίνησε, μια ιστορία αφανούς πένθους, ο τελευταίος κύκλος από την πέτρα που έπεσε στο νερό. Χρειάστηκε και να μελετήσω βιβλία (μελέτες και μαρτυρίες) και να παρακολουθήσω ταινίες μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ, κυρίως στο πλαίσιο μιας δανεικής βιωματικής μαθητείας.

Θεωρείς το Χίλσμπορο μεμονωμένο, τυχαίο γεγονός  ή θα μπορούσαμε να το εντάξουμε στα συμπτώματα της θατσερικής Βρετανίας; Ο αφηγητής εξάλλου είναι παιδί μεταλλωρύχου στα χρόνια της θατσερικής διακυβέρνησης…

Όπως προανέφερα, νομίζω ότι συμπυκνώνει την αίσθηση ασφυξίας και αποκλεισμού της ίδιας της εργατικής τάξης και των επιγόνων της εκείνη την εποχή.

Θα συμφωνούσες ότι το συγκείμενο παραπέμπει κάπως σε ταινία του Κεν Λόουτς;

Και του Μάικ Λι, που αγαπώ εξίσου. Μακάρι. 

Η παραίτησή του κεντρικού χαρακτήρα αποτελεί ενδεχομένως και μια μετωνυμία της κουρασμένης, παρακμάζουσας Βρετανίας της εποχής του Brexit;

Δεν το είχα έτσι κατά νου, όμως πρόκειται για ενδιαφέρουσα ερμηνευτική γραμμή. Ένα κείμενο, εξάλλου, διαφοροποιείται από τις προθέσεις του συγγραφέα, αυτονομείται, πραγματώνεται πλήρως στις ερμηνείες που

Ξεκίνησες τη συγγραφική σου πορεία με τη νουβέλα «Θυμάσαι» (2011), ακολούθησαν δύο συλλογές διηγημάτων και πέρασες στο μυθιστόρημα με το «Δέντρο της υπακοής». Πιστεύεις ότι η νουβέλα και το διήγημα ήταν τα απαραίτητα σκαλοπάτια για να περάσεις στη μεγάλη φόρμα; Επιπρόσθετα, θεωρώ ότι το «Δεν θ’ αργήσω» είναι πιο πολυσύνθετο σε σχέση με το πρώτο σου μυθιστόρημα. Είναι θέμα δουλειάς; Εννοώ, γράφεις συστηματικά προκειμένου να βελτιώνεσαι και να ωριμάζεις ως συγγραφέας;

Αλίμονο αν δεν επιδιώκει κανείς να βελτιώνεται σε επίπεδο γραφής, να εξελίσσεται ως άνθρωπος παράλληλα, να ωριμάζει, ασχέτως αν τελικά το κατορθώνει. Προσωπικά, προσπαθώ να μην επαναλαμβάνομαι, να μην εφησυχάζω σε μια συνταγή λιγότερο ή περισσότερο επιτυχημένη, να δοκιμάζω τρόπους έκφρασης, θέματα, χαρακτήρες, έτσι που οι συγκρίσεις με προηγούμενα έργα να μην έχουν ιδιαίτερο νόημα, να κρίνεται κάθε έργο με βάση τις δυνατότητες που το ίδιο, ως σύλληψη, είχε.

Πέρα από τα αμιγώς λογοτεχνικά έργα σου, έχεις εκδώσει τη μελέτη «’Όταν γράφει το μολύβι», που αφορά την αποτύπωση στη λογοτεχνία την πολιτική βία στην Ιταλία κατά τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, τα λεγόμενα Μολυβένια Χρόνια. Τα οράματα για μια αριστερή επανάσταση τελικά διαψεύστηκαν, και αυτή τη στιγμή η Ιταλία έχει κυβέρνηση της ακροδεξιάς. Θα ήθελες να το σχολιάσεις; Γενικά στην Ευρώπη η αριστερά υποχωρεί και δεξιά/ακροδεξιά ανεβαίνει. Ισχύει αυτό που είπε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, ότι κάθε άνοδος της ακροδεξιάς υποδηλώνει μια αποτυχημένη αριστερή επανάσταση;

Το να κρίνεται η ίδια η έννοια της επανάστασης, ανεξάρτητα από τις επιμέρους ιστορικές πραγματώσεις της, αποτυχημένη, ίσως εκεί να έγκειται το πρόβλημα. Η Αριστερά πρέσβευε πάντοτε τη Μεγάλη Αλλαγή, έναν στόχο και ένα μέλλον, ένα «άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά». Αποκομίζει κανείς την αίσθηση ότι πλέον θωρακίζεται στα μετόπισθεν, ότι αμύνεται, ότι διασώζει. Η ακροδεξιά υπόσχεται θριαμβευτική αντεπίθεση, δεν είναι λογικό να θέλγει; Ασχέτως αν μάχεται ενάντια σε σκιές ή αν σφυροκοπά ήδη, από τον ίδιο εχθρό, ηττημένους.  

 

Η Βασιλική Πέτσα γεννήθηκε στην Καρδίτσα το 1983. Σπούδασε Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας και Θεωρίες του Πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ και Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Είναι διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.

Από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ κυκλοφορούν, επίσης, η νουβέλα της Θυμάμαι (2011), οι συλλογές διηγημάτων της Όλα τα χαμένα (2012) και Μόνο το αρνί (2015), το μυθιστόρημά της Το δέντρο της υπακοής (2018) και η μελέτη της Όταν γράφει το μολύβι (2016).

*To “You'll Never Walk Alone” γράφτηκε το 1945 από το συνθετικό δίδυμο των Rodgers & Hammerstein για το θεατρικό μιούζικαλ “Carousel”. Το 1963 το διασκεύασαν οι Gerry and the Pacemakers, ένα από τα πιο χαρακτηριστικά  Mersey Beat συγκροτήματα της δεκαετίας του 1960 – ο όρος προέρχεται από τον ποταμό Mersey, που διαρρέει το Λίβερπουλ. Το κομμάτι γνώρισε μεγάλη επιτυχία, ανέβηκε στο Νο 1 του βρετανικού chart. Με το πέρασμα του χρόνου, αποτέλεσε τον ύμνο των οπαδών της Liverpool FC. 

Βασιλική Πέτσα, Δεν θ’αργήσω

Εκδόσεις Πόλις, 2024
Σελίδες: 144

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured