Γνωρίσαμε στα ελληνικά τον αρχιεπιθεωρητή Σνεντέρ με το μυθιστόρημα Χαμένο προφίλ του Hugues Pagan (Εκδόσεις Πόλις, 2019, μτφρ. Γιάννης Καυκιάς). Ο Σνεντέρ είναι ένας ήρωας μοναχικός, που καπνίζει πολύ, κοιμάται ελάχιστα και περιπλανιέται τις νύχτες πολεμώντας τα φαντάσματά του, ανίκανος να αντιμετωπίσει τη διαφθορά που κυριαρχεί στην πόλη του. Στις περιπλανήσεις του, τον συνοδεύουν νοερά στίχοι από blues τραγούδια και «μελαγχολικές νότες» (blue note) της jazz.
Αντισυμβατικός και λιγομίλητος, απείθαρχος στην ιεραρχία του Σώματος, ο Σνεντέρ γύρισε την πλάτη του σε μια πολλά υποσχόμενη καριέρα στους γραφειοκρατικούς διαδρόμους στα Κεντρικά της αστυνομίας του Παρισιού. Στους Ανώνυμους έχει αναλάβει τη Δίωξη Εγκλήματος μιας περιφερειακής γαλλικής πόλης, που δεν κατονομάζεται. Βρισκόμαστε στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’70∙ από τα συμφραζόμενα και τις αναφορές στις πολιτικές εξελίξεις στη χώρα μπορούμε να υποθέσουμε ότι το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται το 1973-74, στο λυκόφως της προεδρίας του Ζορζ Πομπιντού. Ο Σνεντέρ έχει καταφύγει σ’ αυτή τη μικρή πόλη, μακριά από τις πολιτικές ίντριγκες της πρωτεύουσας, επειδή τον κυνηγούν φαντάσματα από το παρελθόν. Είναι βετεράνος του βρώμικου πολέμου της Αλγερίας, τα εγκλήματα των Γάλλων αλεξιπτωτιστών και των λοιπών μονάδων κατοχής και αστυνόμευσης επανέρχονται διαρκώς στη σκέψη του. Σε κάποιο σημείο, ο ίδιος μονολογεί: «Οι αποικιακοί πόλεμοι δεν είναι πόλεμοι, είναι, το πολύ, χυδαίες αστυνομικές επιχειρήσεις που τις πληρώνει ακριβά ο άμαχος πληθυσμός. Τον τελευταίο πόλεμο που έκανε η Γαλλία τον έχασε το 1940 [...] Στη συνέχεια, η Ινδοκίνα, δεν ήταν παρά μια αστυνομική επιχείρηση. Η Αλγερία το ίδιο, άλλωστε».
Στους Ανώνυμους, ο Σνεντέρ αναλαμβάνει αρχικά την υπόθεση της εξαφάνισης της δεκαπεντάχρονης Μπετύ, κόρης ενός χαμηλόβαθμου σιδηροδρομικού υπαλλήλου. Στην πορεία αποδεικνύεται ότι το κορίτσι έχει δολοφονηθεί. Δεν θα είναι η μόνη. Θα ακολουθήσουνε και άλλες δολοφονίες ή κακοποιήσεις γυναικών. Την ίδια ώρα ακροδεξιοί τραμπούκοι κυνηγούν στους δρόμους τους Άραβες και τους άστεγους. Στο αστυνομικό τμήμα, έξω από τον στενό κύκλο των έντιμων μπάτσων, συνεργατών του Σνεντέρ (Μανιέρ, Σαρλ Κατελά), κυριαρχούν η αδιαφορία και η διαφορά, επιβάλλεται ο κανόνας της σιωπής. Μαθαίνουμε ότι τις εγκληματικές δραστηριότητες της πόλης, αλλά και τη νομενκλατούρα της τοπικής διοίκησης (συμπεριλαμβανομένης της αστυνομίας και της δικαιοσύνης) και των ΜΜΕ, ελέγχει παρασκηνιακά ένας πανίσχυρος, ανώνυμος τύπος, παλιός γνώριμος του Σνεντέρ.
Ο αρχιεπιθεωρητής νιώθει σαν στο σπίτι του στο σκοτεινό περιβάλλον των μπαρ, ανάμεσα στους περιθωριακούς και τους ευάλωτους, στις πόρνες και τους μικροπαραβάτες. Αυτούς αναλαμβάνει να προστατεύσει κυρίως από τη γενικευμένη διαφθορά και από τον διάχυτο ρατσισμό της τοπικής κοινωνίας. Στο τέλος, ωστόσο, όπως σημειώνεται και στο οπισθόφυλλο της έκδοσης, «κάποιοι κακοί τιμωρούνται, αλλά το κακό παραμένει, ζοφερό, αδυσώπητο και κυρίαρχο». Όπως, εξάλλου, λέει και ένα παλιό γνωμικό της Λουιζιάνας, «αν θέλεις να καταλάβεις το παρόν, ρώτα τους νεκρούς».
Ragtime και boogie-woogie στο πιάνο
Ο Pagan χρησιμοποιεί αριστοτεχνικά τη μουσική στις σελίδες του μυθιστορήματος, με βιωμένη γνώση. Η χρήση της μουσικής δεν γίνεται μόνο για εφέ ή για τη δημιουργία ατμόσφαιρας, με αφηγηματικές ευκολίες του στυλ «ο μπάτσος μπήκε στο μπαρ και ακουγόταν το σαξόφωνο του Κολτρέιν». Αντιθέτως, έχει οργανικό ρόλο στην αφήγηση. Οι στίχοι από τα παλιά blues είναι συχνά καλοκρυμμένοι στους διαλόγους ή στους εσωτερικούς μονολόγους του Σντεντέρ. Οι μουσικές επιλογές δικαιολογούνται από τις κοινωνικές ή άλλες καταβολές των χαρακτήρων∙ λειτουργούν συνδετικά ή αποδομητικά στο πεδίο των σχέσεων∙ υποβαστάζουν εν τέλει το οικοδόμημα των χαρακτήρων, ενώ σε άλλα σημεία λειτουργούν επεξηγηματικά ως προς την εξέλιξη της πλοκής.
Τον τόνο δίνουν οι πρώτες κιόλας περιγραφές στον πρόλογο, που ακολουθεί το μότο του βιβλίου (παρμένο από τον Μεγάλο Γκάτσμπυ του Φρανσις Σκοτ Φιτζέραλντ): «Ήταν γνωστό ότι ήταν μπάτσος, μπασκίνας λιγομίλητος, ευγενικός και μουσικόφιλος, που άρπαζε εν κινήσει ένα σταχτοδοχείο από ένα τραπεζάκι και καθόταν μπροστά σ’ ένα όρθιο πιάνο ξεχασμένο σε μία άκρη από την εποχή που οι χορευτές του τανγκό ή του πάσο ντόμπλε είχαν βγάλει στο σφυρί δικτυωτές κάλτσες και φούστες με σχίσιμο. Καθισμένος εκεί, σιγοτραγουδούσε μέσα από τα δόντια του παίζοντας ταυτόχρονα ένα παράξενο μίγμα από blues, jazz, ragtime, boogie-woogie που για τους γνώστες, παρέπεμπε στη σχολή της Νέας Ορλεάνης»
Μια μέρα θα’ ρθει ο πρίγκιπάς μου
Λίγο πιο κάτω, στη σελ. 24, παρακολουθούμε τον διάλογο ανάμεσα σε δύο διοικητικούς υπαλλήλους του αστυνομικού τμήματος, των επονομαζόμενων Μπόγκαρτ και Ντουντούν. Τρέφουν αισθήματα ο ένας για τον άλλον, που όμως δεν έχουν εξωτερικεύει. «Μια μέρα θα ‘ρθει ο πρίγκιπάς μου», μονολογεί ρομαντικά η Ντουντούν. Το “Someday My Prince Will Come" γράφτηκε το 1937 από τους Λάρι Μόρεϊ και Φρανκ Τσόρτσιλ για το animation "H Χιονάτη και οι Εφτά Νάνοι", παραγωγή της Disney. Πέρασε στο ρεπερτόριο της jazz από τον πιανίστα Dave Brubeck, στο άλμπουμ "Dave Digs Disney" (1957). Η καθοριστική όμως και πιο γνωστή εκτέλεση είναι αυτή του Miles Davis στο έβδομο προσωπικό του άλμπουμ με τον ίδιο τίτλο (Columbia, 1961). Το προσωνύμιο "Prince Of Darkness" του Miles από αυτό εν μέρει προέρχεται (καθώς και από τον σκοτεινό ήχο του).
Στη σελ. 42 ο Σνεντέρ ανακρίνει ως πιθανό μάρτυρα για την δολοφονία της κοπέλας τον Οφμάν, έναν βετεράνο του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, που ξεκάθαρα πάσχει από διαταραχή μετατραυματικού στρες. Ο Οφμάν του δίνει κάποια στοιχεία για την υπόθεση, όμως κυρίως του αφηγείται την ιστορία, το ταξίδι της ζωής του, σε μια παραληρηματική αφήγηση.
Μέσα στη διαταραχή του, ο ανακρινόμενος Οφμάν φέρεται να έχει κόλλημα με την ιστορία του Ρόμελ, των African Corps και με τα οχήματα που χρησιμοποιούνταν στον πόλεμο. Έτσι του έκανε εντύπωση το γεγονός ότι είδε κοντά στον τόπο του εγκλήματος ένα όχημα διοίκησης Dodge, που μοιάζει με παλιό τζιπ. Σελ. 196: «Ξέρω με τι μοιάζει ένα όχημα διοίκησης. Κυκλοφορούσαν πολλά την περίοδο της Απελευθέρωσης. Ήταν κυρίως για αξιωματικούς και ορισμένα χρησίμευαν ως γερανοφόρα οχήματα μετά τον πόλεμο. Τελευταία είδα ένα στους εορτασμούς της 8ης Μαΐου (σημ: η ημερομηνία που γιορτάζεται στη Γαλλία η επέτειος της συνθηκολόγησης της ναζιστικής Γερμανίας), πάνε εννιά ή δέκα χρόνια. Είχαν γράψει “Lil’ Darling” μπροστά, λοξά πάνω στο καπό, κάτω από το παρμπρίζ».
Η επιγραφή “Lil’ Darling” κάτι γνώριμο θυμίζει στον Σνεντέρ. Ανασύρει συγχρόνως στη μνήμη του το ομώνυμο κομμάτι του Count Basie από το άλμπουμ “Atomic Basie” (o πλήρης τίτλος είναι “ The Atomic Mr. Basie” και εκδόθηκε από την Roulette το 1958). Με τον νευρώδη, σHuguesοπτόμενο ρυθμό της, η μουσική του Count Basie αποτέλεσε κατά κάποιο τρόπο τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στην εποχή του swing και των big bands και σε αυτή του be-bop.
Μετά το τέλος της ανάκρισης, μπαίνοντας στο αυτοκίνητό του, ο Σνεντέρ βάζει να ακούσει το “Long, Long Journey” με τη φωνή της Etta Jones (1923)∙ τραγούδι που αφηγείται στους στίχους το ταξίδι της ζωής της ίδιας της Jones στους κύκλους του blues, σε μια εποχή που το είδος ανδροκρατείτο.
Μια άλλη μουσικός και συνθέτρια του προπολεμικού blues, που διεκδίκησε την καλλιτεχνική και σεξουαλική ελευθερία της, αναφέρεται στη σελ. 182: η Gertrud «Μa» Rainey. Την εποχή που οι γυναίκες στο blues περιορίζονταν στο τραγούδι, η Ma Rainey έπαιζε κιθάρα καλύτερα κι από τον Blind Lemon Jefferson και έγραφε τα δικά της τραγούδια. Δειπνώντας με τον συνεργάτη του, τον Μανιέρ, ο Σνεντέρ του εκμυστηρεύεται ότι νεαρός έπαιζε πιάνο σε μπουάτ του Καρτιέ Λατέν για να συμπληρώσει το μηνιάτικο και ονειρευόταν να γίνει σολίστας. Είχε ανακαλύψει τον Ντιουκ Duke Ellington και τη Μa Rainey. Τον Memphis Slim και τον Ray Charles. Μόνο μουσική νέγρων. Σκέφτεται: «Πρώτα ονειρευόμαστε, έπειτα πεθαίνουμε». Πρόκειται για στίχους που προέρχονται από το τραγούδι “Dream Blues”, το οποίο έγραψε η Ma Rainey και κυκλοφόρησε σε 45άρι από την εταιρεία Paramount, το 1924.
Η ιδιοφυία του Ray Charles
Στο κείμενο απαντούν άλλες δύο αναφορές στον Ray Charles. Στη σελ. 83 ο Σαρλ Καταλά λέει στον Σνεντέρ ότι τον γυρεύει ο συνάδελφός τους, ο Αντρές, ο επονομαζόμενος Τρότσκι, προϊστάμενος στα εργαστήρια του Εγκληματολογικού. «He’s got news for you…», προσθέτει. Εδώ παραφράζονται οι στίχοι του “I’ve Got News For You”, που έκοψε σε σινγκλ ο επονομαζόμενος Genius το 1961, στην εταιρεία Impulse! Πιο εμφατική όμως είναι η υπόμνηση της μουσικής του Ray Charles στις σελ. 177-178. Εδώ παρακολουθούμε την ισότιμη αντιπαράθεση ανάμεσα στον Σνεντέρ και την πόρνη Ταργκί, γνωστή στις αρχές, η οποία έχει συλληφθεί. Ο έντιμος, σκληρός μπάτσος και η ξηγημένη πουτάνα, που δεν σηκώνει πολλά-πολλά. Μεταξύ τους υπάρχει σεβασμός και αναπτύσσεται αμοιβαία ερωτική έλξη. Η Ταργκί κουβαλάει πάνω της ένα κέρατο «με λεπίδα από ωραίο γαλαζωτό ατσάλι». «Ικανή να σφάξει έναν νταλικιέρη σ’ έναν βραδινό καυγά που πήρε άσχημη τροπή, “κάτω από το φως του ασημένιου φεγγαριού” όπως έλεγε το blues», σκέφτεται ο Σνεντέρ. Οι στίχοι προέρχονται από το "By the Light of the Silvery Moon", που εκδόθηκε το 1909 από τους Guy Edwards και Edward Maden, συνθέτες του Tin Pan Alley (από το δρομάκι της Νέας Υόρκης, στα κτίρια του οποίου εργάζονταν οι ομάδες συνθετών που έγραφαν τραγούδια για τις παραστάσεις του Broadway). Τα τραγούδια αυτά ανήκουν πλέον στο λεγόμενο American Songbook, έχουν γίνει στάνταρντ, και κατ΄ αυτό τον τρόπο πέρασαν στο ρεπερτόριο της jazz. Το κομμάτι έχει γνωρίσει ποικίλες διασκευές, όμως η επισήμανση «όπως έλεγε το blues» υπονοεί την εκτέλεση του Ray Charles, ο οποίος το κυκλοφόρησε στις 45 στροφές το 1950, στην εταιρεία Admiral.
Σ’ ένα νεκροτομείο στη Νέα Ορλεάνη
Η τέχνη όμως του Pagan στη χρήση της jazz και του blues στην αφήγησή του φτάνει στην κορύφωσή της στη σελ. 70. Ο Σνεντέρ βρίσκεται στο νεκροτομείο και παρακολουθεί την ιατροδικαστική εξέταση του θύματος. «Η πιτσιρίκα ήταν ήδη ξαπλωμένη πάνω στο νεκροτομικο τραπέζι. Ο Σνεντέρ θυμήθηκε τα λόγια του “Saint James Infirmary”: “She was stretched down a long white table/so cold.so nice/so bare” […] Το “Saint James Infirmary” ήταν μια παλιά ιρλανδέζικη μπαλάντα, ορισμένες στροφές της οποίας παρέμεναν απολύτως αινιγματικές, και έπειτα έγινε ένα μονότονο και μελαγχολικό blues…». Η πρώτη καταγεγραμμένη ηχογράφησή του έγινε στη Νέα Ορλεάνη το 1927 από την Royal Flush Orchestra του Fess Williams. Στην πορεία του χρόνου γνώρισε πολλές παραλλαγές στους στίχους και αναρίθμητες εκτελέσεις, από τον Louis Armstrong και τον Sidney Bechet έως τον Alen Toussaint και τον Van Morrison. Έχει επίσης συνδεθεί άρρηκτα με τα ταφικά έθιμα της Νέας Ορλεάνης. Είναι το κομμάτι που ακούγεται πιο συχνά από κάθε άλλο στις μισο-πένθιμες, μισο-εορταστικές πομπές στους δρόμους της πόλης, κατά τη διάρκεια μιας κηδείας, συνηθέστερα κάποιου Αφροαμερικανού ή Κρεολού.
Βασανισμένη Tina
Προς το τέλος του μυθιστορήματος, στην υπόθεση εμπλέκεται η επονομαζόμενη Tina Turner, μια πόρνη η οποία καταθέτει στον Σνεντέρ πολύτιμες πληροφορίες για τη δράση της ακροδεξιάς συμμορίας του γείτονά της, του Νουβέλ. Η Tina έχει αγανακτήσει επειδή ο βαρύμαγκας Νοβέλ κακοποιούσε συστηματικά τη σύζυγό του, η οποία ήταν τριών μηνών έγκυος. Σύμφωνα με την κατάθεση της, η βασανισμένη γυναίκα «κατάπιε τα ξερατά της…» (σελ. 388). Η ονοματολογία και οι αναφορές εδώ είναι είναι ξεκάθαρες: αφορούν τον Ike και την Tina Turner, που ήταν για παραπάνω από δεκαπέντε χρόνια σύντροφοι στη ζωή και στο τραγούδι. Ο Ike μπορεί να θεωρείται ένας από τους πρωτοπόρους του rhythm ‘n’ blues και του rock ‘n’ roll, όμως στην καθημερινή του ζωή ήταν ένας κάφρος και μισός, ένας δεσποτικός σύζυγος που κακοποιούσε συστηματικά τη σύντροφό του και της συμπεριφερόταν σαν τον χειρότερο νταβατζή. Η φράση «κατάπιε τα ξερατά της» είναι σε παραλλαγή καταγεγραμμένη στην αυτοβιογραφία της Tina Turner. Την 1η Ιουλίου του 1976, στη διάρκεια περιοδείας του ντουέτου στο Τέξας, η Tina το έσκασε από τα καμαρίνια και αναζήτησε, καταχτυπημένη, καταφύγιο σε κάποιο ξενοδοχείο του Ντάλας. Της προσφέρθηκαν οι πρώτες βοήθειες, όμως, όπως σημειώνει, «πέρασε όλο το βράδυ κάνοντας εμετούς». Το επόμενο πρωί απευθύνθηκε στην αστυνομία, η υπόθεση πήρε τη δικαστική οδό∙ τελικά η Tina έστειλε τον Ike οριστικά στον αγύριστο και ξανάφτιαξε τη ζωή και την καριέρα της.
Θα μπορούσα να συνεχίσω επί μακρόν, όμως κάπου εδώ θα πρέπει να βάλω τελεία. Οι ανώνυμοι είναι ένα εξαιρετικά καλογραμμένο νουάρ, με συναρπαστική πλοκή, πολυσύνθετους χαρακτήρες και πολύ τονισμένη πολιτικοκοινωνική διάσταση. Μιλάει για το τραύμα του πολέμου της Αλγερίας και της αποικιοκρατίας, για την άνοδο της ακροδεξιάς, για τον ρατσισμό κατά των Αράβων, για τον μισογυνισμό, για την κοινωνική περιθωριοποίηση. Ο Hugues Pagan στέκεται αλληλέγγυος στους αδύναμους, στους αγνοημένους, στους παρίες, στους «αόρατους» των σύγχρονων κοινωνιών. Αναδεικνύει την ετερότητα, ζητούμενο στην πολιτική λογοτεχνία, σύμφωνα με τον Μιχαήλ Μπαχτίν. Συγχρόνως, αποκαλύπτει έναν συγγραφέα που δεν είναι απλώς λάτρης του blues και της jazz, αλλά που έχει μελετήσει σε βάθος τα μουσικά αυτά είδη. Δεν το συναντώ συχνά, σε τέτοιο επίπεδο, σε συγγραφείς μυθοπλασίας.
Hugues Pagan, Οι ανώνυμοι
Εκδόσεις Πόλις, 2024
Σελίδες: 480
Μετάφραση: Γιάννης Καυκιάς